- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μεγα-πυρκαγιές: Γιατί καιγόμαστε; Πού κάνουμε λάθος; Τι πρέπει να γίνει;
Μια διαφωτιστική συζήτηση με τον καθηγητή δασοπροστασίας Παλαιολόγο Παλαιολόγου για τις αιτίες των πυρκαγιών ακραίας συμπεριφοράς, την πρόληψη και την καταστολή
Ο καθηγητής δασοπροστασίας Παλαιολόγος Παλαιολόγου εξηγεί τις αιτίες των πυρκαγιών ακραίας συμπεριφοράς, τι μπορούμε να κάνουμε στην πρόληψη και την καταστολή
Όταν γράφω αυτές τις γραμμές η μεγάλη πυρκαγιά στον Έβρο συνεχίζει να καίει για 13η μέρα, με συνεχείς αναζωπυρώσεις που απειλούν χωριά και δάση, που σκορπίζουν απελπισία και θάνατο, μια πραγματική ακατανόητη κόλαση. Όταν συντελείται μια τέτοιου μεγέθους εθνική καταστροφή κάτι που μπορεί να μας παρηγορήσει είναι να προσπαθήσουμε να καταλάβουμε συνομιλώντας με αυτούς που έχουμε μάθει να αποκαλούμε «ειδικούς». Γιατί οι δυνάμεις καταστολής δεν μπορούν να σβήσουν τη φωτιά; Γιατί χάθηκε ένας πολύτιμος σπάνιο βιότοπος, ένα μοναδικό δάσος όπως αυτό της Δαδιάς; Γιατί κάηκε ξανά η Πάρνηθα, που έπρεπε να τη φυλάμε σαν τα μάτια μας; Γιατί η μεγάλη φωτιά στη Ρόδο κατέκαψε το 15% του νησιού; Η Μαγνησία (και η Αγχίαλος); Η Βοιωτία; Η Δυτική Αττική; Τι έχουμε μάθει από το 2021, μετά από την ανυπολόγιστη καταστροφή σε Εύβοια και Βαρυμπόμπη; Γιατί παρά τα μέτρα που πάρθηκαν, το 2023 είχαμε ένα από τα χειρότερα καλοκαίρια; Το να κατανοήσουμε τις αιτίες και να προσπαθήσουμε να βρούμε απαντήσεις δεν αλλάζει μόνο την οπτική μας για όσα συμβαίνουν. Επιπλέον τότε μόνο μπορούμε να ασκήσουμε εποικοδομητική κριτική, να απαιτήσουμε να αλλάξει η κυβερνητική διαχείριση. Προς ποια κατεύθυνση; Χρειαζόμαστε περισσότερους πυροσβέστες (όπως ζητάει η αντιπολίτευση και έχει εξαγγελθεί από την κυβέρνηση); Περισσότερα πτητικά μέσα; (έχουμε αναλογικά έναν από τους μεγαλύτερους στόλους). Χρειαζόμαστε πιο ικανούς στις ηγεσίες των υπουργείων; Ποιος θα τους συμβουλεύει; Εύλογα ερωτήματα που όλοι έχουμε, την ίδια στιγμή που αντιλαμβανόμαστε πως μπαίνουμε σε μία νέα κανονικότητα επισφάλειας λόγω της κλιματικής αλλαγής.
Ένας τέτοιος ειδικός είναι ο κ. Παλαιολόγος Παλαιολόγου, καθηγητής στο Γεωπονικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο τμήμα Δασολογίας και Διαχείρισης Φυσικού Περιβάλλοντος που βρίσκεται στο Καρπενήσι, με διδακτικό και ερευνητικό αντικείμενο τις Δασικές πυρκαγιές και τη Δασοπροστασία. Δεν είναι μόνο η κλιματική αλλαγή αλλά και η εγκατάλειψη της υπαίθρου, λέει, φωτίζοντας περιοχές που απουσιάζουν από τον δημόσιο διάλογο. Έχοντας απομακρυνθεί από τη Φύση και εγκαταλείψει την ύπαιθρο, τα τελευταία 60 χρόνια έχει διαταραχθεί μια ισορροπία που υπήρχε για αιώνες στα φυσικά οικοσυστήματα τα οποία τώρα απειλούνται. Πολλά από αυτά που συζητήσαμε με τον καθηγητή σε μια πρώτη επαφή μοιάζουν αιρετικά, όπως το να πολεμάς τη φωτιά με τη φωτιά – σε ελεύθερη απόδοση αυτό που ονομάζουν «αντιπύρ» (καταστολή) και «προδιαγεγραμμένη καύση» (πρόληψη) – συνήθεις πρακτικές που άλλες χώρες χρησιμοποιούν για την αντιμετώπιση των μεγα-πυρκαγιών. Μοιάζει να μας λείπει, δηλαδή, η τεχνογνωσία αλλά και το έμπειρο και κατάλληλο προσωπικό που θα μπορούσε να την εφαρμόσει. Και επιπλέον, «για πόσο ακόμα θα ακούμε στην τηλεόραση για τις ηρωικές προσπάθειες πυροσβεστών και κατοίκων»; Ακούγεται υπερβολικό να το λες, αλλά εξηγεί μία από τις πιο κρίσιμες διαστάσεις του προβλήματος.
Ας βάλουμε όμως τα πράγματα σε μια σειρά.
Τα μεσογειακά οικοσυστήματα είναι «πυρικώς προσαρμοσμένα», από τα πρώτα πράγματα που μου λέει ο κ. Παλαιολόγου. Τι σημαίνει αυτό; Ότι η φωτιά δεν αποτελεί μόνο παράγοντα υποβάθμισης του δάσους ή καταστροφής, όπως το βλέπουμε να συμβαίνει τώρα, αλλά και ανανέωσης, όπως συνέβαινε τον παλιότερο καιρό.
«Στα μεσογειακού τύπου οικοσυστήματα η φωτιά, στο πέρασμα των αιώνων, έγινε τμήμα της οικολογίας τους. Πολλές φορές και τα ίδια “επιδιώκουν” να καούν για να καταπολεμήσουν ασθένειες, εξάρσεις εντόμων ή για να αναγεννηθούν. Είναι λάθος να σκεφτόμαστε ότι είναι αιώνια επειδή ξεπερνούν τους ανθρώπινους χρόνους ύπαρξης. Τα δάση έχουν κι αυτά έναν κύκλο ζωής, γέννηση, ακμή, παρακμή, θάνατο».
