- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης σήμερα
Η επιζήσασα του Ολοκαυτώματος Ρίνα Μπαρτζιλάι-Ρεβάχ μιλάει στην Athens Voice
Οι Σεφαραδίτες της Θεσσαλονίκης σήμερα - Η μαρτυρία της επιζήσασας του Ολοκαυτώματος Ρίνα Μπαρτζιλάι-Ρεβάχ - Η παρουσία της εβραϊκής κοινότητας στην πόλη
Η Θεσσαλονίκη είναι μια πόλη πολυπολιτισμική ανά τους αιώνες με διάφορους λαούς και πολιτισμούς να έχουν περάσει από αυτήν. Πριν από το Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο η πόλη είχε τη μεγαλύτερη εβραϊκή κοινότητα στην Ελλάδα. Κατά τη γερμανική κατοχή, ο εβραϊκός πληθυσμός της πόλης ήταν περίπου 50.000 άτομα. Από την πρώτη κιόλας βδομάδα της κατοχής, οι Γερμανοί συνέλαβαν την εβραϊκή ηγεσία, εκδίωξαν εκατοντάδες εβραϊκές οικογένειες και κατάσχεσαν τα διαμερίσματά τους, και επέταξαν το εβραϊκό νοσοκομείο για να εγκατασταθεί σε αυτό ο γερμανικός στρατός. Δεκάδες χιλιάδες πολύτιμα αντικείμενα της εβραϊκής κοινότητας και έργα τέχνης κατάσχονταν από συναγωγές και ιδιωτικές κατοικίες και αποστέλλονταν στη Γερμανία. Από τους 50.000 περίπου Θεσσαλονικείς Εβραίους που μεταφέρθηκαν στα στρατόπεδα συγκέντρωσης επέζησαν μόνο 1950 και ξαναγύρισαν στην Ελλάδα σε κατάσταση εξαθλίωσης, χωρίς περιουσίες και πόρους διαβίωσης. Μόνο το 1/3 εξ αυτών είχε τη δυνατότητα να ασκήσει μία τέχνη για να επιβιώσει. Το 1945-1946 διεξήχθησαν δίκες από το Ειδικό Δικαστήριο Θεσσαλονίκης για τους συνεργάτες των Γερμανών, Βουλγάρων και Ιταλών και κλήθηκαν ως μάρτυρες κατηγορίας και Εβραίοι: συνολικά 11 δίκες με Εβραίους μάρτυρες έχουν καταγραφεί και μόνο σε μία κλήθηκαν από τον συνήγορο υπεράσπισης. Η σημερινή κοινότητα αριθμεί περίπου στα 1.000 μέλη.
Το Ολοκαύτωμα – Μαρτυρίες μιας επιζησάσας
Σε συνέντευξη που μας παραχώρησε η Ρίνα Μπαρτζιλάι-Ρεβάχ, μας μίλησε για την ιστορία της οικογένειάς της πριν, κατά τη διάρκεια και μετά τον πόλεμο. Η κ. Ρεβάχ είναι επιζήσασα του Ολοκαυτώματος, γεννημένη το Μάιο του 1939. Πριν τον πόλεμο ζούσαν σε ένα σπίτι στην Αναλήψεως με Αλεξάνδρεια και ήταν μια πολύ μεγάλη οικογένεια, μετά το Ολοκαύτωμα και την επιστροφή πολύ λίγοι επέζησαν από την οικογένειά της. Τον Απρίλιο του 1943 μαζεύτηκαν σε ένα γκέτο κοντά στον παλιό σταθμό των τρένων, φορούσαν ένα κίτρινο αστέρι και αναχώρησαν με το τρένο για το στρατόπεδο συγκέντρωσης και καταναγκαστικής εργασίας Μπέργκεν-Μπέλσεν.
«Η πρώτη μου ανάμνηση είναι από τη χαραμάδα του τρένου, όπου τρία αεροπλάνα κατέβηκαν και άρχισαν να βομβαρδίζουν το τρένο. Τότε, το τρένο σταμάτησε, άνοιξαν οι πόρτες και ο πατέρας μου με πήρε κάτω από τη μασχάλη του και πήδηξε από το τρένο. Αυτή η κίνηση καθόρισε όλη μου τη ζωή γιατί εκεί ένιωθα ασφάλεια».
