Ελλαδα

Παπαδόπουλος και υιός

Τούτη εδώ είναι η μικρή μας ιστορία. Γιατί σαν τον κύριο Γιώργο είναι πολλοί εκεί έξω...

Νικήτας Κανάκης
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο Νικήτας Κανάκης, Αντιπρόεδρος του Δ.Σ. των Γιατρών του Κόσμου Ελλάδας, μοιράζεται μια προσωπική ιστορία από την επαφή με έναν άστεγο στην Αθήνα.

«…Και, ω αναμνήσεις, που συγκρατείτε πιο πολύ απ’ αυτό που ζήσαμε!...» - Τάσος Λειβαδίτης - «Βιολέτες για μια εποχή»

Όλες τούτες τις μέρες είχα, για να είμαι ειλικρινής, μια πρόσθετη ένταση. Τρωγόμουν με τα ρούχα μου. Έψαχνα διακριτικά να τον βρω κάθε φορά που βγαίναμε στον δρόμο. Τζίφος. Ούτε κανένας είχε ακούσει.

Από τη μια ένιωθα ανακούφιση. Δεν είναι έξω. Από την άλλη, ανησυχία. Πού στην ευχή βρίσκεται, τι κάνει, πώς τα βγάζει πέρα. Είχα, βλέπεις, πολύ καιρό να τον δω.

Ένα μήνυμα σήμερα από ένα άγνωστο κινητό μού έλυσε την απορία. Λακωνικό: «Ξέρω πως με ψάχνεις. Έχω φύγει από την Αθήνα. Το ταξίδι που σου ’λεγα. Να ξέρεις, τα καταφέρνω ακόμα. Κοίτα εσύ να προσέχεις. Παπαδόπουλος και υιός...» Δεν χρειαζόταν όνομα. Ήξερα πως και να πάρω, δεν θα απαντούσε. Όπως ήξερε κι εκείνος πως όταν το διάβαζα θα γέλαγα.

Τούτη εδώ είναι η μικρή μας ιστορία. Την ξαναμοιράζομαι έτσι, σαν ένα ευχαριστώ. Γιατί σαν τον κύριο Γιώργο είναι πολλοί εκεί έξω. Κι εγώ τους χρωστάω τα λίγα που ξέρω για τον δρόμο.

Είχα να τον δώ κάμποσο καιρό. Κατά καιρούς περνούσε από τη δουλειά να μου πει μια καλημέρα. Πάνε τώρα κάποια χρόνια που είχαμε γνωριστεί στο Υπνωτήριο των Γιατρών του Κόσμου. Βρήκε καταφύγιο εκεί κάποια κρύα βράδια για λίγο. Προτιμούσε, όπως έλεγε, την ησυχία και τη μοναξιά. Τον είχα βοηθήσει να βρει μια παλιά υπόγεια αποθήκη. Του αρκούσε. Αλλά κι αυτό όχι για πολύ. Μάθαινα πως περνούσε κατά καιρούς από το Πολυϊατρείο των Γιατρών του Κόσμου για φάρμακα. Ποτέ του δεν ζήτησε τίποτα παραπάνω. Ούτε τον άκουσα να γκρινιάξει για τίποτα.

Ήξερα πως πουλούσε μικροπράγματα στον δρόμο. Ούτε μια μέρα δεν είχε μείνει που να μην βγει με την πραμάτεια του. Γύρω στα εξήντα πέντε, αν και έδειχνε μεγαλύτερος. Ζόρικο πράγμα ο δρόμος.

Κουβεντιάζαμε κάμποσο καπνίζοντας παρέα. Είχε μια φυσική, παλιομοδίτικη ευγένεια και ένα χιούμορ με αυτοσαρκασμό. Δεν έδειχνε να έχει καμιά σχέση με τον κόσμο του δρόμου, κι ας είχε μείνει καιρό έξω.

Είχα καταφέρει να μάθω πολύ λίγα πράγματα για τη ζωή του. Ήταν φανερό πως απέφευγε να μιλήσει για τα περασμένα. Ποιος ξέρει; Καμιά φορά οι αναμνήσεις είναι σαν τα πολύτιμα κοσμήματα που θες να τα κρατάς προστατευμένα από τα αδιάκριτα μάτια του κόσμου. Δεν είχα ρωτήσει ποτέ περισσότερα. Τι σημασία είχε άλλωστε; Και ποιος ήμουν εγώ που θα έκρινα; Ούτε αστυνόμος ούτε δικαστής. Αν κάποιος παραπέφτει, απλά απλώνεις το χέρι.

Τον συνάντησα τυχαία σήμερα χαμηλά στο κέντρο της Αθήνας προς το Μοναστηράκι. Τον αναγνώρισα πριν με δει. Κοντοστάθηκα λίγο πριν του μιλήσω. Με αναγνώρισε αμέσως και έδειξε να χαίρεται πολύ. Έριξα μια κρυφή ματιά στο εμπόρευμα. Στημένο πάνω σε ένα χαρτόκουτο, λίγα στυλό, μολύβια, αναπτήρες, πλαστικές θήκες για διπλώματα. Λίγα πράγματα. Πολύ λίγα. Πολύ πιο λίγα από την άλλη φορά που τον είχα δει. Θα τραβάει ζόρια, σκέφτηκα. Κατάλαβε το βλέμμα μου αστραπιαία. Χαμογελώντας πικρά μου είπε «δύσκολες εποχές για τις επιχειρήσεις. Έλλειψη ρευστότητας, τραπεζικές δυσκολίες, τα pos…» Γέλασα και έφυγε η αμηχανία.