Κάποια στιγμή, λοιπόν, τα δάση πεθαίνουν. «Το πρόβλημα ξεκινάει όταν τα οικοσυστήματα αυτά καίγονται συχνότερα από ό,τι τα ίδια “επιθυμούν”, τότε διαταράσσεται η οικολογία τους. Πρόβλημα όμως είναι και το να καίγονται λιγότερο από όσο χρειάζονται για να αναγεννηθούν». Δηλαδή;
«Τα οικοσυστήματα αυτά έχουν δαμαστεί και συνεξελιχθεί με τη φωτιά. Πολλά από αυτά χρειάζονται τις φωτιές χαμηλής έντασης που καίνε ό,τι υπάρχει από κάτω, στον υπόροφο. Το δάσος έτσι αραιώνεται με φυσικό τρόπο, τα κυρίαρχα δέντρα ψηλώνουν ταχύτερα και δημιουργείται μια ζώνη που έχει μεγάλη απόσταση της βλάστησης από το έδαφος. Αυτή η διαδικασία τα κάνει ανθεκτικά καθώς δεν υπάρχει επαρκής καύσιμη ύλη που να παίρνει τις φλόγες και να τις πηγαίνει στη δασική κόμη».
Τις αποκαλεί «ευεργετικές φωτιές» γιατί δεν καταστρέφουν το δάσος, αντίθετα το καθαρίζουν από κρίσιμη υπερβάλλουσα δασική βιομάζα. Οι φωτιές αυτές για πολλούς αιώνες έμπαιναν από φυσικά αίτια αλλά και από τους ανθρώπους της υπαίθρου, αγρότες και κτηνοτρόφους, για να καθαρίσουν τα χωράφια τους, στην Ελλάδα αυτό συνέβαινε εκτεταμένα μέχρι το ’50 και το ’60. Η εγκατάλειψη της υπαίθρου έφερε την πύκνωση της βλάστησης και συγχρόνως γύρω από τα αστικά κέντρα υπήρξε οικιστική επέκταση, ανάπτυξη της παραθεριστικής κατοικίας, φυτεύσεις νέων ειδών, κυρίως κωνοφόρων. Τα περιαστικά δάση άλλαξαν κι αυτά και έγιναν πιο ευάλωτα.
«Από τότε που άρχισε να εγκαταλείπεται η ύπαιθρος, με την αστικοποίηση, στα 60 χρόνια που μεσολάβησαν σταδιακά άλλαξε η δομή και η σύσταση του τοπίου. Ενώ παλιότερα είχαμε «μπαλώματα», περιοχές με γρασίδι, με θάμνους και δασικές συστάδες διαφορετικής πυκνότητας, και εκεί βρίσκαμε άγρια κατσίκια, ελάφια και άλογα που μέσω της βόσκησης κρατούσαν τη βιομάζα σε χαμηλές πυκνότητες, όλα αυτά έχουν αντικατασταθεί από ένα ενιαίο “χαλί” βλάστησης. Δεν υπάρχουν πλέον φυσικά εμπόδια που θα σταματήσουν μια πυρκαγιά, ενώ η καύσιμη ύλη συσσωρεύεται και ομογενοποιείται. Αυτό το πρόβλημα έχουμε τώρα στην Ελλάδα, και η πυρκαγιά που γλιτώσαμε ή σβήσαμε τα προηγούμενα χρόνια, εξελίσσεται τώρα σε μεγα-πυρκαγιά».
Με λίγα λόγια: Οι συνθήκες έχουν αλλάξει λόγω της κλιματικής κρίσης, αλλά και επειδή έχουν φύγει οι άνθρωποι από την ύπαιθρο.
«Είχατε ποτέ κήπο;» κάνει μια ερώτηση που λειτουργεί σαν μεταφορά. «Αφήστε τον και επιστρέψτε μετά από δύο καλοκαίρια, θα είναι ίδιος; Όσο είσαι εκεί τον φροντίζεις, τον έχεις καθαρό, αερίζεται, βγάζεις τα παραβλαστήματα που παίρνουν ενέργεια από τα φυτά παραμένει σε καλή-επιθυμητή κατάσταση, αν όμως τον παρατήσεις θα κυριαρχήσει η άγρια βλάστηση, θα βρεις μια ζούγκλα. Αυτό κάναμε στα δάση κάποτε (ανεπίσημη “καλλιέργεια” από τους παραδασόβιους πληθυσμούς) και αυτό συμβαίνει τώρα (εγκατάλειψη, κυριαρχία ή επέκταση ανεπιθύμητων ειδών, ανταγωνισμός μεταξύ των ατόμων του ίδιου ή διαφορετικών ειδών, και γήρανση). Δεν είναι μόνο η κλιματική αλλαγή, έχουμε πιο ακραίες συνθήκες σίγουρα, αλλά αυτό που κάνει μεγάλη διαφορά είναι ότι έχει αλλάξει η πυκνότητα και,πολλές φορές, η σύσταση της βλάστησης».
Κάθε μέρα έχουμε φωτιές, κάθε μέρα η Πυροσβεστική καταφέρνει και σβήνει το 99% των πυρκαγιών, αλλά το 1% που θα ξεφύγει θα κάνει τη μεγάλη ζημιά, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος.
Πυρκαγιές: Oι εμπρηστές είναι μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας
Πρέπει να θυμόμαστε ότι όλες οι φωτιές ξεκινάνε από ένα σπίρτο, από μια φλόγα, το ποια θα γίνει μεγάλη είναι τυχαίο πολλές φορές. «Μια πυρκαγιά που είχαμε έξω από την Τρίπολη θα μπορούσε να γίνει μεγα-πυρκαγιά, υπήρχαν οι συνθήκες, αλλά τη σβήσαμε. Πόσες τέτοιες έχουμε σβήσει; Πάρα πολλές. Κάποιες που ξεφεύγουν γίνονται μεγάλης κλίμακας, που σημαίνει πάνω από 100.000 στρέμματα, όπως αυτή στη Ρόδο. Όταν λέμε μεγα-πυρκαγιές εννοούμε πάνω από 400.000 στρέμματα. Μέγα πυρκαγιές έχουμε μέχρι σήμερα 4 στην Ελλάδα, δύο στην Πελοπόννησο το 2007, στην Εύβοια το 2021 και τώρα στον Έβρο».
