Ελλαδα

Η εικόνα του ανήλικου παραβάτη στην Ελλάδα

Κρίση, πανδημία, social media και οικογένεια - Το παζλ της επιθετικότητας των νέων

Γεωργία Ζερβογιάννη
14’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Παραβατικότητα ανηλίκων: Πώς εκδηλώνεται και πώς αντιμετωπίζεται - Τι ωθεί τα παιδιά και τους έφηβους στη βία και την επιθετικότητα

Τα κοινωνικά ρεπορτάζ μονοπωλούν τον τελευταίο καιρό την επικαιρότητα και η κάθε ημέρα επιφυλάσσει μία νέα υπόθεση παραβατικότητας ανηλίκων που δημιουργεί προβληματισμό τόσο για τη συχνότητα όσο και για τη βιαιότητα και επιθετικότητα με την οποία αυτή εκδηλώνεται. Είναι χαρακτηριστικό ότι ο μέσος όρος ηλικίας των παιδιών που έχουν παραβατική συμπεριφορά είναι ολοένα χαμηλότερος, γεγονός που προκαλεί ανησυχία την ώρα που οι ειδικοί αναλύουν τα στοιχεία που τελικά ωθούν τα παιδιά και τους έφηβους σε αυτή.

Η έλλειψη ουσιαστικής επικοινωνίας γονέων και παιδιών, ο εγκλεισμός της πανδημίας που έβγαλε ένα κρυμμένο ψυχισμό, η κακή χρήση του διαδικτύου και η οικονομική κρίση είναι μερικά από εκείνα τα στοιχεία που προκαλούν αυξητική τάση στη βία από τους ανήλικους.

© Unsplash+/ Getty Images

Τα παιδιά του σήμερα: Είναι σημείο των καιρών η παραβατικότητα ανηλίκων; 

Για μία κρίση της ψυχικής υγείας κάνει λόγο η Αλεξάνδρα Καππάτου, ψυχολόγος – παιδοψυχολόγος μιλώντας στην ATHENS VOICE. Οι πόλεμοι στην Ουκρανία και το Ισραήλ, η κλιματική αλλαγή, το δυστύχημα στα Τέμπη, η οικονομική κρίση είναι μερικοί από τους παράγοντες που λειτουργούν αρνητικά στην ψυχολογία των παιδιών. «Νομίζουμε ότι τα παιδιά απορροφούν όλα αυτά τα γεγονότα αλλά αυτά στην πραγματικότητα λειτουργούν προσθετικά στην αγωνία και την ανασφάλεια η οποία είναι διάχυτη». Αυτό το γενικευμένο άγχος φάνηκε ιδιαίτερα την περίοδο της πανδημίας, χωρίς όμως να ευθύνεται η υγεινομική κρίση εξ΄ ολοκλήρου. Απλώς η πανδημία, τονίζει η κ. Καππάτου «ανέδειξε τα προβλήματα τα οποία υπήρχαν και τα είχαμε κρυμμένα κάτω από το χαλί».

Τη μεγάλη επίδραση που άσκησε η καραντίνα υπογράμμισε και η Υπεύθυνη Μονάδας Πρόληψης & Έγκαιρης Παρέμβασης του ΚΕΘΕΑ κ. Ελευθερία Αλαμπάνου. Μιλώντας στην ATHENS VOICE μέσα από την επαγγελματική της εμπειρία τονίζει ότι πέρα από την κρίση που πέρασε η χώρα όπως και ολόκληρος ο πλανήτης στο επίπεδο της υγείας και η οποία επηρέασε την ψυχολογία των παιδιών, εξίσου σοβαρά ζητήματα τα οποία χρήζουν μελέτης είναι η έλλειψη ορίων στην οικογένεια και τα πρότυπα συμπεριφοράς των νέων που περιλαμβάνουν διάσημους καλλιτέχνες, influencers και youtubers.

Τα σοβαρά ζητήματα που χρήζουν μελέτης για την παραβατική συμπεριφορά των ανηλίκων © Unsplash+/ Getty Images

Αναφορά στη βαθιά πολιτισμική και αξιακή κρίση κάνει και η σχολική ψυχολόγος Κατερίνα Στέφη η οποία προκάλεσε υπαρξιακό και ιδεολογικό αποπροσανατολισμό, συσσωρευμένο άγχος και θυμό. Παιδιά, έφηβοι και νέοι ζώντας τις τελευταίες δεκαετίες μέσα στην ανεξέλεγκτη βία του διαδικτύου, αναπαράγουν εις βάρος των συνομηλίκων τους με μηδενική ενσυναίσθηση τη βία που έχουν βιώσει οι ίδιοι ή οι οικογένειές τους. 

