Ελλαδα

Οδοιπορικό στον Θεσσαλικό Κάμπο και στα πλημμυρισμένα χωριά της Καρδίτσας

Η γεωγραφία, η μεγάλη εικόνα, ανθρώπινες ιστορίες
Δήμητρα Γκρους
22’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ταξιδέψαμε στα πλημμυρισμένα χωριά της Καρδίτσας, στον Παλαμά, στον Βλοχό, στη Μεταμόρφωση, μετά την κακοκαιρία Daniel

Την Παρασκευή κάναμε 800 χιλιόμετρα σε ένα οδοιπορικό στα πλημμυρισμένα χωριά της Καρδίτσας, στον Παλαμά, στον Βλοχό και στη Μεταμόρφωση, τα χωριά που είναι ακόμα κάτω από το νερό. Ανεβήκαμε από εθνική οδό, μπήκαμε στη Λάρισα όπου υπήρχε μια ησυχία, σαν να όλα να ήταν κανονικά και την ίδια στιγμή να πλανιόταν στην ατμόσφαιρα μια αίσθηση απρόβλεπτου ή και έκτακτης ανάγκης. Τα σχολεία ακόμα δεν λειτουργούσαν και οι παραποτάμιες περιοχές ήταν πλημμυρισμένες. Λίγες μέρες πριν η πόλη ήταν σε κατάσταση πολιορκίας από το ζωογόνο ποτάμι που την περιβάλλει, «της Λαρίσης το ποτάμι που το λένε Πηνειό».

Περάσαμε από την περιοχή της Νέας Σμύρνης, που είχε πλημμυρίσει, και από εκεί πήραμε τον περιφερειακό δρόμο για να πάμε στη Γιάννουλη, στις εργατικές κατοικίες, από όπου πέρασαν τεράστιες ποσότητες ορμητικών νερών και που ακόμα, την Παρασκευή, χρειαζόσουν βάρκα. Στη συνέχεια κατευθυνθήκαμε νοτιοδυτικά προς Καρδίτσα, διασχίζοντας τις πλημμυρισμένες εκτάσεις της ενδοχώρας του Θεσσαλικού κάμπου.

Εκεί, στον σιτοβολώνα της Ελλάδας, με οδηγό τη Γεωγραφία, αντικρίσαμε την καταστροφή, και μιλήσαμε με ανθρώπους που γνωρίζουν την περιοχή και τα χρόνια προβλήματά της. Κάναμε αυτοψία σε γειτονιές και μπήκαμε σε ένα σπίτι βουτηγμένο στο λασπόνερο, σε μία από τις πιο ανθρώπινες και συγκινητικές στιγμές του ταξιδιού. 

Οι εργασίες αποκατάστασης προχωρούν με αργούς ρυθμούς δεδομένης της τεράστιας έκτασης που έχει πληγεί και είναι λογικό. Και όσο τα νερά αποστραγγίζονται στην πληγωμένη θεσσαλική γη, το θέμα σιγά-σιγά υποχωρεί από την επικαιρότητα. Οι κάτοικοι όμως που είδαν για μία ακόμα φορά τη ζωή τους να καταστρέφεται είναι απελπισμένοι. Για εκείνους που έχασαν ό,τι είχαν και δεν είχαν τώρα ξεκινάει ο Γολγοθάς και το μέλλον αβέβαιο. Μέσα από την αποπνικτική μυρωδιά του βάλτου και των νεκρών ζώων, η Γεωργία και ο Σταύρος από το χωριό Μεταμόρφωση ζητούν παρά πάνω από ένα ανά οικογένεια σετ από γαλότσες και αδιάβροχες στολές για να μπορούν να αρχίσουν να μπαίνουν στα σπίτια τους και κάνουν έκκληση στην κυβέρνηση, εκ μέρους όλων των κατοίκων, ζητώντας λύσεις για τα αδιέξοδα της επόμενης μέρας.  

Μέρος 1ο: Κακοκαιρία Daniel, στη Λάρισα με βάρκα

Με το που φτάνουμε στον Σκλαβενίτη, στη συνοικία της Γιάννουλης, οι κορδέλες μας ειδοποιούν ότι εδώ κάτι έχει συμβεί. Κατεβαίνοντας από το αυτοκίνητο βλέπουμε ολόκληρα κομμάτια ασφάλτινου δρόμου να έχουν σπάσει δημιουργώντας χαντάκια, πλάκες να λείπουν από το πεζοδρόμιο, και αριστερά περνώντας τον δρόμο μια λιμνοθάλασσα με παρασυρμένα αυτοκίνητα. Εκεί ξεκινάνε οι εργατικές κατοικίες που ήταν ακόμα μέσα στο νερό. Ο δρόμος πηγαίνει λίγα μέτρα και μετά υπάρχει μια βάρκα. Όλα τα ισόγεια πλημμύρισαν, καμιά 300ριά όπως μας λένε. Οι κάτοικοι προσπαθούν να καθαρίσουν περιμένοντας να τραβηχτούν τα νερά, έχουν βγάλει τα φρεάτια και τρέχουν αργά και βασανιστικά προς το ποτάμι. Είναι δύσκολο να φανταστείς ότι το νερό είχε φτάσει τα δύο μέτρα, δηλαδή μια θάλασσα.

Έγινε ξαφνικά; «Υπήρχε ειδοποίηση μέσω 112 να απομακρυνθούμε – πλημμυρικά φαινόμενα. Βλέπαμε ότι το νερό ερχόταν, η αδερφή μου είχε ετοιμάσει την τσάντα της από το προηγούμενο βράδυ, απλά όταν ξημέρωσε ήρθε ταχύτατα και οι άνθρωποι σε πανικό ό,τι πρόλαβαν πήραν. Τα νερά του Πηνειού για να φτάσουν μέχρι εδώ θέλουν περίπου δύο μέρες, το ποτάμι είναι στα 500 μέτρα, έρχεται από πίσω, κάνει κύκλο περιμετρικά, πηγαίνει σε Αμπελώνα και Φαλάνη και φεύγει προς Τέμπη. Απόκοσμο. Δυο μέτρα νερό, πιο ψηλά κι από μένα, με τρομερή ορμή, σαν ποτάμι που αφρίζει, ήταν τρομακτικό να το βλέπεις από το μπαλκόνι. Στον Σκλαβενίτη από τα σκέπαστρα φαινόταν μόνο η οροφή, τα πήρε όλα και τα διέλυσε» μου λέει ο κ. Γρηγόρης Αγρόδημος, κάτοικος εκεί. «Εδώ ωστόσο είμαστε σε καλύτερη μοίρα, τι να πουν και οι άνθρωποι στην Καρδίτσα…»

«Δεν τους έχουν μείνει ούτε χωράφια, ούτε ζώα, ούτε μηχανήματα, και δεν είναι μόνο οι γεωργοί και οι κτηνοτρόφοι, είναι όλοι οι επαγγελματίες, ό,τι μηχάνημα και να είχαν χάλασε, για παράδειγμα κάποιος που φτιάχνει αλουμίνια, οι πλακέτες που βράχηκαν καταστράφηκαν. Πώς θα δουλέψουν; Οι κτηνοτρόφοι που είχαν σύγχρονες μονάδες δεν έχασαν μόνο τα ζώα τους και τις ζωοτροφές, ένα μικρό αρμεχτήριο για 100 ζώα μπορεί να κοστίζει 40.000, πώς θα τα ξαναφτιάξεις; Αυτό το αμάξι που βλέπεις μέσα στο νερό πάει για πρέσα, δεν φτιάχνεται, μόνο ανταλλακτικά».

