Ελλαδα

Έμφυλη και συμπεριληπτική γλώσσα

Τρεις αναλύσεις από τους Αρετή Γεωργιλή, Τάκη Δρεπανιώτη, Σάκη Σεραφείμ

Κυριάκος Αθανασιάδης
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Αλλαγές στη γλώσσα, επίκοινοι και μη τύποι, γραμματικές συμβάσεις και συμπερίληψη: Αναλύσεις από τους Αρετή Γεωργιλή, Τάκη Δρεπανιώτη, Σάκη Σεραφείμ

Ζήτησα τη γνώμη τριών φίλων για την έμφυλη γλώσσα, για τη σημασία του συμπεριληπτικού λόγου στην καθημερινότητά μας, για τους επίκοινους τύπους, το γενικό γένος κ.ο.κ. Τους ευχαριστώ θερμά για τον χρόνο τους και για τα ωραία και χρήσιμα κείμενα που ακολουθούν.

* * *

Αρετή Γεωργιλή, Τάκης Δρεπανιώτης και Σάκης Σεραφείμ μιλούν για την έμφυλη και συμπεριληπτική γλώσσα

Αρετή Γεωργιλή (Free Thinking Zone, Lean In Network Greece, Athens):

Ξεκινώντας, να διευκρινίσω ότι δεν συμφωνώ με όσ@ ασπάζονται την άποψη ότι ο συμπεριληπτικός λόγος πρέπει να επιβάλλεται. Ούτε πρέπει ούτε μπορεί να επιβάλλεται, τόσο γιατί κάτι τέτοιο θα ήταν ενάντια στις φιλελεύθερες αξίες, αλλά και επειδή με την επιβολή καμία κοινωνία δεν προχώρησε ποτέ μπροστά, κανέν@ δεν έμαθε ποτέ τίποτα.

Η υιοθέτηση συμπεριληπτικού λόγου έχει καθαρά εκπαιδευτικό στόχο. Κάνει περισσότερο ορατές τις πληθυσμιακές ομάδες που πλήττονται από τον σεξισμό και τα κατάλοιπα της πατριαρχίας, όπως είναι οι γυναίκες και η ΛΟΑΤΚΙ+ κοινότητα. Ο σεξισμός δεν είναι άλλο από την πρακτική της διάκρισης ενός ατόμου με γνώμονα το φύλο του/της που αντικατοπτρίζεται στη γλωσσική χρήση και συμπεριφορά. Αφορά κυρίως μία λεκτική έκφραση που ενισχύει και διαιωνίζει τα έμφυλα στερεότυπα, τις διαφορές μεταξύ των φύλων, και προκαλεί έμφυλες διακρίσεις. Ο σεξισμός δεν περιορίζεται σε λεκτικές εκφράσεις, αλλά μπορεί να είναι εμφανής και με τη μορφή καθημερινών διακρίσεων μέσα από σύντομες, καθημερινές εκφράσεις (χειρονομίες, εκφράσεις ή/και ύφος), οι οποίες στέλνουν υποτιμητικά ή απαξιωτικά μηνύματα με βάση το φύλο. Νά μερικά παραδείγματα αρνητικά χρωματισμένου λόγου για τις γυναίκες: «Κάνεις σαν γυναικούλα», «Δεν φοράς παντελόνια», «Πήγαινε πλύνε κανένα πιάτο», «Κυβέρνηση με ψηλά τακούνια», η «κοκκινομάλλα αστυνομικός» κλπ.

