Ελλαδα

To δράμα μιας R B N B-ίστριας

Η σκοτεινή πραγματικότητα πίσω από την ευκαιρία που λέγεται «έχω ένα σπιτάκι και το δίνω RBNB»

Ελένη Ψυχούλη
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Airbnb: Η Ελένη Ψυχούλη γράφει για την εμπειρία της βραχυχρόνιας μίσθωσης ακινήτου

H ιδέα της βραχυπρόθεσμης μίσθωσης αρχικά εμφανίζεται φαεινή. Ο μπαμπάς σου έχει κληρονομήσει ένα σπιτόνι στο χωριό, το οποίο ποτέ δεν κάθεται στην ησυχία του και σαν σκανταλιάρικο, απαιτητικό μοναχοπαίδι, μονίμως σου ζητά ανταλλάγματα για να σε φιλοξενήσει μερικές μέρες τον Αύγουστο, άντε και κανένα πασχαλινό τριήμερο: θέλει πέργκολα, θέλει ηλιακό, θέλει καινούργια πλακάκια στο μπάνιο, θέλει καζανάκι που να μην τρέχει και πού ακούστηκε να έχουν όλοι αιρκοντίσιον και να μην έχει αυτό… Και κει έρχεται ο από μηχανής θεός του RBNB να σου πάρει τα μυαλά: κάνεις λίγο χώρο στη ντουλάπα, πατικώνεις τη γκαρνταρόμπα σου σε τζαμποσακκούλες κάτω από το κρεβάτι, πατάς ένα χρωματάκι στις υγρασίες, ανεβάζεις στα ψηλά το βάζο-κληροδότημα της προγιαγιάς, ψωνίζεις και καμμιά πετσέτα που να μην έχει χάσει το χρώμα της από τους ήλιους και τις θάλασσες, κρύβεις τα βρακιά σου στα σκοτάδια, ανεβάζεις το προφίλ σχετικά άνετα, αφού το σύστημα είναι για βλαμμένους και δεν χρειάζεται να έχεις μάστερ στα κομπιούτερς και να ’σου το σπιτάκι σου εκτεθειμένο στα μάτια του πλανήτη που αναζητά με ένα σκρολάρισμα τον επίγειο παράδεισο του επόμενου καλοκαιριού.

Στην αρχή νοιώθεις πολύ μάγκας, αυτό είναι ρε φίλε, κάθεσαι και το χρήμα -το όποιο και όσο ζητήσεις-μπαίνει άμα τη εμφανίσει του παραθεριστού - πελάτου, ζεστό και σπαρταριστό να το τσακίσεις όπως αγαπάς, στην επόμενη ανακαίνιση του μπάνιου ή σε μαργαρίτες με κλαμπ σάντουιτς στην ξαπλώστρα των δικών σου διακοπών. Στην αρχή, τα πελατάκια σπανίζουν γιατί θέλει έναν ιδρώτα να χτίσεις το προφίλ που θα σε πάει μπροστά, που θα ξεχωρίσει από τα εκατομμύρια των συναδέλφων σου RBNB-ιστών του πλανήτη. Αλλά αυτό, ακόμα δεν το ξέρεις. Θα σου το διδάξει η ζωή στα επόμενα χρόνια. Στο μεταξύ, νοιώθεις και μια άλλη ανάταση, αυτή του να ανήκεις στα φρέσκα, μοδάτα επαγγέλματα, σε ένα παγκόσμιο τεχνολογικό λόμπι παραγωγής τουριστικού χρήματος, το οποίο, όσο να ’ναι, έχει μια άλλη αίγλη από το να πουλάς γρανίτες στο μπιτσόμπαρο ή τηγανητές πατάτες στην ταβέρνα.