Βλέπουμε τους ανθρώπους του ΕΟΔΥ να κάνουν δειγματοληψίες στα πλημμυρισμένα. Εύχομαι καλή δύναμη. Όσο για τα χρήματα που είναι να πάρουν για τις ζημιές, θα υπάρξει θέμα με τους τίτλους ιδιοκτησίας στις εργατικές κατοικίες καθώς αρκετοί, μαθαίνω, δεν πλήρωναν τη χαμηλή δόση που όφειλαν από τότε που τους παραχωρήθηκε το σπίτι, σαν κακοί δανειολήπτες, άνθρωποι που έχουν μείνει τώρα μόνο με τα ρούχα που φορούν. Το ίδιο ισχύει και για αρκετούς κτηνοτρόφους που δεν είχαν, ως όφειλαν, τα ζώα τους δηλωμένα και ασφαλισμένα στον ΕΛΓΑ.

Μέρος 2ο: Η γεωγραφία του Κάμπου (μια απαραίτητη παρένθεση)

Θα προσπαθήσω να σας περιγράψω τη γεωγραφία, την οποία μελέτησα κατά τη διάρκεια του ταξιδιού, όχι μόνο για να προσανατολιστώ.

Για να καταλάβεις την καταστροφή του κάμπου αναγκαστικά πρέπει να καταφύγεις εκεί. Όσοι δεν έχουμε κάποια σχέση με την περιοχή ακούσαμε πρώτη φορά ονόματα κωμοπόλεων και χωριών που πλημμύρισαν, ψάχνοντάς τα, οι πιο επιμελείς, στον χάρτη. Και έπειτα όλο αυτό απαιτεί μια στοιχειώδη γνώση των φυσικών συστημάτων, καθώς συνέβη μια εξελισσόμενη καταστροφή που ακολούθησε τη γεωμορφολογία του εδάφους – τα νερά, εξαιτίας της πρωτοφανούς στα χρονικά βροχόπτωσης, από τις οροσειρές γύρω από τον κάμπο κατέβηκαν στα ποτάμια που διασχίζουν την πεδιάδα. Εν προκειμένω πρώτα πλημμύρισε το δυτικό τμήμα του κάμπου, στα Τρίκαλα και την Καρδίτσα και, μέσω του Πηνειού, το νερό ξεκίνησε να πηγαίνει ανατολικά με κατεύθυνση τη θάλασσα.

Στην κατανόηση της γεωγραφίας με βοήθησε ο κ. Θάνος Καραθάνος, πλημμυροπαθής για δεύτερη φορά όπως και στον «Ιανό», ο οποίος προέρχεται από οικογένεια αμπελουργών, ζει και εργάζεται στην Καρδίτσα και είναι χημικός-οινολόγος. «Τα νερά που πλημμύρισαν τα χωριά της Καρδίτσας δεν είναι από τον Πηνειό», το πρώτο που μου λέει. Στο δυτικό τμήμα του θεσσαλικού κάμπου, στα πλημμυρισμένα χωριά της Καρδίτσας, συναντούνται 4 ποτάμια που καταλήγουν στον Πηνειό. Ο Ενιπέας μαζεύει νερά από όρος Όθρυς στη Φθιώτιδα, βγαίνει στον κάμπο (τα νερά του που πλημμύρισαν τον Παλαμά, στις 3 τη νύχτα, τους έπιασαν στον ύπνο) και εκεί συναντά τον Σοφαδίτη που έρχεται από Σοφάδες. Και οι δύο διέρχονται ανατολικά του Παλαμά. Δυτικά του Παλαμά είναι ο Καλέντζης και Καράμπαλης

Οι 4 ποταμοί συναντιούνται πριν τη Μεταμόρφωση, το χωριό που επλήγη περισσότερο, και μπαίνουν στον Πηνειό, μαζί με τα νερά των χειμάρρων πάνω από τα Φάρσαλα.

Τα βουνά που βλέπουμε όταν είμαστε στον κάμπο και κοιτάμε προς τη Δύση; «Όλη αυτή η οροσειρά είναι τα βουνά των Αγράφων, η νότια απόληξη της Πίνδου, ένα τόξο βουνών που κατεβαίνουν νότια και καταλαμβάνουν και όλο το βόρειο τμήμα του νομού Ευρυτανίας. Και φυσικά το δυτικό τμήμα του νομού Καρδίτσας, εκεί βρίσκεται και η λίμνη Πλαστήρα.

Η Καρδίτσα έχει τρεις κωμοπόλεις, οι δύο είναι στο κάμπο, ο Παλαμάς πιο κοντά στη Λάρισα και προς τον Πηνειό, οι Σοφάδες στην έξοδο προς Αθήνα, και το Μουζάκι είναι ημιορεινό κάτω από τα Άγραφα. Στο Μουζάκι δεν έχουμε πολλά πλημμυρικά φαινόμενα, όπως στα άλλα δύο, το νερό όμως κατεβαίνει με πολύ μεγάλη ορμή σχηματίζοντας χείμαρρους (σ.σ. εκεί πνίγηκε μία γυναίκα στον Ιανό, καθώς παρασύρθηκε με το αυτοκίνητό της, και είχε καταρρεύσει και το Κέντρο Υγείας – από εκεί ήταν και το κτίριο που είδαμε να έχει γείρει ολόκληρο αυτές τις μέρες στα κοινωνικά δίκτυα). Αντίθετα, στον κάμπο, το νερό μένει και απλώνεται».

Η διαδρομή του Πηνειού

Ο Πηνειός είναι το σύνορο ανάμεσα σε δύο νομούς.

«Είναι βόρεια του νόμου Καρδίτσας, ο οποίος τελειώνει στα χωριά που πλημμύρισαν, στον Βλοχό και τη Μεταμόρφωση, και νότια του νομού Τρικάλων τα οποία τελειώνουν κάπου στη Φαρκαδόνα. Για όσους δεν ξέρουν την περιοχή, να πούμε ότι ο θεσσαλικός κάμπος δεν είναι ενιαίος, διακόπτεται από μια περιοχή με λόφους, ανάμεσα στον Παλαμά και στα Φάρσαλα. Άρα τα νερά της Καρδίτσας που κατεβαίνουν προς τον Πηνειό, δεν θα φύγουν προς Λάρισα, αν δούμε τον χάρτη, θα πάνε μέσα από Παλαμά, Μεταμόρφωση και Βλοχό για να φύγουν προς Φαρκαδόνα, Πηνειάδα – Αμυγδαλιά. Στο σημείο αυτό γίνεται ένα στένεμα των νερών (δημιουργείται ένα λαιμομπούκαλο) και το νερό φεύγει με αργή ταχύτητα, εκεί είναι οι περιοχές που πλημμύρισαν πρώτες. Ο Πηνειός στη συνέχεια κατευθύνεται ανατολικά προς τη Λάρισα, κάνει λίγο βόρεια περνώντας από εκεί που είχαμε τα άλλα πλημμυρικά φαινόμενα, στη Γιάννουλη, και συνεχίζει προς Γυρτόνη, εκεί είναι ένα ακόμα σημείο που στενεύει, για να καταλήξει στα Τέμπη και από εκεί στο Αιγαίο».

Στη Γυρτόνη έσπασαν το ανάχωμα για να αποσυμφορεθεί και να αποτραπούν πλημμύρες στη Λάρισα, και από εκεί τα νερά έφυγαν για τη λίμνη Κάρλα.

