Ελλαδα

Έλληνες Εβραίοι: Προσωπικές ιστορίες επιζώντων του Ολοκαυτώματος

Η ATHENS VOICE «φωτίζει» πολύτιμα αρχεία του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος
Γεωργία Ζερβογιάννη
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ημέρα Μνήμης Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος: Οι προσωπικές ιστορίες επιζώντων όπως έχουν καταγραφεί από τους ιστορικούς του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος 

27 Ιανουαρίου: Η «Ημέρα Μνήμης των Ελλήνων Εβραίων Μαρτύρων και Ηρώων του Ολοκαυτώματος», ημέρα μνήμης των ανθρώπων που αντίκρισαν τον θάνατο που είχε σχεδιαστεί για αυτούς ως μέρος της «Τελικής Λύσης» από τους Ναζί κατά τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο και εκείνων που έδωσαν αγώνα για να επιζήσουν· αλλά και ημέρα μνήμης εκείνων που απέφυγαν τα στρατόπεδα εξόντωσης -πολλές φορές με τη βοήθεια των Χριστιανών φίλων τους- για να προσφέρουν στην Αντίσταση -μια ιστορία που ελάχιστα έχει «φωτιστεί».

Προπολεμικά, στην Ελλάδα η μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα ήταν στη Θεσσαλονίκη. Όταν η πόλη περιήλθε στη γερμανική κατοχή, περίπου 43.000 Εβραίοι κατοικούσαν στην πόλη. Από τις 20 Μαρτίου ως τις 19 Αυγούστου, οι Γερμανοί απέλασαν 46.091 από τη Θεσσαλονίκη στο κέντρο εξόντωσης Άουσβιτς- Μπίρκεναου. Τα ¾ των Ελλήνων Εβραίων εξοντώθηκαν στους θαλάμους αερίων αμέσως μετά την άφιξη τους. Με το ξεκλείδωμα της πόρτας των βαγονιών στη «ράμπα του θανάτου» ξεκινούσε ο διαχωρισμός των νεοφερμένων σε δύο ομάδες. Γιατρός του στρατοπέδου ή αξιωματικός των SS προχωρούσε στη διαβόητη «επιλογή».

Ένα νεύμα του δαχτύλου τους προς τα αριστερά οδηγούσε ανήμπορους, ηλικιωμένους, γυναίκες με παιδιά κατ’ ευθείαν στους θαλάμους αερίων και τα κρεματόρια και ένα νεύμα προς τα δεξιά τους νεότερους και υγιείς στο στρατόπεδο για καταναγκαστική εργασία, από όπου ελάχιστοι επέζησαν.

Από τους επιζώντες Έλληνες Εβραίους του Ολοκαυτώματος μόλις οι 1.200 επιστρέφουν στη Θεσσαλονίκη και πολύ λιγότεροι στις ιδιαίτερες πατρίδες τους σε άλλα μέρη της Ελλάδας. Οι περισσότεροι θα εγκατασταθούν στην Παλαιστίνη, την Ιταλία, τη Γαλλία και προπαντός τις ΗΠΑ.

Από τους 46.091 Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης, επέστρεψαν μόνο 1.950. Το 96% της κοινότητας είχε πια εξοντωθεί.

Εκείνοι που γλίτωσαν από τη φρίκη που έζησαν οι οικογένειες τους είδαν τον θάνατο κατάματα. Ποτέ ξανά δε θα ήταν ίδιοι. Άνθρωποι που επέζησαν, άλλοι που άλλαξαν το όνομά τους για να σωθούν, που εγκατέλειψαν την πόλη ή κρύφτηκαν «φιλοξενούνται» στις εκθέσεις του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδος.

Μπέρρυ Ναχμία: Ο αριθμός 76859 στο Άουσβιτς που τη σημάδεψε για πάντα

Η Μπέρρυ Ναχμία γεννήθηκε στην Καστοριά. Ο πατέρας της ήταν ευυπόληπτος έμπορος και η Μπέρρυ ήταν το καμάρι του. Θυμάται ακόμη την ήρεμη ζωή τους, τα παιχνίδια στην παγωμένη λίμνη το χειμώνα, τα τοπικά έθιμα των γιορτών,  το σχολείο της και τις αρμονικές σχέσεις με τους Χριστιανούς συμπολίτες τους.

