Ελλαδα

Κινδυνεύουν τα ελληνικά από την εισαγωγή ξένων λέξεων;

Πώς εμπλουτίζονται οι γλώσσες, κι από τι στ’ αλήθεια «κινδυνεύουν»

Κυριάκος Αθανασιάδης
15’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ανακίνηση ενός παμπάλαιου ερωτήματος, και επτά απαντήσεις από ειδικούς στη γλώσσα. 

Απειλούνται άραγε τα ελληνικά από τις ξένες λέξεις που εισάγονται στην καθημερινή μας ομιλία, στον γραπτό λόγο κ.ο.κ., είτε αυτούσιες, είτε ενταγμένες στο κλιτικό σύστημα; Το ερώτημα είναι αρχαίο (κυριολεκτικά — και το κυριολεκτικά σπανίως έχει… κυριολεκτική σημασία όπως εδώ!) και μας έχει απασχολήσει όλους πάμπολλες φορές —η συζήτηση επανεμφανίζεται διαρκώς από τότε που θυμόμαστε τον εαυτό μας—, αλλά με κάποια πρόσφατη αφορμή ρώτησα μερικούς καλούς φίλους και συναδέλφους, από εκείνους που απολαμβάνω να διαβάζω καθημερινά (και) για τα ελληνικά τους, να μου πουν τη γνώμη τους. (Αν και, ομολογουμένως, την ήξερα). Ανταποκρίθηκαν όλοι τους, να ’ναι καλά —κι ας μην είχαν κάποιοι καθόλου χρόνο—, και τους ευχαριστώ μέσα από την καρδιά μου! Νά τι μας είπαν:

Ρηγούλα Γεωργιάδου (μεταφράστρια)
Η φύση των δανείων λέξεων, το αν μπορούν να ενταχθούν ή όχι στη λήπτρια γλώσσα, το αν και κατά πόσο η γλώσσα μας παραμένει η ίδια όταν ενσωματώνει ξένης προέλευσης λεξιλογικά στοιχεία αποτελούν ένα πεδίο αντιπαράθεσης ιδιαίτερα ζωηρό, που ποτέ δεν αποτυγχάνει να κεντρίσει το ενδιαφέρον και να οδηγήσει στη διατύπωση έντονων και συχνά πολωτικών απόψεων. Κανείς φυσικά δεν διεκδικεί την πλήρη αλήθεια ούτε ότι η δική του συμβολή στη συζήτηση θα είναι αυτή που θα παγιώσει το τελικό συμπέρασμα, όμως καθένας μας έχει να μοιραστεί ενδιαφέρουσες επισημάνσεις και να θίξει παραμέτρους του ζητήματος. Πρώτα απ’ όλα, ως δάνειο ορίζεται ένας λεξιλογικός όρος ο οποίος προέρχεται και ετυμολογείται από μια διαφορετική γλώσσα. Πολύ συχνά, τα δάνεια εισάγονται από γλώσσες που, σε συγκεκριμένο χώρο και χρόνο, αποτελούν είτε έναν κοινό κώδικα επικοινωνίας, μια Lingua Franca, είτε από γλώσσες που έχουν ένα κοινώς αποδεκτό κύρος και συνδέονται με τομείς της ζωής όπως η διοίκηση ή η διανόηση. Μια συνήθης εναλλακτική στον δανεισμό είναι το μεταφραστικό δάνειο, δηλαδή η κάλυψη του σημασιολογικού κενού με απόδοση στη δική μας γλώσσα ενός ξένου όρου (παράδειγμα το γερμανικό Fernseher για την τηλεόραση, μεταφραστικό δάνειο από τον ελληνολατινικό σχηματισμό television ή το αγγλικό Foreword που πλάστηκε ακριβώς για να αποφευχθεί η χρήση του όρου Prologue).

Η προϊστορία του δανεισμού στην ελληνική γλώσσα, όπως και σε κάθε γλώσσα του κόσμου, είναι σχεδόν τόσο παλιά όσο και η ίδια. Τα αρχαιότερα γραπτά μνημεία του ελληνικού λόγου, δηλαδή η Γραμμική Β΄ και τα ομηρικά έπη, περιέχουν ένα υψηλό ποσοστό δανείων όρων, τόσο από τις άγνωστες προ-ινδοευρωπαϊκές γλώσσες που μιλιόνταν κάποτε στον ελληνικό χώρο, όσο και από τη φοινικική και άλλες γλώσσες συνδεδεμένες με το εμπόριο ή τον πόλεμο. Η φράση, ας πούμε, «χρυσούς χιτών» είναι ένα τέτοιο παράδειγμα, καθώς αποτελείται από δύο δάνειους όρους, προσαρμοσμένους στη φωνολογία και το κλιτικό σύστημα της ελληνικής. Θα μπορούσαμε κάλλιστα να φανταστούμε κάποιους Μυκηναίους να δυσφορούν με τη χρήση των όρων αυτών, όπως αργότερα θα μπορούσαμε να φανταστούμε κάποιους Αθηναίους να διαμαρτύρονται για τη χρήση λέξεων περσικής προέλευσης, όπως «πυρ» ή «άγγαρος», δίπλα στο Ωδείο του Περικλή, το οποίο οικοδομήθηκε με πρότυπο την τεράστια σκηνή του Ξέρξη.