Η γεωγραφία εξηγεί γιατί όταν άρχισε το δυτικό τμήμα να αποστραγγίζεται σε σημαντικό βαθμό, πλημμύρισε το ανατολικό. Και γιατί η πλημμυρισμένη έκταση έφτασε περίπου τα 900 τετραγωνικά χιλιόμετρα.

Έχω όλα αυτά στο μυαλό μου καθώς παίρνουμε την αντίθετη κατεύθυνση πηγαίνοντας προς Παλαμά.

Διασχίζοντας τον θεσσαλικό κάμπο προς το δυτικό τμήμα του, συναντάμε τους λόφους για τους οποίους μου έχει μιλήσει ο κ. Καραθάνος, που τον χωρίζουν στα δύο. Σου κάνουν εντύπωση ξαφνικά αυτές οι καμπύλες που ανηφορο-κατηφορίζουν, καθώς το μάτι έχει συνηθίσει στις ευθείες της πεδιάδας. Πριν και μετά, απέραντες εκτάσεις με καλλιέργειες από βαμβάκι κυρίως και καλαμπόκι, αλλά και σιτάρι, τριφύλλι και καπνό, ακόμα πλημμυρισμένες καθώς η αποστράγγιση όσων νερών έχουν μείνει χρειάζεται χρόνο.

Τα βαμβάκια και τα καλαμπόκια τα αναγνωρίζουμε, και φαίνεται πως έχουν καταστραφεί. Τα χωράφια με τα στάρια είναι πλημμυρισμένα, αλλά έχουν θεριστεί από τον Ιούνιο. Καταστράφηκαν όμως τα αποθέματα καρπού που ήταν φυλαγμένα προς διάθεση στις αποθήκες. Και κάτι ακόμα. Τα θερισμένα σιταροχώραφα του κάμπου ήταν γεμάτα με μεγάλους κύβους ή κυλίνδρους από άχυρο, αυτό που μένει αφού μαζευτεί ο καρπός, οι οποίοι προορίζονται για ζωοτροφές. Αυτά όχι μόνο καταστράφηκαν, αλλά το νερό τα πήρε και τα σκόρπισε μεταφέροντάς τα σε μακρινές αποστάσεις – εκ των υστέρων θα συνειδητοποιούσα ότι τις βλέπαμε παντού, ακόμα και πάνω σε σκεπές.

Κοιτάζοντας από το παράθυρο τις κατεστραμμένες φυτείες μπορώ ακόμα να δω την ομορφιά του κάμπου. Όλη αυτή την τάξη και την αρμονία του τοπίου που ανάλογα με την καλλιέργεια αλλάζουν και τα χρώματα, καθώς το βλέμμα φεύγει στον ορίζοντα και ο ουρανός απλώνεται και έρχεται κοντά. Είμαι παιδί της θάλασσας, αγαπώ τα βουνά, ποτέ ωστόσο δεν είχε τύχει να αισθανθώ την ομορφιά της πεδιάδας. Τη βλέπω τώρα και σκέφτομαι πως όλα είναι κατεστραμμένα.

Μέρος 3ο: Συνεχίζοντας το ταξίδι προς τα πλημμυρισμένα χωριά του Παλαμά

Στη μέση περίπου της διαδρομής συναντάμε την Ιτέα, 25 χλμ. από την Καρδίτσα και 35 χλμ. από τη Λάρισα. Είναι ένα από τα μεγάλα χωριά της περιοχής που επίσης πλημμύρισαν, ενώ κάποια σπίτια έχουν γκρεμιστεί. Στον δρόμο οι κάτοικοι έχουν βγάλει και έχουν κρεμάσει ρούχα και κλινοσκεπάσματα, έχουν βγάλει στρώματα, έπιπλα κατεστραμμένα. Κάποια από αυτά τα πράγματα ίσως να σώζονται; αναρωτιέμαι. Δεν το ξέρουμε ακόμα, αλλά είναι μια εικόνα που θα συναντήσουμε σχεδόν παντού, σε όλα τα μέρη από όπου θα περάσουμε. 

Λίγο πριν φτάσουμε στον Παλαμά, που είναι μια κωμόπολη 5.000 κατοίκων, βλέπουμε ένα βουνό από σκουπίδια και έναν εκσκαφέα που τα τακτοποιεί. Σταματάμε.

Μαθαίνουμε πως είναι οι οικοσκευές από τα πλημμυρισμένα σπίτια. Είναι εκεί ο Γενικός Γραμματέας Διαχείρισης Αποβλήτων που σε συνεργασία με τον δήμαρχο Παλαμά και τους ανθρώπους της εταιρίας που έχει τα συνεργεία, συντονίζουν τη διαχείριση από τα ογκώδη απόβλητα του Παλαμά και των γύρω χωριών. Μου λένε ότι κάνουν προσπάθεια να τα συγκεντρώσουν όσο πιο γρήγορα, για να έρθουν από Δευτέρα τα δύο shredder, οι καταστροφείς που θα τα τεμαχίσουν, ώστε να πάνε για υγειονομική ταφή. Μετά, θα έρθουν άλλα συνεργεία για την ανακύκλωση των ηλεκτρικών συσκευών. Το σημαντικό, τονίζουν, είναι να γίνει η όλη επιχείρηση σωστά.

Τρία είναι τα στάδια διαχείρισης: Το πρώτο είναι η συγκομιδή, ο τεμαχισμός και η ταφή από τα ογκώδη απόβλητα – ιδανικά τα ξύλα θα μπορούσαν να ανακυκλωθούν.
Μετά τα απόβλητα των κατεδαφίσεων, τα υλικά από τα σπίτια που έχουν ήδη γκρεμιστεί ή από όσα θα πρέπει να κατεδαφιστούν, ανάλογα με τις εκτιμήσεις των μηχανικών − αυτά θα οδηγηθούν σε μία από τις μονάδες επεξεργασίας και θα ανακυκλωθούν σε μεγάλο βαθμό σε οικοδομικά υλικά.
Τέλος, τα φερτά υλικά και οι λάσπες που πρέπει να στεγνώσουν και να φορτωθούν για να πάνε σε ανενεργά λατομεία για αποκατάσταση, όπως μου λένε οι υπεύθυνοι των εργασιών.

Σκεφτείτε πόσοι τόνοι σκουπιδιών δημιουργήθηκαν από την καταστροφή τόσων σπιτιών. Κι από την άλλη, μιλάμε για τα πράγματα εκατοντάδων ανθρώπων, για την περιουσία τους, την καθημερινότητά τους, τα αντικείμενα που φτιάχνουν την προσωπική μνήμη και ιστορία. Η ζωή τους όλη μέσα σε μια στιγμή έγινε πρόβλημα διαχείρισης αποβλήτων – όσο το σκέφτομαι με πιάνει ένα σφίξιμο. 

Μπαίνοντας στον Παλαμά, βλέπουμε παλέτες και πάνω τους ντανιασμένες εξάδες με νερά από όπου πηγαίνουν και παίρνουν οι κάτοικοι. Κανείς δεν ξέρει πότε θα είναι ξανά πόσιμο και ασφαλές για χρήση το νερό της βρύσης.

Έξω από κάθε σπίτι μικρά βουναλάκια από καναπέδες, καρέκλες, τραπέζια, στρώματα, χαλιά, πλαστικά, ψυγεία, κουζίνες. Θα περάσει το φορτηγό να τα πάρει για να τα πάει στο προσωρινό σημείο συγκέντρωσης που συναντήσαμε. Και κάποια ρούχα να στεγνώνουν. Τι να σωθεί από αυτή τη λάσπη;

Ο Παλαμάς είναι αραιοκατοικημένος, με μονοκατοικίες και διπλοκατοικίες, οι οποίες σχεδόν στο σύνολό τους πλημμύρισαν – τα ισόγεια. Κάποια σπίτια έχουν καταστραφεί ολοσχερώς.