Όταν η Καστοριά βρέθηκε αρχικά υπό Ιταλική κατοχή κύριο πρόβλημά τους ήταν η πείνα. Η Μπέρρυ συνέχισε να πηγαίνει σχολείο και έκανε και μαθήματα γαλλικών. Ήταν οι τελευταίες αναλαμπές μιας ήρεμης οικογενειακής ζωής.

Η μοιραία ημέρα για την οικογένεια, αλλά και για όλη την Εβραϊκή Κοινότητα της Καστοριάς, υπήρξε η 24η Μαρτίου του 1944, όταν όλοι συνελήφθησαν από τους Γερμανούς. Την επόμενη κιόλας ημέρα φορτώθηκαν σε φορτηγά με προορισμό τη Θεσσαλονίκη και από εκεί, υπό φρικτές συνθήκες με τραίνο, το στρατόπεδο του Άουσβιτς – Μπίρκεναου.

Ο κόσμος της Μπέρρυς είχε ανατραπεί βίαια, αλλά τα χειρότερα δεν είχαν έλθει ακόμα: με την άφιξή τους στο στρατόπεδο και την πρώτη «διαλογή» η Μπέρρυ έχασε όλους τους συγγενείς της, παρ' όλο που τότε  δεν το γνώριζε ακόμη. Ήταν η μόνη από την οικογένειά της που επελέγη για εισαγωγή στο στρατόπεδο και εργασία.

Από τη στιγμή εκείνη άρχισε η διαδικασία αφαίρεσης κάθε στοιχείου της προσωπικότητας και μετατροπής των κρατουμένων σε απρόσωπους αριθμούς, που θα εξυπηρετούσαν τους σκοπούς των Ναζί: Το χάραγμα του αριθμού 76859 με τατουάζ στο μπράτσο, μαζί με ένα τρίγωνο που τη σημάδευε ως Εβραία, το κούρεμα, τα ρούχα του στρατοπέδου, η καραντίνα και η διανομή στα μπλοκ.

Η Μπέρρυ βρέθηκε στο μπλοκ 27 και από την ημέρα εκείνη άρχισε να ζει την άθλια και γεμάτη φόβο πάντοτε ζωή του στρατοπέδου: το πρωϊνό ξύπνημα, το προσκλητήριο μέσα στην παγωνιά, τη δουλειά στο Aussenkommando, όπου κουβαλούσαν πέτρες υπό τα ειρωνικά βλέμματα των φυλάκων τους.

Ο φόβος τιμωρίας για το παραμικρό παράπτωμα, οι εξευτελισμοί, το κρύο, οι κακουχίες, η εξαντλητική εργασία και η άθλια «σούπα» αποτελούσαν τα καθημερινά βιώματα όλων των κρατουμένων.

Η Μπέρρυ στάθηκε όμως τυχερή και τη διάλεξαν για το Kommando Kanada, όπου ξεχώριζε τα υπάρχοντα των νεοαφιχθέντων. Παρ' όλο που και εκεί πέρασε πολλές λαχτάρες, οι συνθήκες ήταν κάπως καλύτερες και τη βοήθησαν να επιζήσει. Την ίδια δουλειά έκανε και όταν μεταφέρθηκε σε άλλο παράρτημα του συγκροτήματος.

Εκεί έγινε και μάρτυρας της αποτυχημένης αλλά ηρωϊκής εξέγερσης των  Εβραίων του Sonderkommando, που δεν άντεχαν πλέον να καίνε τους σκοτωμένους ομοθρήσκους τους.

Στις 18 Ιανουαρίου του 1945 άρχισε η εκκένωση του Άουσβιτς και ταυτόχρονα η πιο επικίνδυνη περιπέτεια για όσες κρατούμενες είχαν επιβιώσει: η πορεία θανάτου προς το εσωτερικό της Γερμανίας. Η Μπέρρυ κατάφερε να επιζήσει, για να απελευθερωθεί τελικά από τους Ρώσσους. Μετά από μήνες ανάρρωσης σε στρατόπεδα εκτοπισμένων, ξαναγύρισε στην Ελλάδα.