Πάντα υπήρξαν άνθρωποι που ήθελαν τις κουλτούρες, άρα και τις γλώσσες, στεγανές και αμοιβαία αποκλειόμενες, κάτι που αντιβαίνει τόσο στην πρακτική του βίου όσο και στα ιδανικά πάνω στα οποία οικοδομείται ο πολιτισμός. Πίσω από αυτή τη δυσφορία, όπως πίσω από τη δυσφορία του Ιουβενάλιου για τη συνήθεια ματρόνων της Ρώμης να κραυγάζουν οργασμικά στα ελληνικά, ή τη δυσφορία του Τομάζιους το 1687, «Γαλλικοί οι τρόποι του λόγου μας, γαλλικά τα ελαττώματά μας», κρύβεται ένας αταβιστικός φόβος, ο φόβος της αλλοτρίωσης και της απώλειας μιας ιδιαίτερης ταυτότητας. Άλλωστε, το χερντεριανό πρότυπο, η εξίσωση γλώσσας με Volksgeist, δεν γεννήθηκε τον 19ο αιώνα ab ovo, αλλά βασίζεται σε μία πολύ παλιά ιδέα. Και πράγματι, η αλήθεια είναι ότι η γλώσσα είναι ένα στοιχείο ταυτότητας, τουλάχιστον όταν προσλαμβάνεται με αυτό τον τρόπο. Κι εδώ ας εισέλθει στη συζήτησή μας το πότε μπορούμε να μιλάμε για γλωσσικό θάνατο και ποιες επιρροές έχουν τη δυνατότητα να μεταβάλουν τη φύση μιας γλώσσας.

Το εντυπωσιακό συμπέρασμα της Γλωσσολογίας είναι ότι το λεξιλόγιο, πλην του βασικού (δηλαδή όρων όπως «πατέρας», «μητέρα», «δάκρυ», κλπ.), δεν αποτελεί στοιχείο που λαμβάνεται υπόψιν όταν ταξινομούμε μια γλώσσα σε οικογένεια ή κλάδο. Παράδειγμα: μόνο το 25% του λεξιλογίου της αγγλικής προέρχεται από την αγγλοσαξονική, όμως αυτό δεν επηρεάζει καθόλου τον χαρακτήρα της, από άποψη μορφολογίας, σύνταξης, πραγματολογίας, ως μέλος του γερμανικού κλάδου. Αντίστοιχα, η ρουμανική, με το τρομερό ποσοστό σλαβικών δανείων, ανήκει στις ρωμανικές γλώσσες, λόγω του ότι η μορφολογία και η σύνταξή της είναι κληρονομημένα από την ύστερη λατινική. Έτσι, ακολουθώντας αυτό το σχήμα, περισσότερο θα επηρέαζε τη θέση της ελληνικής στη χορεία των ΙΕ γλωσσών ο πληθυντικός ευγενείας (ένα σχήμα γαλλικής προέλευσης, που υιοθετήθηκε στη νεωτερική εποχή), παρά οποιοδήποτε λεξιλογικό δάνειο. Επιστημονικά, δηλαδή, δεν υπάρχει τεκμηρίωση για το ότι η εισαγωγή ενός Χ αριθμού δανείων στο επίπεδο του λεξιλογίου αλλάζει τη φύση μιας γλώσσας. Επιπρόσθετα, κάτι που συχνά παρατηρείται στα δάνεια είναι ότι η χρήση τους αφορά ένα συγκεκριμένο εννοιολογικό εύρος, γιατί ο κυριότερος λόγος εισαγωγής τους είναι η ανάγκη να εκφραστεί ένα υλικό ή πολιτιστικό αγαθό που δεν υπάρχει στην καθημερινότητα των ομιλητών της λήπτριας γλώσσας.