Ας μην ξεχνάμε ότι η γλώσσα εκφράζει πολιτισμικές αντιλήψεις και επηρεάζει τον τρόπο με τον οποίο σκεφτόμαστε και ταξινομούμε τις κοινωνικές μας εμπειρίες. Η γλώσσα, δηλαδή, αποτυπώνει τη σκέψη μας. Οι γλωσσικές μας επιλογές συνδέονται άμεσα με κοινωνιολογικές παραμέτρους και είναι πιθανό να αγνοούν, να περιορίζουν ή να υποτιμούν τα άτομα στα οποία απευθύνονται. Για παράδειγμα, συνηθίζουμε να λέμε «ο βουλευτής» και όταν ακούμε το θηλυκό του, «βουλεύτρια», μας ξενίζει, ενώ όταν λέμε «νοσηλευτής» δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να χρησιμοποιήσουμε το θηλυκό του που είναι «νοσηλεύτρια» και προέρχεται από τον ίδιο ακριβώς γραμματικό τύπο. Το ίδιο και όταν λέμε π.χ. «πρύτανης» ή «επιστήμονας». Τα θηλυκά τους, «πρυτάνισσα» ή «επιστημόνισσα», μας ξενίζουν, ενώ όταν λέμε «αγρότης-αγρότισσα» καθόλου. Αυτό συμβαίνει γιατί έχουμε συνηθίσει στα αντίστοιχα επαγγέλματα άντρες, ενώ αγρότισσες ή νοσηλεύτριες είχαμε πάντα.

Οι αλλαγές, όμως, στη γλώσσα αποτελούν μια διαχρονική πραγματικότητα και είναι απαραίτητες για την αντανάκλαση των αλλαγών που συντελούνται σε κοινωνικό επίπεδο. Κατά συνέπεια, ο συμπεριληπτικός λόγος δεν είναι ούτε μία απαίτηση της πολιτικής ορθότητας και της Woke κουλτούρας, ούτε επαναστατική πράξη, ούτε διάθεση επιβολής. Είναι μια μεγάλη κοινωνική ανάγκη που βοηθά τις γυναίκες να αποκτούν υπόσταση σε τομείς, επαγγέλματα και κοινωνικές δεξιότητες που μέχρι ακόμη και σήμερα υποεκπροσωπούνται.

Επειδή χρησιμοποιώ συμπεριληπτικό λόγο, με έχουν πολλές φορές διορθώσει τονίζοντάς μου ότι πρόκειται για γραμματικό λάθος ή για αδόκιμους τύπους. Δεν είναι όμως ούτε γραμματικό λάθος να πει κάποι@ «ο εαυτός/η εαυτή». Είναι απολύτως σωστό και οι περισσότεροι τύποι είναι αποδεκτοί από τις αναγνωρισμένες ελληνικές γραμματικές, όπως π.χ. του Μπαμπινιώτη ή του Τριανταφυλλίδη. Απλώς δεν έχουμε συνηθίσει. Όπως δεν έχει ακόμη η πατριαρχικά δομημένη ελληνική κοινωνία «συνηθίσει» τη γυναίκα να βάζει πίσω την οικογένεια για να προχωρήσει την καριέρα της ή δεν έχει «συνηθίσει» να προσλαμβάνει διεμφυλικούς συμπολίτες μας ή ΛΟΑΤΚΙ+ανθρώπους, όπως δεν έχει «συνηθίσει» γυναίκες καπετάνισσες κλπ.

Σε αυτή τη μάχη με την ιδιαιτέρως βλαπτική «συνήθεια» για τις ομάδες αυτές, το να μιλούμε απλώς σωστά, χρησιμοποιώντας τις κατάλληλες λέξεις για το αντίστοιχο φύλο, είναι ένα μεγάλο βήμα προς την κατανόηση των διακρίσεων που δημιουργούνται από τη μεροληπτική χρήση της γλώσσας υπέρ του ενός ή του άλλου φύλου και, κατά συνέπεια, ένα βήμα προς την πραγματική ισότητα στην καθημερινότητά μας.

Η ομότιμη καθηγήτρια του Πανεπιστημίου Αθηνών, Άννα Φραγκουδάκη έδωσε έναν ιδανικό ορισμό: «Ο λόγος δεν είναι μόνο κώδικας του γύρω κόσμου. Είναι βασικά πράξη κοινωνική, είναι μία ικανότητα συμβολισμού από την οποία πηγάζει η κοινωνική ζωή. Η γλώσσα δεν είναι μόνο το σημείο συνάντησης των ανθρώπων (επικοινωνία), αλλά επιβάλλει συγκεκριμένες μορφές σε αυτήν τη συνάντηση. Επιβάλλει όρους στην κοινωνική ζωή και στις κοινωνικές σχέσεις και προϋπόθεση για την ύπαρξή της» (Άννα Φραγκουδάκη, 1993).

