- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Πώς η Αθήνα από οθωμανική κωμόπολη μεταμορφώθηκε σε μια σύγχρονη πρωτεύουσα
Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος μας ξεναγεί, ως ιστορικός, στην έκθεση «Ανεγείρονται αι κλειναί Αθήναι! Η γένεση μιας πρωτεύουσας»
Ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, πρόεδρος της Εφορίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους και ιστορικός, μας ξεναγεί στην έκθεση για την Αθήνα
Στο Παλιό Ψυχικό, Δάφνης 61, βρίσκεται ένα κτίριο θεσμικής μνήμης, ή αλλιώς η υπηρεσία που εποπτεύει, διασώζει, συγκεντρώνει, συντηρεί, καταγράφει, ταξινομεί και αρχειοθετεί το αρχειακό υλικό της Ελλάδας, το οποίο στη συνέχεια διαθέτει προς μελέτη στο κοινό. Στα υπόγεια της κεντρικής υπηρεσίας των Γενικών Αρχείων του Κράτους (ΓΑΚ) σε συνθήκες ψύχους φυλάσσονται τα αρχεία του ελληνικού κράτους σε ράφια που το μήκος τους φτάνει τα 55 χιλιόμετρα!
Στους πιο πάνω ορόφους γίνεται η συντήρηση και η αποκατάσταση με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους, το μεγάλο πρόγραμμα ψηφιοποίησης των αρχείων, στον τρίτο όροφο είναι το αναγνωστήριο και δίπλα εκεί το γραφείο του προέδρου της Εφορίας των ΓΑΚ, Δημήτρη Π. Σωτηρόπουλου, εξοπλισμένο με τα έπιπλα του πρώτου ιδρυτή και επί 20 χρόνια διευθυντή των ΓΑΚ, Γιάννη Βλαχογιάννη: το γραφείο, η καρέκλα, το μακρύ τραπέζι των συνεδριάσεων, οι βιβλιοθήκες.
«Πρώτος εκείνος, ορμώμενος από μια έμφυτη λογιοσύνη και την εμμονή του με τα ιστοριοδιφικά θέματα, κατανόησε ότι ένα κράτος πρέπει να έχει συνέχεια, και είχε αυτή την ευαισθησία να μεριμνήσει για τη διάσωση της θεσμικής μνήμης. Το 1914, λοιπόν, πρότεινε στον Βενιζέλο να ιδρύσει μια υπηρεσία η οποία θα συγκεντρώνει πρωτίστως τα αρχεία που παράγονται από τη δημόσια διοίκηση και το κράτος, το οποίο έχει ήδη τότε διανύσει μια πορεία ανεξαρτησίας σχεδόν ενός αιώνα και έχει ένα παρελθόν να διαχειριστεί. Ο Βλαχογιάννης δωρίζει αρχικά την προσωπική του συλλογή στα νεοσύστατα ΓΑΚ: το αρχείο των αγωνιστών του ’21, της οθωνικής διοίκησης και πολλά άλλα, αγορασμένα με τη συνδρομή και του Μπενάκη ο οποίος του έδινε χρήματα για να τα αγοράζει όπου τα έβρισκε, ακόμα και σε δραματικές συνθήκες, σώζοντάς τα κυριολεκτικά από τα σκουπίδια».
Η καθιέρωση ημέρας Βλαχογιάννη που θα τιμάει τη μνήμη του είναι ένας από τους στόχους, στα πλαίσια της εξωστρέφειας των ΓΑΚ, μας λέει ο Δημήτρης Π. Σωτηρόπουλος, και μας ξεναγεί, ως ιστορικός, στην έκθεση «Ανεγείρονται αι κλειναί Αθήναι! Η γένεση μιας πρωτεύουσας» που ξεκινάει την Πέμπτη 11 Απριλίου στο κτίριο των ΓΑΚ.
