Ελλαδα

Βιώσιμη επανάχρηση κτιρίων και βιομηχανικών χώρων

Μια μεγάλη αναπτυξιακή δυνατότητα με σημαντικό πολιτιστικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα

Κωστής Μπιτζάνης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η σημασία μια βιώσιμης επανάχρησης κτιρίων και βιομηχανικών χώρων, που θα είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της πόλης

Τα βιομηχανικά και ιστορικά κτίρια που δεν έχουν κατεδαφιστεί, κυρίως επειδή το κράτος αποφασίζει να τα κηρύξει διατηρητέα μνημεία της νεότερης ιστορίας μας, αναζητούν μια βιώσιμη επανάχρηση που όμως πολύ σπάνια βρίσκουν. Παράλληλα, το κοινωνικοοικονομικό περιβάλλον μεταβάλλεται ραγδαία, δημιουργούνται νέες ανάγκες και προβλήματα σε μερικά από τα οποία η επανάχρηση των κτιρίων θα μπορούσε να δώσει λύσεις.

Οι αυξανόμενες ανάγκες για κατοικία και αστικές χρήσεις, οι περιβαλλοντικές επιπτώσεις που έχει η κατεδάφιση ενός υφιστάμενου κτιρίου και ανοικοδόμηση ενός νέου στη θέση του και το γεγονός ότι βιομηχανικά και ιστορικά κτίρια αποτελούν σημαντικό μέρος του πολιτιστικού αποθέματος και η ανάδειξή τους μπορεί να αποτελέσει νέους πόλους έλξης για κατοίκους και επισκέπτες, αρκούν για να αναδειχθεί η σημασία μια βιώσιμης επανάχρησης κτιρίων, που θα είναι προσαρμοσμένη στις ανάγκες της πόλης.

Η Αθήνα τις τελευταίες δεκαετίες έχει ξεκινήσει με νομοθετικές παρεμβάσεις του ΥΠΠΟ να κηρύσσει αρκετά κτίρια νεότερα μνημεία και να τα προστατεύει με τις ανάλογες ρυθμίσεις.

Όλα τα εμβληματικά κτίρια, οι ναοί και πολλές οικίες, αντιπροσωπευτικά δείγματα αρχιτεκτονικής των διαφόρων περιόδων προστατεύονται νομοθετικά και έτσι δημιουργείται σταδιακά ένα πολιτιστικό απόθεμα που μπορεί να αναδείξει νέα σημεία ενδιαφέροντος που θα αφορούν στην νεότερη ιστορία και θα εμπλουτίσουν την πολιτιστική ταυτότητα της πόλης πέρα από το μοναδικό και ανεκτίμητο αποτύπωμα της αρχαίας ιστορίας της.

Πολλά από τα κτίρια αυτά έχουν δημόσιες χρήσεις ή έχουν παραχωρηθεί σε οργανισμούς, επιχειρήσεις και έχουν αποκατασταθεί.

Ορισμένα εντάσσονται σε προγράμματα χρηματοδότησης και αποκατάστασης που γίνεται με σεβασμό στην ιστορία και στην αρχιτεκτονική του κτιρίου, χωρίς όμως ποτέ σχεδόν να έχουν προσδιοριστεί οι νέες χρήσεις.

Έτσι, μετά την ολοκλήρωση μιας αποκατάστασης ξεκινά μια προσπάθεια να βρεθεί μια χρήση με πρόχειρο, ακόμη και με τυχαίο τρόπο, με μια γενικόλογη περιγραφή, χωρίς βέβαια να λαμβάνονται υπ’ όψιν οι ανάγκες της πόλης, η βιωσιμότητα και η αλληλεπίδραση των επαναχρησιμοποιούμενων κτιρίων. Και βέβαια με τις εργασίες αποκατάστασης να έχουν τελειώσει πριν κανείς να γνωρίζει ουσιαστικά τη μελλοντική λειτουργία του κτιρίου.

Αυτό που έχει επίσης ιδιαίτερη σημασία και δεν εφαρμόζεται σχεδόν ποτέ είναι κάθε ιστορικό κτίριο, ανεξάρτητα από την νέα του χρήση, να αφηγείται στον επισκέπτη με έναν σύγχρονο και εύληπτο τρόπο την ιστορία του.