Συνεπώς, ένα μικρό βήμα στον καθημερινό λόγο, μία μικρή ανώδυνη αλλαγή για τον καθένα και την καθεμιά από εμάς, είναι ένα μεγάλο βήμα για μία πιο δίκαιη και συμπεριληπτική κοινωνία.

* * *

Τάκης Δρεπανιώτης (μεταφραστής):

Πρόσφατα, σε έναν κρίσιμο αγώνα επαγγελματικού ποδοσφαίρου για το εθνικό μας πρωτάθλημα, οι οικείες Αρχές μετακάλεσαν μια Γαλλίδα διαιτήτρια. Οι επίμαχες αποφάσεις της αποτέλεσαν αναμενόμενη κριτική — και, μέσα σε όλα, ξεπήδησε κι ένα γλωσσικό θέμα. Είναι η διαιτήτρια ή «η» διαιτητής; Περιέργως, όταν μερικές μέρες αργότερα ανέκυψε ανάλογο θέμα με ημεδαπή διαιτήτρια σε κρίσιμο αγώνα επαγγελματικής καλαθοσφαίρισης (συγγνώμη: μπάσκετ) για το αντίστοιχο εθνικό μας πρωτάθλημα, δεν είδα γλωσσικά σχόλια. Ή, για την ακρίβεια, τα γλωσσικά σχόλια αφορούσαν τον υβριστικό οχετό με τον οποίο είχε διακοσμήσει την εν λόγω αξιωματούχο ο πρόεδρος της ηττηθείσας ομάδας παρακολουθώντας τον αγώνα από την οικία του — σχόλια που ο ίδιος φρόντισε να δημοσιοποιήσει οργίλος από τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.

Στην πιο πάνω παράγραφο ενσωμάτωσα σκόπιμα μερικά από τα επίμαχα γλωσσικά θέματα που απασχολούν ένα ευρύ κοινό. Π.χ. τις ξένες λέξεις («μπάσκετ») που ενσωματώνονται μεν άκλιτες στα ελληνικά, αλλά αποκτούν διαβατήριο δημιουργώντας γραμματικά σωστά Ελληνόπουλα: μπασκέτα, μπασκετικός, μπασκετόφιλος και μπασκετάνθρωπος, μπασκετάκι — και μπασκετάρα. Ή τις λέξεις του υβριστικού λεξιλογίου, που θα τις βρούμε μόνο σε ειδικά λεξικά (ή, τις πιο συνηθισμένες, σε γενικά λεξικά με την ένδειξη [υβρ]) αλλά δεν παύουν να ακολουθούν όλους τους κανόνες της ελληνικής γλώσσας και να είναι ένδοξα Ελληνόπουλα κι αυτά.

Ένα άλλο θέμα, διαρκώς επίμαχο (και, όχι, δεν είναι μόνο της εποχής μας), είναι πώς πρέπει να σχηματίζονται τα θηλυκά ουσιαστικά που δείχνουν αξιώματα, επαγγέλματα και, γενικότερα, ιδιότητες. Το ζήτημα είναι ότι η ελληνική γλώσσα, που τη γνωρίζουμε από γραπτές μορφές της εδώ και 3.500 χρόνια, είναι, όπως κάθε γλώσσα, εύπλαστη και προσαρμόζεται στις ανάγκες της επικοινωνίας που καλείται να εξυπηρετεί. Οι προσαρμογές είναι άλλοτε ραγδαίες —όπως βλέπουμε στο λεξιλόγιό της (πολύ περισσότερο στις ημέρες μας, με νέες έννοιες από τις επιστήμες, τον πολιτισμό, την κοινωνία να μας βομβαρδίζουν προτού, πολλές από αυτές, να περάσουν ξανά σε κάποια σκοτεινά αρχεία μελλοντικών ερευνητών)— και άλλοτε ξετυλίγονται στη διάρκεια όχι μόνο δεκαετιών (βλ. π.χ. κείμενα της νεοελληνικής κοινής πριν από 30 ή 60 χρόνια) αλλά και αιώνων (όπου τα φαινόμενα μπορεί να είναι και σαρωτικά: από την αλλαγή της προφοράς των φθόγγων της γλώσσας που μας κληροδότησε π.χ. τους έξι διαφορετικούς τρόπους να γράφουμε το /i/ μέχρι τη μείωση των πληθικών αριθμών με την εξαφάνιση του δυϊκού και τη μείωση των πτώσεων στην κλίση των ονομάτων).