Η έκθεση διαρθρώνεται σε 8 ενότητες, καλύπτοντας την περίοδο από τη μεταφορά της πρωτεύουσας από το Ναύπλιο στην Αθήνα και την ανακήρυξή της σε «Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα» του νεοσύστατου ελληνικού κράτους τον Οκτώβριο του 1834, μέχρι και τα τέλη του 19ου αιώνα, ενώ εκτίθενται αντιπροσωπευτικά τεκμήρια της Κεντρικής Υπηρεσίας (Κ.Υ.) των ΓΑΚ, χάρτες, τοπογραφικά διαγράμματα, λιθογραφίες, σκαριφήματα, λευκώματα, έγγραφα, που ανήκουν στη Συλλογή Βλαχογιάννη, τη Συλλογή Χαρακτικών και Ιδιωτικές Συλλογές.
- Βασιλική Καθέδρα και Πρωτεύουσα
- Βασιλικά Ανάκτορα
- Δημόσια κτήρια
- Οδοί-πλατείες-κρήνες
- Δημόσια έργα και υποδομές
- Αρχαιότητες
- Οι Ολυμπιακοί Αγώνες και η πολιτιστική ζωή
- Η εμπορική ζωή και η βιοτεχνική παραγωγή
Είναι η πρώτη φορά, με αφορμή τη συμπλήρωση των 190 χρόνων ζωής της Αθήνας ως πρωτεύουσας, που συγκεντρώνεται και εκτίθεται ο μεγάλος αυτός φάκελος των οθωνικών αρχείων σε πλήρη ανάπτυξη. Τα αρχεία είναι ένας τρόπος να κοιτάξουμε την Ιστορία και να φανταστούμε την Αθήνα, όταν ακόμα δεν θύμιζε σε τίποτα την πόλη που ξέρουμε σήμερα.
Σήμερα μας φαίνεται αδιανόητο να έχει επιλεγεί οποιαδήποτε άλλη πόλη ως πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους, τότε όμως δεν ήταν καθόλου έτσι. Όταν γίνεται η μεταφορά από το Ναύπλιο, που είναι η προσωρινή πρωτεύουσα του νεοσύστατου κράτους, υπάρχει ένα ολόκληρο παρασκήνιο και πολλές πόλεις ερίζουν για τον τίτλο της πρωτεύουσας, όπως ο Ισθμός της Κορίνθου. Η Αθήνα, ένας άνυδρος, ανθυγιεινός, κατεστραμμένος από τον πόλεμο και ερειπωμένος οικισμός, δεν είναι η επικρατέστερη επιλογή. Η Αντιβασιλεία, ωστόσο, πείθει τον Όθωνα ότι, ως η πιο ένδοξη πόλη της ελληνικής αρχαιότητας, είχε τα συμβολικά χαρακτηριστικά για να αποτελέσει πρωτεύουσα ενός νέου κράτους. Διέθετε την Ακρόπολη και τις άλλες σημαντικές αρχαιότητες γύρω από τις οποίες έπρεπε να ξαναχτίσει το καινούργιο της παρόν. Αυτός ο τόσο ισχυρός συμβολισμός θα τη συνοδεύει για πάντα και το νέο κράτος θα κερδίζει έτσι στο διηνεκές την προσοχή και τη στήριξη των Ευρωπαίων.
Όντως μεταφέρθηκε το διοικητικό κέντρο στην Αθήνα, η οποία όμως έπρεπε να χτιστεί κυριολεκτικά από την αρχή.