Στο στρατόπεδο ζούσαν σε ένα παράπηγμα σκοτεινό, χωρίς παράθυρα με έναν φεγγίτη, μια μικρή σόμπα και κρεβάτια το ένα πάνω στο άλλο. Οι άντρες με τις γυναίκες ήταν χωρισμένοι. «Ο παππούς μου, ο πατέρας μου και ο αδερφός της μητέρας μου ήταν μαζί, η μαμά μου, η γιαγιά μου και εγώ ήμασταν αλλού», αναφέρει η κ. Ρεβάχ. Το μικρό αυτό κορίτσι κοιμόταν μαζί με τη μαμά του στο τελευταίο κρεβάτι ενώ στα άλλα κρεβάτια οι περισσότερες γυναίκες ήταν ανήμπορες. Η γιαγιά της και η μαμά της έφευγαν κάθε πρωί με το ΑΠΕΛ (φώναζαν τα ονόματα των κρατούμενων, τους μετρούσαν όταν έφευγαν να πάνε για δουλειά καθώς και όταν γύριζαν) και πήγαιναν για δουλειά, διόρθωναν παπούτσια.
«Ήμουν ξαπλωμένη όλη τη μέρα στο φεγγίτη, 2 χρόνια έμεινα στο κρεβάτι. Μια μέρα στο απέναντι αντρικό στρατόπεδο ήταν ένα βαθύ κάρο με άλογα όπου εργάτες πετούσαν γυμνά, σκελετωμένα πτώματα. Το πρωί δεν ήξερες αν ο διπλανός σου είχε πεθάνει. Κάποια στιγμή το κάρο ξεχείλισε και τότε ο Γερμανός αξιωματικός ανέβηκε και άρχισε να χοροπηδάει επάνω στα πτώματα για να κάτσουν και να χωρέσουν καλύτερα κι άλλα».
Η ζωή στο στρατόπεδο ήταν δύσκολη και υπήρχαν πολλά νοσήματα, μια μέρα ξύπνησε με 40 πυρετό τότε η μητέρα της ανησύχησε και ενώ ήταν αναγκασμένη να δουλέψει πήγε στο γιατρό και της έβγαλε το νύχι, χωρίς νάρκωση, χωρίς φάρμακα, κινδυνεύοντας από μόλυνση, για να είναι άρρωστη και να μείνει να τη φροντίσει. Έτσι, έμειναν στο κρεβάτι αγκαλιασμένες η μία με τη ζέστη της άλλης. Το στρατόπεδο δεν είχε θαλάμους αερίων αλλά μόνο κρεματόρια για να καίνε τους νεκρούς που πεθαίνανε από τις κακουχίες. Κάποιες φορές ο πατέρας της, που ήταν υπεύθυνος της σίτισης στο διπλανό στρατόπεδο, κατάφερνε να ξεγλιστράει και να φέρνει κάνα κομματάκι ψωμί. Οι κοριοί ήταν συχνό φαινόμενο, όπως και οι ψύλλοι.
Μια μέρα υπήρχε αναταραχή στο στρατόπεδο και τους φόρτωσαν σε ένα τρένο για το Άουσβιτς, ωστόσο το τρένο τους μέσα στην νύχτα και στο χιονόνερο σταμάτησε και άρχισε να κατεβαίνει ο κόσμος, αυτό έγινε το 1945. Τότε εμφανίστηκαν οι Ρώσοι, καθώς το τρένο χάθηκε και σώθηκαν από λάθος, τους πήγαν σε ένα γερμανικό χωριό, Τρέμπιτς, και εγκαταστάθηκαν σε κάποια κατοικία όπου στο πρώτο πάτωμα έμενε ένα ζευγάρι Γερμανών, στο δεύτερο η οικογένειά της, και στον τρίτο ένα ζευγάρι φίλων των γονιών της. Ήταν η πρώτη φορά που έβλεπε παράθυρα και φυτεμένες φράουλες. «Μια μέρα μου έδωσαν ένα καλαθάκι, μιλούσα άπταιστα γερμανικά και ολλανδικά, και βγαίνει τότε η Γερμανή ιδιοκτήτρια του σπιτιού και μου λέει “εσύ δεν ντρέπεσαι να κλέβεις φράουλες” και τότε ήταν η πρώτη φορά που μίλησα, της έριξα μια παγωμένη ματιά και της είπα “εγώ να ντρέπομαι ή εσείς που χωρίζετε τα παιδάκια από τους γονείς τους;”».