«Είναι έκθετα στη σκληρή, ανεξέλεγκτη και αδυσώπητη ποικιλομορφία της διαδικτυακής βίας και στερούνται την ίδια την παιδική τους ηλικία. Εκτίθενται εξ απαλών ονύχων στον αμοραλισμό του σύγχρονου ενήλικου κόσμου -πραγματικού και ψηφιακού». 

Για τα διάφορα αμφιλεγόμενα μηνύματα που περνάνε τα social media αλλά και στην επιθετικότητα που τα video games εμπεριέχουν κάνει λόγο η ψυχολόγος - παιδοψυχολόγος κ. Καππάτου. «Τα παιδιά, θα έλεγα ότι αυτά τα τελευταία χρόνια έχουν μείνει μόνα τους σε αρκετές περιπτώσεις», προσθέτει.

Η σκιαγράφηση του προφίλ των ανήλικων παραβατών

Όπως αναφέρει στην ATHENS VOICE η Διδάκτωρ του Τμήματος ΕΜΜΕ ΕΚΠΑ, Συγγραφέας και Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος (ΚΕ.Μ.Ε.) Αγγελική Καρδαρά οι ανήλικοι παραβάτες στη χώρα μας είναι στη συντριπτική τους πλειοψηφία αγόρια ηλικίας 13 έως 17 ετών. Άλλωστε και ευρύτερα στην εγκληματικότητα ενηλίκων, αναφέρει η κ. Καρδαρά, η συμμετοχή των γυναικών είναι πολύ πιο περιορισμένη, χωρίς ωστόσο αυτό να σημαίνει ότι δεν υπάρχουν βίαιες και επιθετικές συμπεριφορές ανήλικων κοριτσιών.

«Τα τελευταία χρόνια καταγράφεται μείωση του ορίου ηλικίας κατά το οποίο ξεκινά η εμπλοκή των ανηλίκων με τον ποινικό νόμο», προσθέτει. «Πρόκειται για νέους ανθρώπους» σημειώνει η κ. Καρδαρά, «των οποίων έχει κλονιστεί η εμπιστοσύνη σε πρόσωπα και θεσμούς». Ιδιαίτερα προβληματικές είναι κάποιες βίαιες συμπεριφορές ανηλίκων που κρύβουν ένα σαδιστικό στοιχείο και αποκαλύπτουν την απόλυτη απάθεια προς τον πόνο του άλλου και την παντελή έλλειψη ενσυναίσθησης.

© Unsplash+/ Getty Images

Ένα άλλο χαρακτηριστικό των ανήλικων παραβατών σήμερα, επισημαίνει η κ. Καρδαρά είναι ότι αυτοί πλέον δρουν περισσότερο σε ομάδες και όχι κατά μόνας. «Δηλαδή έχουμε περιστατικά όπου μια ομάδα ανηλίκων επιτίθεται σε έναν και μόνο ανήλικο». Οι συγκεκριμένοι ανήλικοι προέρχονται από οικογένειες με σοβαρές δυσλειτουργίες.

Πολύ σημαντικά στοιχεία που συνθέτουν το προφίλ των ανήλικων παραβατών στη χώρα μας είναι η σχέση τους με το σχολείο. «Πρόκειται για μια σχέση δυσλειτουργική, όπως είναι και η σχέση τους με την οικογένεια» προσθέτει η κ. Καρδαρά. «Βλέπουμε ότι συνήθως πρόκειται για ανηλίκους που έχουν πολύ χαμηλές σχολικές επιδόσεις ή που εγκαταλείπουν πρώιμα τις σχολικές τους σπουδές».