Αυτό ακριβώς αναδεικνύεται στην έκθεση, το πώς δηλαδή μέσα σε λίγες δεκαετίες μεταμορφώνεται εκ των θεμελίων σε μία γοητευτική πόλη. Στην αρχή βέβαια δεν υπάρχει ανάκτορο, δεν υπάρχουν κτίρια να φιλοξενήσουν τις υπηρεσίες της δημόσιας διοίκησης, δεν υπάρχουν πανεπιστήμια, σχολεία, νοσοκομεία, εκκλησίες, αγορές, αποχετευτικό σύστημα, δρόμοι, δεν υπάρχει απολύτως τίποτα που να παραπέμπει σε πρωτεύουσα, παρά μόνο χαλάσματα και ημιγκρεμισμένα σπίτια. Οπότε πρέπει να δουλευτεί καταρχάς ένα πολεοδομικό σχέδιο, να χαραχτούν οι οδικοί άξονες, να προτεραιοποιηθούν τα έργα και τα δημόσια κτήρια. Το ανάκτορο επιλέγεται να φτιαχτεί στο πιο υψηλό σημείο του Συντάγματος μαζί με τον Βασιλικό Κήπο, στο λόφο Μπουμπουνίστρας – υπήρχαν οι προτάσεις των Κλεάνθη και Σάουμπερτ να φτιαχτεί στην ένωση των οδών Πειραιώς και Σταδίου, του Κλέντσε στον Κεραμεικό, μέχρι και στην Ακρόπολη! Από τα πρώτα που φτιάχνονται είναι και το Πανεπιστήμιο, το πρώτο κομμάτι της Τριλογίας, το οποίο θα πάρει 30 χρόνια μέχρι να τελειώσει, ονομάζεται Οθώνειο και στη συνέχεια, όταν εκδιωχθεί ο Όθωνας, Καποδιστριακό. Και πάρα πολλά άλλα μικρότερα και μεγαλύτερα κτίρια τα οποία αποτυπώνονται στα σχέδια της έκθεσης τον ΓΑΚ.
Η έκθεση μας καλεί να φανταστούμε την Αθήνα σαν ένα απέραντο εργοτάξιο, όπου κτίρια, δρόμοι, πλατείες είναι ακόμα σε μορφή τοπογραφικών και αρχιτεκτονικών σχεδίων.
Όλα αυτά, όμως, δεν γίνονται τυχαία. Ο πολεοδομικός σχεδιασμός και η πρωτοκαθεδρία του αρχιτέκτονα μηχανικού (όπως ήταν η περίπτωση του περιζήτητου Τσίλλερ) είναι κάτι πρωτόγνωρο στην Ελλάδα. Ο Όθωνας έχει φέρει μαζί του μια στρατιά από αρχιτέκτονες μηχανικούς, πολεοδόμους, καλλιτέχνες, για να φτιαχτεί από το μηδέν μια καινούργια πόλη στην οποία θα πρυτανεύουν τα ιδιαίτερου αρχιτεκτονικού στιλ μεγάλα κτίρια, όπως και στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Οι σημαντικοί αρχιτέκτονες που καλούνται να εργαστούν, σχεδιάζουν την Αθήνα στα πρότυπα μίας εξελληνισμένης αναγέννησης με απόλυτη ελευθερία να φτιάξουν ό,τι θέλουν, καθώς η πόλη είναι tabula rasa. Τα σημαντικά δημόσια κτίρια σχεδιάζονται στο στιλ του νεοκλασικισμού, στο πνεύμα του διάλογου με την αρχαιότητα και τα αρχαία μνημεία, το οποίο ακολουθούν και οι ιδιώτες για τα δικά τους σπίτια, από την πλούσια αστική τάξη της νέας πρωτεύουσας η οποία αναπτύσσεται ραγδαία.
Αυτό που μας ενδιαφέρει μέσα από τη συλλογή Βλαχογιάννη είναι να δείξουμε ότι η Αθήνα γίνεται μια πόλη που κοιτάζει εξαρχής προς τη Δύση, χτίζεται με βάση ευρωπαϊκά πρότυπα πολεοδομικής και ρυμοτομικής οργάνωσης και διαχωρίζεται από το ανατολίτικο παρελθόν της απορρίπτοντας την ανώνυμη λαϊκή αρχιτεκτονική της οθωμανικής περιόδου, που απαντάται σε όλη την υπόλοιπη βαλκανική χερσόνησο, που είναι περισσότερο εμπειρική, αρχιτεκτονική της ανάγκης. Η ίδια δεν θέλει να θεωρείται μια «βάρβαρη πόλη της Ανατολής». Γι’ αυτό αναδεικνύεται πολύ έντονα και η θέση και ο ρόλος του αρχιτέκτονα και του μηχανικού και φτιάχνονται κτίρια με χαρακτήρα τα οποία όταν θα έρθει εδώ ο επισκέπτης θα τα θυμάται, θα τα αναγνωρίζει, θα δημιουργούν την ατμόσφαιρα της πόλης και θα σηματοδοτούν το νέο της παρόν που πρέπει να είναι αντάξιο του ένδοξου παρελθόντος της.