(Από την έκθεση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων 1941 – 1944. Προσωπικές Μαρτυρίες»)

Έλλη Σακκή Δεκάστρο: Το πάθος της να προσφέρει που τελικά την έσωσε

Η Έλλη Σακκή γεννήθηκε και μεγάλωσε στο Βόλο. Από μικρή είχε ενταχθεί στον Οδηγισμό. Η συμμετοχή της στα μαθήματα που έδινε ο Ελληνικός Ερυθρός Σταυρός στις Οδηγούς, έμελλε να παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη μετέπειτα ζωή της. Έχοντας εκπαιδευθεί ως νοσοκόμες, η Έλλη και οι άλλες Οδηγοί φίλες της, ορκίστηκαν ως αδελφές του Ε.Ε.Σ. μερικούς μήνες πριν το ξέσπασμα του ελληνοϊταλικού πολέμου.

Από την πρώτη κιόλας ημέρα των εχθροπραξιών, η Έλλη έβαλε τη στολή της και έτρεξε στο Νοσοκομείο του Βόλου, που τότε στεγαζόταν στην Εμπορική Σχολή της πόλης, για να βοηθήσει ως εθελόντρια.

Τοποθετήθηκε εκεί υπεύθυνη ενός θαλάμου στο παθολογικό τμήμα, θέση που κράτησε και αργότερα, όταν υπηρέτησε στην κλινική Χατζηγιώργη. Θυμάται τους πρώτους ασθενείς, που στο τμήμα της δεν ήταν τόσο τραυματίες, όσο στρατιώτες με παθολογικά περιστατικά, όπως κρυοπαγήματα, τύφο, μηνιγγίτιδες κ.τ.λ.

Ήταν τέτοιο το πάθος της να προσφέρει στους συνανθρώπους της, που, όταν η υπόλοιπη οικογένειά της μετακινήθηκε στον Άνω Βόλο για το φόβο των βομβαρδισμών, η ίδια παρέμεινε εσωτερική στην κλινική.

Όταν οι γερμανικές βόμβες δε σεβάστηκαν ούτε το σύμβολο του Ερυθρού Σταυρού στην οροφή του κτιρίου και το κτύπησαν, η Έλλη διέσωσε από τη φωτιά το πολύτιμο μικροσκόπιο της κλινικής.

Καθώς οι Γερμανοί πλησίαζαν, τον Απρίλιο του 1941, το νοσοκομείο μεταφέρθηκε έξω από την πόλη του Βόλου, στα Λεχώνια. Όταν τελικά κατέφθασαν οι εισβολείς, οι γιατροί που υπηρετούσαν εκεί ευτυχώς δεν αποκάλυψαν ότι απασχολούσαν και αδελφές νοσοκόμες εβραϊκής καταγωγής, όπως την Έλλη και την εξαδέλφη της Άννα Κοέν.  Έτσι μπόρεσαν να επιστρέψουν στα σπίτια τους με το τέλος των εχθροπραξιών.

 Όταν στις 30 Σεπτεμβρίου του 1943 οι Γερμανοί ζήτησαν από τον αρχιραββίνο της πόλης, Μωϋσή Πέσαχ, να τους παραδώσει κατάλογο με τα ονόματα των μελών της Κοινότητας, εκείνος, με την προτροπή του Μητροπολίτη Ιωακείμ, αλλά και τη βοήθεια του Ε.Α.Μ., τους ειδοποίησε όλους να διαφύγουν.

Η Έλλη φυγαδεύτηκε στο σπίτι ενός οικογενειακού τους φίλου, δικηγόρου, όπου και παρέμεινε επί μία περίπου εβδομάδα. Από εκεί διέφυγε προς το Πήλιο και το χωριό Κερασιά, όπου υπήρχε συγκροτημένο νοσοκομείο του 54ου Συντάγματος (Πηλίου) του Ε.Λ.Α.Σ., σε τοποθεσία και υψόμετρο τέτοιο, που οι Γερμανοί δύσκολα θα μπορούσαν να φθάσουν.

Εκεί, ως διπλωματούχος αδελφή του Ε.Ε.Σ., ανέλαβε αμέσως καθήκοντα νοσοκόμας, που ως τότε εκτελούνταν από πρακτικές νοσοκόμες. Η δουλειά στο νοσοκομείο ήταν ιδιαίτερα απαιτητική, «τόσο που καμμιά φορά έκανα και το γιατρό, όταν δεν υπήρχε γιατρός τη νύχτα», θυμάται η ίδια.