Το παιδί που θα εγκαταλείψει το σχολείο σε αυτή την τόσο τρυφερή ηλικία της εφηβείας και θα βρεθεί στους δρόμους είναι ιδιαίτερα ευάλωτο και το ίδιο ώστε να γίνει θύμα και να ενταχθεί σε ομάδες παραβατικές. «Η θυματοποίηση και η παραβατικότητα είναι ένας φαύλος κύκλος» σημειώνει η κ. Καρδαρά. «Πρόκειται για παιδιά που και τα ίδια μπορεί να έχουν υποστεί τραυματικές εμπειρίες και τραυματικά βιώματα. Επίσης είναι παιδιά που βιώνουν τη χαρακτηριζόμενη «σχολική αποτυχία». Ματαιώνονται διαρκώς και αισθάνονται την απόρριψη και από την οικογένεια και από το σχολείο. Πρόκειται επίσης για παιδιά που δεν έχουν στόχους και όνειρα για προσωπική, επαγγελματική ανέλιξη και εξέλιξη και το γεγονός αυτό οφείλει να μας αφυπνίσει».

© Pixabay/ Ulrike Mai

Μιλώντας με αριθμούς για την παραβατικότητα ανηλίκων

Σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία της Αστυνομίας υπήρξε αύξηση στα ποσοστά παραβατικότητας ανηλίκων το 2023. Πιο συγκεκριμένα παρατηρείται αύξηση στις συλλήψεις ανηλίκων κατά:

  • 80% το 2023 σε σχέση με το 2022 για εγκληματική οργάνωση,
  • 33% για επικίνδυνες σωματικές βλάβες και
  • 46% για κλοπές.

Αξίζει να σημειωθεί ότι μόνο τον Σεπτέμβριο του 2023 συνελήφθησαν 1.553 ανήλικοι και σχηματίστηκαν 1.201 δικογραφίες, με την πλειοψηφία των περιστατικών να καταγράφεται στο λεκανοπέδιο της Αττικής. Ο αριθμός αυτός ισοδυναμεί με 51 συλλήψεις την ημέρα.

Όπως σημειώνει η κ. Καρδαρά τα τελευταία χρόνια παρατηρείται μία αύξηση, ποιοτική και ποσοτική, που πρέπει να μας προβληματίσει, ως προς τα βίαια εγκλήματα. Η σύγκριση των αστυνομικών δεδομένων του 2000 και του 2020 είναι ιδιαίτερα αποκαλυπτική. Το 2000 η νεανική παραβατικότητα 13 ως 17 ετών κυμαινόταν στο 7%, ενώ το 2020 είχε πέσει στο 4,5%. Ωστόσο στα επιμέρους «σκληρά εγκλήματα», τα οποία χαρακτηρίζονται και ως εγκλήματα βίας, ο δείκτης της εγκληματικότητας ήταν αυξημένος. Συγκεκριμένα το 2020 είχαν καταγραφεί 16 ανθρωποκτονίες από πρόθεση έναντι 7, 32 βιασμοί  έναντι 6, 486 ληστείες έναντι 62, 440 περιπτώσεις ναρκωτικών έναντι 330. 

Οικογένεια: Μπορεί να «δημιουργήσει» έναν ανήλικο παραβάτη;

Η οικογένεια αποτελεί καταλύτη στη συμπεριφορά των παιδιών είτε αυτή είναι αποκλίνουσα ή παραβατική. «Οι δυσλειτουργίες στις οικογένειες, στο πλαίσιο των οποίων μεγαλώνουν αυτά τα παιδιά, μπορούν να κατηγοριοποιηθούν σε δυο μεγάλες ομάδες», λέει η κ. Καρδαρά, «στις λεγόμενες ορατές και μη ορατές. Οι ορατές αφορούν σε οικογένειες που αντιμετωπίζουν προβλήματα πολλαπλά, σύνθετα και δύσκολα στη διαχείρισή τους, όπως οικονομικά ή ψυχοκοινωνικά, ή οι ίδιοι οι γονείς μπορεί να έχουν συγκρουστεί με τον ποινικό νόμο, να είναι εξαρτημένοι από ουσίες και αλκοόλ, να βρίσκεται ο ένας ή και οι δύο στη φυλακή, ή ο ένας από τους δύο να έχει εγκαταλείψει την οικογενειακή στέγη και ο άλλος να αδυνατεί, για μια σειρά σημαντικών λόγων, να αναλάβει μόνος του τις ευθύνες της ανατροφής των παιδιών».