Θα περιμέναμε ότι η γλώσσα μας θα είχε ασχοληθεί με το πώς σχηματίζονται τα θηλυκά ουσιαστικά για αξιώματα, επαγγέλματα κ.ο.κ. και θα είχε καταλήξει σε δυο-τρεις συγκεκριμένες «οδηγίες». Όμως όχι.

Όταν η Αλίκη Βουγιουκλάκη γυρίζει πριν από 60 χρόνια την κωμωδία «Η σωφερίνα», κανείς δεν θεώρησε ότι αφορά τη σύζυγο κάποιου σωφέρ (αλήθεια, υπάρχει άραγε κανείς που λέει σήμερα «σωφέρ» τον οδηγό — εκτός ίσως σε συνάρτηση με λιμουζίνες και μεγαλεία;). Την ίδια εποχή, όμως, προεδρίνα ήταν ακόμα αυτονόητα η σύζυγος του προέδρου (της κοινότητας ή του τοπικού φιλοπρόοδου σωματείου), ενώ υπήρχαν ήδη γιατρίνες, δικηγορίνες, βουλευτίνες που όμως αποκαλούνταν πιο επίσημα: «η ιατρός», «η δικηγόρος», «η βουλευτής», όπως λίγο-πολύ ακόμη και σήμερα.

Οι αλλαγές που γίνονται στη γλώσσα ακολουθώντας τους χρονικούς αυτοματισμούς της συνήθως διαρκούν πολύ. Κάποια στιγμή, κάποιοι πρωτοπόροι προσπαθούν να ερευνήσουν προς τα πού κινούνται οι ευρύτερες τάσεις και να επιταχύνουν, δειλά, τις εξελίξεις. Συνέβη και με τη γλώσσα μας, πολλές φορές. Συχνά, οι πρωτοπόροι αναζητούν συμμάχους σε πολιτικές ατζέντες και τότε οι προτάσεις τους αποκτούν ιδιαίτερα μαχητικά χαρακτηριστικά. Τέτοιες περιπτώσεις βλέπουμε σε ανακοινώσεις της μορφής, «Ο/η φοιτητής/-τήτρια που επιθυμεί να γραφτεί στο τάδε μάθημα θα πρέπει…» Αντίστοιχες προσπάθειες βλέπουμε και σε άλλες ξένες γλώσσες.

Το ζήτημα είναι ότι στην ιστορία της η γλώσσα μας χρησιμοποιεί σαν «γενικό γένος» τους τύπους του αρσενικού γένους και κάποιοι τύποι γενικού γένους απλώς δεν βγαίνουν από τα σκληρά καλούπια τους. Όσο και αν θαυμάζαμε οι μηχανικοί τού ΕΜΠ την καλλιτεχνική φύση στις συναδέλφους (ή συναδέλφισσες) μας αρχιτεκτόνισσες μηχανικούς (και όχι βέβαια «μηχανικές»), ποτέ δεν θα αποκτήσουμε πολιτικές και χημικές και μηχανολόγες μηχανικίνες. Για τέτοιες περιπτώσεις, ευτυχώς, η γλώσσα προσφέρει συμφράσεις, αναλυτικές διατυπώσεις και άλλα εργαλεία.

Πρακτικά, ακολουθώ τις προτάσεις (προτάσεις, όχι αποφάσεις) γνωστών γλωσσολόγων που παρουσιάζουν σε εργασίες και ανακοινώσεις (ω, ναι, υπάρχει πολλή έρευνα και μελέτη σχετικά), κάτι σαν «χάρτες» δυνατοτήτων, αφήνοντας στην ελληνόγλωσση κοινότητα, σε όλους μας που χρησιμοποιούμε την ελληνική γλώσσα, τις τελικές επιλογές. Ακολουθώ επίσης τον μπούσουλα που λέει ότι η θηλυκοποίηση δεν είναι ο μόνος τρόπος για να πετύχουμε την ισότητα των φύλων στον γραπτό και προφορικό λόγο.