Στην Ελλάδα επέστρεψαν όταν δημιουργήθηκε η Unra με σκοπό τον επαναπατρισμό των διωγμένων. «Ο αδερφός της μητέρας μου τότε έπαθε εξανθηματικό τύφο, κόλλησα και εγώ με αποτέλεσμα να μου ξυρίσουν όλο το κεφάλι. Φορούσα ένα πράσινο παλτό ενήλικης γυναίκας και ντρεπόμουν, όταν πλέον φτάσαμε στη Θεσσαλονίκη το καλοκαίρι του 1945».
Όταν επιστρέψαν, τα 4 σπιτάκια που είχε χτίσει ο παππούς της κ. Ρεβάχ στην οδό 25ης Μαρτίου απέναντι από το πυροσβεστείο ήταν κατειλημμένα από Ρομά. Εκείνοι τα αδειάσανε και τους βοήθησαν να κατασκευάσουν κρεβάτια, σούστες, στρώματα ώστε να γίνει κατοικήσιμο.
«Για εμένα ήταν ο παράδεισός μου, μικρό μεν, αλλά χωρίς στρατιώτες. Την πρώτη μέρα του σχολείου (Εκπαιδευτήρια Σχοινά), ήμουν με ξυρισμένο το κεφάλι και είχε πει ότι θα προτιμούσα να ήταν οι βόμβες, ένιωσα ντροπή και τα παιδιά με κοιτούσαν περίεργα. Στα σχολικά χρόνια μόλις γινόταν κάτι απευθείας κατηγορούσαν εμένα “παλιοεβραία-παλιοτσιφούτισα”. Μια μέρα μάλωσα με μια συμμαθήτριά μου και ματώσαμε και πήγαμε να μιλήσουμε στη μαμά της, εγώ περίμενα ότι θα μας πει ότι είναι ντροπή αυτό που κάνουμε αλλά η μαμά της μου είπε “δεν κατάλαβα γιατί γυρίσατε, γιατί δεν σας έκαναν σαπούνι οι Γερμανοί, γιατί δεν σας έκαναν λάμπες”. Τότε έβαλα τα κλάματα, οι Γερμανοί τους νεκρούς από το λιγοστό λίπος που τους έμενε τους έκαναν σαπούνι από το δέρμα τους έκαναν αμπαζούρ για λάμπες. Όταν στη β΄ δημοτικού ήρθε και ένα άλλο κοριτσάκι που ήταν Εβραία, ξαφνικά ένιωσα ότι είχα ένα σύμμαχο, και έτσι η Νίνα με τον αδερφό της τον Νίκο άρχισαν να μου δίνουν τα ερεθίσματα και να ενσωματώνομαι στην κανονική ζωή. Επίσης στη σχολική ζωή υπήρχε το αστείο να ζωγραφίζουν το άστρο του Δαυίδ με κιμωλία στο χέρι και να έρχονται να σε πιάσουν από την πλάτη. Σιγά σιγά το γεγονός ότι ήμουν καλή μαθήτρια με έκαναν να τα ξεπεράσω αυτά γιατί είχα μια άλλη οντότητα μέσα στην τάξη. Στο σχολείο μας έκαναν το εμβόλιο μαντού, εγώ όμως δεν έκανα ποτέ μου γιατί πάντοτε έβγαινε θετικό που σημαίνει ότι έχεις μια μορφή φυματίωσης από τις κακουχίες στα στρατόπεδα.
Πολλές ήταν οι περιπτώσεις που είχαν αφήσει τα υπάρχοντά τους σε γείτονες και όταν γύρισαν τους έλεγαν ότι τους τα πήραν οι Γερμανοί. Ο πατέρας μου είχε πρώτες ύλες αρωμάτων και τα είχε δώσει στον Νίκο Ζαρτινίδη, ο οποίος του τα επέστρεψε άθικτα όπως και ο Στέλιος Μπουτάρης, ο πατέρας του Γιάννη, του είχε δώσει ο πατέρας μου ένα δέμα και το επέστρεψε με το ίδιο χαρτί, τον ίδιο σπάγκο, δεν είχε δει ούτε καν τι είχε μέσα. Έτσι ο πατέρας μου μπόρεσε να ξεκινήσει τη δουλειά του.
