- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Άγιος Γεώργιος, η Σπιναλόγκα της Αττικής
Άγιος Γεώργιος: Ρεπορτάζ στο νησί-καραντίνα για χολέρα και πανώλη δίπλα στη Σαλαμίνα
Άγιος Γεώργιος, το μικρό νησάκι δίπλα στη Σαλαμίνα που αποτέλεσε για δεκαετίες «λοιμοκαθαρτήριο», δηλαδή χώρο καραντίνας για ασθενείς με χολέρα, πανώλη και άλλες σοβαρές ασθένειες – ή και για υπόπτους να έχουν κολλήσει κάποια από τις ασθένειες αυτές. Και στη συνέχεια ψυχιατρείο, μέχρι που το 1967 πέρασε στη δικαιοδοσία του Πολεμικού Ναυτικού. «Νησί του διαβόλου» το αποκάλεσε ο διάσημος αρχιτέκτονας Λε Κορμπιζιέ, ο οποίος πέρασε και αυτός καραντίνα στον Άγιο Γεώργιο στις αρχές του 1900.
«Σπιναλόγκα της Αττικής»: Η ιστορία του νησιού Άγιος Γεώργιος δίπλα στη Σαλαμίνα
Πολύ βολικό το φέρι από το λιμάνι του Περάματος που βγαίνει απέναντι, στα Παλούκια της Σαλαμίνας. Δέκα λεπτά υπόθεση. Κι από το κατάστρωμα φαίνονται ολοκάθαρα τα μισογκρεμισμένα σπίτια στον Άγιο Γεώργιο, αυτά που χτίστηκαν για τις ανάγκες του λοιμοκαθαρτηρίου. Αυτά τα σπίτια τα βλέπει καθημερινά ο Παναγιώτης Βελτανισιάν, φιλόλογος και δρ Λαογραφίας, ο οποίος ζει στη Σαλαμίνα και το χωριό του είναι το Καματερό, ακριβώς απέναντι από τον Άγιο Γεώργιο, ούτε 200 μέτρα. «Προς τα μέσα του 19ου αιώνα» λέει, «υπήρξε μια έξαρση μεταδοτικών ασθενειών, όπως χολέρας και πανώλης. Μέχρι το 1865, οι επιβάτες πλοίων που έρχονταν από χώρες όπως η Τουρκία και η Αίγυπτος, ιδίως εάν σε αυτές υπήρχε κάποια έξαρση αυτών των ασθενειών, περνούσαν ένα διάστημα καραντίνας πάνω στα πλοία, στον κόλπο της Σαλαμίνας. Ήταν η λεγόμενη “κάθαρση”. Μέχρι το 1865, όταν δημιουργήθηκε το λοιμοκαθαρτήριο στον Άγιο Γεώργιο».
Ο Ανδρέας Συγγρός και η Πηνελόπη Δέλτα στο λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου
Οι μαρτυρίες από τις εφημερίδες της εποχής είναι αποκαλυπτικές για τις συνθήκες που επικρατούσαν. Πολλές φορές τα σπίτια ήταν εντελώς άδεια, δεν υπήρχε τίποτα άλλο από τους τέσσερις τοίχους και πότε πότε έδιναν στους «φιλοξενούμενους» κάποια κλινοσκεπάσματα – για κρεβάτια ούτε λόγος. Το φαγητό δεν τρωγόταν και μόνο αν κάποιος είχε λεφτά μπορούσε να αγοράσει διαφορετικό φαγητό από αυτό που μοιραζόταν.
Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα του τραπεζίτη Ανδρέα Συγγρού, ο οποίος αναφέρεται στα απομνημονεύματά του στην παραμονή του στον Άγιο Γεώργιο, από τις 31 Δεκεμβρίου 1871 έως τις 10 Ιανουαρίου 1872, προερχόμενος από την Κωνσταντινούπολη. Πριν φτάσει ο Συγγρός στον Άγιο Γεώργιο έγραψε σε έναν φίλο του να μεριμνήσει ώστε στα δύο ισόγεια δωμάτια που είχε νοικιάσει να μεταφερθούν κρεβάτια, τραπέζια, καθίσματα, μαγειρικά σκεύη, ακόμη και χαλιά, ενώ στην παραμονή του εκεί τον συνόδευσαν ο μάγειράς του, ο θαλαμηπόλος του και ο αμαξηλάτης του, με τέσσερα άλογα και τρεις άμαξες.