Βεβαίως η ζωή είναι πιο συνθέτη, και έτσι επιβιώνουν και οι δύο τρόποι. Ένα μέρος της κοινωνίας μιμείται την αρχιτεκτονική, αλλά και το ντύσιμο, τα ήθη, τους τρόπους των Ευρωπαίων, και υπάρχουν και αυτοί που αντιδρούν.
Καθώς δεν υπάρχει αισθητική παιδεία που να υπηρετήσει ολιστικά τη νέα αυτή αντίληψη, σταδιακά η πόλη εξελίσσεται σε αυτό που ξέρουμε λίγο-πολύ σήμερα, μία πόλη με μεικτή ταυτότητα που έχει στοιχεία εκδυτικισμένα, αναγνωρίσιμα και σε άλλες πρωτεύουσες, αλλά και στοιχεία που έχουν αναφορές περισσότερο στην αρχιτεκτονική της ανάγκης, που έχει πιο πολύ τις ρίζες σε μία πιο ανατολίτικη αντίληψη.
Εντέλει, πρόκειται για μια διαρκή σύγκρουση όλα αυτά τα 190 χρόνια η οποία αποτυπώνεται και στον τρόπο που αναπτύσσεται η πόλη στη δημόσια και ιδιωτική αρχιτεκτονική της, με την παραβίαση των κανόνων και την αυθαίρετη δόμηση, μία πρακτική που έρχεται από τότε, και ταυτόχρονα την προσπάθεια να μιμηθούμε στοιχεία που έρχονται από την «πολιτισμένη» δύση. Οι πόλεις, ιδίως οι «ιστορικές πόλεις», είναι ανοικτά συστήματα που αναπτύσσονται διαρκώς στον χρόνο, πάντα όμως συνομιλώντας με το παρελθόν τους. Και οι συνέχειες και οι ασυνέχειές τους στη ροή των αιώνων είναι συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους και της ιδιοσυστασίας τους.
Πάντως την πρώτη στιγμή που η Αθήνα κυριολεκτικά γεννιέται, αποκτάει τις βάσεις για να γίνει μία σύγχρονη ευρωπαϊκή πρωτεύουσα.
Και όντως γίνεται, το καταφέρνει! Ξεκινάει από ένα κατεστραμμένο χωριό 5.000 κατοίκων και περίπου 50 χρόνια αργότερα καταφέρνει να μετεξελιχθεί σε μία όχι μόνο πιο σύγχρονη και μεγάλη πρωτεύουσα αλλά και σε μια γοητευτική πόλη των 75.000 κατοίκων. Στο τέλος του 19ου αιώνα φτάνει τους 100.000, φιλοξενεί τους Ολυμπιακούς Αγώνες, οι ξένοι που την επισκέπτονται την βρίσκουν πολύ όμορφη και ιδιαίτερη, με μεγάλα κτίρια τοπόσημα που παραπέμπουν στην αρχαία ιστορία και με πολύ σημαντικούς αρχιτέκτονες όπως ο Χάνσεν, ο Τσίλλερ και άλλοι, οι οποίοι αναλαμβάνουν και ιδιωτικές δουλειές. Άλλωστε πολλά από αυτά τα «νεοκλασικά» διατηρούνται ακόμα σήμερα.