Στην αρχή, λοιπόν, έχεις τρελά κέφια. Σιδερώνεις με τσάκιση το χειροποίητο δαντελωτό σεντόνι από την προίκα της γιαγιάς, σκαρώνεις σπιτίσιες μαρμελάδες, ανοίγεις φύλλο για τυρόπιτα με ντόπιο γιδοτύρι, φουλάρεις το ψυγείο τοπικά αναψυκτικά, παγωμένα νερά και ντόπια τσίπουρα, αφήνεις στους περίφημους hosts της Παναγιάς τα μάτια - κέρασμα και τραβάς μεγάλο ζόρι να τους μεταφέρεις το ινσάιντ χρώμα του χωριουδακίου σου, να νοιώσουν «σαν στο σπίτι τους». Πολύ γρήγορα αντιλαμβάνεσαι, πως οι hosts σπάνια αγγίζουν ό,τι τους φιλέψεις, το απεχθάνονται λες και είναι μολυσμένο ή το υποψιάζονται φουλαρισμένο στο αρσενικό, μόλις φύγουν ανακαλύπτεις πατικωμένα στα θεοσκότεινα των ντουλαπιών τις ευγενείς προσφορές σου. Βρε μπας και φοβούνται μην τους τα χρεώσεις; Απάντηση στα 8 χρόνια RBNB-ισμού δεν έχω πάρει αλλά μάλλον θα υπάρχει κάποια σιωπηρή μασονική συμφωνία ανάμεσα στους χρήστες που απαγορεύει τις πολλές οικειότητες. Άντε να τιμήσουν το παγωμένο νερό όταν έρχονται μπαϊλντισμένοι στον λάλαρο μετά το στροφιλίκι, άντε και κανένα σύκο στο πρωινό αλλά ως εκεί. Γενικά, οι περίφημοι hosts ακολουθούν έναν συγκεκριμένο συμπεριφορικό κωδικό από τον οποίο ουδέποτε παρεκκλίνουν. Δεν σε θέλουν για πολύ μέσα στα πόδια τους, είναι ευγενείς όσο τους παρέχεις την πληροφορία που θα βολέψει την καλοπέρασή τους και αυτό μόνον αν δεν πέσεις σε στραβόξυλα. Αν μπήκες στο RBNB να κάνεις κολλητηλίκια, έχασες! Η ψύχρα τους πάει πολύ ακόμα και όταν σου χαμογελούν και ό,τι θερμότερο μπορεί να περιμένεις από κείνους, είναι η πεντάστερη κριτική στο δια ταύτα της αποχώρησης.

Με τον καιρό, λοιπόν, θα ανακαλύψεις την παγίδα που λέγεται πεντάστερη κριτική και για την οποία όλα συμβαίνουν σ’ αυτή την αόρατη κοινότητα. Αυτή θα σε πάει μπροστά, αυτή θα σου δώσει τις δυο χρυσές δάφνες που μεταφράζονται σε «super host» και «guest favorite», αυτές που θα σε φέρουν μπροστά στις αναζητήσεις, να μην ψάχνεις τον πελάτη με το κιάλι, να σε ψάχνει αυτός και να μην βρίσκει τρύπα να τρυπώσει στο calendar. Αυτό θα συμβεί, όμως, μόνον αν φτύσεις αίμα για χρόνια και ποτέ δεν θα ολοκληρωθεί το όραμα αν δεν μεταμορφωθείς από Κυρά, που ήσουν στην αρχή-τότε που ονειρευόσουν τα αβάδιστα κοκτέιλ στις ξαπλώστρες-, σε Δούλα με τσεμπέρι και τη σφουγγαρίστρα στο χέρι. Πολλοί συνάδελφοί μου είδαν το προφίλ τους να αραχνιάζει μετά από μια κριτική: μια λευκή τριχούλα μισό χιλιοστό πάνω σε ένα λευκό σεντόνι, ένα κλιματιστικό που τα  ’φτυσε καταμεσής του καύσωνα, ένα κουκούτσι από καρπούζι που πήγε να κρυφτεί κάτω από το σχαράκι στο νεροχύτη της κουζίνας.