Επί παραδείγματι, η λέξη «μπαρ» χρησιμοποιείται μόνο με την έννοια του καταστήματος όπου μπορεί κανείς να πιει ένα ποτό και να διασκεδάσει, μολονότι στην αγγλική γλώσσα ο όρος bar, ως ουσιαστικό, σχετίζεται και με τη Νομική, ενώ ως ρήμα έχει την έννοια «περιχαρακώνω, αποκλείω κάποιον από κάπου». Ο δανεισμός του όρου στην ελληνική έγινε προς κάλυψη ενός συγκεκριμένου εννοιολογικού κενού, κάτι που κατέστησε αδιάφορες, για τη συγκεκριμένη στιγμή, τις υπόλοιπες νοηματικές του αποχρώσεις. Κάπως έτσι ανοίγει και ο δρόμος για την ένταξη των δανείων στο σώμα του λεξιλογίου. Κάποια δάνεια που είναι αρκετά παλιά (ας πούμε, «ομπρέλα» ή «πιάνο») δεν προκαλούν κανενός είδους αντίδραση. Ακόμη και νεότερα (του τύπου «φαστφουντ») έχουν ενταχθεί τόσο ομαλά στις συνήθειες της κοινότητας των ομιλητών που, πλην των ίδιων καθαρολόγων που θα θεωρούσαν ακόμη και σήμερα τον Σαίξπηρ αλλοιωτή της αγγλικής, κανείς δεν αντιδρά όταν τα ακούει. Και αυτό εντοπίζεται και με δάνεια στο ρηματικό σύστημα (του τύπου «παρκάρω»). Εδώ, όπου υπάρχει μάλιστα μια ιδιαίτερη κατάληξη για την προσαρμογή των ξένων, συνήθως αγγλικών, ρηματικών στοιχείων, η εναρμόνιση του δανείου όρου με τη λήπτρια γλώσσα διευκολύνεται ακόμη περισσότερο. Ούσα ζωντανός οργανισμός, η γλώσσα εξελίσσεται, προσαρμόζεται, μεταβάλλεται. Το να επιχειρούμε να βάλουμε φρένο στη γλωσσική αλλαγή δεν συνιστά μια λογική αντίδραση, αλλά έναν αταβιστικό και παράδοξο φόβο, ειδικά μάλιστα από τη στιγμή που είμαστε υπερήφανοι για αντίστοιχα φαινόμενα δανεισμού σε άλλες γλώσσες, όταν η πηγή του δανεισμού είναι η δική μας, ακόμη κι αν αφορά σχηματισμούς που δεν υπήρξαν στην αρχαία ή μεσαιωνική ελληνική, αλλά πλάστηκαν σε ελληνικό καλούπι (φερ’ ειπείν, ο όρος «γυναικολόγος» είναι μια τέτοια περίπτωση).

Κι εδώ εύλογα τίθεται το ερώτημα:Οι γλώσσες αυτές κινδυνεύουν επειδή δανείζονται επιστημονικό ή τεχνικό λεξιλόγιο από την ελληνική; Ή μήπως εμπλουτίζονται και δρουν όπως ορίζει η θεωρία της εξέλιξης, που ισχύει για κάθε ζωντανό οργανισμό, δηλαδή υιοθετούν και προσαρμόζονται;Συμπερασματικά, η γλωσσική αλλαγή δεν είναι κάτι που μπορεί να τιθασευτεί κι ούτε να γυρίσει πίσω. Όσο κι αν προσπάθησαν ο Φρύνιχος κι οι αττικιστές, όσο κι αν μαίνονταν οι καθαρολόγοι και οι καθαρευουσιάνοι, στην Ελλάδα και σε άλλες χώρες (γιατί το ερώτημα,«Σε ποια γλωσσική μορφή πρέπει να γράφουμε και να εκπαιδεύουμε;» απασχόλησε επιστήμονες, στοχαστές και εθνοδομητές παγκοσμίως), τελικά η γλωσσική αλλαγή, αποτυπωμένη στη ζωντανή ομιλία, έγινε καθολικά αποδεκτή. Αν μια γλώσσα έχει περάσει καταιγίδες κι έχει κατορθώσει να διατηρήσει την ξεχωριστή της φύση και τον ιδιαίτερο χαρακτήρα της, τότε μερικές δάνειες λέξεις στον 21ο αιώνα δεν πρόκειται ούτε να την απειλήσουν ούτε να την αλλοτριώσουν.

Τάκης Δρεπανιώτης (μεταφραστής)
Ένα από τα πιο γνωστά επιχειρήματα σε κάθε συζήτηση παρέας για την ελληνική γλώσσα είναι ο τρισχιλιετής βίος της. Ένα άλλο, η λεξιπενία, που συνδέεται συνήθως με την έλλειψη γνώσεων της εκάστοτε νεότερης γενιάς. Το τελευταίο, που ακούγεται πολύ πιο έντονα τα τελευταία χρόνια με τη διάδοση των Μέσων Κοινωνικής Δικτύωσης, είναι η ακατάσχετη εισβολή κάθε λογής ξένων λέξεων που «μολύνουν», όπως πιστεύουν κάποιοι, την ελληνική γλώσσα. Και τα τρία επιχειρήματα μαζί αλληλοαναιρούνται. Κανένας ομηρικός ήρωας δεν θα μπορούσε να συνεννοηθεί στα νέα ελληνικά, ούτε βέβαια να περιγράψει όλα τα νέα οπτικά και ακουστικά και οσφρητικά ερεθίσματα που θα τον έπνιγαν από παντού αν ξυπνούσε ξαφνικά, μετά από τρισχιλιετή ύπνο βαθύ, στο κέντρο της πλατείας Συντάγματος. Αν υποθέσουμε ότι δεν θα τρελαινόταν από το πολιτισμικό σοκ, ακόμη και λέξεις που ίσως, δύσκολα, θα αναγνώριζε, σήμερα έχουν διαφορετική σημασία. Αλλά όλα αυτά τα άγνωστα αντικείμενα, πού να βρει ξαφνικά λέξεις να τα αποκαλέσει και να τα περιγράψει; Και όλες οι λέξεις από τα γνωστά του αντικείμενα που μοιάζουν εξαφανισμένα, τι θα τις έκανε πια;