Ο Βλοχός, μια απόκοσμη λιμνοθάλασσα 

Στο Google Maps έχουμε βάλει προορισμό τον Βλοχό, 7 χιλιόμετρα απόσταση. Όσο πλησιάζουμε αρχίζουμε και συναντάμε δεξιά και αριστερά νερά στα χωράφια.

Αν δεν γνωρίζαμε πού είμαστε και τι κακό έχει συμβεί, θα νομίζαμε ότι ήρθαμε στο ειδυλλιακό τοπίο μιας λίμνης. Κι αν δεν υπήρχε η δυσοσμία που γίνεται όλο και πιο έντονη. Σε σημεία το τοπίο έχει μια απόκοσμη ομορφιά έτσι όπως καθρεφτίζεται στο νερό.

Μπαίνουμε σε έναν δρόμο υπερυψωμένο, με χαντάκι αριστερά και δεξιά, όλα πλημμυρισμένα. Σαν λιμνοθάλασσα. Σε ένα σημείο βλέπουμε χήνες και αναρωτιόμαστε αν μπορούν επιβιώσουν σε αυτή τη βρωμιά. Τα σπίτια μέσα στο νερό μέχρι τη μέση. Τα χωριά κατεβαίνουν κάτω μέχρι και 10 μέτρα, αυτή είναι η θέση τους, είναι σε λεκάνες απορροής, δίπλα στο ποτάμι. Για αυτό πλημμύρισαν κατά τον ίδιο τρόπο το 1994, υπάρχουν ιστορικά στοιχεία και για τις πλημμύρες το 1907 και το 1915.

Τρακτέρ και αγροτικά μηχανήματα παροπλισμένα και καλυμμένα με λάσπες. Μόνο για παλιοσίδερα, όπως και τα αυτοκίνητα. Στον δρόμο συναντάμε χωματουργικά φορτηγά, παντού διαλυμένα λάστιχα και σε σημεία οι κολόνες της ΔΕΗ έχουν γείρει και έχουν τυλιχθεί με χορτάρια και καλαμιές, όπως λένε τα χόρτα που μένουν στα θερισμένα σιταροχώραφα, και άλλα φερτά υλικά αδιευκρίνιστης προέλευσης.

Προσπαθείς να φανταστείς τη ζωή που υπήρχε εδώ μέχρι πριν από 10 μέρες. Τι να πεις σε αυτούς τους ανθρώπους;

Σπίτια, κήποι, θερμοκήπια, χωράφια, αμπέλια και δέντρα σαν να έχει περάσει από πάνω τους μια χωμάτινη φωτιά. Όλα βουτηγμένα σε σταχτομπέζ στρώματα λάσπης. Η μυρωδιά όλο και πιο αποπνικτική. Βγάζουμε φωτογραφίες για να απαθανατίσουμε την καταστροφή, με ένα αίσθημα ντροπής, σαν να αντικρίζουμε κάποιο αξιοθέατο. Χρειάζεσαι κάποιο χρόνο για να μεταβολίσεις όλη αυτή την καταστροφή.

Μια πεταμένη ταμπέλα γράφει Βλοχός. Η ζωή εδώ θα αργήσει να επιστρέψει, αν επιστρέψει. Το βλέμμα απομονώνει λεπτομέρειες που μαρτυρούν πόσο όμορφο ήταν αυτό το χωριουδάκι.

Ο δρόμος τελειώνει, τον παίρνουμε ανάποδα για να γυρίσουμε. Συναντάμε ένα σημείο με κόσμο, εδώ συλλέγουν τα πράγματα που στέλνουν από όλη την Ελλάδα για υποστήριξη στους πληγέντες.

Πιο κάτω ξανά αυτή η εκκλησία βουτηγμένη μέσα στο νερό. Σταματάμε να τη φωτογραφίσουμε. Εικόνες μιας αποκάλυψης που καθρεφτίζεται στα νερά. Οι αντικατοπτρισμοί προσδίδουν μια απόκοσμη ομορφιά.

Η μυρωδιά δεν σε αφήνει να ξεγελαστείς. Ακόμα και στα πρόσωπα των οδηγών των χωματουργικών βλέπεις μια απορία. Γυρνάμε πίσω για να πάμε στη Μεταμόρφωση, το χωριό που πιο πολύ από όλα έχει θαφτεί κάτω από το νερό.

Πόσα χωριά είναι σε αυτή τη δραματική κατάσταση;

Μου λένε πως συνολικά πλημμύρισαν πάνω από 50 χωριά, αλλά υπάρχουν καμιά εικοσαριά στα οποία δεν γίνεται καν αυτοψία, και μόνο που δηλώνεις στην πλατφόρμα ότι το σπίτι σου είναι εκεί μπαίνεις στην αρωγή, επειδή η Πυροσβεστική Υπηρεσία έχει πιστοποιήσει ότι είναι καθολικά πλημμυρισμένα. Όλος ο Παλαμάς, Βλοχός, Μεταμόρφωση, Κοσκινά, Μαραθέα, Κόρδα, Αγία Τριάδα, Καλογριανά, Ριζοβούνι, που είναι 4 χλμ. βόρεια της Καρδίτσας, από την άλλη κατεύθυνση, δηλαδή μία μεγάλη ζώνη χωριών γύρω από την Καρδίτσα.

Στον Κοσκινά και τη Μαραθέα μέχρι προχθές ήθελες βάρκα. Τώρα έχουν μείνει Βλοχός και Μεταμόρφωση μέσα στο νερό. Γιατί αυτά; Είναι προς το τέλος της απορροής, κοντά στον Πηνειό. Πώς είναι στο μπάνιο όταν έχουν πέσει νερά που μένουν κάποια και λιμνάζουν γύρω από το σιφόνι, αν δεν υπάρχει σωστή κλίση; Κάπως έτσι.

Στη Μεταμόρφωση: «Είμαι απελπισμένη, πώς θα επιβιώσουμε»

Δεν μπορείς να μη σκεφτείς πόσο αδιανόητη είναι η καταστροφή και τι έχουν να διαχειριστούν όλοι αυτοί οι άνθρωποι. Η ζωή τους σταμάτησε και δεν ξέρουν καν πώς θα τη συνεχίσουν. Η Μεταμόρφωση είναι ακόμα βουλιαγμένη στο νερό, που είναι πλέον πηχτό σαν βούρκος. Η μυρωδιά κάτι παρά πάνω από αποπνικτική. Στο σημείο που σταματάει ο δρόμος βλέπουμε έναν άνδρα και μια γυναίκα. Κάθε φορά που συναντάω ανθρώπους με πιάνει αμηχανία. Κάποιοι είναι τόσο απελπισμένοι που δεν έχουν όρεξη για κουβέντες, ούτε και θες να ενοχλήσεις. Άλλοι είναι τόσο θυμωμένοι που δεν πλησιάζονται. Και υπάρχουν και εκείνοι που σε κοιτάνε και καταλαβαίνεις ότι έχουν ανάγκη να μιλήσουν για αυτό που τους έχει συμβεί.

Αυτή είναι η περίπτωση του Σταύρου και της Γεωργίας. Όταν τους συναντάμε μόλις έχουν βγει από το σπίτι τους, είναι η πρώτη φορά που μπήκαν μέσα μετά την καταστροφή.