Υπάρχουν όμως και οι μη ορατές δυσλειτουργίες, τονίζει η κ. Καρδαρά, που αφορούν «οικογένειες οι οποίες φαινομενικά δεν έχουν προβλήματα, στα δικά μας μάτια. Μπορεί να είναι οικογένειες με ένα καλό οικονομικό, κοινωνικό και εκπαιδευτικό επίπεδο». Ωστόσο και σε αυτές τις περιπτώσεις υπάρχουν άλλου τύπου προβλήματα, που συνοψίζονται κυρίως στην έλλειψη επικοινωνίας γονέων και παιδιών, η οποία είναι πολύ περιορισμένη ή ακόμα και ανύπαρκτη, αναφέρει η Τακτική Επιστημονική Συνεργάτιδα του Κέντρου Μελέτης του Εγκλήματος.

Ποιοι είναι οι παρόντες - απόντες γονείς;

Έχουμε τις περιπτώσεις, αναφέρει η κ. Καρδαρά, με τους συναισθηματικά απόντες γονείς, δηλαδή εκείνους που αδυνατούν να καλύψουν τις πολύ αυξημένες ανάγκες του ανηλίκου σε συναισθηματικό και ψυχολογικό επίπεδο, όπως και γονείς που εφαρμόζουν πολύ σκληρές μεθόδους πειθάρχησης. «Στον αντίποδα υπάρχουν και οι γονείς που δεν βάζουν όρια στα παιδιά τους, τα οποία τελικά αφήνονται ανεξέλεγκτα», προσθέτει.

Θύμα και θύτης παραβατικής συμπεροφοράς: Ποια είναι τα χαρακτηριστικά τους;

Θύμα στο σχολείο λέει η σχολική ψυχολόγος κ. Στέφη, μπορεί να είναι δυνητικά οποιοδήποτε παιδί διαφέρει είτε προς τα «κάτω» είτε προς τα «πάνω» ως προς ένα οποιοδήποτε χαρακτηριστικό. «Συνήθως το παιδί θύμα έχει μειωμένες ικανότητες διεκδικητικότητας και οριοθέτησης των άλλων. Έχει αυτό που συνηθίζουμε να αποκαλούμε χαμηλό προφίλ. Μπορεί να είναι από άλλη χώρα, πολύ όμορφο, πολύ καλό ή κακό στα μαθήματα, διαφορετικό ως προς τον σεξουαλικό του προσανατολισμό, παχύσαρκο, διαφορετικό ως προς τη στάση ζωής του». Σε πολλές περιπτώσεις είναι ένα παιδί με περιορισμένες κοινωνικές δεξιότητες που δείχνει μελαγχολικό, φοβισμένο, αγχωμένο, ανήσυχο, προσθέτει.

Θύτης γίνεται όπως αναφέρει η κ. Στέφη, ένα παιδί που έχει δεχτεί στο παρελθόν εκφοβισμό ή έχει βιώσει ενδοοικογενειακή βία. Έχει περιοριμένη ενσυναίσθηση, έχει βιώνει κενό, ανασφάλεια, δυσφορία, φθόνο, θυμό, κοινωνικό μίσος ή εχθρότητα. Τυπικά η σχολική επίδοση είναι χαμηλή, κάνει παρέα με μεγαλύτερα παιδιά και αποτελεί μέλος (μικρο)συμμοριών.

Στον τρόπο με τον οποίο μπορεί ο γονέας να αντιληφθεί ότι το παιδί του είναι θύμα κάποιας παραβατικής συμπεριφοράς η ψυχολόγος - παιδοψυχολόγος κ. Καππάτου αναφέρει ότι «μπορούμε να δούμε κάθε περίεργη αλλαγή της συμπεριφοράς του παιδιού, η οποία δεν δικαιολογείται από κάτι το οποίο μπορεί να έχει συμβεί στην οικογένεια. Το παιδί μπορεί να εμφανίσει έντονο άγχος ή να μη θέλει να πάει στο σχολείο και να προτιμά να απουσίασει ή ακόμη και να επιλέγει διαφορετικό δρόμο για να φτάσει εκεί. Ενδέχεται επίσης να παρουσιάσει πτώση στη σχολική του επίδοση ή να φαίνεται πως δυσκολεύεται στις φιλίες και τις παρέες του αλλά και να εμφανίζει έλλειψη διάθεσης να κάνει πράγματα».

© Mikhail Nilov / Pexels

Η αλλαγή στον ύπνο και τη διατροφή είναι επίσης κάποιες ενδείξεις, οι οποίες πρέπει να αφυπνίσουν τους γονείς, ενημερώνει η κ. Καππάτου. «Φυσικά δεν είναι απαραίτητο όλες αυτές οι αλλαγές να οφείλονται στον εκφοβισμό, είναι όμως στοιχεία που πρέπει να διερευνήσουμε που οφείλονται», επισημαίνει. Άλλωστε «το παιδί δεν μας αποκαλύπτει πάντα αυτό που γίνεται». 

