Ελλαδα

Κοινωνική βία: από «μαμή» σε ντροπή της ιστορίας

Η βία είναι η ντροπή της σύγχρονης ιστορίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς άλλη ανοχή και καθυστέρηση

Γιάννης Μεϊμάρογλου
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τα φαινόμενα βίας και η απάντηση μέσα από μια ουσιαστικά αναβαθμισμένη σε όλα τα επίπεδα παιδεία που θα αναδεικνύει τις αξίες της δημοκρατίας και του πολιτισμού

Όταν ο Καρλ Μαρξ έλεγε ότι «η βία είναι η μαμή της ιστορίας» θεωρώντας την άσκησή της ως αναγκαία προϋπόθεση για κάθε κοινωνικό μετασχηματισμό, δεν μπορούσε ίσως να φανταστεί ότι η χάρη της ρήσης του θα έφτανε μέχρι τα ποδοσφαιρικά -και όχι μόνο- γήπεδα. Κι ακόμα περισσότερο δεν μπορούσε να φανταστεί ότι η βία θα γινόταν ένα επικίνδυνο όπλο στην υπηρεσία όσων επιβουλεύονται στην ουσία κάθε κοινωνική πρόοδο προς όφελος των προσωπικών, πολιτικών και επιχειρηματικών τους συμφερόντων. Δεν είναι λίγοι εκείνοι που φρόντισαν, μέσα από την ιδιοκτησία ποδοσφαιρικών ομάδων, να μετατρέψουν τον φανατισμό της τυφλής οπαδικής βίας σε ασπίδα προστασίας των οικονομικών τους αυτοκρατοριών.

Τα θλιβερά γεγονότα μέσα και γύρω από το γήπεδο του Ρέντη που κατέληξαν στη δολοφονική επίθεση εναντίον του αστυνομικού των ΜΑΤ ήταν τα πιο συγκλονιστικά μετά τις δολοφονίες των οπαδών του Άρη και της ΑΕΚ πριν μερικούς μήνες και μέχρι την επόμενη δολοφονική επίθεση που όλοι απευχόμαστε αλλά μέχρι εκεί. Η Διοίκηση της γηπεδούχου ομάδας κατήγγειλε ως «ναζιστική» τη διαδικασία προσαγωγής των χούλιγκανς που οδήγησε στη σύλληψη των δραστών κι ελπίζουμε και των ηθικών αυτουργών, οι οπαδοί -ευτυχώς υπάρχουν και αρκετοί φίλαθλοι- διαμαρτύρονται για το κλείσιμο των γηπέδων και τα χαμένα εισιτήρια διαρκείας τους. Για τους ανθρώπους που χάθηκαν ανέλαβε η δικαιοσύνη και ο χρόνος. Η κυβέρνηση ετοίμασε νέο πλαίσιο μέτρων κατά της οπαδικής βίας που μένει να φανεί εκ του αποτελέσματος αν αυτή τη φορά θα είναι επαρκές και αν θα εφαρμοστεί.

Τα φαινόμενα της βίας δεν έπεσαν ως κεραυνός εν αιθρία στα γήπεδα. Ούτε και ήταν παραδοσιακό φαινόμενο στο ποδόσφαιρό μας όπου οι αγώνες γινόντουσαν επί χρόνια παρουσία φιλάθλων-οπαδών και των δυο ομάδων. Αποτελούν έναν ακόμα κρίκο στην αλυσίδα της βίας που ξέσπασε μετά την πτώση της χούντας από την μερίδα εκείνη των πολιτών που από τη μια αρνήθηκαν να αναγνωρίσουν την αποκατάσταση της δημοκρατίας κι από την άλλη επωφελήθηκαν από τις ελευθερίες και τα δικαιώματα που τους εξασφάλισε για να οργανώσουν συνειδητά τις παράνομες, ακόμα και εγκληματικές τους ενέργειες. Άλλωστε, οι χουλιγκάνοι των γηπέδων και οι -επίσημοι και ανεπίσημοι- σύνδεσμοί τους είναι στενά συνδεδεμένοι ή και αποτελούν μέρος συμμοριών που δραστηριοποιούνται σε διάφορους τομείς βίας και παρανομίας.

Η χώρα, μαζί με τα αγαθά της πιο μακρόχρονης περιόδου δημοκρατικής σταθερότητας, γνώρισε τα τελευταία 50 χρόνια και μερικές από τις πιο ακραίες μορφές βίας. Οι εγκληματίες τρομοκράτες της 17Ν ανέλαβαν να αποδώσουν δήθεν δικαιοσύνη καταργώντας το δικαίωμα των θυμάτων τους στη ζωή. Οι νεοναζί χρυσαυγίτες ανέλαβαν τη ρατσιστική εθνοκάθαρση της χώρας χτυπώντας, μαχαιρώνοντας και σκοτώνοντας. Η βία εξελίσσεται καθημερινό φαινόμενο που συχνά «νομιμοποιείται» από την ανοχή των πολιτών και της πολιτείας. Η δήθεν υπεράσπιση του πανεπιστημιακού ασύλου έχει οδηγήσει στην απαγόρευση της διακίνησης ιδεών στα ΑΕΙ και στο δικαίωμα για διαφορετική άποψη. Η έξαρση της βίας στα σχολεία -σε όλη την κλίμακα της εκπαίδευσης- αλλά και τις συνοικίες σε βάρος μαθητών χτυπάει ηχηρό καμπανάκι για βασικούς κοινωνικούς θεσμούς.

Εκατόν σαράντα χρόνια μετά τον θάνατο του Καρλ Μαρξ η «μαμή της ιστορίας» του αποδείχτηκε ανίκανη να προωθήσει δημοκρατικούς κοινωνικούς μετασχηματισμούς. Αντίθετα, οδήγησε σε αυταρχικά καθεστώτα, εγκληματικές πράξεις και αντιδημοκρατικές συμπεριφορές. Η βία παραμένει σήμερα η ανοιχτή, κακοφορμισμένη πληγή της κοινωνίας. Η απάντηση της φιλελεύθερης δημοκρατικής πολιτείας δεν μπορεί να είναι αποκλειστικά κατασταλτική. Είναι ανάγκη να δοθεί κυρίως μέσα από μια ουσιαστικά αναβαθμισμένη σε όλα τα επίπεδα παιδεία που θα αναδεικνύει τις αξίες της δημοκρατίας και του πολιτισμού. Η βία είναι η ντροπή της σύγχρονης ιστορίας και ως τέτοια πρέπει να αντιμετωπιστεί χωρίς άλλη ανοχή και καθυστέρηση.