«Καμία σχέση με το ’94, παιδιά. Και τότε είχαμε πάθει ζημιά, το νερό τώρα είναι τριπλάσιο, τότε ανέβαινε πόντο πόντο, τώρα, πώς βλέπουμε σε κάποιες ταινίες; σε 34 λεπτά ήταν πλημμυρισμένο όλο το χωριό. Ανέβηκε μέχρι τη σκεπή. Έσπασαν το φράγμα Καλέντζι από την Καρδίτσα, και ήρθαν τα νερά από πάνω, για να γλιτώσει η Καρδίτσα πλημμύρισαν όλα τα χωριά. Παλαμάς, Ψαθοχώρι, Μεταμόρφωση, Φύλλο, Μαραθέα, Βλοχός, Αγία Τριάδα, Κόρδα, Κοσκινάς. Στις τρεισήμισι τη νύχτα κόπηκε το ρεύμα και σταμάτησε το αντλιοστάσιο στον Βλοχό να τραβάει το νερό και να το πηγαίνει προς Πηνειό, οπότε ανέβηκε γρήγορα. Και ήταν άνθρωποι στο χωριό, δυο άτομα με βάρκες, ο μπαρμπα-Κώστας ο Τασιόπουλος –εσείς του πήρατε συνέντευξη;– έβγαλε 15 άτομα. Είχαμε δύο θύματα, μάνα και γιος, δεν έφυγαν, τους πήρε ο ύπνος, εδώ πιο κάτω έμεναν. Στο χωριό έμεναν 200 κάτοικοι, τώρα ένας Θεός ξέρει…»

Ρωτάω αν είχαν ζώα. «Εμείς είχαμε κάτι κοτόπουλα. Ένας φίλος μου όμως είχε 250 πρόβατα, πάνε. Δεν έχει έρθει κανένας να τα μαζέψει, τίποτα. Αν πας τώρα μέσα από τον περιφερειακό για Παλαμά θα δεις πρόβατα στον δρόμο, μαζεύονται αυτά; Στον Παλαμά μεγάλη καταστροφή, μελίσσια, ζώα, απελπισμένοι είναι, εξαγριωμένοι κάποιοι. Το θέμα είναι τι θα κάνουμε από δω και πέρα, αυτό είναι του πατέρα μου το σπίτι, τον έχουμε με εγκεφαλικό στον Παλαμά… εκεί το σπίτι μας είναι στον πρώτο όροφο, το νοικιάζουμε».

Στεκόμαστε και κοιτάμε το σπίτι τους, σκεπασμένο στη λάσπη. Ο Σταύρος μόλις σκότωσε ένα φίδι. «Οι κόποι μιας ζωής δεύτερη φορά τώρα. Στον Ιανό τη γλιτώσαμε στο τσακ, ρίχναμε τσιμέντο ταχείας πήξεως για να μη σπάσει το ανάχωμα, ήμασταν μερόνυχτα. Γύρω από το χωριό είναι το ποτάμι και κάναμε αναχώματα για το νερό. Αυτή τη φορά δεν τα καταφέραμε».

Μας πλησιάζει και η γυναίκα. Την κοιτάζω με βλέμμα συμπονετικό και τη ρωτάω το όνομά της. «Γεωργία με λένε. Ήρθα νύφη και μείναμε εδώ 13 χρόνια, νοικιάσαμε σπίτι στον Παλαμά για τα παιδιά αλλά είναι μικρό, τώρα είμαστε 9 άτομα σε 70 τετραγωνικά. Ο παππούς έχει κινητικά προβλήματα δεν μπορεί να περπατήσει, ό,τι έσωσαν το ’94 καταστράφηκαν όλα, είχε έρθει μια θεία τώρα και έκλαιγε, πού να φέρω τον πεθερό μου και την πεθερά μου, θέλουν να ’ρθουν να δουν…» Μας δείχνει πού ήταν το γκαζόν με τις κούνιες, η αποθήκη τους, πού ήταν οι κότες. «Πέθανε κι ο πατέρας μου, αύριο έχουμε τα 40 και δεν μπορώ να τον πενθήσω…» Την ακούω και δεν ξέρω τι να της πω, πόσες τέτοιες ιστορίες… 

Αλλιώς να το βλέπεις στην τηλεόραση, αλλιώς να το βλέπεις από κοντά και αλλιώς να το ζεις.

Η Γεωργία δούλευε σεζόν στην Intercomm, ροδάκινα, βερίκοκα, βγήκε σε αναστολή, και στο εκκοκκιστήριο βάμβακος, ούτε αυτό δουλεύει πια, έχουν ενοίκιο στον Παλαμά, ενοίκιο στα Γιάννενα που σπουδάζει ο γιος της, και ο Σταύρος δουλεύει σε έναν γεωπόνο. Είχαν και κάτι χωράφια του παππού που καλλιεργούσαν, πάνε. «Ποιος θα μας τα δώσει αυτά; Πώς θα ζήσουμε;»

Η γυναίκα μόλις έχει βγει. Κρατάει ένα κρυστάλλινο βάζο που έχει μέσα τη φωτογραφία του πεθερού της. «Έτσι το βρήκα, είχαμε όλα μας τα πράγματα εδώ, ήθελα να πάρω έστω κάτι», λέει και σπάνε τα χείλη της.

Μέσα στο σπίτι τους

«Έχω κάτι γαλότσες στο αυτοκίνητο, θέλεις να πάμε ξανά μέσα μαζί;» τη ρωτάω. Θέλει. Βάζω τις γαλότσες και με πιάνει από το χέρι. Με βοηθάει να κατέβω, μου λέει πού να πατήσω, έχει τρία σκαλοπάτια που δεν φαίνονται. Το νερό είναι πηχτό, μας έρχεται σχεδόν μέχρι το γόνατο, φτάνουμε με αργά βήματα στα σκαλοπάτια και ανεβαίνουμε. Η λάσπη γλιστράει πολύ, περπατάμε πολύ προσεχτικά. Την περιμένω να πάει από την πίσω πόρτα να ανοίξει, βγάζω φωτογραφίες. Οι γλάστρες με τα λουλούδια, σαν απολιθωμένα, πόσο περιποιημένα τα είχε η κυρία του σπιτιού.

«Κοίταξε πώς είναι το σπιτάκι μου, η κρεβατοκάμαρά μου…» Περπατάμε στους χώρους του σπιτιού κοιτάζοντας αποσβολωμένες, τα πράγματα είναι αναποδογυρισμένα, το νερό πέρασε με ορμή, το ψυγείο πεσμένο στο πάτωμα, το αγόρασαν πριν από ένα μήνα με δόσεις, όλα κατεστραμμένα, ο πλάστης για το φύλλο κρέμεται στο φωτιστικό, ανοίγουμε ένα πεσμένο σκρίνιο και βγάζουμε κάτι λασπωμένα κρυστάλλινα ποτήρια και τα βάζουμε προσεχτικά πάνω, θέλουν όλα κλίβανο. «Κοίτα, κοίτα πώς είναι…» Σε σημεία έχουν πέσει σοβάδες από το ταβάνι. Προσπαθούμε να καταλάβουμε πώς άλλαξαν τα πράγματα θέση, ο κουβάς από το μπάνιο είναι στο σαλόνι. Πεσμένες κάτω και οι κορνίζες με τις φωτογραφίες. «Ορίστε, το παιδάκι μου με τη γιαγιά του. Ο γιόκας μου όταν ήταν μικρούλης».