«Καθαριότητα, καθαριότητα και πάλι καθαριότητα», είναι το μότο μας, σου λέει ο αόρατος μπίγκ μπράδερ αρχηγός του RBNB. Στο στέλνει με μηνυματάκια, σου ζαλίζει τα σόσιαλ, στοιχειώνει τη ζωή σου. Διότι η RBNB-νίστικη καθαριότητα δεν έχει καμμιά σχέση με ό,τι ως τώρα στη ζωή σου ήξερες σαν «γενική» ή σχολαστικό ξεπάστρεμα Για να καθαρίσει το σπίτι RBNB-ικά, πρέπει να μπεις στα σωθικά του, στα σιφόνια του, στις αποχετεύσεις του, σε σημεία που ούτε ήξερες ότι υπάρχουν. Δουλειά που καμιά οικιακή βοηθός του πλανήτη δεν είναι διατεθειμένη να κάνει, χωρίς να σε καταγγείλει ή χωρίς να σου φέρει στο κεφάλι τον κουβά με τα απόνερα και το απορρυπαντικό μαζί. Εξάλλου κι εσύ, καμμιά δεν εμπιστεύεσαι, αρκεί να φέρεις στο νου σου τον Παραξενόπουλο που κυνηγάει την τρίχα ακόμη και στο πατάκι της αυλόπορτας. Αυτόν που εμφανίζεται σαν εφιάλτης, για να σου παγώσει το αίμα, στον πιο ξέγνοιαστο αυγουστιάτικο ύπνο. Τίτλος και ιδιότητα του RBNB-ιστή είναι βασικά «κυνηγός τρίχας». Η οποία κρύβεται εκεί όπου δεν την περιμένεις: στην ούγια του καναπέ, μπλέκεται στην ύφανση μιας μαξιλαροθήκης, τρυπώνει και κολλάει -και δεν βγαίνει- πάνω στο σεντόνι καμουφλαρισμένη στο χρώμα του, μπουρδουκλώνεται στην είσοδο του σιφονιού και κρέμεται ολόξανθη από την άκρη του ντεκορασιόν μαξιλαριού το οποίο μόλις πέρασες επιμελώς με την ηλεκτρική. Ο αγώνας είναι τόσο άνισος, που το μόνο που εύχεσαι είναι οι μελαχρινοί πελάτες, οι οποίοι έχουν το αβαντάζ να αφήνουν πιο ορατά τα σημάδια στο πέρασμά τους. Όταν καθαρίζεις το σπιτικό σου, προσέρχεσαι με ένα σιχτίρι αλλά και μια ανεμελιά μαζί, εκτός και αν διαθέτεις πεθερά που θα ’ρθει να αναζητήσει το χνούδι κάτω από τον τριθέσιο. Όταν καθαρίζεις RBNB-ικά το σπιτικό σου, το χέρι σου τρέμει από τη στιγμή που θα πιάσεις το βετέξ στο χέρι. Μη και δεν δεις κάτι, μην και προσπεράσεις κανένα κόκκο σκόνης, μην και ξεμείνει κανένα κολλημένο κουκούτσι από ντομάτα ή το πτώμα κανενός κουνουπιού κάτω από τη βάση του λαμπατέρ, την οποία ποτέ στην προηγούμενη ζωή σου δεν είχες σκεφτεί να τη γυρίσεις ανάποδα και να την ξαραχνιάσεις. Αν έχεις σπιτικό εξοχικό, να προσθέσεις στο λογαριασμό και το κυνήγι της αράχνης, η οποία αντιστέκεται σε όλα τα χημικά και βρίσκει χρόνο να στήσει έναν ωραιότατο ιστό ή να κάνει μια εμφάνιση, τη στιγμή ακριβώς που μεσολαβεί ανάμεσα στο «καλωσήρθατε» και «να σας δείξω από πού ανάβει το κλιματιστικό», στην υποδοχή του πελάτη. Να προσθέσω στο λογαριασμό και το κυνήγι πολλών συνομοταξιών από ζουζούνια, τα οποία περιφέρονται άκακα ανάμεσα στη φύση και το παρκέ σου αλλά άντε να το εξηγήσεις αυτό στον παριζιάνο και τον στοκχολμιανό, που το μερμύγκι το αντιλαμβάνονται μόνο ως βρωμερή κατσαρίδα και τη σφίγγα ως απειλή για τη ζωή τους. Το RBNB είναι η πιο ενδελεχής μαθητεία στο «Καθαρό», μια παράνοια που σου μαθαίνει πως τελικά το «πεντακάθαρο» δεν υπάρχει, μέχρι να κυλήσει από κάπου πάνω σου μια τριχούλα που θα σπιλώσει έργο, κάματο και ανελέητη κούραση ωρών.