Το ίδιο επισημαίνει και η κ. Αλαμπάνου τονίζοντας ότι χρειάζεται επαγρύπνηση για την οποιαδήποτε συμπεριφορική αλλαγή παρουσιάσει το παιδί.

Γιατί οι ανήλικοι βιντεοσκοπούν τις βίαιες πράξεις τους;

Η βιντεοσκόπηση από τους ανήλικους αυτών των βίαιων πράξεων είναι ουσιαστικά αυτό που τους δίνει την ικανοποίηση ότι έχουν καταφέρει κάτι «σημαντικό». Με αυτόν τον τρόπο στον διαδικτυακό κόσμο, διασαφηνίζει η κ. Καρδαρά, «όπου αναγνωρίζεσαι ως δημοφιλής στις διαδικτυακές πλατφόρμες όταν παίρνεις like, όταν έχεις πολλούς followers, τα παιδιά με το να ανεβάζουν τις πράξεις αυτές στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, θεωρούν ότι αποκομίζουν κάτι πολύ σημαντικό. Ανήλικα και νεαρά άτομα που θα μπορούσαν να νιώσουν την πραγματική και ουσιώδη αποδοχή στην οικογένειά τους, στο σχολείο, μέσα από σημαντικά επιτεύγματα, τελικά θεωρούν ότι κερδίζουν την αποδοχή μόνο με αυτούς τους ακραίους, βίαιους και επιθετικούς τρόπους» λέει η κ. Καρδαρά.

Πέρα από όσους βιντεοσκοπούν και αναρτούν αυτά τα βίντεο υπάρχουν και οι ανήλικοι που λειτουργούν ως αυτόπτες μάρτυρες. «Ανήλικοι που δεν έχουν μεν συμμετοχή στις πράξεις αυτές, για παράδειγμα στην επίθεση σε βάρος ενός ανηλίκου, όμως είναι αυτόπτες μάρτυρες και δεν κάνουν κάτι για να σταματήσουν αυτό που συμβαίνει. Πολλές φορές μάλιστα και οι ίδιοι μπορεί να βιντεοσκοπήσουν την πράξη ή λεκτικά να την ενθαρρύνουν» προσθέτει η κ. Καρδαρά. «Τα παιδιά δυστυχώς έχουν μπερδέψει τη βία με τη διασκέδασή τους, το οποίο είναι ένα στοιχείο που οφείλει ως κοινωνία να μας προβληματίσει».

Ο ποινικός στιγματισμός του ανηλίκου

Η δημόσια συζήτηση πρέπει πρώτα να εστιάσει κατά την κ. Καρδαρά στην ενίσχυση της πρόληψης και της έγκαιρης παρέμβασης και όχι στην τιμωρία του ανήλικου παραβάτη και την αυστηροποίηση των ποινών. «Ασφαλώς είναι καίριας σημασίας έννοια η ανάληψη της ευθύνης. Θεωρώ όμως λανθασμένη την προσέγγιση να εστιάζει η δημόσια συζήτηση κυρίως -ή ακόμη και να εξαντλεί το ενδιαφέρον της- στην αυστηροποίηση των ποινών. Η συζήτηση πρέπει να επικεντρωθεί στο πώς θα περιοριστούν οι παράγοντες εκείνοι που οδηγούν ανήλικους ανθρώπους και μάλιστα πολύ μικρών ηλικιών σε αυτές τις παραβατικές συμπεριφορές», τονίζει.

Ο ποινικός στιγματισμός του ανηλίκου © Unsplash / Francisco Gonzalez

«Κάποιος ανήλικος δεν θεωρώ ότι έχει στο μυαλό του πως θα συλληφθεί, ούτε γνωρίζει τις ποινές που ενδέχεται να του επιβληθούν. Ο φόβος της τιμωρίας δεν θα είναι αυτός που θα τον αποτρέψει αν είναι ένας ανήλικος χωρίς αξίες, χωρίς παιδεία, κάνει χρήση εξαρτησιογόνων ουσιών, έχει εμπλοκή με παραβατικές ομάδες. Δεν θα τον αποτρέψει η τιμωρία, όσο σκληρή κι αν είναι, αλλά το πιο σημαντικό, στο οποίο οφείλουμε να εστιάσουμε, είναι η αποτελεσματικότερη διαχείριση οξύτατων κοινωνικών προβλημάτων που σχετίζονται με το φαινόμενο», υπογραμμίζει η κ. Καρδαρά.