Ο γιόκας μου έσωσε και μερικούς ανθρώπους, ξέρεις τι ωραία που αισθάνεται η μαμά μετά;» 

Μαζεύουμε κάποια καδράκια με φωτογραφίες και της λέω να τα πάρει. Πιάνουμε με προσοχή, αν και δεν πρέπει να αγγίξουμε τίποτα. Οι τοίχοι έχουν φουσκώσει. Τα θεμέλια; Με παίρνει από το χέρι και βγαίνουμε όπως μπήκαμε, γλιστράει σαν να είσαι σε παγοδρόμιο. Τον κήπο, έξω, τον είχε η γιαγιά «πένα», όπως μου λέει. Μου μιλάει και για τον γιο της που έσωσε μια κυρία στον Παλαμά. «Η γιαγιά ενός φίλου του ήταν εγκλωβισμένη και δεν μπορούσαν να τη βγάλουνε, πήγε με το τρακτέρ με τον πατέρα του, μπήκε μέσα μέχρι το στήθος στο νερό και πήρε τη γιαγιά αγκαλιά και την έβγαλε. Μετά ήταν ένα παιδάκι με νοητική στέρηση, πνιγόταν, πήγαν πάλι με το τρακτέρ το πήρε αγκαλιά κι αυτό – ξέρεις τι ωραία που αισθάνεται η μαμά μετά;» λέει και είναι η πρώτη φορά που τη βλέπω να χαμογελάει. Η μυρωδιά είναι ανυπόφορη, πρέπει να φύγουμε.

Της ζητάω το τηλέφωνό της. Στο τέλος μου λέει: «Σε ευχαριστώ πολύ».

Ψύχραιμο σε βλέπω, λέω στον Σταύρο. «Τι να κάνω; δεν βγαίνει τίποτα».

«Πού θα πάνε αυτοί οι άνθρωποι; Οι γονείς μας; Πρέπει να τους έχουμε κοντά. Πού θα μείνουν; Δεν υπάρχουν σπίτια. 6.500 χιλιάδες που λένε θα δώσουν, για ηλεκτρικές συσκευές και έπιπλα, και 10.000 αν έχει ζημιές το σπίτι, τι να πρωτοφτιάξεις; Γίνεται αυτό με 10.000;» μου λέει η Γεωργία και δείχνει ό,τι έχει απομείνει από το σπίτι τους. 

Μέρος 4ο: Κακοκαιρία Daniel, κι αν υπήρχαν αντιπλημμυρικά έργα;

Φεύγουμε με την καρδιά σφιγμένη. Συνεχίζουμε σε κάποια ακόμα χωριά. Πηγαίνουμε Αστρίτσα, πάλι πράγματα κατεστραμμένα σε σωρούς. Πάμε προς Σοφάδες. Παντού εκτάσεις με βαμβάκι, καλαμπόκι, καπνά. Μέχρι πριν λίγες μέρες ήταν λίμνη. Κάτω από την Καρδίτσα είναι όλα βρεγμένα, οι φυτείες καταστραμμένες, έχουν μεταφερθεί πολλά υλικά, μόλις στεγνώσουν τα χωράφια πρέπει να καθαριστούν. Δεν μπορούν όμως να καλλιεργηθούν. Η γη μετά από πλημμύρα χρειάζεται αγρανάπαυση, όπως μετά από εντατική καλλιέργεια. Πάρα πολλές και οι καταστροφές και σε αρδευτικά, αντλίες, λάστιχα... 

Τα κιγκλιδώματα στον δρόμο είναι σπασμένα ή έχουν παρασυρθεί – μα με τι ορμή ερχόταν το νερό, που είχε τη δύναμη να σπάει το μέταλλο;

Οι επιστήμονες περιέγραψαν το φαινόμενο σαν τον ισχυρότερο μεσογειακό κυκλώνα που έπληξε την Ελλάδα τα τελευταία 70 χρόνια. Αν υπήρχαν αντιπλημμυρικά έργα θα μπορούσαν να μετριάσουν το κακό; Οι ποσότητες νερού που έπεσαν ήταν εξωφρενικές, μόνο στη Θεσσαλία 8 δισεκατομμύρια τόνοι. Τρία χρόνια πριν τα χωριά όμως είχαν πλημμυρίσει ξανά. Οι άνθρωποι της περιοχής λένε ότι τα έργα που έγιναν έκτοτε ήταν πιο πολύ αποκατάστασης για τις ζημιές που άφησε ο Ιανός. Τώρα που είχαμε ένα κατά πολύ εντονότερο φαινόμενο είναι λογικό ότι δεν αρκούσαν.

Τα φράγματα είναι κατασκευές που εμποδίζουν, ανακατευθύνουν ή επιβραδύνουν τη φυσική ροή των υδάτων. Συνήθως με την κατασκευή τους δημιουργούνται συλλέκτες υδάτων, ταμιευτήρες ή τεχνητές λίμνες.

Αν γινόταν ένα φράγμα στα Φάρσαλα, ώστε ο Ενιπέας να συγκρατούσε κάποια νερά εκεί, ένα άλλο φράγμα στο Μουζάκι, δηλαδή αν γίνονταν ταμιευτήρες, 5-6 μικρές λιμνούλες στους πρόποδες των βουνών, ίσως να είχαν κάποια συγκράτηση νερών ώστε να είναι πιο ήπιο το αποτέλεσμα σε φαινόμενα πολύ υψηλής βροχόπτωσης, μου λέει ο κ. Καραθάνος. «Αυτοί οι ταμιευτήρες μάλιστα θα είχαν διπλό ρόλο. Από τη μία θα μείωναν τις καταστροφές και θα έσωζαν περιουσίες και κυρίως θα υπήρχε μεγαλύτερη ασφάλεια για τους ανθρώπους και τα ζώα. Από την άλλη, θα ποτιζόταν ο κάμπος τους καλοκαιρινούς μήνες».

«Στη Θεσσαλία οδεύουμε προς ερημοποίηση»

«Γιατί το άλλο μεγάλο πρόβλημα είναι ότι στη Θεσσαλία οδεύουμε προς ερημοποίηση, καθώς η κλιματική αλλαγή την καθιστά μία από τις πιο επικίνδυνες περιοχές. Το νερό από τα βουνά δεν συγκρατείται και επίσης υπάρχει υπεράντληση υδάτων για να ποτιστούν τα χωράφια, πόσο μάλλον όταν μιλάμε για καλλιέργειες όπως το βαμβάκι που απαιτούν πάρα πολύ νερό (η αναδιάρθρωση των καλλιεργειών είναι ένα άλλο μεγάλο θέμα). Σε κάθε περίπτωση το νερό από αυτούς τους ταμιευτήρες θα μπορούσε να χρησιμοποιηθεί το καλοκαίρι, όπως στη λίμνη Πλαστήρα και τη λίμνη Σμοκόβου (η οποία παρεμπιπτόντως βοήθησε να μην πλημμυρίσουν πολλά χωριά στον Δήμο Σοφάδων, τεχνητή λίμνη που εγκαινιάστηκε το 2002), που το νερό συλλέγεται για να ποτίζει τον κάμπο τους καλοκαιρινούς μήνες. Τώρα μαθαίνουν πως είναι ένα έργο που είχε αποφασιστεί αλλά κάποιες μελέτες δεν προχώρησαν».