Υπάρχει η πεποίθηση ότι όταν ο καιρός γίνεται επικίνδυνος, τότε μπαίνουν οι φωτιές, του λέω. Λάθος! «Αρκεί μόνο να δούμε τα στοιχεία της Πυροσβεστικής, πόσες φωτιές είχαμε στον Έβρο την ημέρα πριν από τη μεγάλη πυρκαγιά, όπως και μετά από κάθε μεγάλη πυρκαγιά. Δεν είναι ότι περιμένουν να βάλουν τη φωτιά όταν είναι ο άνεμος δυνατός. Κάθε μέρα έχουμε φωτιές, κάθε μέρα η Πυροσβεστική καταφέρνει και σβήνει το 99% των πυρκαγιών, αλλά το 1% που θα ξεφύγει θα κάνει τη μεγάλη ζημιά, αυτό είναι που δεν καταλαβαίνει ο πολύς κόσμος. Από το 2017 μέχρι σήμερα είχαμε στην Ελλάδα 60.000 (!) καταγραφές από την Πυροσβεστική Υπηρεσία αναφλέξεων στην ύπαιθρο, πολλές εκ των οποίων εξελίχθηκαν σε πυρκαγιές! Κάθε χρόνο, αν βγάλεις αυτές που μπαίνουν τον χειμώνα, έχουμε να αντιμετωπίσουμε 4.000 με 5.000 αναφλέξεις στην ύπαιθρο μέσα σε δύο μήνες».
Ρωτάω αν έχει σημασία το να ξεκινήσει μια φωτιά από εμπρησμό. «Αν κάποιος το σκεφτεί στρατηγικά πού θα βάλει τη φωτιά, από πού φυσάει ο άνεμος, ποια είναι τα ευάλωτα σημεία, πού δεν μπορούν να πάνε τα οχήματα, η φωτιά μπορεί θα γίνει πολύ επικίνδυνη. Οι χειρότερες πυρκαγιές είναι αυτές που μπαίνουν στην πλέον ακατάλληλη στιγμή, η ζημιά που θα κάνει ένας κακόβουλος και καλά σχεδιασμένος εμπρησμός δεν αντιμετωπίζεται εύκολα, αλλά αυτό προϋποθέτει μία οργανωμένη σκέψη. Ακούμε προσεκτικά τις καταγγελίες αλλά αν δεν αποδειχθούν θα παραμείνουν θεωρία. Αυτό που με βεβαιότητα μπορούμε να πούμε είναι ότι σχεδόν όλοι οι εμπρηστές που έχουν συλληφθεί είναι μέσα στο σώμα της ελληνικής κοινωνίας. Κάθε χρόνο στα νησιά έχουμε αγροτικές πυρκαγιές, που τυπικά είναι νόμιμες, δηλαδή μπαίνουν εκτός αντιπυρικής περιόδου. Πέρσι τον χειμώνα στη Λήμνο, από όπου κατάγομαι, έβαλαν κάποιοι κτηνοτρόφοι μια φωτιά και τα έκαψαν όλα επειδή ήθελαν να καθαρίσουν τον βοσκότοπό τους – η πυρκαγιά φυσικά δεν κοιτάζει σύνορα και δεν περιορίστηκε στον δικό τους βοσκότοπο αλλά κατέκαψε μια σειρά από γειτονικές περιουσίες».
Μας θυμίζει ότι στην Αγχίαλο, ακριβώς την επόμενη μέρα μετά από μια αδιανόητη καταστροφή, έπιασαν έναν 75χρονο που έβαλε φωτιά για να καθαρίσει το χωράφι του από τα ξερά χόρτα. «Μεγάλοι άνθρωποι, κτηνοτρόφοι ή αγρότες, που αυτό έμαθαν να κάνουν, έβλεπαν τον πατέρα τους χειμώνα καλοκαίρι να βάζει φωτιές, όλα καμένα, όλα βοσκημένα. Όμως ο κόσμος τότε ζούσε στην ύπαιθρο και οι κλιματικές συνθήκες ήταν διαφορετικές. Η πυρκαγιά που θα βάλουν τώρα μπορεί να γίνει μεγα-πυρκαγιά και να καταστρέψει ζωές, δεν αντιλαμβάνονται ότι έχουν αλλάξει οι συνθήκες».
Ένα, εκ πρώτης όψης, παράδοξο: Ενώ πολλές από τις πυρκαγιές ξεκινούν από το κάψιμο των χόρτων που επιχειρούν μεγάλης ηλικίας συνήθως άνθρωποι (της υπαίθρου), ωστόσο οι πιο επικίνδυνες φωτιές μαίνονται σε περιοχές που έχουν εγκαταλειφτεί από τον αγροτικό πληθυσμό. «Στις περιοχές που υπάρχει αγροτική ζωή οι πυρκαγιές που βάζουν κτηνοτρόφοι έχουν κάποιες αρνητικές συνέπειες (δηλαδή κάποιες ξεφεύγουν και κάνουν ζημιά, όπως αυτή της Λήμνου που αναφέραμε), ξέρουν όμως ότι κάθε χρόνο θα καούνε και στα μέρη αυτά έχεις μια συγκεκριμένη και ήπια συμπεριφορά πυρκαγιάς, γιατί δεν συσσωρεύεται καύσιμη ύλη. Αν τους πάρεις αυτούς τους ανθρώπους και αφήσεις τα οικοσυστήματα αδιατάραχτα για 50 χρόνια θα δεις πολύ μεγάλες αλλαγές στην ένταση και τη συμπεριφορά των πυρκαγιών στα ίδια μέρη γιατί θα έχει μεταβληθεί άρδην η σύσταση, δομή και πυκνότητα της βλάστησης».
Η εγκατάλειψη της υπαίθρου επανέρχεται συχνά στη συζήτησή μας ως καθοριστική για την ακραία συμπεριφορά των πυρκαγιών, σε συνδυασμό με την κλιματική αλλαγή. Πλέον απαιτείται διαφορετική διαχείριση.
