Ελλαδα

August Voice: Η Πεντέλη μου καίγεται

«Κάθε καλοκαίρι, η ίδια ιστορία. Το δάσος χάνεται σιγά σιγά, τα πεύκα που σημάδεψαν τα παιδικά μας χρόνια έχουν “επικηρυχθεί” ως εύφλεκτα, η ζέστη γίνεται όλο και πιο αβάσταχτη»

Αγγελική Μπιρμπίλη
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

August Voice - Ημερολόγια Αυγούστου: Οι συνεργάτες της Athens Voice γράφουν για το δικό τους καλοκαίρι.

Αν κρίνω από το καρπούζι πρέπει να ήταν Αύγουστος. Καθόμαστε στα σκαλάκια, έξω από το ακατοίκητο σπίτι με τα κόκκινα παράθυρα με τα ποδηλατάκια μας, Raleigh κόκκινο γυναικείο το δικό μου, και μιλάμε, γελάμε. Περιμέναμε να πέσει ο ήλιος για να ξεκινήσει η μπάλα, μονότερμα. Η Ξένια, η Χαρούλα, ο Νίκος και ο Πάρης, ο Ηλίας και η Μπιλίτσα, η Έλενα… όλα τα παιδιά μαζευόμασταν εκεί, κοντά στο σπίτι μου, παιδιά από τη γειτονιά και καμία φορά και κάποια πιο τολμηρά από τον απέναντι λόφο, του Αστεροσκοπείου...

Ξαφνικά αναταραχή. Οι μεγάλοι βγήκαν στο δρόμο, άρχισαν να μιλούν μεταξύ τους ανήσυχα. Μα τι έπαθαν, βγήκαν να μας μαζέψουν;

Φωτιά. Η πρώτη της ζωής μας. Δεν ξέραμε τι σημαίνει αυτό, κοιτούσαμε τις μαμάδες στα μάτια να καταλάβουμε πόσο σημαντικό ήταν. Αν θα άλλαζε κάτι στο καλοκαίρι, αυτό μας ένοιαζε. Οι πατεράδες μας εμφανίστηκαν στη σκηνή σοβαροί, με μαντίλια, με λάστιχα, με κουβάδες, δεν μας έδιναν σημασία. Τους είδαμε να ανεβαίνουν τα σκαλάκια μας, που οδηγούσαν στον πάνω δρόμο, το σύνορο με το δάσος.

Τους πήραμε από πίσω. Ακούγαμε τις σειρήνες, βλέπαμε τα κατακόκκινα πυροσβεστικά, είδαμε και φαντάρους. Μαζεύτηκε κόσμος, όλοι μαζί, μικροί μεγάλοι, πάμε να βοηθήσουμε να σβήσει η φωτιά. Θυμάμαι τον πατέρα μου και τους άλλους μπαμπάδες με κλαδιά στα χέρια να χτυπούν τις μικροεστίες που άναβαν τα κουκουνάρια που έσκαγαν, εμάς τα παιδιά μας έστελναν πίσω στα σπίτια να γεμίσουμε μπουκάλια με νερό να ξεδιψάσουν οι πυροσβέστες. Ήταν ένα καινούργιο τρομακτικό παιχνίδι, κάπως ηρωικό, του μεγάλου μου αδελφού έλιωσαν οι ελβιέλες, θα είχε να το λέει. Δεν ξέρω πόση ώρα πέρασε, οι μεγάλοι ήταν αποκαμωμένοι, αγέλαστοι, τα χέρια τους μαύρα από τους καπνούς.

Κάποια στιγμή έγινε κάτι ακόμα πιο τρομακτικό. Ένα μπλε άσπρο περιπολικό πέρασε από τον δρόμο μας με μια ντουντούκα φωνάζοντας εκκενώστε τα σπίτια άμεσα, εκκενώστε τώρα…

Πανικός. Όσο οι γονείς μου φόρτωναν το αυτοκίνητο βγήκα στο δρόμο. Δεν θα ξεχάσω τις τεράστιες φλόγες που ξεπηδούσαν πάνω από το κόκκινο σπίτι, ένα ενιαίο μέτωπο στον πίσω δρόμο, εκεί που ήταν το δάσος. Και τον μαύρο καπνό. Όσοι δεν είχαν αυτοκίνητο έφευγαν με τα πόδια. Φωνές και κλάματα. Καιγόμαστε, θα καούμε, τέτοια. Φύγαμε και εμείς.

Θυμάμαι μέσα στο αυτοκίνητο ένα καρπούζι. Θυμάμαι τη σιωπή. Κανείς δεν μιλούσε. Η Πεντέλη καίγεται.

Έχουν περάσει πολλά χρόνια από τότε. Εκείνη τη φορά το σπίτι σώθηκε, όπως σώθηκε και το σπίτι με τα κοκκινά παράθυρα και τα σπίτια των παιδικών μου φίλων. Την τελευταία στιγμή άλλαξε ο αέρας, έτσι έλεγαν μετά οι μεγάλοι. Μια επόμενη φορά όμως κάηκε ο μισός μας κήπος μαζί και το κόκκινο ποδηλατάκι μου, μόλις που γλίτωσε το σπίτι. Κάποιοι έλεγαν ότι είδαν έναν με μηχανάκι να πετάει κάτι και να ανάβουν τα πεύκα στο Ανάκτορο της Πλακεντίας. Σώθηκε το ιστορικό κτήριο τελευταία στιγμή, χάθηκε για χρόνια ο κήπος του και ο δικός μας. Εκείνο το καλοκαίρι ήμουν στην Ανάφη και δεν το έζησα από κοντά, το έβλεπα στην τηλεόραση. Το ίδιο και τώρα.

Κάθε καλοκαίρι, η ίδια ιστορία. Το δάσος χάνεται σιγά σιγά, τα πεύκα που σημάδεψαν τα παιδικά μας χρόνια έχουν «επικηρυχθεί» ως εύφλεκτα, η ζέστη γίνεται όλο και πιο αβάσταχτη. Κάθε καλοκαίρι τα ίδια τηλέφωνα φίλων, τι γίνεται στην Πεντέλη, καίγεστε; Το σπίτι σας είναι εντάξει;
Ναι, για την ώρα, ναι…