Τιμωρία ή πρόληψη η λύση στο πρόβλημα της παραβατικότητας;

Το φαινόμενο έχει βαθιές ρίζες και στο επίκεντρο πρέπει να τεθούν οι κοινωνικοποιητικοί θεσμοί. Οικογένεια, σχολείο, εργασία, αξιακή ατμόσφαιρα της κοινωνίας είναι σύμφωνα με την κ. Καρδαρά αναπόσπαστα μέρη της λύσης στο πρόβλημα. «Οφείλουμε  να επενδύσουμε στην έννοια της παιδείας, να θωρακίσουμε τους νέους με αξίες και να δώσουμε στην ανηλικότητα και τη νεότητα δημιουργικές διεξόδους».

Μια ολιστική παρέμβαση που συμπεριλαμβάνει την οικογένεια, το σχολείο και την προσωπική ενδυνάμωση των νέων σε δεξιότητες όπως η αυτοεκτίμηση, η επικοινωνία, η διαχείριση συναισθημάτων και ο σεβασμός στη διαφορετικότητα των άλλων είναι τα σημεία - κλειδιά για την αντιμετώπιση του προβλήματος σύμφωνα με την κ. Αλαμπάνου. Ωστόσο, «ως μέλη μιας κοινωνίας, θα πρέπει όλοι μας να αναρωτηθούμε για τα πρότυπα συμπεριφοράς που πιθανά να μεταδίδουμε στους νέους μας με οποιοδήποτε τρόπο», προσθέτει.

Η επέκταση της κοινωνικής μέριμνας αλλά και η ύπαρξη υποχρεωτικής δωρεάν εκπαίδευσης όλων των γονέων μπορούν να διαδραματίσουν έναν θετικό ρόλο στο πολυπαραγοντικό ζήτημα της παραβατικότητας, επισημαίνει η κ. Καρδαρά, «γιατί η εφηβεία είναι μια πολύ κρίσιμη περίοδος για τη ζωή κάθε ατόμου».  

Ο ρόλος της οικογένειας

Πώς μπορούν οι γονείς να προφυλάξουν τα παιδιά τους εν μέσω της αξιακής κρίσης που βιώνουμε; Η ψυχολόγος - παιδοψυχολόγος κ. Καππάτου κάνει λόγο για το πιο σημαντικό βήμα που δεν είναι άλλο από το να βρίσκονται κοντά στα παιδιά τους. «Το πρώτο πράγμα είναι να ακούσει ο γονέας με προσοχή και ηρεμία όσα θα του πει το παιδί του. Εξίσου σημαντικό είναι να μη θυμώσει στο παιδί. Γιατί πολλές φορές τα παιδιά δεν αποκαλύπτουν αυτό που βιώνουν, γιατί φοβούνται τις αντιδράσεις των γονέων τους».

«Εξίσου σημαντικό είναι να βοηθάμε τα παιδιά μας να αναπτύξουν μια ισχυρή αυτοεκτίμηση», προσθέτει η κ. Καππάτου, «η οποία έχει αποδειχθεί βάσει μελετών ότι μπορεί να λειτουργήσει ως μια προστατευτική ασπίδα, ούτως ώστε τα παιδιά να μην υποκύπτουν σε συμπεριφορές οι οποίες είναι προκλητικές από έναν φίλο ή συμμαθητή τους. Επίσης μπορούμε να βοηθήσουμε το παιδί να αναλαμβάνει πρωτοβουλίες και ευθύνες, να διαχειρίζεται συγκρούσεις, να νιώθει ασφαλής με τον εαυτό του και να αποκτήσει ενσυναίσθηση».

© Pixabay / Pexels

Κάτι τέτοιο, επισημαίνει η κ. Καππάτου, απαιτεί πολύ λεπτές γονεϊκές ιδιότητες. «Το σημαντικότερο είναι ο γονέας να μπορεί να αφουγκράζεται τις ανάγκες του παιδιού και τον τρόπο που λειτουργεί. Και αυτό πρέπει να γίνεται από την στιγμή που το παιδί έρχεται στη ζωή, μέχρι και την ενηλικίωσή του».