Μεγα-πυρκαγιές: Extreme fire behavior
Υπάρχουν πλέον καινούργιοι όροι για να περιγράψουν τη νέα «γενιά» πυρκαγιών. «Οι πυρκαγιές αυτές είναι πολύ υψηλής έντασης, στην Αμερική χρησιμοποιούν τον όρο extreme fire behavior. Είναι άλλο η μεγα-πυρκαγιά που τη ζυγίζουμε βάση του μεγέθους της έκτασης που καίει, και άλλο οι πυρκαγιές ακραίας συμπεριφοράς. Η πυρκαγιά στο Μάτι ήταν ακραίας συμπεριφοράς και έκαψε μόλις 10.000 στρέμματα και δυστυχώς 100 ανθρώπους, όπως και αυτή στη Χαβάη. Η πυρκαγιά στον Έβρο έκαψε 810.000 στρέμματα (σ.σ. και συνεχίζει) και δεν παρουσίασε τόσο ακραία συμπεριφορά στα περισσότερα από τα μέτωπά της. Δεν υπάρχει απόλυτη σχέση μεταξύ του μεγέθους και της έντασης μιας πυρκαγιάς. Αλλά οι πυρκαγιές που έχουν τόσο ψηλή ένταση και ακραία συμπεριφορά και δεν μπορούν να κατασταλούν στα αρχικά τους στάδια, μεγαλώνοντας στο μέγεθος γίνονται μεγα-πυρκαγιές, και τότε είναι πολύ δύσκολο να οριοθετήσεις το μέτωπο. Πυρκαγιές όπως αυτή στο Μάτι, μικρής έκτασης αλλά με πολύ μεγάλη ένταση –όλα έγιναν μέσα σε μιάμιση ώρα– επίσης δεν μπορείς να τις σβήσεις. Το μόνο που μπορείς και πρέπει να κάνεις είναι η έγκαιρη απομάκρυνση των κατοίκων, και αυτό το έχουμε πετύχει. Κακώς δέχονται κριτική για το 112, είναι λάθος συζήτηση. Το ότι εκκενώνουμε τους οικισμούς είναι καλό, πρώτον δεν θρηνούμε θύματα, δεύτερον βοηθάει στην καταστολή επειδή οι πυροσβέστες επιχειρούν χωρίς να φοβούνται μήπως κινδυνεύουν άνθρωποι. Αν θέλουμε να κάνουμε αντιπολίτευση γίνονται άλλα σφάλματα και εκεί πρέπει να εστιάσουμε με μία εποικοδομητική κριτική και διάλογο που θα βοηθήσει τα πράγματα να πάν–ε καλύτερα. Στις περιπτώσεις ακραίας συμπεριφοράς πυρκαγιών η λύση είναι το 112, αν λειτουργούσε τότε θα είχε σώσει και τον κόσμο στο Μάτι».
Γιατί δεν σβήνουν οι φωτιές; Όσο μιλάμε ο Έβρος καίγεται για 12η μέρα. Η απάντησή του: «Γράψ’το ακριβώς όπως θα σου το πω: Οι μεγάλης κλίμακας πυρκαγιές δεν σβήνουν, γιατί πολύ απλά δεν μπορούμε να τις σβήσουμε. Και κάθε φορά που σβήνουμε μια πυρκαγιά που συμβαίνει σήμερα, αν δεν εφαρμόσουμε διαχείριση καύσιμης ύλης –που είναι δουλειά των δασαρχείων, που δεν την κάνουν όπως πρέπει γιατί οι προδιαγραφές αντιπυρικής διαχείρισης είναι παρωχημένες– ώστε με έναν τεχνητό τρόπο να έχουμε τις ευεργετικές επιπτώσεις της πυρκαγιάς, δηλαδή τον καθαρισμό της καύσιμης ύλης (αυτό που έκαναν οι άνθρωποι της υπαίθρου ανεπίσημα επί αιώνες), η πυρκαγιά σε 2-5-10 χρόνια θα ξαναπιάσει κάπου στην ίδια περιοχή, θα είναι χειρότερη και ενδεχομένως δεν θα την καταστείλουμε έγκαιρα. Κάθε φορά που σβήνουμε μια πυρκαγιά, αντί να σκεφτόμαστε “ουφ τη γλιτώσαμε”, πρέπει να σκεφτόμαστε, “ωραία, αν δεν πάμε να κάνουμε διαχείριση, η ίδια πυρκαγιά που ενδεχομένως θα εκδηλωθεί μελλοντικά στο ίδιο σημείο ή λίγο πιο πέρα θα είναι πολύ χειρότερη”».
Κάθε φορά που σβήνουμε μια πυρκαγιά, αντί να σκεφτόμαστε “ουφ τη γλιτώσαμε”, πρέπει να σκεφτόμαστε, “ωραία, αν δεν πάμε να κάνουμε διαχείριση
Η καταστολή: Τι πρέπει να κάνουμε για να μην καούμε το επόμενο καλοκαίρι;
Η συζήτησή μας με τον κ. Παλαιολόγου ολοκληρώνει έναν πρώτο κύκλο. Στα σημαντικά τώρα: Τι κάνουμε λάθος; Πρώτον, τη διαχείριση. Μας λείπει τεχνογνωσία. Όταν λέμε διαχείριση δεν εννοούμε μόνο τις αντιπυρικές ζώνες, εξηγεί, μια καθαρισμένη λωρίδα σε ένα βουνό (που δεν μας αρέσει κιόλας αισθητικά). «Διαχείριση σημαίνει να αφαιρούμε καύσιμη ύλη διατηρώντας τη σύσταση του δάσους, να αραιώνονται τα δάση ώστενα μην ανταγωνίζεται το ένα δέντρο το άλλο, να μην έχουμε ξηράνσεις και να μην υπάρχει περίσσεια βλάστηση στον υπόροφο. Αυτό βέβαια δεν μπορεί να γίνει σε άγριες φυσικές περιοχές, να αφαιρέσεις δηλαδή εντατικά τη βλάστηση στην Πίνδο ή στον Όλυμπο, είναι αντιοικονομικό και αντιοικολογικό. Η διαχείριση πρέπει να γίνεται στοχευμένα, και σε σωστή κλίμακα, σε περιοχές που φοβόμαστε ότι η φωτιά μπορεί να περάσει, σε περιοχές που έχουν υψηλή αξία για τη δική μας ή για την άγρια ζωή, περιοχές που πρέπει πάση θυσία να τις προστατεύσουμε ή που έχουν κρίσιμες υποδομές». Τη διαχείριση που έκαναν παλιά οι άνθρωποι της υπαίθρου τώρα πρέπει να την κάνουν οι δομές του κράτους, τα δασαρχεία.