Και οι διαιτήτριες, από όπου ξεκινήσαμε; Έστω ότι για να πάρουν άδεια συμμετοχής σε αγώνες «όλες οι διαιτητές» πρέπει να προσκομίζουν ιατρικό πιστοποιητικό μη εγκυμοσύνης για να μην κινδυνέψει η κύηση από κάποιο χτύπημα. Τι θα είναι γλωσσικά πιο αστείο κατά τη γνώμη σας; (1) «Οι διαιτητές πρέπει να προσκομίζουν βεβαίωση γυναικολόγου ότι…» (2) «Όλες οι διαιτητές πρέπει…» (3) «Οι διαιτήτριες πρέπει…»

* * *

Όποιος/όποια ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον/την τρώνε οι κότες

Σάκης Σεραφείμ (μεταφραστής):

Έκανα πριν λίγο μια αναζήτηση στις εικόνες τής Google με όρο αναζήτησης «δικαστής», και πάνω από τα ¾ των εικόνων που εμφανίστηκαν απεικόνιζαν κάποιον άντρα δικαστή. Λογικά θα περίμενε κανείς, όπως συνήθως συμβαίνει με τις ιντερνετικές αναζητήσεις, αυτό το αποτέλεσμα να βρίσκεται σε κάποια αδρή αντιστοιχία με την πραγματική ζωή — όμως στην πραγματικότητα οι δικαστικές λειτουργοί στην Ελλάδα έχουν αντίστροφη σχέση αναλογίας προς τους άντρες συναδέλφους τους στο δικαστικό σώμα από εκείνη των αποτελεσμάτων τής Google, ενώ αν κρίνουμε με βάση και το πόσες φοιτούν στην Εθνική Σχολή Δικαστών τότε στο εγγύς μέλλον θα φτάσουν να αποτελούν το 80% τού δικαστικού σώματος. Αναζητώντας, ωστόσο, «δικάστρια» ή «δικαστίνα», τα αποτελέσματα εμφάνιζαν αποκλειστικά γυναίκες — όπως ήταν αναμενόμενο· όμως συνολικά τα αποτελέσματα σε απόλυτο αριθμό εδώ ήταν μακράν λιγότερα.

Μια που ήδη βρισκόμουν στο πεδίο εικόνων της μηχανής αναζήτησης, είπα να δω πώς αντιλαμβάνεται η Google και κάποια ακόμη επαγγελματικά ουσιαστικά ως όρους αναζήτησης: Στο «ιατρός» πάνω από τα ⅔ των εικόνων ήταν άντρες — ενώ από την εμπειρία γνωρίζουμε ότι αυτό δεν αντιστοιχεί και στην πραγματική αναλογία των αντρών στο συγκεκριμένο επάγγελμα. Στο «νοσηλευτές» σχεδόν όλες οι εικόνες εμφάνιζαν γυναίκες (ή και γυναίκες) — όπως επίσης και στο «νοσηλεύτριες»· ήτοι εδώ η Google συνδέει επάγγελμα με φύλο άσχετα από το γραμματικό γένος στον όρο αναζήτησης. Στο «νηπιαγωγός» ήταν μετρημένες στα δάχτυλα του ενός χεριού οι εικόνες που έδειχναν άντρες. Το ίδιο και στον όρο αναζήτησης «καθαριστής», όπου σχεδόν όλες οι εικόνες αφορούσαν διατάξεις ή μηχανισμούς καθαρισμού και όχι άντρες που να ασχολούνται επαγγελματικά με τον καθαρισμό χώρων — ενώ στον όρο «καθαρίστρια» όλες οι εικόνες έδειχναν γυναίκες να καθαρίζουν. Τονίζω βέβαια ότι στα παραπάνω δεν ακολούθησα κάποιο ερευνητικό πρωτόκολλο, αλλά περισσότερο επεδίωξα να πάρω μια αίσθηση της κατάστασης.