Τα μεγάλα αντιπλημμυρικά έργα πρέπει να γίνουν από το κράτος και όχι από την Περιφέρεια. «Είναι πολύ μεγάλα τα κόστη αλλά υπέρογκες είναι και οι αποζημιώσεις οι οποίες δεν λύνουν το πρόβλημα. Όταν γίνεται μια καταστροφή, τα 5.000 και 10.000 ευρώ είναι αστείο ποσό για ένα σπίτι που μπορεί να απαιτεί με 50.000 για να επισκευαστεί. Παρόλα αυτά τα έξοδα του κράτους είναι τεράστια, αν μαζέψουμε 3-4 μεγάλες καταστροφές με τα χρήματα που δίνει για να απαλύνει κάπως τον πόνο τον ανθρώπων για αυτά που έχασαν, θα μπορούσαν να γίνουν σοβαρά έργα που θα εξασφάλιζαν την ασφάλεια των κατοίκων και θα έδιναν άλλη προοπτική στην ανάπτυξη της περιοχής».

Τα φράγματα που άνοιξαν και οι υπηρεσίες που καταργήθηκαν

Η καταστροφή του αναχώματος για να αποσυμφορεθεί ένα ποτάμι που έχει ξεχειλίσει, είναι επιχειρησιακή επιλογή που πρέπει να γίνεται με οργανωμένο σχέδιο. Το ποιος αποφάσισε τη διάνοιξη του φράγματος στο Καλέντζι και στον Καράμπαλη και πλημμύρισαν τα χωριά θα διερευνηθεί από τη Δικαιοσύνη. Σχετικά με το φράγμα στον Καλέντζι, πάντως, ειδικοί εκτιμούν πως λόγω της θέσης που έχει το άνοιγμα και του τεράστιου όγκου νερού που έπεσε στην περιοχή δεν έπαιξε μεγάλο ρόλο, ότι δηλαδή τα χωριά θα πλημμύριζαν έτσι κι αλλιώς, ίσως οι ζημιές να μετριάζονταν. Ωστόσο θα έπρεπε να υπάρχει ένα σχέδιο κεντρικά, για το τι κινήσεις γίνονται όταν αντιμετωπίζουμε πλημμυρικά φαινόμενα – δεν μπορούμε να ρίχνουμε τις ευθύνες σε έναν δήμαρχο και σε έναν αντιπεριφερειάρχη.

Το πρόβλημα, όπως μου λένε, είναι διαχρονικό, υπάρχει πολυδιάσπαση αρμοδιοτήτων, άρα και ευθυνών. Στη Θεσσαλία μάλιστα υπήρχαν δύο κρατικές υδραυλικές υπηρεσίες που εκτελούσαν σημαντικά τεχνικά έργα, η Υπηρεσία Ελέγχου Υδραυλικών Έργων Θεσσαλίας (ΥΕΥΕΘ) και η κρατική Υπηρεσία Εγγειοβελτιωτικών Έργων (ΥΕΒ). «Με τον Καλλικράτη οι υπηρεσίες αυτές καταργήθηκαν, τα μηχανήματά τους πωλήθηκαν από το δημόσιο, οι χάρτες με τα χαντάκια και τα υψόμετρά τους πετάχτηκαν, ενώ η υδραυλική προστασία της Θεσσαλίας ανατέθηκε στον εκάστοτε Περιφερειάρχη, τους Δημάρχους και τους εργολάβους». Η αναγκαιότητα μιας ενιαίας διαχείρισης όλων των αντιπλυμμηρικών έργων στη Θεσσαλία από έναν Ενιαίο Φορέα Διαχείρισης Υδάτων αποτελεί αίτημα των Θεσσαλών εδώ και πολλά χρόνια. 

Υπάρχει απόλυτη ανάγκη επικαιροποίησης των μοντέλων που αφορούν τα αντιπλημμυρικά μέτρα

«Είναι σαφές ότι τα αντιπλημμυρικά έργα που απαιτούνται είναι μακράς πνοής και ξεπερνούν κατά πολύ τις δυνατότητες της Περιφέρειας και των Δήμων. Χρειάζεται μια υπηρεσία του κράτους που να είναι υπεύθυνη για θέματα που αφορούν συνολικά την αντιπλημμυρική προστασία της Θεσσαλίας και όχι μόνο καθαρισμών ρεμάτων ποταμών κ.λπ. και επίσης να υπάρχει σχέδιο για την πρόληψη και τη διαχείριση των έκτακτων φαινομένων, να υπάρχει ένας φορέας μόνο για αυτό στη Θεσσαλία» λέει ο κ. Καραθάνος. Έχοντας μπει σε μια νέα εποχή που τέτοια μετεωρολογικά φαινόμενα μαζικής καταστροφής θα συμβαίνουν πλέον όλο και πιο συχνά, είναι βέβαιο ότι υπάρχει απόλυτη ανάγκη επικαιροποίησης των μοντέλων που αφορούν τα αντιπλημμυρικά μέτρα, όπως και και την αντιπυρική πρόληψη και σχεδιασμό, ώστε να είναι όσο το δυνατόν ανάλογης με τα φαινόμενα κλίμακας.

Ο πρωθυπουργός Κ. Μητσοτάκης στην ομιλία του στη ΔΕΘ παραδέχθηκε τα προβλήματα. Όπως είπε, «λείπει ο συνολικός σχεδιασμός, η σοβαρή επιστημονική τεκμηρίωση και η γρήγορη ωρίμανση και κατασκευή των έργων» και ανήγγειλε την άμεση συγκρότηση ενός Οργανισμού Διαχείρισης Υδάτων Θεσσαλίας που θα υπάγεται στο Υπουργείο Υποδομών και Περιβάλλοντος με σκοπό τον κεντρικό σχεδιασμό και την υλοποίηση των αντιπλημμυρικών έργων.

Μένει να δούμε κατά πόσο θα ισχύσουν όλα αυτά στην πράξη, από ποιους θα στελεχωθούν οι νέες δομές και κατά πόσο θα βρεθούν οι πόροι για να υλοποιηθούν τα μεγάλα αναπτυξιακά έργα που χρειάζονται.

Όταν ο θεσσαλικός κάμπος ήταν βάλτος…

Ο κ. Θάνος Καραθάνος θέτει και μία ακόμα παράμετρο. «Ο θεσσαλικός κάμπος μέχρι το 1950 ήταν βάλτος. Θυμάμαι τις αφηγήσεις του πατέρα μου που πήγαιναν με βάρκα από την Καρδίτσα στο χωριό του, στο Πεδινό. Τις μέρες που έβρεχε ασταμάτητα, δεν υπήρχαν δρόμοι, έπιαναν οι νέοι τις βάρκες και χαίρονταν που είχε πολύ νερό για να πλέουν γρήγορα στη λίμνη που δημιουργούνταν, επειδή δεν χρειαζόταν να σπρώχνουν με κοντάρι το βυθό. Στη συνέχεια αποστράγγισαν τον βάλτο και έγινε εύφορη γη παίρνοντας τα εδάφη που χρειάζεται το νερό. Ίσως, λοιπόν, θα έπρεπε να μείνουν κάποια σημεία του κάμπου, που πάντα πλημμυρίζουν, και να λειτουργούν ως βιότοποι ή ως μικροί ταμιευτήρες νερού, όπως συνέβη και με την Κάρλα που παρά την αποστράγγιση ξαναέγινε λίμνη επιστρέφοντας στην αρχική της μορφή».

Και επίσης δεν φτάνει μόνο να καθαρίζουμε τα ποτάμια. «Πρέπει να είναι καθαρισμένα, αλλά η κοίτη τους έχει μικρύνει κατά πολύ, όπως στις πόλεις που τα σπίτια έχουν μπει μέσα στα ρέματα έτσι και τα χωράφια στον κάμπο έχουν μειώσει τα ποτάμια, και αυτό πρέπει να ληφθεί υπόψη».