Η σωστή διαχείριση, αυτό που λέμε η πρόληψη, είναι προαπαιτούμενο για την καταστολή. Αλλά και η ίδια η καταστολή απαιτεί πλέον άλλου τύπου εργαλεία. «Οι μεγα-πυρκαγιές δεν σβήνουν αν είσαι από πίσω και κυνηγάς το μέτωπο, ποτέ δεν πρόκειται να τις πιάσεις, ούτε σβήνουν μόνο πετώντας νερό από τον αέρα. Αυτό μπορείς να το κάνεις στις μικρές φωτιές, και εκεί τα πηγαίνουμε καλά. Τις μεγάλες φωτιές τις σβήνεις μόνο αν σκεφτείς στρατηγικά. Η πυρκαγιά στον Έβρο καίει πολλές μέρες, είχαμε τον χρόνο να σκεφτούμε. Μπορούμε να προβλέψουμε πώς θα κινηθούν οι πυρκαγιές μέσω προσομοιώσεων. Πού περιμένουμε να την πιάσουμε; Πάμε σε εκείνα τα σημεία και επιχειρούμε συνδυαστικά με χωματουργικά μηχανήματα, με αλυσοπρίονα, με τους δασοκομάντο, με ό,τι έχουμε στη διάθεσή μας για να αρχίσουμε να κάνουμε διαχείριση καύσιμης ύλης εκείνη την ώρα με κόψιμο των δέντρων, κατέβασμα της βλάστησης, ώστε να δημιουργήσουμε νέες αντιπυρικές ζώνες σε διάταξη δικτύου (και όχι μεμονωμένες). Και στη συνέχεια, να χρησιμοποιήσουμε την τεχνική του αντιπυρός, δηλαδή να αρχίσουμε να καίμε κόντρα στο μέτωπο, ώστε όταν έρθει η φωτιά −που θα έχει θεριέψει– να μην έχει τι να κάψει και εκεί να έχουμε μια ευκαιρία να τη χτυπήσουμε. Άρα πρέπει να σκεφτούμε και να δράσουμε στρατηγικά, και να εφαρμόσουμε έμμεσες μεθόδους καταστολής και την τεχνική του αντιπυρός».
Οι μεγα-πυρκαγιές δεν σβήνουν αν είσαι από πίσω και κυνηγάς το μέτωπο, ποτέ δεν πρόκειται να τις πιάσεις, ούτε σβήνουν μόνο πετώντας νερό από τον αέρα.
Τι είναι το «Αντιπύρ»: Πολεμώντας τη φωτιά με τη φωτιά
Πριν από δύο χρόνια, μετά τη φωτιά στην Εύβοια, συστάθηκαν οι Ειδικές Μονάδες Δασικών Επιχειρήσεων (ΕΜΟΔΕ), οι αποκαλούμενοι «δασοκομάντο», ειδικές δυνάμεις της Πυροσβεστικής για να επιχειρούν μέσα στο δάσος, στο μέτωπο της φωτιάς, που να μπορούν να αναρριχηθούν στο βουνό, σε σημεία που δεν φτάνουν εύκολα οι επίγειες δυνάμεις, και με κοπτικά μηχανήματα, σκεπάρνια και άλλα εργαλεία να φτιάχνουν αναχώματα στη φωτιά.
«Η ομάδα αυτή, περίπου 600 άτομα, εκπαιδεύτηκαν και στη μέθοδο της χρήσης της φωτιάς για εφαρμογή σε επιχειρήσεις καταστολής, με δύο παραλλαγές (κατάκαυση και Αντιπύρ), μια πρακτική που χρησιμοποιούσε η δασική υπηρεσία στην Ελλάδα το ’60 και το ’70 αλλά μετά απαγορεύτηκε. Τη χρησιμοποιούν στην Αμερική για δεκαετίες, όπως και στην Ευρώπη σε χώρες όπως η Ισπανία και η Ρουμανία. Βέβαια, πλέον οι συνθήκες είναι πιο ακραίες, για αυτό καίγονται και στην Αμερική και στον Καναδά παρότι έχουν τις καλύτερες μεθόδους καταστολής».
Αν καίγονται στην Αμερική, τι να πούμε εμείς στην Ελλάδα; είναι κάτι που λέμε συχνά. «Το θέμα δεν είναι γιατί καίγονται στην Αμερική. Θα το θέσω διαφορετικά. Πυρκαγιές σαν αυτές στην Ελλάδα οι Αμερικάνοι πυροσβέστες θα τις έσβηναν. Σαν το Έβρο έχουν 10-15 κάθε χρόνο. Για τις δικές τους πυρκαγιές υπάρχει πλέον ο όρος gigafires, καμένες εκτάσεις πάνω από 4 εκατομμύρια στρέμματα, υπήρχαν φωτιές που ξεκινούσαν τον Ιούνιο και σταματούσαν τον Οκτώβρη. Μη συγκρίνουμε ανόμοια πράγματα, η έκταση ολόκληρης της Ελλάδος είναι μόλις η μισή της Πολιτείας του Oregon».
Όπως εξηγεί, μια πρακτική όπως το αντιπύρ, δηλαδή το να ανάβεις φωτιά ελεγχόμενα για να αντιμετωπίσεις την πυρκαγιά εκεί που θα προβλέψεις ότι θα κατευθυνθεί, δεν μπορείς να τη χρησιμοποιήσεις στην Πάρνηθα, ή εκεί που έχεις πυκνό αστικό ιστό. Όμως στον Έβρο υπήρχαν οι ιδανικότερες συνθήκες για να την εφαρμόζαμε, όπως και στη Βόρεια Εύβοια, σε περιοχές δηλαδή με εκτεταμένη βλάστηση, όπου υπάρχει και ο χώρος και ο χρόνος. Αλλά δεν την αξιοποιούν, παρά σε ελάχιστες περιπτώσεις. Έχουν εκπαιδευτεί ελλιπώς; Φοβούνται να την εφαρμόσουν; «Όταν μαθαίνεις μια τέτοια τεχνική χρειάζεσαι γερή εκπαίδευση, κάποιων χρόνων. Αυτό που θα μπορούσαμε να κάνουμε είναι να προσλάβει το κράτος άτομα με τεράστια εμπειρία από την Αμερική, και να τους βάλουν επικεφαλής των δικών μας μονάδων για δύο μήνες επί τω έργω, κάποιοι να πάρουν την ευθύνη και να ξέρουν καλά τη δουλειά τους».
Στον Έβρο η φωτιά καίει για 13η μέρα. Το παράδοξο, αλλά και ενδεικτικό της αποτυχίας μας, είναι ότι στην περιοχή αυτή είχαμε πολύ καλή διαχείριση, πυκνό δίκτυο αντιπυρικών ζωνών και χωράφια. «Υπάρχουν τρία δασαρχεία που έκαναν τη καλύτερη διαχείριση καύσιμης ύλης σε όλη τη χώρα. Εκεί δεν έπρεπε να ξεφύγει αρχικά η φωτιά. Οι πυροσβέστες μας είναι καλοί να σβήνουν τις μικρές πυρκαγιές, με τη συνδρομή των εναέριων μέσων. Αλλά για να σβήσεις μεγάλης κλίμακας πυρκαγιές θέλεις άλλης κλίμακας τακτική και άλλη εκπαίδευση».