Στον κυρίαρχο ρόλο της οικογένειας αναφέρεται και η Υπεύθυνη Μονάδας Πρόληψης & Έγκαιρης Παρέμβασης του ΚΕΘΕΑ κ. Αλαμπάνου και στον τρόπο με τον οποίο θα ανταποκριθούν οι γονείς σε μία παραβατική συμπεριφορά του παιδιού τους τόσο εντός όσο και εκτός σχολείου. «Λέγοντας τρόπο αναφέρομαι στη συνεργασία τους με το σχολείο και στις αλλαγές που πιθανά θα πρέπει οι ίδιοι να κάνουν στη συμπεριφορά τους και στη μεταξύ τους σχέση, στα όρια και στους κανόνες απέναντι στον παραβατικό νέο, αλλά και την πιθανή βοήθεια που θα πρέπει να αναζητήσουν από αρμόδιες υπηρεσίες».

Όση περισσότερη αγάπη και φροντίδα λάβει ένα παιδί από την οικογένεια, προσθέτει η σχολική ψυχολόγος κ. Στέφη, τόσο μειώνεται ο κίνδυνος να τρέφει μίσος για τους συνομηλίκους του, να επιτρέπει στον εαυτό του να χρησιμοποιεί βία για να επιβάλλεται στους άλλους ή να προβαίνει σε παραβατικές συμπεριφορές και παράνομες πράξεις. «Ωστόσο, όταν μιλάμε για αγάπη, εννοούμε την υγιή αγάπη εκ μέρους των γονιών προς τα παιδιά και σε καμία περίπτωση τη μετάδοση μιας ψευδούς αίσθησης παιδικής παντοδυναμίας και εγωκεντρικότητας» υπογραμμίζει. «Ένας αγωνιστικός και ευαίσθητος προς τα παγκόσμια προβλήματα γονέας θα μάθει στο παιδί τον σεβασμό, την αγωνιστικότητα, την αντίσταση απέναντι στη βαρβαρότητα, τη δημιουργικότητα».

Το σχολείο ως σύμμαχος στην πρόληψη της νεανικής παραβατικότητας

Το σχολείο, επισημαίνει η κ. Αλαμπάνου, θα πρέπει να επανεξετάσει τους κανόνες και τα όρια που έχει, τις σχέσεις μεταξύ των εκπαιδευτικών, το κλίμα που έχει διαμορφωθεί εντός του σχολικού περιβάλλοντος. 

Εξίσου σημαντικό, τονίζει η ψυχολόγος - παιδοψυχολόγος κ. Καππάτου, είναι να γίνουν πολλές περισσότερες προσλήψεις ψυχολόγων στα σχολεία. «Υπάρχει τεράστια ανάγκη. Οι πρόθυμοι και ευαισθητοποιημένοι εκπαιδευτικοί δεν αρκούν. Ούτε φτάνουν οι περιστασιακές θετικές πρωτοβουλίες. Χρειάζονται μηχανισμοί αυξημένης μέριμνας σε όλα τα επίπεδα και σε βάθος χρόνου».

Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει και η κ. Καρδαρά λέγοντας ότι «το σχολείο πρέπει να γίνει ένας πολύ πιο δημιουργικός χώρος όπου όλα τα παιδιά θα νιώθουν ότι έχουν δημιουργικές διεξόδους. «Όταν ένα παιδί νιώσει ότι είναι ‘αποτυχημένο’, επειδή δεν είναι ο τυπικά καλός μαθητής και παράλληλα νιώσει την απόρριψη από την οικογένεια, ενδεχομένως αναζητήσει την αποδοχή σε παραβατικές ομάδες και εκδηλώσει αυτές τις συμπεριφορές».

© Unsplash / Taylor Flowe

Όπως επισημαίνει από την πλευρά της η σχολική ψυχολόγος κ. Στέφη «αν το σχολείο δεν εμπνεύσει στο παιδί την αγάπη για τη ζωή, αν δεν το συμπεριλάβει και δεν το αποδεχτεί, αν δεν το προστατέψει και δεν το πείσει ότι υπάρχουν ασφαλέστερες και φωτεινότερες ατραποί για να ζει, να διεκδικεί και να κερδίζει την εκτίμηση , θα συνεχίσει να είναι ένα πεδίο μάχης υποθάλποντας ολοένα μεγαλύτερη και χειρότερη παραβατικότητα κι εγκληματικότητα».