Κατά τις εκκαθαριστικές επιχειρήσεις των Γερμανών, το «χτένισμα» του Πηλίου το χειμώνα του 1944, η Έλλη και έξι από τους ασθενείς της με τύφο, φυγαδεύτηκαν σε μια φυσική σπηλιά. «Καίγαν κορμούς από δέντρα, είχαν ρίξει [..] στρώματα και έτσι κοιμόμασταν εκεί. Έξω χιόνιζε και ήμουνα μόνη μου. Εκεί μας φέραν και τρεις τραυματίες, [...] νερό δεν είχαμε, παίρναμε στα παγούρια χιόνι. Μείναμε έξι – εφτά μέρες εκεί». Όταν επέστρεψαν στο νοσοκομείο, το βρήκαν λεηλατημένο και καμμένο...

Η Έλλη έμεινε στο βουνό μέχρι τις 13 Οκτωβρίου του 1944. Εκεί γνώρισε και τον πρώτο της σύζυγο, έναν οδοντίατρο, με τον οποίο παντρεύτηκε μόλις γύρισαν στον απελευθερωμένο πια Βόλο.

(Από την έκθεση του Εβραϊκόυ Μουσείου Ελλάδας: «Το Ολοκαύτωμα των Ελλήνων Εβραίων 1941 – 1944. Προσωπικές Μαρτυρίες»)

Σέλλυ Κοέν: Ένα κορίτσι που απαρνήθηκε το όνομά της

Η Σέλλυ Κοέν ήταν από τα λίγα παιδιά της Θεσσαλονίκης, που είδαν από το μπαλκόνι του σπιτιού τους, τους Γερμανούς να μπαίνουν κατακτητές στην πόλη που γεννήθηκε, στις 9 Απριλίου του 1941. 

Σύντομα, το μικρό κορίτσι θα εγκατέλειπε την ανέμελη παιδική ηλικία και τα παιχνίδια στο δρόμο, θα μάθαινε πως το όνομά της είχε αλλάξει σε «Καίτη Κωνσταντίνου» και μια Τετάρτη απόγευμα του Μαρτίου του 1943, θα αποχαιρετούσε τους γονείς, τον παππού και τις θείες της –που δεν θα τις ξαναέβλεπε ποτέ– για να επιβιβαστεί μόνη της, σε ένα τρένο με προορισμό τον θείο της τον Μανώλη στην Αθήνα. 

Με τα δικά της λόγια, αν για τους περισσότερους Εβραίους, το τρένο ήταν ο δρόμος για τον θάνατο, για εκείνη ήταν ο δρόμος για τη ζωή. Μετά από δύο μέρες και δυο νύχτες αγωνίας και πανικού, μην προδώσει το πραγματικό της όνομα, έφτασε στην πρωτεύουσα. Δεκαπέντε μέρες αργότερα, ήρθαν και οι γονείς της. 

Τελικά, ο Σολομών, η Ρεγγίνα και η Σέλλυ Κοέν σώθηκαν χάρη στον έμπορο χαρτιού Κωνσταντίνο Κεφάλα, ο οποίος προσφέρθηκε να δώσει όσα χρήματα χρειαστούν για να κρυφτούν και τον πρόεδρο του Φαρμακευτικού Συλλόγου Αθηνών, Λάμπρο Καραμερτζάνη, ο οποίος είχε και επαφές με την Αντίσταση. Οι δύο άνδρες δεν ήταν τυχαίες περιπτώσεις αλληλέγγυων χριστιανών, καθώς βοηθούσαν ταυτόχρονα άλλες δύο εβραϊκές οικογένειες, τους Σιακκή και τους Άντζέλ.

Μέχρι την Απελευθέρωση, οι Κοέν άλλαξαν 17 σπίτια για να ξεφύγουν από μύριους κινδύνους, όπως τους εκβιασμούς από Έλληνες πράκτορες της Γκεστάπο. Ένα από τα σπίτα αυτά ήταν και της Λέλας Καραγιάννη, της ηρωίδας της Αντίστασης, που εκτελέστηκε τον Σεπτέμβριο του 1944.