Στον Έβρο υπήρχαν οι ιδανικότερες συνθήκες για να το εφαρμόζαμε, όπως και στη Βόρεια Εύβοια, σε περιοχές δηλαδή με εκτεταμένη βλάστηση, όπου υπάρχει και ο χώρος και ο χρόνος
Οι πυροσβέστες
Άπτεται του προηγούμενου θέματος και είναι πάρα πολύ σοβαρό: η αύξηση του μέσου όρου ηλικίας των πυροσβεστών. Είναι λογικό, ένας άνθρωπος 50 χρονών δεν έχει τις ίδιες δυνάμεις που έχει 20 και 30 χρονών. Εύκολα καταλαβαίνει κανείς πως δεν είναι η λύση το να ζητάμε μόνο προσλήψεις πυροσβεστών, που μάλιστα γίνονται χωρίς τα απαιτούμενα κριτήρια. «Και 10.000 πυροσβέστες να πάρουν, θα την έσβηναν αυτή τη φωτιά; Αν την κυνηγάς με μια μάνικα από τον δρόμο; Ή παίζουν κάποιο ρόλο “οι ηρωικές προσπάθειες των κατοίκων” στην αντιμετώπιση της πυρκαγιάς; Ίσα ίσα κινδυνεύουν. To μόνο που μπορούν να κάνουν είναι να σώσουν το σπίτι τους, και αυτό είναι κατανοητό, αλλά και εφικτό. Η πυρκαγιά όμως θα τους αγνοήσει αν παραβγούν μαζί της απροετοίμαστοι, όπως θα αγνοήσει και τη διαχείριση καύσιμης ύλης αν δεν έχει γίνει στη σωστή κλίμακα, όπως π.χ. που κάνουν οι δήμαρχοι που παίρνουν τα λεφτά από τον κρατικό προϋπολογισμό χωρίς λογοδοσία για τα πεπραγμένα τους, ή η διαχείριση που έγινε τα τελευταία δύο έτη με το πρόγραμμα ΑΝΤΙΝΕΡΟ. Δεν είναι η λύση, λοιπόν, να πάρουμε κι άλλους πυροσβέστες. Για πόσο ακόμα θα ακούμε στην τηλεόραση για τις ηρωικές προσπάθειες πυροσβεστών και κατοίκων;».
Ναι, συχνά οι πυροσβέστες μας υπερβαίνουν τον εαυτό τους, αλλά αυτό δεν φτάνει. «Η δουλειά της πυρόσβεσης είναι δύσκολη και απαιτητική. Για αυτό στην Αμερική έχουν τους Hotshot Crews και σας προτείνω μια ταινία, Only the Brave. Μια αληθινή ιστορία για το πώς κάηκε μια ομάδα πυροσβεστών το 2011 σε έναν λόφο στην Αμερική. Ήταν πιστοποιημένη ιδιωτική ομάδα δασοπυρόσβεσης, και έχει ενδιαφέρον να δούμε τι εκπαίδευση περνούσαν. Για να κάνεις πυρόσβεση στις τωρινές συνθήκες πρέπει να έχεις προσωπικό σε άριστη φυσική κατάσταση και με υπερβολικό ζήλο να ριχθεί στη μάχη με τις φλόγες. Η Πυροσβεστική δεν μπορεί να είναι μια υπηρεσία που να λειτουργεί με όρους πρόσληψης στο δημόσιο, δεν μπορεί οι ίδιοι άνθρωποι που τον χειμώνα πηγαίνουν σε τροχαία ή αντλούν νερά από πλημμυρισμένα κτίρια, να αντιμετωπίζουν ακραίας έντασης πυρκαγιές το καλοκαίρι».
Μια λύση θα ήταν, απαντάει στην ερώτησή μου, να φτιάξουμε ομάδες εκτός Πυροσβεστικής που θα εκπαιδεύονται στη δασοπυρόσβεση, θα είναι αυστηρά 20-30 χρονών, ενώ οι επιτελείς τους θα είναι μεγαλύτεροι, αυτοί που θα τους καθοδηγούν. «Πρέπει να μπορούν να βγουν με τον κασμά, το αλυσποπρίονο με το φλόγιστρο, και να κάνουν για 3-4 μέρες συνεχόμενες αντιπυρικές ζώνες».
Τα έργα όπως σχεδιάζονται είναι πολύ μικρής κλίμακας και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ένταση της νέας κανονικότητας των πυρκαγιών.
Το πρόγραμμα Προληπτικών Καθαρισμών Antinero: Καλές προθέσεις, λάθος εφαρμογή
Επιστρέφουμε στην Πρόληψη. Όταν κάνεις καλή διαχείριση της δασικής καύσιμης ύλης αυξάνεις την ανθεκτικότητα των δασικών συστημάτων απέναντι στις πυρκαγιές και τις επιπτώσεις της κλιματικής κρίσης. Κάτι που ξεκινήσαμε να κάνουμε με το πρόγραμμα Antinero μετά την καταστροφή στην Εύβοια το 2021. Ένα πρόγραμμα του Υπουργείου Περιβάλλοντος διαχείρισης δασικής ύλης και συντήρησης δασικών οδικών δικτύων που χρηματοδοτήθηκε από το Ταμείο Ανάκαμψης με 50 εκατ. ευρώ, για το 2023, ενώ τις διαγωνιστικές διαδικασίες και τις αναθέσεις ανέλαβε το ΤΑΙΠΕΔ. Για πρώτη φορά δόθηκαν χρήματα στα δασαρχεία για έργα πρόληψης πυρκαγιάς, καθώς μέχρι τότε η χρηματοδότησή τους ήταν πενιχρή. Όμως και πάλι δεν είδαμε αποτελέσματα.