Τι θέλω λοιπόν να καταδείξω αναφερόμενος σε αυτή την πρόχειρη έρευνά μου; Πρώτον, υπάρχουν επαγγελματικά ουσιαστικά με κοινό τύπο και για τα δύο φύλα (τα λεγόμενα «επίκοινα»), όπου είναι εμπεδωμένη η συσχέτισή τους με συγκεκριμένο φύλο, σε βαθμό μάλιστα από αξιοσημείωτο έως πανίσχυρο. Δεύτερον, στα επίκοινα επαγγελματικά που έχουν μεγαλύτερο κύρος η παρουσία των γυναικών εμφανίζεται αμβλυμμένη, σε βαθμό που οι γυναίκες στον αντίστοιχο χώρο να καθίστανται λίγο-πολύ αόρατες. Τρίτον, ενώ ποτέ κανείς δεν αντέδρασε στον σχηματισμό έμφυλου τύπου σε κάποια επαγγελματικά (όπως η «καθαρίστρια»), παρατηρούνται τεράστιες αντιδράσεις όταν επιχειρείται να σχηματιστεί έμφυλος τύπος σε άλλα (όπως λ.χ. «βουλεύτρια») — κι αν προσέξετε, κι εδώ το υπονοούμενο κύρος εκάστου επαγγελματικού κατέχει κομβική θέση.

Επομένως είναι εύλογο, λόγω της αυξανόμενης παρουσίας των γυναικών στο επαγγελματικό, επιστημονικό και το ευρύτερο κοινωνικοοικονομικό γίγνεσθαι, να σχηματίζονται πλέον και έμφυλοι τύποι για τίτλους, ιδιότητες και επαγγέλματα οι οποίοι μπορεί να μην ήταν εδραιωμένοι (ή να μην υπήρχαν καν) έως τώρα. Μπορεί αναμφίβολα μια γλώσσα να έχει την ιστορία της (και την ιστορία των κοινωνικών δομών των ομιλητών της) που ’χει διαμορφώσει μέχρι σήμερα το λεξιλόγιό της, αλλά η ιστορία αποτυπώνει τι επικοινωνιακές ανάγκες χρειάστηκε να καλυφθούν (και πώς αυτές γίνονταν αντιληπτές από τους ομιλητές) κατά την πορεία μιας γλώσσας ως το παρόν — όχι τι ανάγκες πρέπει να καλυφθούν σήμερα. Όταν προκύπτουν νέες ανάγκες, γεννιούνται και νέες λέξεις· και η μεταβολή και προσαρμογή τού λεξιλογίου μιας γλώσσας είναι ένα δυναμικό φαινόμενο που εκτυλίσσεται καθημερινά.

Για όποιον μελετά τη γλώσσα, δεν είναι κάτι καινοφανές το γεγονός πως βρίσκεται σε διαρκή εξέλιξη — όπως επίσης διόλου πρωτόγνωρο δεν είναι και το ότι σημαντικό μέρος των ομιλητών αντιδρά σε κάθε γλωσσική μεταβολή, υπερασπιζόμενο την προϋπάρχουσα νόρμα. Η προβαλλόμενη επιχειρηματολογία ενάντια στη γλωσσική εξέλιξη (λες και ποτέ η γλώσσα θα τους ρωτήσει, αλλά τέλος πάντων) περιλαμβάνει ένα μίγμα άγνοιας γλωσσολογικών αρχών, υπεράσπισης μιας αφηρημένα νοούμενης «παράδοσης», απέχθειας προς στοιχεία που γίνονται αντιληπτά ως ξενισμοί (ήτοι, εισαγόμενα από άλλες γλώσσες ή χώρες), γλωσσικού συντηρητισμού (ο οποίος δεν ταυτίζεται με τον κοινωνικό συντηρητισμό, καθότι καταλαμβάνει πολύ ευρύτερα στρώματα) και ανακήρυξης του «προσωπικού γούστου» σε υπέρτατο κριτήριο (κι έτσι π.χ. βλέπουμε συχνότατα λέξεις να χαρακτηρίζονται «κακόηχες» ως επιχείρημα γιατί πρέπει να απορριφθούν) — συχνά μαζί με το χειρότερο στοιχείο όλων: την ιδεολογικοποίηση. Τούτη ’δώ ακριβώς η πρόσδοση ιδεολογικού περιεχομένου σε κάθε γλωσσική εξέλιξη είναι που κάνει και τη μεγαλύτερη ζημιά, διότι δημιουργεί στρατόπεδα φανατικής αντίδρασης — που ουδόλως καίγονται για τη γλώσσα καθαυτή, αλλ’ απλώς την εργαλειοποιούν στις μάχες χαρακωμάτων που δίνουν για τις πεποιθήσεις τους.

