Ελλαδα

Τα χρόνια της φωτιάς

Η Ελλάδα δεν καίγεται μόνο στις πυρκαγιές. Η Ελλάδα καίγεται σε όλα τα μέτωπα

Στέφανος Δάνδολος
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Το ελληνικό καλοκαίρι, που είναι πάντα συνυφασμένο με τις μεγάλες φωτιές

Είμαστε χώρα συνυφασμένη με καπνό και στάχτη. Ιδίως τα καλοκαίρια, που το σκηνικό δεν είναι μονάχα μεταφορικό, αλλά απολύτως κυριολεχτικό. Αυτός ο τόπος καίγεται εκ των έσω. Πάντα. Κάτι του συμβαίνει και η ανάφλεξη είναι υπόγεια, εσωτερική, από τα σπλάχνα προς το δέρμα. Ουδείς εξωτερικός εχθρός. Το μικρόβιο είμαστε εμείς οι ίδιοι. Ως προς την κυριολεξία του σκηνικού, όλη σχεδόν η μεταπολίτευση είναι ένας αγώνας ενάντια στη λογική. Φωτιές αφανίζουν τα πάντα. Από τις αρχές της δεκαετίας του ογδόντα, κάθε καλοκαίρι είναι αφιερωμένο σε καπνό και στάχτη. Τα μπιτόνια με τη βενζίνη στις παρυφές μιας πυρκαγιάς, που προδίδουν την ανεξέλεγκτη πυρομανία. Η αδυναμία μας να τηρήσουμε τους δασικούς κανόνες. Η επιπολαιότητά μας (…ασύλληπτο το ότι εξακολουθούν να υπάρχουν άνθρωποι που σπεύδουν να κάψουν σκουπίδια μέσα σε περιοχές με πυκνή βλάστηση). Και ο όλεθρος καλά κρατεί. Τουλάχιστον η κρατική μηχανή το παλεύει, δείχνει πιο οργανωμένη από παλιότερα, υπάρχει κι αυτή η πολιτική προστασία με τα sms που σου κόβουν το αίμα. Και επίσης, κάτι πάει να γίνει φέτος με τον νόμο για τα ακαθάριστα οικόπεδα, κι ας καθυστέρησε πολύ. Ωστόσο, είναι το εικοστό τέταρτο καλοκαίρι του νέου αιώνα και η Ελλάδα μοιάζει ανήμπορη να αναμετρηθεί με τις αιώνιες πληγές της. Και το πρόβλημα είναι μάλλον πιο βαθύ, πιο σφαιρικό, δεν αφορά μόνο τις φλόγες που κατατρώνε πνεύμονες πρασίνου και σπίτια. Αφορά τις φλόγες γενικώς. Τις φλόγες μέσα μας. Εκείνη τη φωτιά που καταπίνει τις ζωές μας, το ριζικό μας, τη λογική μας.

Η φωτιά που γίνεται κάθε καλοκαίρι κυρίαρχο θέμα στην Ελλάδα

Μα κυρίως τη λογική μας. Για δες. Το καλοκαίρι του 2024 είναι κι αυτό ένα καλοκαίρι βίας και διχασμού. Όπως ήταν το καλοκαίρι του 2023, το καλοκαίρι του 2022, το καλοκαίρι του 2016, το καλοκαίρι του 1999. Η βία και ο διχασμός δεν αλλάζουν. Απλώς αλλάζουν οι λόγοι για τους οποίους υφίστανται η βία και ο διχασμός. Φυσικά, εξαιτίας των social, το πράγμα έχει εκτραχυνθεί ακόμα περισσότερο. Το βλέπεις πιο έντονα. Οσμίζεσαι τη βενζίνη που υποβόσκει. Τα μπιτόνια που είναι έτοιμα να εκτοξευθούν και να σπείρουν καταστροφή. Νομίζουμε ότι καίγονται μόνο τα δάση, αλλά στην πραγματικότητα καίγονται τα πάντα. Η καθημερινότητα όλη είναι τίγκα στη φωτιά, είναι γεμάτη από δολοφονίες χαρακτήρα και δολοφονίες υπόληψης. Βρίζουμε τον τάδε και αφορίζουμε τον δείνα με την ίδια ευκολία που πίνουμε ένα ποτήρι νερό. Χωρίς να το πολυσκεφτούμε, χωρίς να μας απασχολεί ιδιαίτερα. Απλώς επειδή θέλουμε να πούμε κάτι. Κι έτσι, φτάνουμε να σπιλώνουμε και έργα. Το καλοκαίρι του 2024 ρίξαμε λάσπη στον Καραγάτση. Όλα καλά, δεν τρέχει τίποτα. Του χρόνου μπορεί να ρίξουμε στον Καζατζάκη, του παραχρόνου στον Τσίρκα. Κάποιος είχε πει το 1933 στο Βερολίνο ότι εφόσον ρίχνονται βιβλία στην πυρά, θα ριχτούν και άνθρωποι στην πυρά. Αδιάφορο. Η Ιστορία δεν μας διδάσκει τίποτα. Είμαστε πολύ απασχολημένοι μες στη ζοφώδη δύναμη που μας παρέχει ένα απλό πληκτρολόγιο. Και ρίχνουμε βιβλία στην πυρά γράφοντας, επειδή έτσι κι αλλιώς η ίδια η εποχή, σε αυτή την καταδικασμένη χώρα, έχει φροντίσει να ρίχνονται άνθρωποι στην πυρά. Αρκεί ένα comment και είκοσι-τριάντα λέξεις στο κουτάκι που καιροφυλαχτεί σε κάποιο μέρος της οθόνης.  