«Ενώ η λογική του προγράμματος είναι σωστή –πρέπει να βρίσκουμε κάθε χρόνο χρήματα για διαχείριση καύσιμης ύλης και πρέπει η χρηματοδότηση να συνεχιστεί–, ο τρόπος εφαρμογής ήταν αποτυχημένος και πρέπει να αλλάξει. Η κυβέρνηση στην αυτοκριτική της για την εφαρμογή του προγράμματος εστιάζει σε λάθος σημεία. Λένε, κάναμε τον διαγωνισμό με τη λογική του κατεπείγοντος και οι αναθέσεις δεν προχώρησαν με ανοιχτούς διαγωνισμούς αλλά με κλειστές διαδικασίες. Ξέρουμε ότι οι αναθέσεις έγιναν σε κάποιους εργολάβους που ήταν πιο έτοιμοι. Το πρόβλημα δεν είναι αυτό, το πρόβλημα είναι ότι μοίρασαν τα χρήματα σχεδόν ισομερώς στις 103 δασικές υπηρεσίες, αντί να βάλουν προτεραιότητες και να εστιάσουν σε νευραλγικά σημεία, σε περιοχές που έχουν πολύ αυξημένη επικινδυνότητα. Έχουμε 50 εκατομμύρια; Την πρώτη χρονιά πάμε να φτιάξουμε τα δάση της Αττικής, την Πάρνηθα, την Πεντέλη, την επόμενη χρονιά τα δάση γύρω από τη Θεσσαλονίκη και την Αλεξανδρούπολη. Τα έργα που θα κάνεις θα έχουν αντίκρισμα μόνο αν είναι σε τέτοια κλίμακα που να μπορούν να κάνουν τη διαφορά. Η Πάρνηθα κάηκε γιατί επί της ουσίας δεν έγινε ορθή και εκτεταμένη διαχείριση καύσιμης ύλης, στην έκταση και στην ένταση που έπρεπε. Δεν λέμε να καθαρίσουμε όλο τον δρυμό. Στη Φυλή, όμως, δεν έπρεπε να υπάρχει ούτε πευκοβελόνα».
Τα έργα όπως σχεδιάζονται είναι πολύ μικρής κλίμακας και δεν μπορούν να αντιμετωπίσουν την ένταση της νέας κανονικότητας των πυρκαγιών. «Επιπλέον, δεν γίνονται στην έκταση που πρέπει και διακόπτονται γιατί το τοπίο είναι κατακερματισμένο μεταξύ ιδιωτών, δημάρχων, της εκκλησίας και του κράτους. Άρα η Δασική Υπηρεσία κάνει έργα μόνο στις μικρές περιοχές που διαχειρίζεται και όχι εκεί που πραγματικά πρέπει».
Αν η διαχείριση δεν γίνει με σωστό τρόπο και στη σωστή κλίμακα, ό,τι και να κάνουμε θα είναι πεταμένα λεφτά. Με το να κάνεις μια περιορισμένη διαχείριση σε ένα περιαστικό δάσος 100 στρεμμάτων, όταν η πυρκαγιά θα έρθει με τέτοια ένταση που θα τα προσπεράσει σε 2-3 λεπτά και θα έχεις φλόγες 30, 40, 50 μέτρων, δεν πρόκειται να τη σταματήσεις. Θα έπρεπε να γίνει σε μια πολύ πιο εκτεταμένη έκταση. Η διαχείριση καύσιμης ύλης που θα κάνεις πρέπει να μπορείνα κόψει την πορεία της πιθανής πυρκαγιάς, να ισοφαρίσει την ένταση και την ορμή της, ώστε να δώσουμε την ευκαιρία στις κατασταλτικές δυνάμεις να την πιάσουν.
Aν δεν εκμεταλλευτούμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, από το αντιπύρ μέχρι την προδιαγεγραμμένη καύση, αλλά και την καλύτερη εκπαίδευση των πυροσβεστών, κάθε καλοκαίρι η χώρα θα καίγεται.
Προδιαγεγραμμένη καύση
Λάθος τρόπος διαχείρισης σημαίνει τεράστιο κόστος και μικρό αποτέλεσμα. Ο κ. Παλαιολόγου φέρνει και έναν καινούργιο όρο στη συζήτηση. Στην Αμερική χρησιμοποιούν εκτεταμένα τη μέθοδο της προδιαγεγραμμένης καύσης, όπως και σε πολλές ακόμα χώρες, στην Αυστραλία, την Ισπανία, την Πορτογαλία, τη Γαλλία. Τι είναι; «Ναι μεν πάνε και κάνουν μηχανικές αραιώσεις, δηλαδή από εκεί που έχεις 100 δέντρα σε ένα στρέμμα δάσους αφήνεις π.χ. τα 50, ωραία; Αλλά μετά χρησιμοποιούν τη φωτιά, από Νοέμβρη μέχρι αρχές άνοιξης, για να κάψουν με οικονομικό τρόπο τον υπόροφο του δάσους, αυτό που λέγαμε στην αρχή ότι έκαναν κάποτε οι άνθρωποι της υπαίθρου. Μιλάμε δηλαδή για μια ελεγχόμενη καύση αγροτικής ή δασικής βλάστησης, από ομάδα ειδικών, κάτω από συγκεκριμένες συνθήκες και σε καθορισμένη περιοχή. Αυτό σημαίνει μείωση κόστους, γιατί δεν χρειάζεται να φέρνεις φορτηγά να κουβαλάς τις πευκοβελόνες, με πολύ εύκολο τρόπο καθαρίζεις μεγάλες εκτάσεις, και το κυριότερο βοηθάς στη συντήρηση. Γιατί με τη φωτιά η βλάστηση αργεί να ξαναβγεί. Άρα βελτιώνεις την απόδοση της επένδυσής σου και αυξάνεις το χρονικό ορίζοντα της δουλειάς που έχεις κάνει, αντί να κρατήσει το έργο 5 χρόνια θα κρατήσει 15-20».
Είναι επικίνδυνο; Επί της αρχής, όχι, εφόσον το κάνεις όταν δεν υπάρχει αέρας και βρίσκεις το κατάλληλο “παράθυρο ευκαιρίας”, π.χ. όταν ξέρεις ότι σε δυο μέρες θα βρέξει είναι πλήρως ελεγχόμενο. Στην Ελλάδα το έχουμε χρησιμοποιήσει ποτέ; «Μόνο πειραματικά, στο πλαίσιο διετούς πιλοτικού έργου προδιαγεγραμμένης καύσης στη Χίο, που ολοκλήρωσε η WWF Ελλάς σε συνεργασία με ειδικούς επιστήμονες του Ινστιτούτου Μεσογειακών Δασικών Οικοσυστημάτων του ΕΛΓΟ «ΔΗΜΗΤΡΑ» και του Πανεπιστημίου Αιγαίου και τη διεύθυνση Δασών Χίου, προσπαθώντας να προωθήσουν την επιστημονική τεκμηρίωση και την ανάδειξη των προϋποθέσεων εφαρμογής της μεθόδου ως σημαντικό εργαλείο πρόληψης των δασικών πυρκαγιών στην Ελλάδα.