Αυτή η πλευρά στη διαδικασία μιας επανάχρησης δεν έχει καθόλου αναδειχθεί, παρόλο που και συμβάλλει στο να γνωρίζουν οι κάτοικοι και οι επισκέπτες την ιστορία της πόλης και μπορεί να δημιουργήσει νέες δυνατότητες προσέλκυσης κοινού.

Ειδικότερα για τα βιομηχανικά κτίρια που ήταν κατά κανόνα εργοστάσια, για τα οποία το ευρύ κοινό γνώριζε, στην καλύτερη περίπτωση, τα προϊόντα που παρήγαγε και το όνομα του ιδιοκτήτη εργοστασιάρχη, θα δοθεί η δυνατότητα μετά από ιστορική μελέτη και έρευνα, με την αξιοποίηση των σύγχρονων μουσειολογικών εργαλείων, να παρουσιαστεί στους επισκέπτες η ιστορία του εργοστασίου-βιομηχανικού μνημείου, να παρουσιαστούν οι συνθήκες δουλειάς της εποχής, οι επιπτώσεις της παραγωγικής διαδικασίας στο περιβάλλον και ιδιαίτερα στη γειτονιά, η σύνθεση του εργατικού δυναμικού και ο σημαντικός του ρόλος στην παραγωγή, τις εξαγωγές και πολλές άλλες σημαντικές πληροφορίες.

Η ιστορία του κτιρίου και η σχέση του με τη γειτονιά και την πόλη θα συνδεθεί με τη νέα του χρήση. Η εμπειρία του επισκέπτη θα εμπλουτιστεί.

Δεδομένου ότι και το πιο περιβαλλοντικά σχεδιασμένο κτίριο θα χρειαστεί 10 έως και 80 χρόνια για να εξοικονομήσει την ενέργεια που απαιτήθηκε για την κατασκευή του, η τάση για τη βιώσιμη επανάχρηση κτιρίων ενισχύεται διεθνώς (υπάρχουν πάρα πολλά εξαιρετικά παραδείγματα).

Τέλος, η επανάχρηση βιομηχανικών και ιστορικών κτιρίων μιας πόλης πρέπει να εντάσσεται σε ένα ευρύτερο σχέδιο που θα λαμβάνει υπ’ όψιν και τις σημερινές αλλά και τις προβλεπόμενες ανάγκες, όπως και την αλληλεπίδραση που μπορούν να έχουν τα επαναχρησιμοποιούμενα κτίρια μεταξύ τους.

Ο Δήμος της Αθήνας σε συνεργασία με το ΥΠΠΟ μπορεί να διαμορφώσει ένα τέτοιο σχέδιο το οποίο θα μπορούσε να συμπεριλάβει μεταξύ άλλων:

  • τη βίλα Δουρούτη στο Μεταξουργείο
  • το κτίριο του Εθνικού Τυπογραφείου
  • το πνευματικό κέντρο του Δήμου Αθηναίων ( το νοσοκομείο ΕΛΠΙΣ από το 1842)
  • το δημοτικό βρεφοκομείο
  • τη βίλα Θεοτοκοπούλου
  • τη βίλα Κλωναρίδη
  • το εργοστασιακό συγκρότημα ΒΟΤΡΥΣ στα Σεπόλια
  • το θέατρο ΕΜΠΡΟΣ

που είναι στην αρμοδιότητά του, αλλά και να συμπεριλάβει στο σχέδιο αυτό και ιστορικά κτίρια που είναι στην αρμοδιότητα άλλων φορέων σε συνεργασία μαζί τους.

Ένα τέτοιο εξαιρετικό παράδειγμα είναι ο σταθμός ΠΕΛΟΠΟΝΝΗΣΟΥ που από το 2010 είναι στην αρμοδιότητα της ΓΑΙΟΣΕ, έχουν αποφασιστεί κάποιες χρήσεις και ακόμη αναζητείται χρηματοδότηση.

Η δημιουργία ενός ευρύτερου σχεδίου βιώσιμης επανάχρησης και λειτουργίας αυτών αλλά και άλλων κτιρίων θα αποτελέσει ένα διεπιστημονικό πεδίο συνεργασίας και διαβούλευσης και η σταδιακή του υλοποίηση θα αποτελέσει ένα αναπτυξιακό σχέδιο με ισχυρό πολιτιστικό και περιβαλλοντικό αποτύπωμα.