Είναι πολύ εντυπωσιακό γιατί τίποτα δεν είναι δεδομένο. Η Ελλάδα είναι ένα πάμπτωχο κράτος, χωρίς καθόλου πόρους, εξαρτημένο απόλυτα από τα δάνεια των μεγάλων δυνάμεων, και όλα είναι αποτελούν μια τεράστια πρόκληση. Δεν πρέπει να σκεφτούμε την ελληνική ιστορία ως κάτι που θα οδηγούνταν νομοτελειακά σε επιτυχία. 190 χρόνια δεν είναι πολλά, σε αντίθεση με τις άλλες ευρωπαϊκές πρωτεύουσες η Αθήνα είναι μια σχετικά καινούργια πόλη ενός κράτους το οποίο δεν είχε συνέχεια λόγω της οθωμανικής κατάκτησης. Η Αθήνα σήμερα, με όλα της τα προβλήματα, είναι μια σύγχρονη, ασφαλής, αξιοβίωτη πρωτεύουσα.
Πέραν της ιστορίας της πόλης μας, η έκθεση αναδεικνύει τον πλούτο που κρύβουν στα υπόγειά τους τα ΓΑΚ. Αν σε κάποιους η λέξη «αρχεία» ακούγεται βαρετή, έχουν ωστόσο συναρπαστικές ιστορίες να αφηγηθούν. Όπως κρατάμε σε ένα κουτί στο σπίτι τα οικογενειακά αρχεία και ανατρέχουμε με συγκίνηση κάποιες στιγμές στη ζωή μας για να ανακαλύψουμε ή να θυμηθούμε τις ρίζες μας.
Ναι, βέβαια, μια αλληλογραφία των γονιών μας όταν είναι νέοι π.χ. έχει πολύ μεγάλη αξία, τεκμήρια που έχουν χάσει τη χρηστική τους αξία τα κρατάμε για συναισθηματικούς λογούς. Άρα λοιπόν αυτό που μας φαντάζει βαρετό για το κράτος, το να συγκεντρώνει τα τεκμήρια, το κάνουμε όλοι ασυνείδητα για τις προσωπικές μας ιστορίες.
Και είναι πολύ φυσικό γιατί είμαστε διαρκώς συνδεδεμένοι με το παρελθόν διότι όλοι από κάπου ερχόμαστε, δεν υπάρχει άνθρωπος χωρίς ιστορία, όπως δεν υπάρχει τόπος χωρίς ιστορία. Και η ιστορία μάς καθορίζει αποφασιστικά, είμαστε παιδιά της συγκυριας. Κι όσο κι αν οι δημόσιες υποθέσεις διακρίνονται από τις ατομικές, ωστόσο πάντα κάπως συναντώνται, και με έναν τρόπο το κράτος διεισδύει σε πιο βαθιές και προσωπικές εκδοχές της ζωής μας. Και αυτό που ονομάζουμε διοίκηση, το οποίο ακούγεται ίσως βαρετό, δεν είναι τίποτε άλλο παρά ο τρόπος με τον οποίο το κράτος διαχειρίζεται τους πληθυσμούς του, δηλαδή τις ζωές μας. Και είναι πρώτιστο μέλημά μας τον θησαυρό αυτό να τον φέρουμε όσο πιο πολύ και πιο συχνά μπορούμε σε επαφή με το μεγάλο κοινό.
Υπάρχει βέβαια πάντα και μια μελαγχολία όταν ερχόμαστε σε επαφή με αυτό το παρελθόν, όπως ακριβώς όταν ανακαλούμε και το δικό μας παρελθόν μέσα από τα προσωπικά μας τεκμήρια. Η Ιστορία κρύβει στον πυρήνα της μια βαθιά μελαγχολία για όσα χάθηκαν και τα οποία είναι αδύνατον να ξαναζήσουμε. Κι εμείς οι ιστορικοί κρύβουμε πάντα μια μελαγχολία διότι παλεύουμε να αναβιώσουμε και να ξαναθυμήσουμε κάτι που στην πραγματικότητα έχει χαθεί για πάντα.
Γενικά Αρχεία του Κράτους, Παλιό Ψυχικό, Δάφνης 61
Η έκθεση ξεκινάει την Πέμπτη 11 Απριλίου