Ακόμα πιο τυχερή και από τον Ανδρέα Συγγρό ήταν η Πηνελόπη Δέλτα, η οικογένεια της οποίας, έχοντας την οικονομική ευχέρεια, νοίκιασε ένα πλοίο όπου έκαναν εκεί την «κάθαρσή» τους. Γράφει η Π. Δέλτα στα απομνημονεύματά της για το καλοκαίρι του 1883, όταν εκείνη ήταν 9 ετών: «Οι ταξιδιώτες που έφθαναν στην Ελλάδα από την Αίγυπτο, έπρεπε να παν στον Άγη-Γιώργη της Σαλαμίνας όπου ήταν το λοιμοκαθαρτήριο, κι εκεί έμεναν 21 μέρες, και αν τύχαινε κανένα κρούσμα χολέρας στο μεταξύ ανάμεσα στους ταξιδιώτες έπρεπε να μείνουν άλλες 21 μέρες. Η εγκατάσταση του λοιμοκαθαρτηρίου ήταν ελεεινή. Η μητέρα δεν μπόρεσε ν’ αποφασίσει να πάμε εκεί για κάθαρση. Ενοικίασε ο πατέρας τηλεγραφικώς ένα βαποράκι της εταιρίας του Γουδή, και περάσαμε από το βαπόρι της γραμμής στο πλοίο του Γουδή, όπου εγκατασταθήκαμε σε καμπίνες και κοκέτες».
Λε Κορμπιζιέ: Βρομερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί
Αντιθέτως με τον Ανδρέα Συγγρό και την οικογένεια της Π. Δέλτα, η εμπειρία του Γαλλοελβετού αρχιτέκτονα και πρωτοπόρου του μοντερνισμού Λε Κορμπιζιέ ήταν τραγική. Ιδού η μαρτυρία του τον Σεπτέμβριο του 1911: «Σε ένα μικρό μόλο όπου μας οδηγούν οι βαρκάρηδες στέκει ένας κύριος με άσπρο κασκέτο, δουλοπρεπής με τους πλούσιους, σκαιός και άξεστος με τους ταλαίπωρους: ένας υπάλληλος, ένας γραφειοκράτης! Συρματοπλέγματα χωρίζουν τα παραπήγματα… Η καραντίνα! Βρομερή καραντίνα σε ένα έρημο νησί στο μέγεθος μιας μεγάλης πλατείας. Καραντίνα ηλίθια, ενάντια σε όλους τους νόμους της λογικής: εστία χολέρας. Εδώ υπάλληλοι, εκεί λωποδύτες και ανέντιμοι. Όνειδος για την ελληνική κυβέρνηση που καθιέρωσε αυτόν τον θεσμό. Μας κράτησαν εκεί τέσσερις μέρες βάζοντάς μας να πλαγιάζουμε με άγνωστους, μες στα ζωύφια και τις σαρανταποδαρούσες, κάτω από έναν πύρινο ουρανό, δίχως ένα δένδρο σε εκείνο το νησί του διαβόλου (…). Ένα εστιατόριο –με πομπώδη τίτλο– τόπος κατεργιάς, όπου εκείνοι που το πατρονάρουν –ένας βουλευτής καθώς φαίνεται– επιτρέπουν να πουλιέται το νερό σαράντα λεπτά το λίτρο, και σε υποχρεώνουν να τρως βρομιές σε εξοργιστικές τιμές» – πηγή: Α. Βιρβίλης, «Το Λοιμοκαθαρτήριο του Αγ. Γεωργίου Σαλαμίνας», περιοδικό Φιλοτέλεια.