Στο ίδιο στρατόπεδο με μένα ήταν και ο άντρας μου, μετέπειτα πρόξενος της Ισπανίας στη Βόρειο Ελλάδα. Ο άντρας μου ήταν Ισπανός υπήκοος και είχε διαφορετική μεταχείριση γιατί ο Φράνκο ήταν φίλα διακείμενος με τον Χίτλερ και οι Ισπανοί υπήκοοι δεν βασανίστηκαν με τον ίδιο τρόπο, έμειναν 6 μήνες και μετά πήγαν στη Βαρκελώνη και από εκεί στην Παλαιστίνη. Ο άντρας μου, όταν μου τα διηγήθηκε, συνειδητοποίησα ότι ήμασταν στο ίδιο στρατόπεδο αλλά η μεταχείρισή μας δεν είχε καμία σχέση.
Μετά τον πόλεμο δεν γίνονταν συζητήσεις για το Ολοκαύτωμα, η πρώτη φορά που μίλησα ήταν όταν ο Steven Spielberg ίδρυσε τη Σοά (ολοκαύτωμα) και πήρε συνεντεύξεις από όλους τους επιζήσαντες.
Κάθε χρόνο διοργανώνεται ένα ταξίδι παγκόσμιο προσκύνημα στην Πολωνία που λέγεται «Mars of living» (η πορεία των ζωντανών). Αποστολές από όλα τα μέρη του κόσμου μαζεύονται μια συγκεκριμένη εποχή και οδηγούνται σε μια πορεία μνήμης στο στρατόπεδο του Άουσβιτς. Όλα αυτά τα χρόνια ήθελα να πάω με τον άντρα μου, την τελευταία χρονιά που είχαμε δηλώσει ότι θα πάμε εκείνος έφυγε, στις 19 Απριλίου, και εγώ πήγα την πρωτομαγιά με τον εγγόνο μου. Ήμουν η μόνη επιζήσασα του γκρουπ, όταν φτάσαμε σε κάτι δάση πολύ πυκνά με ψηλά δέντρα και λεπτό γκρίζο κορμό εγώ πετάχτηκα γιατί αυτά τα δάση ήταν γύρω από το στρατόπεδο και τότε κατάλαβα γιατί με τρόμαζαν. Σε αυτά τα δάση είχαν σκοτώσει χιλιάδες ανθρώπων που τους υποχρέωναν να σκάψουν το λάκκο τους και τους έβαζαν μπροστά και τους πυροβολούσαν.
Η πρώτη στάση του ταξιδιού ήταν το νεκροταφείο της Βαρσοβίας, όπου ήταν ένα έργο τέχνης και οι τάφοι αριστουργήματα από εκεί καταλάβαινες τι δουλειά έκανε ο νεκρός για τον τάφο του. Στη Βαρσοβία υπήρχε το μεγαλύτερο γκέτο και ήταν το μοναδικό που εξεγέρθηκαν οι κρατούμενοι λέγοντας ότι αντί να πεθάνουμε στους θαλάμους να πεθάνουμε πολεμώντας. Κάνανε πολλή ζημιά γιατί δεν το περίμεναν ότι θα βρουν αντίσταση, σκοτώθηκαν όλοι και το γκέτο καταλήφθηκε. Η πόλη της Βαρσοβίας έχει μικρές γρανιτένιες πλάκες που οριοθετούν το γκέτο. Στο στρατόπεδο της Streblinka υπήρχε μια απέραντη έκταση με μαρμάρινες πλάκες χωμένες μέσα στο χώμα, υπήρχε και ένα μεγάλο σημείο από μαύρες πέτρες σαν λάβα που έδινε την αίσθηση ότι ήταν καμένα σώματα. Ξαφνικά στο στρατόπεδο είδαμε ένα μνημείο που από μακριά έμοιαζε με διαστημόπλοιο με πολλές μεγάλες σκάλες, επρόκειτο για ένα βουνό από ανθρώπινη στάχτη. Ήταν αδιανόητο τα πόσα άτομα ήταν μέσα σε αυτό το βουνό. Μετά πήγαμε στο στρατόπεδο του Άουσβιτς-Μπίργκεναου όπου είχαν αναστηλώσει τα παραπήγματα, είχε ένα κοντέινερ γεμάτο παπούτσια