Και παρακολουθείς όλη αυτή τη βία μουδιασμένος, συνειδητοποιώντας ότι κάτι πολύ άρρωστο συμβαίνει στην αληθινή ζωή εκεί έξω. Γιατί η λογική έχει πάει περίπατο. Όπως και η ευαισθησία, η ενσυναίσθηση, η κατανόηση. Το να μπορείς να αποδεχτείς τη διαφορετικότητα του άλλου. Είναι καλοκαίρι του 2024 και ένας δεκαπεντάχρονος γιος πηγαίνει στον πατέρα του και του εξομολογείται ότι είναι gay, και ο πατέρας με τη βοήθεια του θείου τον σαπίζουν στο ξύλο και τον στέλνουν στο νοσοκομείο. Ακόμα και η έννοια «τερατώδες» μοιάζει φτωχή. Σε άλλα σπίτια, πάλι φέτος το καλοκαίρι, αρσενικά μιάσματα δέρνουν αλύπητα γυναίκες καταδικασμένες στη σιωπή. Σε άλλα σπίτια, πάλι φέτος το καλοκαίρι, ανθρωπόμορφα τέρατα ασελγούν σε τετράχρονα μωρά, παιδιά μεγαλώνουν μόνα κι εγκαταλελειμμένα, ηλικιωμένοι παλεύουν να επιβιώσουν με ένα κομμάτι ψωμί. Από πού να ξεκινήσεις και πού να τελειώσεις. Ναι, από τη μια μεριά είναι ο ζόφος στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, από την άλλη είναι ο ζόφος πίσω από τις κλειστές πόρτες και τα σφραγισμένα παράθυρα, πίσω από τα ψεύτικα χαμόγελα και τις αδιάφορες καλημέρες και καληνύχτες. Ένα απέραντο σκηνικό καταχνιάς.

Οπότε, η Ελλάδα δεν καίγεται μόνο στις πυρκαγιές. Η Ελλάδα καίγεται σε όλα τα μέτωπα, και την καίμε εμείς οι ίδιοι, επειδή έχουμε υποκύψει στη βία της εποχής, επειδή έχουμε συνθηκολογήσει με τον καπνό και τη στάχτη, και τα έχουμε κάνει μέρος της ζωής μας. Τα πάντα, από τη στιγμή που θα ξυπνήσουμε το πρωί μέχρι την ώρα που θα πέσουμε για ύπνο το βράδυ, έχουν κάποια σχέση, άμεση ή έμμεση, με τη φλόγα που υποβόσκει στην καθημερινότητά μας, με την ανάγκη κάποιων να καταστρέφουν, να κάνουν κακό, να τορπιλίζουν, να δημιουργούν διχασμούς και έριδες, να υπονομεύουν, να, να, να… Κάποιος ραντίζει με καύσιμο υλικό τους θάμνους, κάποιος άλλος ραντίζει με καύσιμο υλικό το προφίλ του στο φέισμπουκ, και στο μεταξύ εγκλήματα που ούτε σε ταινίες δεν τα αντέχεις να κατακλύζουν δελτία ειδήσεων και εφημερίδες. Ελάχιστη υγεία. Καμία ψυχραιμία, καμία ένδειξη θετικότητας ή σύνεσης πουθενά. Μονάχα κλαυθμός και οδυρμός, και μία ασύλληπτη σκοτεινιά. Και θόρυβος. Κτήνη σκυμμένα με τις χειροπέδες έξω από τη ΓΑΔΑ, μεγαλοδικηγόροι που κάνουν κραυγαλέες δηλώσεις, σήριαλ γεμάτα σήψη και αρρωστίλα, μεσημεριανές εκπομπές που ποντάρουν στον τρόμο μας. Και ταυτοχρόνως οι μισοί να συγκρούονται με τους άλλους μισούς. Για τον Καραγάτση. Για το ποδόσφαιρο. Για ένα τραγούδι στην Γιουροβίζιον. Για οτιδήποτε. Ποτάμια αίματος και ιδρώτα με φόντο το τίποτε.

Α, και κάτι τελευταίο. Έγραψα ένα βιβλίο για τα Δεκεμβριανά, έχοντας κατά νου ότι η σύγκρουση που επικρατούσε, δικαιολογημένα ως έναν βαθμό, σε ένα ευρύ μέρος της ελληνικής κοινωνίας όταν έφυγαν οι Γερμανοί, δεν έχει πολύ μεγάλη απόσταση από την αδικαιολόγητη σύγκρουση που επικρατεί τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας. Γιατί ναι, από το 2008, 2009, βιώνουμε αρκετή σύγκρουση, κυρίως σε πολιτικό επίπεδο, αλλά και ως προς τον δημόσιο διάλογο. Αυτό που δεν μπορούσα να φανταστώ, γράφοντας το βιβλίο, είναι πόσο μοιάζουν τελικά οι εποχές. Η βία και ο διχασμός υφίστανται ακόμη, κι ας μην βγαίνουν κουμπούρια. Απλώς έχουν αλλάξει οι λόγοι. Η ίδια η φλόγα του κακού παραμένει. Και δίχως να το καταλαβαίνουμε, αφανίζει τα πάντα.   

*Το καινούργιο μυθιστόρημα του Στέφανου Δάνδολου «Τα Αηδόνια της Σιωπής, μια ιστορία για τα Δεκεμβριανά» κυκλοφορεί από τις Εκδόσεις Ψυψογιός.