Μετά το κυνήγι του άτριχου και αστραφτερού, έρχεται η σκόπελος της υποδοχής. Τα χιλιάδες μηνύματα που τα κυνηγάς ανάμεσα σε μέιλ, sms, facebook, Instagram, viber, Rbnb, Whatsup και ο,τιδήποτε επικοινωνιακό κυκλοφορεί στο κινητό σου, προκειμένου να γίνει η συνεννόηση-ενίοτε μπουζούκι-περί της ώρας και του σημείου της αφίξεως. Και σύμφωνα με το νόμο του Μέρφυ, τα έχεις ελέγξει όλα εκτός από το up που περιέχει το τελευταίο και άκρως συγκλονιστικό μήνυμα: «χαθήκαμε στην ερημιά», «θα αργήσουμε δυο ώρες», «είπαμε στις 8 το βράδυ, είναι 12 το μεσημέρι και είμαστε εδώ. Ελάτε να μας βρείτε». Αυτό το τελευταίο είναι χειρότερο και από μαχαιριά πισώπλατη, χειρότερο και από καταδίκη σε θάνατο. Διότι εσύ αλλιώς έχεις οργανώσει το καθάρισμα, το σπίτι βρίσκεται στο ανάστα ο Κύριος (πάει η πεντάστερη κριτικούλα) και επιπλέον στη φούρια σου δεν έχεις δει το μήνυμα και τα πελατάκια τσιτσιρίζονται στο λιοπύρι, με σένα χαμένο ανάμεσα σε ηλεκτρικές και τιναχτήρια. Ακόμη, όμως, και όταν κανένας Ερμής δεν είναι ανάδρομος και όλα βαίνουν καλώς, το ραντεβού σπάνια τιμά τη συμφωνία του. Θα σου πουν στις 4 και θα έρθουν στις 6, θα σου πουν στις 5 και θα έρθουν στις 10, θα σου πουν το μεσημέρι και θα έρθουν το ξημέρωμα. Εσύ έχεις αμπαρώσει το σπίτι, μην βρει δίοδο καμμιά τρίχα και σέρνεσαι σαν τον άστεγο -αν υποθέσουμε πως δεν διαθέτεις δεύτερο ακίνητο στη γειτονιά- ξεροσταλιάζοντας σε καφέ και παγκάκια, περιμένοντας την περίφημη άφιξη. Μια μέρα χαμένη από τη ζωή σου, μέχρι τον επόμενο. Και αυτό ούτε που σου είχε περάσει από το μυαλό στην αρχή, τότε που θεωρούσες το RBNB τον πιο τζίνιους τρόπο να βγάλεις αβάδιστα λεφτά. Ό,τι και να διαθέτει το βιογραφικό σου σε σπουδές, καριέρες, χρήμα και όλα τα καλά και ανώτερα του Θεού, το RBNB, το εξοχικό, εκείνο που δεν υπάρχουν εταιρίες να το στηρίξουν, θα σε μεταμορφώσει σε δούλα και καθαρίστρια, δίνοντάς σου τη σωστή σφαλιάρα, που θα σε βάλει στο ρόλο της υπηρεσίας. Όχι εκείνες τις ωραίες με τη στολή που έχεις δει στις ταινίες αλλά τις άλλες, τις ιδρωμένες, πανικόβλητες και αναμαλλιασμένες. Διότι μπροστά στον πελάτη -που έχει πάντα δίκιο- ισχύει μόνο μια απάντηση: yes sir!