Υπήρχε οργανωμένο σχέδιο εκκένωσης για τα χωριά;

Σε κάθε περίπτωση, πρέπει να υπάρχει ένα σχέδιο που να λέει, όταν περιμένουμε τέτοια φαινόμενα, τι κάνει ο κόσμος. Με βάση πάντα τη γεωγραφία, την οποία βεβαίως οι κάτοικοι γνωρίζουν πάρα πολύ καλά, όταν πλημμυρίζουν σπίτια στην Καρδίτσα, όπως έγινε με τον Daniel, όλοι ξέρουν ότι σε δύο ώρες θα αρχίσουν να φουσκώνουν τα νερά των ποταμών και με μαθηματική ακρίβεια σε μία μέρα θα πλημμυρίσουν τα επόμενα χωριά. 

«Όταν έπεσε όλος αυτός ο όγκος νερού στον Βόλο και συνέβη η καταστροφή, η μετεωρολογική πρόβλεψη έλεγε ότι το φαινόμενο θα μετακινούνταν δυτικά – ήταν προδιαγεγραμμένο, όσο και προφανές, ότι αν έπεφτε τόσο νερό η Καρδίτσα θα πνιγόταν, όπως και έγινε. Σε τέτοιες περιπτώσεις οι αρχές παίρνουν απόφαση να προστατεύσουν κάποιους τόπους ανοιγοκλείνοντας τα φράγματα, οι άλλοι οικισμοί όμως;» Στις πλημμύρες οι εντολές εκκένωσης είναι διαφορετικές από ό,τι στη φωτιά, οι άνθρωποι οδηγούνται στους πάνω ορόφους, στα χωριά όμως που πλημμύρισαν δεν υπάρχουν πάνω όροφοι, σε πολλές περιπτώσεις οι κάτοικοι αυτοσχεδίασαν. Οι κάτοικοι από Μεταμόρφωση, Βλοχό, Κοσκινα, Μαραθέα δεν θα έπρεπε να εκκενωθούν με λεωφορεία; Ακόμα και τα ζώα με φορτηγά. Πού θα τα πήγαιναν; είναι ο αντίλογος. Το φαινόμενο ωστόσο μοιάζει να υποτιμήθηκε.

Επίλογος: «Με ρώτησε αν χάλασε η γούνα της, τι να της πω;»

Ο Daniel μετέτρεψε τον εύφορο κάμπο και τα χωριά του σε χωματερές - νεκροταφεία χιλιάδων ζώων. Τα νερά, όπου έχουν υποχωρήσει, αφήνουν πίσω τους λάσπη και τόνους σκουπιδιών από τα διαλυμένα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις και τις αγροτικές και κτηνοτροφικές μονάδες. Όσο περνούν οι μέρες τα προβλήματα θα διογκώνονται και η απελπισία θα μεγαλώνει. Είναι όπως με το πένθος, που στην αρχή δεν καταλαβαίνεις τι σου γίνεται και έχεις και όλα τα πρακτικά που σε απασχολούν. Μετά; Έτσι και εδώ η ζωή τώρα πρέπει να συνεχίσει, χωρίς σπίτι, χωρίς πράγματα, χωρίς δουλειά. Και το θέμα θα απασχολεί όλο και λιγότερους. Οι άνθρωποι, όμως, πρέπει να βοηθηθούν.

Όταν γράφω αυτές τις γραμμές, στη Μεταμόρφωση τα νερά έχουν υποχωρήσει, αλλά όχι τελείως και όχι παντού. Κάποιοι κάτοικοι αρχίζουν και μπαίνουν στα σπίτια τους αντικρίζοντας την καταστροφή. Η ζωή εκεί δεν θα είναι βιώσιμη για πάρα πολύ καιρό. Υπάρχουν πολλά νεκρά ζώα, ακόμα και στον δρόμο. Οι καταψύκτες από τα σπίτια στο χωριό όπου φυλούσαν το κρέας έχουν γεμίσει σκουλήκια. Το χωριό χρειάζεται απολύμανση. Ξεκίνησε και ο εμβολιασμός των κατοίκων.

Σε έναν χώρο στον Παλαμά, η Γεωργία μαζεύει πράγματα που στέλνουν από όλη την Ελλάδα για τους κατοίκους της Μεταμόρφωσης και τα μοιράζει ακριβοδίκαια στους κατοίκους του χωριού για να μην υπάρχουν παράπονα: νερά, καθαριστικά, είδη υγιεινής, σεντόνια, ρούχα, ό,τι μπορείτε να φανταστείτε. Στο τηλέφωνο που την παίρνω για να δω πώς είναι η κατάσταση –με τη σκέψη να της ετοιμάσω ένα πακέτο με μυρωδάτα ασπρόρουχα, σεντόνια και πετσέτες και να της τα στείλω–, μου λέει ότι το μεγάλο τους πρόβλημα τώρα είναι: πού θα μείνουν όλοι αυτοί οι άνθρωποι; Οι περισσότεροι είναι μεγάλης ηλικίας, πού θα τους πάνε; Το κράτος τους δίνει το επίδομα ενοικίου για κάποιον καιρό, όμως δεν υπάρχουν σπίτια να νοικιάσουν. Ψάχνουν στις πόλεις, στην Καρδίτσα και στη Λάρισα, αλλά, εκτός του ότι δεν υπάρχουν, αυτά που βρίσκουν είναι πολύ ακριβά, οι τιμές έχουν ανέβει καθώς κάποιοι βρήκαν ευκαιρία να κερδοσκοπήσουν. Αδιανόητο, όμως αληθινό.

Η Γεωργία μου λέει στο τηλέφωνο ότι οι άνθρωποι εκεί είναι απελπισμένοι. Η επιδότηση ενοικίου δεν είναι λύση. Ζητούν από το κράτος να ακούσει το πρόβλημά τους και να βρεθεί μια πιο μόνιμη λύση. Όπως;

«Όπως να χτίσουν στον Παλαμά κατοικίες όπου να μπορούν οι κάτοικοι από τη Μεταμόρφωση και τον Βλοχό να μείνουν εκεί, και να κρατήσουν τα χωράφια τους για να μπορούν να πηγαίνουν να τα καλλιεργούν. Κάθε χρόνο ζούμε με το άγχος αν θα πλημμυρίσει το χωριό. Το να ξαναφτιαχτεί δεν είναι λύνει τα προβλήματα. Πρέπει να μιλήσουν οι εκπρόσωποι του χωριού με την Πολιτεία, χρειαζόμαστε μια μόνιμη λύση που να είναι βιώσιμη, αλλιώς θα μείνουμε στην απελπισία».

Μου λέει ότι ο πεθερός και η πεθερά της όλο το βράδυ έκλαιγαν, και ότι επιμένουν να πάνε να δουν το σπίτι τους. Άνθρωποι που τα είχαν όλα μέσα σε μια μέρα έγιναν ζητιάνοι. Μου λέει για την πεθερά της, που είναι κοκέτα, και της έχουν μείνει δύο αλλαξιές ρούχα. «Με ρώτησε αν χάλασε η γούνα της, τι να της πω;» «Να της πεις ότι θα της στείλω τη γούνα της μαμάς μου, που έχει μείνει από τα παλιά χρόνια στην ντουλάπα, όπως και τα ρούχα της που περίμεναν ένα χρόνο στην άκρη –από τότε που έφυγε– για μια κυρία σαν και εκείνη που θα τα χρειαστεί».

Οι άνθρωποι από τα χωριά της Καρδίτσας χρειάζονται την αλληλεγγύη μας. Κυρίως χρειάζονται το κράτος να πάει εκεί να τους ακούσει για να σχεδιάσουν μαζί την επόμενη μέρα.