Είναι λοιπόν ολοφάνερο σε εμάς που θα τον παρατηρούμε πως και η γλώσσα του δεν είναι ίδια με τη δικιά μας (με την έννοια πώς με τη μητρική του και με τη δική μας μητρική γλώσσα δεν θα μπορούμε να συνεννοηθούμε) και η γλώσσα έχει πλουτίσει εκατό, ίσως και χίλιες ή μύριες φορές για να περιγράψει τη σύνθετη καθημερινότητά μας. Κι από την άλλη, ναι, πολλές λέξεις της εποχής του ομηρικού ήρωα όταν τις διαβάζουμε είναι ίδιες με σήμερα κι άλλες πολλές βρίσκονται κρυμμένες σε σύνθετες και σε παραλλαγές και σε όλες τις μεθόδους που χρησιμοποιεί μια γλώσσα για να εξελίσσεται. Αυτή είναι η διαχρονικότητα της γλώσσας μας.

Από πού έρχονται όλες αυτές οι άφθονες καινούργιες λέξεις, και πού πηγαίνουν οι παλιές όταν «πεθαίνουν»; Κι οι δυο απαντήσεις είναι εύκολες: λέξεις πλάθονται διαχρονικά από τους μαστόρους της γλώσσας (αλλά δεν επιβιώνουν όλες, μόνο οι πιο πετυχημένες και πιο χρήσιμες), λέξεις έρχονται από τη ζωή και τις τέχνες και τις επιστήμες και είτε μένουν περιορισμένες στον κύκλο τους και περιμένουν κάτι έκτακτο για να δουν το φως της ευρύτερης δημοσιότητας (απλώς αναλογιστείτε πόσες λέξεις που δεν είχαμε ξανακούσει ακούμε για πρώτη φορά με αφορμές διάφορα νέα φαινόμενα, ανακαλύψεις των επιστημών, τεχνολογικές κατασκευές και τα τέτοια —ή μιλήστε με μια μοδίστρα). Και πεθαίνουν όταν πια δεν είναι χρήσιμες. Και πολλές λέξεις μάς ήρθαν έτοιμες, από ξένες γλώσσες.

Όχι μόνο τώρα, που κατακλυζόμαστε από κάθε λογής νέα ειδική ορολογία καθημερινά. Από πάντα. Από τα χρόνια των Μυκηναίων και των γραφιάδων που σκάλιζαν πινακίδες γράφοντας τα πιο πρωτόγονα ελληνικά σε Γραμμική Β. Μπήκαν στη γλώσσα, λειάνθηκαν οι σκληράδες των ήχων τους που δεν ταίριαζαν με τους ήχους της γλώσσας μας, μπήκαν στο κλιτικό σύστημα, έφτιαξαν παράγωγες λέξεις. Είναι πανέμορφα τα ταξίδια στην ιστορία και την πορεία των λέξεων και ο τρόπος που εντάσσονται στη γλώσσα μας. Πρόσφατα, παρακολούθησα μια συζήτηση σε αγγλόφωνη ομάδα. Αναρωτιόνταν αν η λέξη cosmos είναι αγγλική. Κάποιοι Έλληνες διαμαρτύρονταν. Εσείς τι πιστεύετε; Σε ποια γλώσσα ανήκει η λέξη cosmos όταν την διαβάζετε σε αγγλικά βιβλία και την ακούτε σε ντοκιμαντέρ της NASA; Και σε ποια γλώσσα ανήκουν οι λέξεις σοκ, ντοκιμαντέρ, μοδίστρα που διαβάσατε πιο πάνω;

Μαργαρίτα Ζαχαριάδου (μεταφράστρια)
Ομολογώ πως, όσο περνάνε τα χρόνια, η γκρίνια για την ένταξη ή μη «ξένων» λέξεων στο λεξιλόγιό μας μου φαίνεται όλο και λιγότερο ουσιώδης. Ο ένας λόγος είναι η πανίσχυρη ροπή που ήδη έχουν τα πράγματα, για χίλιους δυο λόγους που βρίσκονται πολύ πέρα από τον έλεγχο οποιουδήποτε μεμονωμένου χρήστη της γλώσσας ― αυτό που λέμε, τέλος πάντων, «εξέλιξη», όρος χωρίς συναισθηματική φόρτιση. Στα αγγλικά γεννιούνται κάθε μέρα νέες λέξεις για να εκφράσουν νέες έννοιες, συμπεριφορές, αντικείμενα, ιδέες που προκύπτουν. Καμιά φορά, δημιουργούνται και νέες ελληνικότατες λέξεις (για τις οποίες επίσης υπάρχει γκρίνια), ή «μεταφράζονται» οι αγγλικές, ή απλώς εξελληνίζονται. Κι άλλες φορές, χρησιμοποιούμε αυτούσιες τις αγγλικές, γιατί αυτές οι συγκεκριμένες λέξεις είναι απόλυτα ακριβείς και εκφράζουν με τέλεια οικονομία αυτό που έχουμε κατά νου.

