Ελλαδα

Απόστολος Λύτρας: 4 επικίνδυνα σημεία στην υπόθεση κακοποίησης

Τώρα περισσότερο από ποτέ δεν πρέπει να μας απασχολεί το χυδαίο γκόσιπ που αφορά την οικογένεια Λύτρα

Χριστίνα Γαλανοπούλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η υπόθεση Λύτρα, κάτι περισσότερο από άγριο γκόσιπ στα τηλεπαράθυρα: ένα case study που πρέπει να εξεταστεί προσεκτικά 

Οργή και αμέσως μετά λήθη: δεν υπάρχει υπόθεση κακοποίησης ή γυναικοκτονίας τα τελευταία χρόνια που να μην έχει ρίξει την κοινή γνώμη σ’ αυτό το δίπολο. Νομοτελειακά προηγείται η οργή – για τις παραλείψεις, για την ολιγωρία των αρχών, για το θράσος του δράστη, για τη συνολική περιπέτεια της επιζώσας ή για τα βήματα που τελικά οδήγησαν στο βέβαιο τέλος της, αν μιλάμε για γυναικοκτονία. 

Αμέσως μετά, η ίδια κοινή γνώμη, που συνήθως καταγράφει σκέψεις και συναισθήματα στα social media και μετά τα παρασύρει στο κολύμπι του ο αλγόριθμος, μοιάζει να ξεχνά. Η επιστήμη της λήθης κάνει τη δουλειά της και λειτουργεί με μορφή pancake – ένα άλλο γεγονός «καταπίνει» την επικαιρότητα και επικάθεται πάνω σ’ αυτά που ξεχνάμε. Και μετά ένα άλλο, και ένα άλλο, μέχρι να βρεθούμε σε κατάσταση ακκηδίας.  Κι όσο ξεχνάμε και γιγαντώνεται το pancake τραγικών γεγονότων, το μοτίβο επαναλαμβάνεται – ένα συνεχές έγκλημα με τη λιγότερη δυνατή τιμωρία.

Ωστόσο, στην υπόθεση του ποινικολόγου Απόστολου Λύτρα, υπάρχουν μερικά επικίνδυνα σημεία που ίσως αποτελέσουν case study και ταυτόχρονα κρίσιμη καμπή στη διαχείριση, προσέγγιση και (νομική) αντιμετώπιση των περιστατικών έμφυλης / ενδο-οικογενειακής βίας στη χώρα. Τόσο επειδή αυτή τη φορά ο δράστης είναι εκπρόσωπος του Νόμου, όσο και γιατί η έκταση και η απογυμνωμένη δημοσιότητα που παίρνει ώρα με την ώρα η συγκεκριμένη υπόθεση, δημιουργεί νέα δεδομένα και ενδεχομένως και προηγούμενο που ίσως δυσκολέψει ακόμη περισσότερο την εκδίκαση, αλλά και την εν γένει διαχείριση τέτοιων υποθέσεων στα ελληνικά δικαστήρια.

Κατ’ αρχάς, χρειάζεται εξαιρετικά προσεκτική παρατήρηση τόσο στο πώς διαχειρίζεται την υπόθεσή του (προσωπική και δημόσια ταυτόχρονα) ο ίδιος ο ποινικολόγος. Δεν είναι ακόμα ένας κακοποιητής που βρίσκεται αντιμέτωπος με τον Νόμο και τις κάμερες. Είναι κάποιος που γνωρίζει πολύ καλά και τα δύο. Αυτό στο μέλλον –και αναλόγως της έκβασης της υπόθεσης- ίσως γίνει «ευαγγέλιο» για οποιονδήποτε άλλον (άσημο ή διάσημο) που θα βρεθεί σε ανάλογη θέση.

Το γκόσιπ για την οικογένεια Λύτρα δεν αφορά κανέναν, μόνο τα νέα δεδομένα που η ιδιοτητά του και τα προνόμιά της δημιουργεί

Κατά δεύτερον, οι ακτιβιστικές ομάδες και τα εκάστοτε Παρατηρητήρια έμφυλης βίας σε ελληνικό έδαφος, ίσως αξίζει να καταγράψουν τώρα –περισσότερο από κάθε άλλη φορά- τη συσπείρωση δυνάμεων (θεσμικών κυρίως αυτή τη φορά) υπέρ του ανθρώπου που καταγγέλλεται για τον άγριο ξυλοδαρμό της συζύγου του. Εδώ, ιδιαίτερη αναφορά θα πρέπει να γίνει στον τρόπο με τον οποίο καταρρίπτονται –ακόμα και με τη βοήθεια δημοσιογράφων και καναλιών και ανθρώπων του στενού κύκλου του ζευγαριού- όχι απλώς επιχειρήματα, αλλά παλαιότερα περιστατικά που περιγράφουν pattern κακοποιητικής ή έστω προβληματικής συμπεριφοράς. Αυτό δίνει μόνο μία μικρή γεύση από τι θα μπορούσε πιθανώς να ακολουθήσει στις δικαστικές αίθουσες και στην περίπτωση που καμία διαμεσολάβηση, καμία «θεραπεία» και κανένας εξωδικαστικός συμβιβασμός δεν επιφέρει την απομάκρυνση της υπόθεσης από την επικαιρότητα.

Κατά τρίτον, αξίζει να είμαστε ιδιαίτερα ευαίσθητοι και παρατηρητικοί με τον τρόπο που εξοργίζεται το media-κό σύστημα με την επιζώσα. Τις εκλεκτικές «συγγένειες», τις λέξεις και τους χαρακτηρισμούς που χρησιμοποιούνται σε πανεθνικό δίκτυο και τις μεθόδους υπεράσπισης των δραστών δια της δημοσιότητας και των εντυπώσεων. Πρακτικά, και όσο τεκταίνεται η πραγματική υπόθεση με όρους και συνθήκες του Νόμου, τόσο ένα παράλληλο άτυπο και έκνομο «δικαστήριο» κρίνει και δικάζει την επιζώσα, με χρήση κλισέ επιχειρημάτων που αφορούν τη «μεγάλη καριέρα», τον «πρότερο έντιμο βίο» και το «δεν είχε δώσει δικαιώματα» της πλευράς του δράστη.

Η περίπτωση Λύτρα – Πολυζωγοπούλου αυτή τη στιγμή μπορεί να μοιάζει ένα τεράστιο, άγριο καρουζέλ γκόσιπ και άπλυτων που κανέναν δεν ενδιαφέρουν, διαμοιράζονται όμως από συγκεκριμένες πλευρές στα media με τεράστια προθυμία. Δεν πρέπει να απασχολήσουν αυτά όμως ούτε την κοινή γνώμη, ούτε το ΕΣΡ, ούτε καν τη δικαιοσύνη. Εκείνο που πρέπει να θορυβεί όσ@ πραγματικά εργάζονται εναντίον της ένδο-οικογενειακής βίας είναι τα πρωτόγνωρα δεδομένα που «χτίζονται», δυστυχώς, προς όφελος των θυτών.

Και «χτίζονται» πάνω στο δόγμα του «αν το ομολογήσεις θα πέσεις στα μαλακά» που απ’ ό,τι φαίνεται αντέχει αναθεωρήσεις και βελτιώσεις πάντα εις βάρος της επιζώσας ή ακόμα χειρότερα του θύματος.