«Να κεράσω καφέ. Πρώτη φορά και στο μαγαζί. Εδώ δίπλα θα πεταχτώ, δυο λεπτά θα κάνω…». Δεν είπα όχι, αν και ήξερα ότι θα τον δυσκόλευε. Οι άνθρωποι στον δρόμο έχουν τη δική τους, έστω και πληγωμένη, αξιοπρέπεια. Και το να σε κεράσουν είναι είναι η δική τους μικρή νίκη. Αν θέλεις να σε σέβονται, πρέπει να τους σέβεσαι. «Μόνο, αν δεν πειράζει, μπορείς να κάτσεις λίγο με τα πράγματα μέχρι να έρθω». Ξεπέρασα την αμηχανία και την ντροπή του κάνοντας πλάκα: «Έγινε, ό,τι πουλήσω όμως μισά-μισά».

Πάντα πίστευα πως για να καταλάβεις κάτι, πρέπει να το ζήσεις. Στρώθηκα στο πεζούλι πίσω από το χαρτόκουτο. Τα δέκα λεπτά που έκανε μού φάνηκαν αιώνας. Τρόμαξα, δεν το κρύβω. Οι περαστικοί από εκεί χαμηλά, στο ύψος των ποδιών τους, δείχνουν ένας κόσμος εχθρικός, άγριος, αφιλόξενος. Κατάλαβα τι σημαίνει αόρατος άνθρωπος. Να περνάν, να σε κοιτάν και να μη σε βλέπουν. Σαν να μην υπάρχεις.

Σαν τρέιλερ πέρασαν από το μυαλό σκηνές από ένα φανταστικό προσεχώς. Αν τα πράγματα στράβωναν και μένα στη ζωή πώς θα επιβίωνα; Τι κάνεις όταν οι δρόμοι αδειάζουν κι εσύ μένεις πίσω μόνος σου; Πώς άραγε περνάει η νύχτα αν δεν έχεις κάπου να κρυφτείς; Και τι μπορεί να ελπίζεις;

Χάρηκα που γύρισε. Με είδε συννεφιασμένο. Προσπάθησε αμήχανα να δικαιολογηθεί που άργησε. Φοβήθηκε μάλλον πως τσαντίστηκα που με άφησε μόνο του. Πού να ήξερε…

Έστριψε τσιγάρο και μου έδωσε. Έκανα λίγο πιο κει και καθίσαμε μαζί στο πεζούλι πίσω από το χαρτόκουτο. Τα Σάββατα που κατεβαίνω μόνος μου για βιβλία ελάχιστα με απασχολεί πώς δείχνω. Έτσι κι αλλιώς, εμείς οι χοντροί όταν καλοκαιριάζει έχουμε τα μαύρα μας τα χάλια. Τώρα που το σκέφτομαι, ταίριαζα στον ρόλο μια χαρά. Ιδρωμένος, αξούριστος, κακοσουλούπωτος και απεριποίητος με ένα παλιοτζίν, αθλητικά, μπλουζάκι ξεχειλωμένο και μια παλιόσακα στον ώμο. Ντεμέκ. «Παπαδόπουλος και υιός. Εισαγωγαί…» του είπα και βάλαμε τα γέλια. Χαλάρωσα.

Όπως καθόμασταν, πέρασε ένας κυριούλης που έσερνε έναν πιτσιρικά εμφανώς βαριεστημένο. Μας έριξε μια περιφρονητική ματιά και είπε στον μικρό: «Τα βλέπεις που σ’ τα λέω.; Αυτά γίνονται αν δεν ακούς τον πατέρα σου και δεν διαβάζεις. Έτσι θα καταντήσεις…»

Ο φίλος μου γύρισε πολύ σοβαρά και με κοίταξε: «Για σένα το είπε…» Ξεκαρδιστήκαμε και οι δύο. Ένα γέλιο λυτρωτικό.

Σηκώθηκα να φύγω. «Ρε συ, ξέμεινα από αναπτήρες στο σπίτι. Πού να τρέχω στα περίπτερα. Θα αγοράσω από σένα. Και κοίτα μη με φορτώσεις ψιλά. Έχει τρυπήσει και η τσέπη…» Δούλευε στον δρόμο, δεν ήταν ζητιάνος. Ήταν η σειρά μου να ανταποδώσω. Κατάλαβε και δεν διαμαρτυρήθηκε. Καθαρές δουλειές.

Μου έβαλε τους αναπτήρες σε ένα νάιλον σακουλάκι. «Α, και ένα μολύβι. Προσφορά της επιχείρησης στην εκλεκτή πελατεία της…» Σφίξαμε τα χέρια προτού απομακρυνθώ.

Παπαδόπουλος και υιός!

Τώρα που τα ξανασκέφτομαι στην ησυχία -και στην ασφάλεια- του μπαλκονιού μου και τα διηγούμαι, θυμήθηκα έτσι, χωρίς λόγο, έναν στίχο του Αργύρη Χιόνη:

«…Πατάτε με σεβασμό την άσφαλτο. Από κάτω της υπάρχουν πέτρες πού ονειρεύονται κήπους…»