Ο άλλος λόγος είναι ότι αυτή η γκρίνια ακούγεται σαν ξεκάρφωτο, άρρυθμο ταμπούρλο πίσω από μια άλλη, μονότονη κακοφωνία: ίσως φταίει η διάδοση των ΜΚΔ και η ώσμωσητων τρόπων έκφρασης, πάντως έχω την εντύπωση ότι εδώ και πολλά χρόνια χρησιμοποιούμε όλο και περισσότερο προκατασκευασμένες ιδέες και (ως εκ τούτου) μιλάμε όλο και περισσότερο με κλισέ. Τα κλισέ αποτελούν τον πιο αποτελεσματικό τρόπο έξωθεν ελέγχου της σκέψης. Αν υπάρχει κάποιος εχθρός της γλώσσας, αυτός είναι πρωτίστως ο εχθρός της σκέψης, όχι οι ξένες λέξεις. Ούτε καν τα ακούσια λάθη ή οι σολοικισμοί: όποιος μιλάει δημοσίως συχνά, είναι πολύ πιο πιθανό να κάνει κάποιο λάθος. Ή και να μην ξέρει κάτι σωστά. Δεν είναι αυτό το ζήτημα. Αυτό που χρειαζόμαστε είναι πολύ λιγότερη κατανάλωση έτοιμης λεκτικής σούπας. Καλύτερη, ουσιωδέστερη επικοινωνία.

Χριστόδουλος Λιθαρής (μεταφραστής, ανθολόγος)
Η ελληνική γλώσσα απειλείται μόνο όταν δεν την αξιοποιούμε, όταν νομίζουμε ότι είναι μπιμπελό που θα πάθει κάτι αν το κατεβάσουμε από το ράφι. Έχει τη δύναμη να εντάξει καινούργιες λέξεις, είτε αυτούσιες είτε προσαρμοσμένες, να τις αφομοιώσει στους μηχανισμούς της και να εμπλουτιστεί με καινούργιες έννοιες και λύσεις. Αναζωογονείται και προοδεύει με ποικίλους τρόπους, καλύπτοντας τις νέες ανάγκες έκφρασης που φέρνει η πρόοδος της τεχνολογίας, της κοινωνίας, του κόσμου. Δεν βλέπω πρόβλημα, μόνο άλλη μια ευκαιρία για τη διαρκή ανανέωσή της.

Σάκης Σεραφείμ (μηχανικός και σύμβουλος επιχειρήσεων, και διαχειριστής και συνιδιοκτήτης του φόρουμ Lexilogia)
Μπαμπουλεξιλογώντας: όταν τα ξένα δάνεια στην ελληνική γλώσσα κραδαίνονται ως μπαμπούλας που «απειλεί να σβήσει και να εξαφανίσει» τα ελληνικά. — Κάτι που συχνότατα βλέπουμε από πάρα πολλούς φυσικούς ομιλητές της ελληνικής είναι οι κινδυνολογικές ιερεμιάδες και αφορισμοί για την επιτελούμενη «καταστροφή» της γλώσσας στις μέρες μας· τα βρίσκουμε συνεχώς μπροστά μας σε γράμματα αναγνωστών προς εφημερίδες, σε σχόλια και σε αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης και σε ιστολόγια, σε αρθρογραφία και σε συνεντεύξεις ανθρώπων του πνεύματος (ή και όχι), σε ρετσέτες εκθεσάδων για τις πανελλαδικές. Η σχετλιαστική αυτή εμμονή δεν περιορίζεται σε έναν συγκεκριμένο ανθρωπότυπο ή μίγμα πεποιθήσεων· εκδηλώνεται από άτομα σε όλο το φάσμα πνευματικών επιπέδων, βαθμίδων σπουδών, χώρων δραστηριοποίησης, πολιτικών τοποθετήσεων κλπ. — και τα άτομα αυτά, αγνοώντας ή παραβλέποντας τις αρχές της γλωσσολογίας, βαφτίζουν «καταστροφή» φαινόμενα που ουδόλως καταστροφικά είναι. Περίοπτη θέση μεταξύ αυτών των δαιμονοποιούμενων μα καθ’ όλα φυσιολογικών φαινομένων στην εξέλιξη των γλωσσών έχει και ο διαγλωσσικός δανεισμός: λέξεις, φράσεις και συντακτικές δομές ξενικής προέλευσης που εισέρχονται στην ελληνική γλώσσα — άλλοτε προσαρμοζόμενες, άλλοτε μεταφραζόμενες, άλλοτε παραλλασσόμενες κι άλλοτε αυτούσιες.