Ωστόσο η γλώσσα δεν έχει μόνο λεξιλόγιο, έχει και δομικά χαρακτηριστικά — τα οποία επίσης υπόκεινται σε εξέλιξη, αλλά αυτή είναι κατά κανόνα πολύ ηπιότερη και απαιτεί πολύ περισσότερο χρόνο να εκδηλωθεί. Ένα τέτοιο στοιχείο λογουχάρη στην ελληνική είναι ότι το γενικό γένος είναι το αρσενικό· υπάρχει δηλαδή η σύμβαση πως με το αρσενικό γραμματικό γένος μπορεί να γίνει απεύθυνση ή προσδιορισμός για όλα τα φύλα — ενώ όταν γίνεται χρήση θηλυκού τότε είναι γνωστό πως πρόκειται αποκλειστικά για γυναίκες. Αυτό το χαρακτηριστικό τής ελληνικής κατά τη γνώμη μου δεν αφορά την ορατότητα των γυναικών σε τίτλους, ιδιότητες κι επαγγέλματα (στα οποία αναφέρθηκα στην αρχή), κι είναι μοναχά μια γραμματική σύμβαση όπως προείπα — κι έτσι μια είδηση πως «απεργούν όλοι οι κρεοπώλες τής χώρας» δεν σημαίνει ότι δεν απεργούν και οι κρεοπώλισσες.

Αντιλαμβάνομαι, φυσικά, πως δεν είναι άτοπο να θέλει κάποιος να αποδίδει ίδια στάθμη ορατότητας για όλα τα φύλα και να απορρίπτει την πρακτική χρήσης του γενικού γένους, προτιμώντας μια πιο ξεκάθαρη αντιστοίχιση γραμματικού γένους και φύλου. Αυτό δεν είναι κάτι καινούργιο, και γενικότερα την επιδίωξη για σαφή συμπερίληψη τη βρίσκουμε και ιστορικά σε απευθύνσεις: «Ελληνίδες, Έλληνες», «φίλες και φίλοι», «άντρες και γυναίκες των Ενόπλων Δυνάμεων» κ.ά. Από την άλλη, εάν επιχειρήσουμε να γενικεύσουμε τη ρητή αναφορά σε αρσενικό και θηλυκό γραμματικό γένος παντού, τότε αναπόφευκτα προσκρούουμε σε πρακτικά προβλήματα: Θα αναγκαστούμε να τα παραθέτουμε δίπλα-δίπλα χωρισμένα με κάθετο «/» είτε με τις λέξεις πλήρεις, είτε με μόνη την κατάληξη — ή αλλιώς να κάνουμε χρήση τού χαρακτήρα-μπαλαντέρ «@» όπου είναι εφικτό (λ.χ., «Ποι@ θα το αναλάβει;»), τακτική ωστόσο που δεν είναι συμβατή με επίσημο επίπεδο ύφους σήμερα.

Πολύ πρόσφατα ασχολήθηκα με αγγλόφωνα κανονιστικά κείμενα όπου εξαρχής δινόταν η εξής επισήμανση: «Παντού χρησιμοποιείται το αρσενικό γένος για να δηλώσει και άντρες και γυναίκες. Εάν κάποια πρόβλεψη ή ρύθμιση αφορά μόνον άντρες ή μόνον γυναίκες, αυτό διατυπώνεται ρητώς». Το θεώρησα εύλογο και πρακτικό — κι ο λόγος που μίλησα πιο πριν για «πρακτικά προβλήματα» είναι επειδή οι απανωτές κάθετοι μπορεί να βαρύνουν ένα κείμενο τόσο, που να καταστεί δυσχερής η ρέουσα ανάγνωσή του. Οπότε μπορεί η χρήση αμφοτέρων των γενών να γίνεται εκεί όπου πραγματικά χρειάζεται, και κατά τα λοιπά να ακολουθούμε την τρέχουσα σύμβαση του γενικού γένους — χωρίς να χρειαστεί να δούμε π.χ. πως «όποιος/όποια ανακατεύεται με τα πίτουρα, τον/την τρώνε οι κότες».