Ο άρχων του διαύλου
Ένα φοβερό κτίριο, σαν αυτό που βλέπουμε στα έργα, με μια τεράστια εσωτερική σκάλα και ένα μπαλκόνι που βλέπει όλη τη Σαλαμίνα. Είναι το κτίριο όπου στεγάζεται το διοικητήριο του Ναυστάθμου Σαλαμίνας. Ο Άγιος Γεώργιος ως στρατιωτική περιοχή δεν είναι επισκέψιμος, χρειαζόταν άδεια από το Γενικό Επιτελείο Ναυτικού. Εκεί στο μπαλκόνι του διοικητηρίου καθίσαμε με τον Π. Βελτανισιάν, τον διοικητή του ναυστάθμου Πάνο Καπασάκη - ΠΝ αρχιπλοίαρχο μηχανικό και τον αντιπλοίαρχο Γεράσιμο Ζαννή ΠΝ. «Το κτίριο χτίστηκε το 1881 και έκτοτε βρίσκεται σε πλήρη λειτουργία» λέει ο αρχιπλοίαρχος. «Από εδώ» σημειώνει, «ο διοικητής είναι ο άρχων του διαύλου». Έξω από το κτίριο υπάρχει το κανόνι του πλοίου «Καρτερία», του πρώτου ατμόπλοιου που πολέμησε στην Ελληνική Επανάσταση. Όσο για τον ναύσταθμο, όπως λέει ο διοικητής, δέχθηκε 6 επιδρομές στη διάρκεια του Β΄Παγκοσμίου Πολέμου και καταστράφηκε ολοσχερώς από τους κατακτητές όταν έφευγαν. Στον Άγιο Γεώργιο –που τυπικά σήμερα δεν είναι νησί, καθώς επιχωματώθηκε το 1983 και πλέον ενώνεται με τη Σαλαμίνα– εκπαιδεύονται οι βελγικοί ποιμενικοί του Πολεμικού Ναυτικού.
Χολέρας καθαρτήριον
«Χολέρας καθαρτήριον την σην νήσον προσήνεγκας τη Ελλάδι, Τροπαιοφόρε», γράφει η πλάκα στον ναό του Αγίου Γεωργίου. Η εκκλησία είναι χτισμένη στα ερείπια μιας παλαιοχριστιανικής εκκλησίας του 8ου αιώνα μ.Χ. Επάνω σε αυτήν χτίστηκε μια μικρότερη τον 14ο αιώνα και το 1865 η εκκλησία ανακαινίστηκε και επεκτάθηκε, παίρνοντας τη σημερινή της μορφή. Οι Καματεριώτες, λέει ο Π. Βελτανισιάν, θεωρούσαν αναπόσπαστο τμήμα του χωριού τους το Νησί – όπως το αποκαλούν. Καθημερινά πήγαιναν οι γυναίκες και άναβαν τα καντήλια της εκκλησίας και παραμονές της γιορτής καθάριζαν και άσπριζαν τον μικρό ναό, ενώ η τελευταία φορά που τους επιτράπηκε να πάνε ήταν το 1970.
Άλλη μια μαρτυρία για το λοιμοκαθαρτήριο του Αγίου Γεωργίου από τον Γερμανό βυζαντινολόγο K. Krumbacher, τον Οκτώβριο του 1884, πάλι από τον Αντ. Βιρβίλη: «Κατά μήκος της ακτής είναι χτισμένος μεγάλος αριθμός σπιτιών για την καραντίνα. Πρόκειται για τετράγωνες κατασκευές από άγριες πελεκητές πέτρες, λίγο ασβεστωμένες και με κεραμοσκεπές. Κάθε σπίτι αποτελείται από δύο ευρύτερα δωμάτια εφοδιασμένα με μερικά κρεβάτια εκστρατείας και έναν νιπτήρα. Η στεγανότητα της οροφής δεν είναι καθόλου ικανοποιητική. Σε ένα από τα σπιτάκια έχει εγκαταστήσει ο πανδοχέας του νησιού της καραντίνας την κουζίνα και μια τραπεζαρία, όπου συγκεντρωνόμαστε τις κοινές ώρες του φαγητού. Οι επιβάτες που είχαν προτιμήσει να περάσουν την καραντίνα πάνω στο πλοίο μάς επισκέπτονταν καμιά φορά και εύρισκον φυσικά την παραμονή στο πλοίο καλύτερη και πιο άνετη».