Λόγω του εύρους του θέματος, ας περιοριστούμε εδώ συγκεκριμένα στις λέξεις ξένης προέλευσης που εισάγονται στην ελληνική γλώσσα — και ή προσαρμόζονται εντασσόμενες σε ένα από τα κλιτικά πρότυπα της ελληνικής ή παραμένουν αμετάβλητες (μεταγεγραμμένες μεν, κατά κανόνα, αλλά άκλιτες). Απ’ όλα τα φαινόμενα κατά την εξέλιξη των γλωσσών, αυτό είναι ίσως και το ευκολότερο να το προσέξει ένας φυσικός ομιλητής (κι άρα και να διαμαρτυρηθεί για αυτό) — διότι είναι κάτι σαν το παιδί που κοκκινίζει πανεύκολα αν του φωνάξεις κι έτσι αυτοενοχοποιείται αμέσως (την ώρα που τ’ άλλα παιδιά μπορεί και να την γλιτώσουν): Οι λέξεις ξενικής προέλευσης στις περισσότερες περιπτώσεις ξεχωρίζουν σαν τη μύγα μες στο γάλα, έχουν συχνά μη χαρακτηριστικές για την ελληνική γλώσσα καταλήξεις ή/και πιο «εξωτικά» συμφωνικά συμπλέγματα, είναι πιθανόν ο ελληνόφωνος να τις έχει ήδη ακούσει στη γλώσσα προέλευσής τους ή σε κάποια κυρίαρχη ενδιάμεση γλώσσα όπως η αγγλική, ενώ κι όταν ακόμη προσαρμόζονται τούτο μάλλον θα γίνει με χρήση παραγωγικών τερμάτων που είναι χαρακτηριστικά για ξενικές λέξεις (βλ. ρήματα σε -άρω, ουσιαστικά σε -τσής κ.ά.).

Πέραν αυτών, γίνονται αντιληπτές ως πολύ συχνότερα απαντώμενες απ’ ό,τι αντικειμενικά είναι στην πραγματικότητα, ακριβώς διότι ξενίζουν κι ενοχλούν (κάποτε και σε συνδυασμό με το ότι ίσως χρησιμοποιούνται κι από ομάδες τις οποίες δεν συμπαθεί ο ομιλητής) — τροφοδοτώντας κατ’ αυτόν τον τρόπο έτι περαιτέρω την υπαρξιακή αγωνία των φυσικών ομιλητών για το μέλλον και την προοπτική της μητρικής τους γλώσσας. Δεν είναι διόλου τυχαίο που μιλώ για υπαρξιακή αγωνία· ο φυσικός ομιλητής όχι μόνον νιώθει αναπόσπαστο κομμάτι του τη μητρική του γλώσσα, αλλ’ επίσης την θεωρεί και καίριο ταυτοτικό του στοιχείο — κι άρα κάθε εκλαμβανόμενη από εκείνον ως απειλή για τη γλώσσα του εισπράττεται αυτομάτως και ως απειλή για την ίδια του την ταυτότητα (πολλώ δε μάλλον όταν τούτη η απειλή γίνεται αντιληπτή κι ως «ξένη εισβολή» από πάνω, όπως συμβαίνει με τα ξένα δάνεια). Επιπροσθέτως, η μητρική γλώσσα είναι τόσο βαθιά ενσωματωμένη στην ύπαρξη των ανθρώπων, που δύσκολα κάποιος δέχεται να υποχωρήσει στις θέσεις κι απόψεις του για τη δική του γλώσσα επειδή απλώς «αλλιώς τα λένε οι επιστήμονες». Τέλος, δυστυχώς τα προαναφερθέντα αντανακλαστικά καθίστανται πρόσφορο έδαφος για εκμετάλλευση επειδή είναι πανεύκολο να χρεωθούν με καθετί το αρνητικό ανάλογα με την εκάστοτε ατζέντα κάθε εργαλειοποιούντος, με την εκάστοτε ιδεοληψία κάθε ομιλητή, με την εκάστοτε στόχευση κάθε στρατευμένου, και με την εκάστοτε ματαίωση κάθε απογοητευμένου για το «πού έχουμε φτάσει και πώς καταντήσαμε έτσι» — και, ειδικά οι ξενικές λέξεις, είναι βούτυρο στο ψωμί καθενός που πιστεύει σε ξένα κέντρα τα οποία απεργάζονται τον αφανισμό του.

Άλλωστε παρατηρείται από πάνω και το φαινόμενο, προκειμένου να φουντώσει με αέρα κοπανιστό η εθνική υπερηφάνεια, να διαδίδονται ανακρίβειες και μύθοι αναφορικά με την ετυμολογική προέλευση και λέξεων της ελληνικής αλλά και λέξεων ξένων γλωσσών — οπότε η αποκάθαρση της ελληνικής από αλλότρια στοιχεία ανάγεται και σε αυτοσκοπό ουκ ολίγων. Βεβαίως η γλωσσική εξέλιξη είναι όπως κι η Ιστορία: είναι άκρως ενδιαφέρουσα όταν την μελετάς, αλλ’ από απλώς άβολη έως παντελώς αβάσταχτη όταν την βιώνεις ο ίδιος — ανάλογα με το πόσο έντονες και πυκνές είναι οι μεταβολές. Έτσι μπορεί μεν οι ελληνόφωνοι να φοβούνται πως πλέον χάνουν τη γλώσσα τους, επειδή την βλέπουν σε πραγματικό χρόνο να εμπλουτίζεται και με λεκτικά στοιχεία προερχόμενα από άλλες γλώσσες, αλλά δεν έχουν την παραμικρή έγνοια για το ότι η μητρική τους γλώσσα στη διαχρονία της έχει επίσης εμπλουτιστεί με πάμπολλες λέξεις ξενικής προέλευσης, τις οποίες μάλιστα αισθάνονται πλέον οι ίδιοι σήμερα ως ελληνοπρεπέστατες.