στραβοπατημένα που περίμεναν κάποιον αποδέκτη, ένα με είδη σπιτιού (μπρίκια, τηγάνια, καθημερινά είδη), ένα άλλο γεμάτο μαλλιά για να γίνουν περούκες και ένα γεμάτο με βαλίτσες με τεράστια γράμματα με άσπρη μπογιά, όνομα, διεύθυνση, πόλη γιατί όλοι περίμεναν ότι θα τα ξαναβρούν αυτά. Πήγαμε σε ένα θάλαμο όπου ήταν Ολλανδοί και κάνανε πειράματα, είχαν τεράστιες πόρτες, πυκνογραμμένες, με γέννηση, ημερομηνία, και ο εγγονός μου έψαχνε την Άννα Φρανκ αλλά είχε πεθάνει στο Μπέργκεν-Μπέλσεν, εκεί που ήμουν και εγώ ήταν 10 χρόνια μεγαλύτερη από μένα. Έπειτα όλες οι ομάδες μαζεύτηκαν με τις σημαίες τους και μας έδωσαν κάτι ξύλα να γράψουμε τα ονόματα όσων θυμόμασταν που χάθηκαν εκεί και τα βάζαμε στις γραμμές του τρένου. Η μητέρα μου, όταν είχαμε πάει μαζί, ήταν γονατισμένη και έγραφε πόσους νεκρούς. Στο Μπέργκεν-Μπέλσεν πήγα μαζί με τον άντρα μου αλλά δεν έχουν αφήσει κανένα κτίσμα, το μόνο που υπήρχε ήταν δυο ηλεκτροφόροι φράκτες με τα φυλάκια και τους προβολείς. Εγώ μεγάλωσα με τον αντισημιτισμό, οι επόμενες γενιές δεν ήταν έτσι».
Οι Σεφαραδίτες σήμερα
Σε συνέντευξη που μας παραχώρησε ο κ. Λέων Ναρ, Δρ. Νεοελληνικής Φιλολογίας ΑΠΘ και συγγραφέας, τόνισε ότι η σημερινή εβραϊκή κοινότητα έχει διατηρήσει τη διοικητική δομή που είχε προπολεμικά, δηλαδή υπάρχουν υποεπιτροπές της κεντρικής διοίκησης για διάφορα ζητήματα. Αυτό εξηγεί ίσως, σε έναν βαθμό, την ενεργή παρουσία τους στην πόλη, τη διοργάνωση εκδηλώσεων, το ήδη υπάρχον μουσείο και την προσμονή δημιουργίας του νέου, υπάρχει σχολείο, γηροκομείο, ενώ η κοινότητα στηρίζει φιλανθρωπικές δράσεις. Σημαντικό γεγονός είναι η πορεία μνήμης που γίνεται κάθε Μάρτιο, καθώς ξεφεύγει από τα όρια της κοινότητας και συμμετέχουν πολλοί Θεσσαλονικείς. Η παρουσία των Σεφαραδιτών στην πόλη είναι σημαντική, το 2014 δημιουργήθηκε η έδρα εβραϊκών σπουδών στο ΑΠΘ, από όπου πέρασαν χιλιάδες φοιτητές και κανένας δεν γνώριζε τι βρισκόταν στη θέση του Πανεπιστημίου πριν (εβραϊκά νεκροταφεία).
Στο σχολείο, όπου σήμερα φοιτούν γύρω στα 80 παιδιά, οι μαθητές ακολουθούν το πρόγραμμα του Υπουργείου, μόνο που αντί για θρησκευτικά μαθαίνουν για την εβραϊκή ιστορία, παράδοση, κάνουν πολιτιστικές δραστηριότητες, καλλιεργείται η ευαισθητοποίηση μέσα από διάφορα πρότζεκτ. «Τα σεφαραδίτικα», όπως αναφέρει ο κ. Ναρ, «τα μιλούσαν ο παππούς και η γιαγιά μου, στο σπίτι μιλούσαν σεφαραδίτικα οι γονείς μου όταν δεν ήθελαν να καταλάβω κάτι, η δικιά μου γενιά καταλαβαίνει αρκετές λέξεις αλλά δεν μπορεί να τα μιλήσει, ωστόσο τα τελευταία χρόνια υπάρχει έντονο ερευνητικό ενδιαφέρον».