Για αιώνες κατοικούταν ο Άγιος Γεώργιος, ενώ εντύπωση κάνουν οι σοροί από τις πορφύρες, κατάλοιπο του βυζαντινού βαφείου επεξεργασίας της πορφύρας, που έδινε το χαρακτηριστικό χρώμα για τα ενδύματα των βασιλέων της Κωνσταντινούπολης και των υψηλόβαθμων αξιωματούχων. «Πρόσεχε πού πατάς», έλεγε κάθε τόσο ο Π. Βελτανισιάν, όταν μπαίναμε στα σπιτάκια, τα περισσότερα εκ των οποίων είναι πια μισογκρεμισμένα. Από τα παράθυρά τους έβλεπες τη θάλασσα. Δεν υπάρχουν έγγραφα που να αναφέρουν πολλές λεπτομέρειες για το λοιμοκαθαρτήριο. Αν υπήρχαν γιατροί και πόσοι, πόσες ακριβώς ημέρες περνούσαν οι άνθρωποι απομονωμένοι, πόσοι πέρασαν από εκεί. Σίγουρα, όμως, ήταν εκατοντάδες χιλιάδες. Ο Π. Βελτανισιάν, επικαλούμενος δημοσίευμα της εφημερίδας Αιών, λέει ότι από τον Ιούνιο μέχρι τον Σεπτέμβριο του 1884 «καθαρίστηκαν» 10 ιστιοφόρα και 25 ατμόπλοια, καθώς και 1.036 επιβάτες επί των πλοίων και 203 στο λοιμοκαθαρτήριο. Επίσης, εδώ αντιμετωπίστηκαν οι επιδημίες του 1892, του 1900, του 1911 και του 1913. Το 1924 «δέχθηκε» περισσότερα από 100.000 άτομα, τόσο κατά την ανταλλαγή πληθυσμών με την Τουρκία, βάσει της Συνθήκης της Λωζάννης, όσο και κατά την υποδοχή απελευθερωθέντων αιχμαλώτων.
Η αναζήτηση του μνημείου της Κίρκης και το ψυχιατρείο
Η Κίρκη κατά τη μυθολογία μεταμόρφωνε τους εχθρούς της ή όσους την προσέβαλαν σε ζώα. Τον αρχαίο τάφο της Κίρκης ήρθαν να αναζητήσουν σε αυτά τα μέρη το 1883 ο Ερρίκος Σλήμαν και η σύζυγός του Σοφία. «Η Κίρκη βέβαια δεν υπήρξε ποτέ, πιθανώς αναζητούσαν κάποιο κενοτάφιο, κάποιο μνημείο. Αρχικά πήγαν στη νησίδα Μεγάλη Κυρά, όπου υπάρχει το ερείπιο μιας εκκλησίας και στη συνέχεια στη Λέρο, όπου κι εκεί δεν βρήκαν τίποτα. Δεν θα ήταν απίθανο εάν υπάρχει ένα τέτοιο μνημείο να βρίσκεται κάτω από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου – συνηθιζόταν, άλλωστε, οι χριστιανικοί ναοί να χτίζονται πάνω σε αρχαίους» σημειώνει ο Π. Βελτανισιάν.
Η τελευταία αναφορά για τη λειτουργία του λοιμοκαθαρτηρίου στον Άγιο Γεώργιο έρχεται μετά την απελευθέρωση, το 1947: το φθινόπωρο εκείνου του έτους πραγματοποιήθηκε η τελευταία «κάθαρση» 620 επιβατών πλοίων και 42 ατόμων που έφτασαν αεροπορικώς από την Αίγυπτο όπου είχε ξεσπάσει επιδημία χολέρας. Στη συνέχεια και μέχρι το 1967 όταν το νησί δόθηκε στο Πολεμικό Ναυτικό, εδώ λειτούργησε παράρτημα του δημόσιου ψυχιατρείου. «Άθλιες συνθήκες, μου τα περιέγραφε η μητέρα μου. Κυκλοφορούσαν οι άνθρωποι γυμνοί και ρακένδυτοι στο νησί, τους έβλεπαν όχι μόνο οι Καματεριώτες από απέναντι, αλλά και καθένας που περνούσε με το φέρι μποτ. Κάποιος ήταν κάθε μέρα σε ένα σημείο και με ένα κουβά μάζευε νερό από τη θάλασσα ρίχνοντάς το στη στεριά – ήθελε να αδειάσει τη θάλασσα. Και πολλές φορές κάποιοι έβγαιναν κολυμπώντας στο Καματερό και κάθονταν σε καμιά ταβέρνα, και μετά έρχονταν και τους έπαιρναν πίσω. Ήταν της μοίρας, φαίνεται, να μην περάσει κανείς καλά εδώ».