Το γεγονός αυτό συνιστά κατά τη γνώμη μου και το ιδανικό αντιπαράδειγμα στις κραυγές πως επίκειται ο τελειωτικός χαμός της ελληνικής· η γλώσσα μας συνεχίζει να μπολιάζεται με λέξεις (όπως επίσης και με εκφράσεις κλπ.) από τις παλέτες των γλωσσών όλου του κόσμου, και παράλληλα βρίσκει και εντός της τρόπους να διαχειρίζεται νέες έννοιες, να δημιουργεί νέους όρους, να υιοθετεί ακόμη και εισαχθέντες γλωσσικούς μηχανισμούς που εξυπηρετούν επικοινωνιακά τους σύγχρονους ομιλητές και που τους βολεύουν στο να εκφράσουν αυτό που θέλουν — παραμένοντας ελληνικότατη, όπως ελληνικότατη ήταν και η αρχαία (που δεν είχε το παραμικρό πρόβλημα να αφομοιώνει ξένα δάνεια).

Όπως επομένως δεν καταστράφηκε η ελληνική γλώσσα από ξένα δάνεια όπως κάδος, σάκκος, σῦκον, χρυσός ή κόστος, έτσι δεν υπάρχει ιδιαίτερος λόγος να ανησυχεί κανείς για κάποια επικείμενη καταστροφή της τώρα. Είναι δε αξιοσημείωτο πως κείνο που δείχνει να μετατρέπει σε «ελληνικότερες» τις ξένες λέξεις είναι η κλιτική προσαρμογή τους — ακριβώς το στοιχείο που λοιδορείται περισσότερο σήμερα, συνδεόμενο με λαϊκότροπο επίπεδο ύφους κι ίσως ακόμη και με αμορφωσιά. Κλείνοντας, δεν μπορώ να μη θυμηθώ και την ισχυρή αντίδραση με την οποία είχε γίνει δεκτή μια ανάλογη τοποθέτησή μου περί ξενικών λέξεων, και μάλιστα από φιλόλογο, όταν της είπα πως η λέξη «άτι» είναι ξένο δάνειο και δη από την τουρκική: «Αποκλείεται αυτό, είναι ομηρική λέξη!» Αντιλαμβανόμενος πως μάλλον τα ’χε μπερδέψει με την ἄτη και μη θέλοντας να ανεβάσω τους τόνους, απλώς την ρώτησα τι την εξόργισε τόσο, το «θράσος» μου ή μήπως η «άγνοιά» μου· και στην απάντησή της, που ακολούθησε αμέσως, έμεινα άφωνος: «Το ότι σου πέρασε καν απ’ το μυαλό πως η τουρκική γλώσσα θα μπορούσε ποτέ να δώσει μια τόσο ποιητική λέξη όπως το άτι!» μου είπε. Και τότε κατάλαβα πως για πολλούς ελληνόφωνους υπάρχει το «δεν θα γίνεις Έλληνας ποτέ» και στο επίπεδο του λεξιλογίου. Όμως το άτι είναι λέξη ελληνική· κι οι λογοτέχνες που το πήραν στη σμίλη της τέχνης τους του ’δωσαν ελληνική πνοή — όπως μπορούμε να δίνουμε και σ’ όλες τις ξενικής προέλευσης λέξεις που για τον οποιονδήποτε λόγο εισάγουμε στη γλώσσα μας.

Θοδωρής Τσεκούρας (συγγραφέας, διαφημιστής)
Δεν ξέρω τι σημαίνει «απειλείται» μια γλώσσα. Η γλώσσα είναι ένας ζωντανός οργανισμός ανεξάρτητος από τις προθέσεις μας ή την ανάγκη μας να περισώσουμε το παρελθόν. Η ελληνική γλώσσα σήμερα απειλείται ακριβώς όσο απειλήθηκε στο παρελθόν όταν μπήκαν οι λατινικές λέξεις στην αρχαιότητα, οι τουρκικές αργότερα, οι γαλλικές στην ορολογία του αυτοκινήτου ή του σινεμά, οι ιταλικές στη ναυσιπλοΐα και ούτω καθεξής. Η γλώσσα εμπλουτίζεται διαρκώς σε μια χαοτική τύρβη και έχεις δύο επιλογές. Ή να αγχώνεσαι ή να το απολαμβάνεις. Εγώ το απολαμβάνω.