Η κατάσταση άρχισε να αλλάζει τη δεκαετία του 1990, καθώς έγιναν σημαντικά βήματα. Κύριο ρόλο σε αυτή την αλλαγή διαδραμάτισε το ότι άρχισαν να γυρίζονται ταινίες και σειρές σχετικές με το θέμα. Τα μεταπολεμικά χρόνια οι Εβραίοι που επέστρεψαν είχαν να αντιμετωπίσουν μια αποεβραιοποίηση της πόλης. Παράλληλα, με αφορμή την κοινότητα, έχουν επισκεφτεί τη Θεσσαλονίκη επίσημοι όπως ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών της Γερμανίας. Η κοινότητα προσφέρει μια εξωστρέφεια στην πόλη.
Μεταπολεμικά υπήρξε μια προσπάθεια επανεκκίνησης στα τέλη της δεκαετίας του 1950 και στις αρχές του 1960, όπου αρχίζουν να λειτουργούν και πάλι κατασκηνώσεις, η Μακαμπί που μαζί με τον Ηρακλή είναι τα παλαιότερα σωματεία της Θεσσαλονίκης και το κέντρο νεολαίας. Τα πρώτα χρόνια υπάρχει μια εσωστρέφεια, κάποιοι φίλοι στενοί, ορθόδοξοι, είναι δίπλα στους Εβραίους, αλλά είναι και πολλοί που τους γύρισαν την πλάτη. Το μνημείο της Θεσσαλονίκης αρχικά ήταν στο τρίγωνο που σχηματίζουν οι οδοί Παπαναστασίου, Κ. Καραμανλή, πίσω από το Ιπποκράτειο, εκεί ήταν η βάση μιας από τις πολυπληθέστερες γειτονιές. Όταν κατασκευάστηκε υπόγειο πάρκινγκ το μνημείο μεταφέρθηκε στη σημερινή του θέση.
Κομβική υπήρξε η δημαρχία του Γιάννη Μπουτάρη, καθώς με την εξωστρέφεια του ίδιου έγιναν σημαντικά βήματα που συνεχίζονται μέχρι σήμερα. Πλέον περπατάς στο κέντρο και ακούς εβραϊκά, υπάρχει ανάγκη νόστου, πολλοί αγοράζουν σπίτια στη Θεσσαλονίκη γιατί το έχουν ως συναισθηματικό χρέος, πηγαίνουν στα αρχεία της εβραϊκής κοινότητας και φτιάχνουν γενεαλογικά δέντρα, άλλοι επενδύουν. «Το μέλλον είναι στη σωστή και επαρκή ενημέρωση καθώς υπάρχει η συνωμοσιολογία ότι για όλα ευθύνονται οι Εβραίοι. Οι πολίτες χρειάζεται να κατανοήσουν τι συμβαίνει», αναφέρει ο κ. Ναρ. Μάλιστα ο ίδιος προτείνει να υπάρχουν σχολεία από διαφορετικούς νομούς που να επισκέπτονται το Άουσβιτς ως μια υπενθύμιση για το πού μπορεί να φτάσει ο άνθρωπος.
Η Θεσσαλονίκη χαρακτηρίζεται για την εξωστρέφειά της, μια πόλη με ιστορία που ο κάθε λαός και πολιτισμός άφησε το στίγμα του. Οι Εβραίοι της Θεσσαλονίκης, μια κοινότητα που έχει αποδεκατιστεί κατά το παρελθόν, μας τονίζουν την αγάπη τους για την πόλη και την ανάγκη κατανόησης ζητημάτων όπως το Ολοκαύτωμα. Η παρουσία τους είναι ενεργή, ενώ η ενημέρωση είναι ό,τι πιο σημαντικό για να πάψει η συνωμοσιολογία και οι πολίτες να συνυπάρξουν αρμονικά χωρίς εκδηλώσεις μίσους ή ρατσισμού.