Αναγκασμένη να βγαίνει για ψώνια και φορτισμένη από τους καθημερινούς κινδύνους, η Σέλλυ ένιωθε πως είχε μεγαλώσει απότομα. Η Απελευθέρωση, την οποία προανήγγειλαν τα αντιστασιακά χωνιά της Αθήνας, τη βρήκε να πανηγυρίζει. Η επιστροφή στην Θεσσαλονίκη ήταν η πρόκληση για το νέο ξεκίνημα. Και μια υπενθύμιση ότι τα παιχνίδια στο δρόμο με τα ξαδέλφια της αποτελούσαν πια μια γλυκόπικρη ανάμνηση.

(Από την έκθεση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας «Κρυμμένα παιδιά στην Ελλάδα της Κατοχής»)

Σαλβατώρ Μπακόλας: Ο μόνος από την οικογένεια που επέζησε του Ολοκαυτώματος

Μια ξεχωριστή φυσιογνωμία ανάμεσα στους Εβραίους αντάρτες γεννήθηκε τον Δεκέμβριο του 1922 στην Πρέβεζα και μεγάλωσε στα Γιάννενα από όπου καταγόταν ο πατέρας του. Η αντιστασιακή διαδρομή του Σαλβατώρ Μπακόλα προδιαγράφηκε την πρώτη χρονιά της Κατοχής.

Ως ένας από τους υπεύθυνους του ΕΑΜ Νέων στα Γιάννενα, καθοδηγούσε περίπου 80 νεαρούς Γιαννιώτες Εβραίους. Ανέπτυξε έντονη μαχητικότητα. Μαζί με τον Μωσέ Ντόστη σκόρπιζε προκηρύξεις στην πλατεία Πάργης, έγραφε συνθήματα και απειλούσε ανοιχτά όσους Εβραίους διατηρούσαν σχέσεις με Ιταλούς ή Γερμανούς στρατιώτες.

Συνέχισε την αντιστασιακή του δράση στην Αθήνα, όταν τον Φεβρουάριο του 1942 εγγράφηκε στο Τμήμα Χημείας του Πανεπιστημίου. Η συνθηκολόγηση της Ιταλίας τον βρίσκει ενεργό μέλος του φοιτητικού ΕΑΜ (Σπουδάζουσα) με το ψευδώνυμο «Σωτήρης».

 Με την έξοδο στο βουνό, ο ένοπλος αγώνας για τον ενθουσιώδη Γιαννιώτη ήταν μονόδρομος.

Ο Σαλβατώρ διακρίθηκε στη Μάχη της Άμφισσας (2 Ιουλίου 1944) και στην επική μάχη στις Καρούτες Φωκίδας (5 Αυγούστου 1944), όταν ένα γερμανικό απόσπασμα μάχης του επίλεκτου 18ου Συντάγματος Ορεινών Κυνηγών περικυκλώθηκε και εξοντώθηκε μέσα στο χωριό. 

97 Γερμανοί σκοτώθηκαν και 105 αιχμαλωτίστηκαν. Δεν ξεχνούσε ποτέ, πως μια ολόκληρη νύχτα περίμεναν το σύνθημα για την πρωινή επίθεση χωρίς να μιλάνε ή να καπνίζουν, για να μη γίνουν αντιληπτοί. Ο ίδιος ήταν ένας από τους περίπου 50 τραυματίες αυτής της μεγαλειώδους αναμέτρησης.

Μια σφαίρα τον βρήκε στη δεξιά κνήμη, καθώς μαχόταν σώμα με σώμα με τους Γερμανούς. Νοσηλεύτηκε στο αναρρωτήριο της Ταξιαρχίας στο χωριό Πενταγιοί. Όταν τον Οκτώβριο η Ταξιαρχία μετονομάστηκε σε ΙΙ Μεραρχία του ΕΛΑΣ, ο «Σωτήρης» ήταν ένας από τους 30 αντάρτες της Υποδειγματικής Διμοιρίας ΕΠΟΝ του Λόχου Διοίκησης. 

Ήταν ο μόνος από την οικογένειά του που επέζησε του Ολοκαυτώματος. Σύζυγος της Ντόρας Κοέν και πατέρας της Έστερ, έφυγε από τη ζωή στις 8 Ιουλίου 2012.

(Από την έκθεση του Εβραϊκού Μουσείου Ελλάδας «Συναγωνιστής. Έλληνες Εβραίοι στην Εθνική Αντίσταση»)