Χρύσα Φραγκιαδάκη (επιμελήτρια εκδόσεων και μεταφράστρια)
Ευχαριστώ πολύ για την τιμή που μου κάνετε να ζητήσετε τη γνώμη μου — μια γνώμη αποσπασματική και πρόχειρη εκ των πραγμάτων, μιας και η σοβαρότητα του θέματος υπερβαίνει την όποια εμπειρία μου ως γλωσσικής επιμελήτριας και μεταφράστριας, και χρειάζεται απαραιτήτως θεωρητική τεκμηρίωση από τους επιστημονικά καθ’ ύλην αρμόδιους: γλωσσολόγους, φιλολόγους, δημοσιολόγους κλπ. Η απειλή αλλοίωσης ή και καταστροφής της γλώσσας μας από ξένες λέξεις και εκφράσεις που διεισδύουν κατά καιρούς στο σώμα των αμιγώς «δικών» μας λέξεων είναι θέμα παλιό όσο κι οι αμαρτίες μας. Βέβαια, στις μέρες μας η συζήτηση αφορά, έστω και αν συχνά δεν αναφέρεται ρητά, αποκλειστικά τις αγγλικές λέξεις —και στους χώρους που έχουν να κάνουν, λιγότερο ή περισσότερο, με την καθημερινή χρήση της γλώσσας είναι «talk of the town» (συμπαθάτε με για το προβοκατόρικο αστειάκι). Ξεκινώντας από το ότι ανάμεσα στους γλωσσολόγους υπάρχει η παραδοχή πως γλώσσα είναι η δομή και όχι λέξεις, θεωρώ ότι η γλώσσα κινδυνεύει όταν δεν τη μιλάμε σωστά, ως οφείλουμε —καθώς υποτίθεται ότι την έχουμε διδαχτεί στο σχολείο—, και όχι από τις λέξεις που δανείζεται και δανείζει, οικειοποιείται και χαρίζει, μέσα από μια διαδικασία ανταλλαγής και επαφής παλιά όσο και η ιστορία της ανθρωπότητας. Ως προς αυτό το τελευταίο, ας ξαναθυμηθούμε τις αναρίθμητες λέξεις που έχει ενσωματώσει η ελληνική σε όλες τις νεότερες ιστορικές περιόδους, όπως και αυτές που έχει προσφέρει σε άλλες γλώσσες — τα δάνεια, τα αντιδάνεια, τις «ταξιδιάρικες λέξεις».

Σχεδόν ποτέ, για παράδειγμα, δεν σκεφτόμαστε ως ξένη τη λέξη καραντίνα που μας ήρθε από τα ιταλικά την περίοδο της Ενετοκρατίας, ενώ κάποιοι φρικάρουν με το πρόσφατο λοκντάουν, και μάλιστα αν το δουν γραμμένο με ελληνικά. Ναι, η γλώσσα μας είναι το σπίτι μας, αλλά το σπίτι είναι λατινικής καταγωγής (hospitium = χώρος φιλοξενίας). Ο κίνδυνος, όπως το βλέπω εγώ, δεν προέρχεται λοιπόν από το αν πούμε ντελίβερι αντί «τροφοδιανομή» που είχε προτείνει ο κ.Μπαμπινιώτης (που δεν καλύπτει έτσι κι αλλιώς το σύνολο της σχετικής δραστηριότητας), αλλά από τον ρεπόρτερ της τηλεόρασης που λέει ότι «οι σοροί των πνιγμένων ξεβράστηκαν στην τάδε περιοχή» ή «οι κάτοικοι των πληγέντων περιοχών» ή «ανεξαρτήτου φύλου» και άλλα ων ουκ έστιν αριθμός· από τους πολιτικούς που ανά τακτά διαστήματα καταθέτουν και από ένα λεκτικό ή συντακτικό μαργαριτάρι στη Βουλή και στις οθόνες· από το ότι νέα παιδιά, φοιτητές και πτυχιούχοι, δεν είναι σε θέση να περιγράψουν μια λέξη σύμφωνα με τον γραμματικό τύπο της ή τη θέση της στο λεκτικό σύστημα (ουσιαστικό, επίθετο, συνώνυμο κλπ.) —όποιος έχει παρακολουθήσει έστω και μία φορά το σχετικό παιχνίδι στην τηλεόραση και έχει ακούσει νεαρούς παίκτες να προσπαθούν να κάνουν τον συμπαίκτη τους να μαντέψει σωστά παπαγαλίζοντας συνεχώς την οδηγία «άλλο» όταν η πρώτη μαντεψιά είναι λανθασμένη, θα καταλάβουν για τι μιλάω).

Επίσης, εν δυνάμει κίνδυνος, σε ό,τι αφορά τη γενιά Ζ, είναι όχι τα greeklish και τα αγγλικά ακρωνύμια που χρησιμοποιούν στην ψηφιακή επικοινωνία (που τάχα κατακρίνουμε, αλλά όλο και τα μιμούμαστε, για λόγους υπαρξιακούς και άλλους, εμείς οι μπούμερ) — αλλά ότι δεν έχουν ικανοποιητική (επιεικώς: τα περισσότερα παιδιά έχουν ελάχιστη) επαφή με τον γραπτό λόγο (λογοτεχνία, έντυπη δημοσιογραφία) είτε στα ελληνικά είτε στα αγγλικά, ώστε να εμπλουτίζονται και να διευρύνονται οι εκφραστικές τους δυνατότητες. Εν κατακλείδι, κατά την ταπεινή μου γνώμη, τα ελληνικά κινδυνεύουν από την κακή γνώση ή/και χρήση των… ελληνικών, και όχι από τις ξένες λέξεις οι οποίες αποτελούν περαιτέρω γλωσσικό πλούτο — πολύ περισσότερο που συχνά είναι απαραίτητες, καθώς έρχονται από τον χώρο των εφαρμογών και της μιντιακής επικοινωνίας για να προσδιορίσουν επίσης εισαγόμενες έννοιες και δράσεις, πρωτόγνωρες για τη χώρα μας.