«Οι δασοκομάντο, δηλαδή, θα μπορούσαν να εκπαιδευτούν στη χρήση της φωτιάς κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού με το αντιπύρ για την καταστολή, και τον υπόλοιπο χρόνο στην προδιαγεγραμμένη καύση. Για αυτό λέω ότι το ΑΝΤΙΝΕΡΟ χωρίς την προδιαγεγραμμένη καύση είναι προδιαγεγραμμένο ότι θα αποτύχει στον στρατηγικό του στόχο: να μειώσει της ένταση και έκταση των πυρκαγιών που εκδηλώνονται υπό την επίδραση της κλιματικής αλλαγής».
Δεν υπάρχει εύκολη λύση. «Το πρόβλημα είναι πολύπλοκο και πολυπαραγοντικό, απαιτεί διεπιστημονικότητα, αλλά αν δεν εκμεταλλευτούμε όλα τα εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας, από το αντιπύρ μέχρι την προδιαγεγραμμένη καύση, αλλά και την καλύτερη εκπαίδευση των πυροσβεστών, κάθε καλοκαίρι η χώρα θα καίγεται. Η κυβέρνηση πρέπει να κάνει σοβαρά την αυτοκριτική της για τα δάση που χάθηκαν. Παίρνουν κάποια μαθήματα; Βελτιώνουν τις τεχνικές τους;»
Ο κ. Παλαιολόγου έχει ειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές και στη δασοπροστασία. Όπως μου λέει, έχουμε 5 τμήματα Δασολογίας, υπάρχουν και άλλοι πέντε συνάδελφοί του πανεπιστημιακοί-ερευνητές με εξειδίκευση στις δασικές πυρκαγιές και άλλοι τρεις που είναι σε ερευνητικά ινστιτούτα όπως στον ΕΛΓΟ «Δήμητρα». Το κράτος θα μπορούσε να τους αξιοποιήσει. «Η ΕΕ έχει χρηματοδοτήσει 4 προγράμματα αυτή τη στιγμή πανευρωπαϊκά, από 20 εκ. το κάθε ένα. Τα πορίσματα τα καταθέτουμε στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή, αν θέλει το κράτος να συμβουλευθεί και να αξιοποιήσει τα νέα εργαλεία. Αλλά μην έχουμε υπερβολικές προσδοκίες από την έρευνα και την τεχνολογία ότι μπορούν να κάνουν τα πάντα. Μπορεί να μας βοηθήσουν στον σχεδιασμό. Στο τέλος της ημέρας όμως είναι ο πυροσβέστης που θα βάλει την μπότα μέσα στο χώμα, που θα σβήσει τη φωτιά. Είναι ο πιλότος που θα μπει στο Canadair. Ο οδηγός του χωματουργικού μηχανήματος και αυτοί που θα πιάσουν το αλυσοπρίονο».
Τα δάση θα χαθούν; Υπάρχει ελπίδα;
«Τα δάση δεν πρόκειται να εξαφανιστούν. Ακούγεται αιρετικό, αλλά σήμερα έχουμε πολύ περισσότερα δάση σε σχέση με αυτά που είχαμε το ’50. Το ότι τα δάση έχουν πυκνώσει και ο κόσμος έχει φύγει από την ύπαιθρο είναι που κάνει τις πυρκαγιές τόσο μεγάλες».
Όταν καίγεται ένα δάσος θα αναγεννηθεί. Η φυσική αναγέννηση, όσον αφορά τα κωνοφόρα, πεύκα και έλατα, εμποδίζεται εφόσον έχουμε διαδοχικές πυρκαγιές στο ίδιο σημείο. Μετά αργά ή γρήγορα θα υπάρχει μια διαδοχή από άλλα είδη βλάστησης. Παράδειγμα ο Έβρος. «Τη δεκαετία του ’60-’70 έφτιαξαν ένα τεχνητό πευκοδάσος σε αναβαθμίδες – ενώ ήταν δρυοδάσος φυσικό, αφαίρεσαν τους δρύες και τα πλατύφυλλα για να δώσουν τη διαχείριση της ξυλείας των κωνοφόρων μετά από μερικά χρόνια σε τοπικά εργοστάσια. Το τεχνητό αυτό πευκοδάσος κάηκε το 2011. Το δάσος άρχισε να ξαναγεννάται, πήγαμε μετά από 2 χρόνια και είχαμε μια έντονη αναγέννηση κωνοφόρων. Τι σημαίνει αυτό; Ότι με την τωρινή φωτιά τα κωνοφόρα από την περιοχή δεν θα ξαναβγούν γιατί δεν υπάρχει πια επαρκές γενετικό υλικό, αλλά θα ξαναγίνει πιθανότητα δρυοδάσος όπως ήταν αρχικά».
Σημειώνει μια εδραιωμένη πεποίθησή μας που δεν συνειδητοποιούμε. «Έχουμε συνδυάσει το δάσος με τα κωνοφόρα δέντρα, κυρίως πεύκα και έλατα, αλλά δάσος είναι και τα πλατύφυλλα, δάσος είναι και οι θαμνώνες, τα πουρνάρια, μάλιστα μπορεί να είναι ένα δασικό οικοσύστημα με πολύ μεγαλύτερη βιοποικιλότητα σε σχέση με τα κωνοφόρα, δάσος μπορεί να είναι και ένας φρυγανότοπος όπως αυτοί που βλέπουμε στις βραχονησίδες, έχουμε βρει σε κάποιες πολύ μεγαλύτερη βιοποικιλότητα από ό,τι γύρω από ολόκληρη την Αττική! Άρα άλλο αυτό που είναι καλό για εμάς και για την αισθητική μας, και άλλο για τη φύση η οποία έχει τους δικούς της κανόνες και μηχανισμούς προσαρμογής και επανάκαμψης.
Το δάσος θα αναγεννηθεί. «Μπορεί αυτή η διαδικασία να πάρει 10, 50 ή 100 χρόνια, οι χρόνοι της φύσης είναι διαφορετικοί από τους δικούς μας. Εμείς τους σκεφτόμαστε στα όρια της δικής μας περατότητας, ναι μπορεί να μην ξαναδούμε ποτέ το δάσος που κάηκε, αλλά η φύση έχει τον τρόπο, ξαναφέρνει τη δική της ισορροπία αργά ή γρήγορα. Δεν κινδυνεύει η φύση, ο άνθρωπος κινδυνεύει από τις πράξεις του, ακούγεται κάπως αιρετικό, αλλά πλέον έχουμε πολύ καλή γνώση για το πώς λειτουργούν τα φυσικά οικοσυστήματα. Οι πυρκαγιές είναι ένα τμήμα των μεσογειακών οικοσυστημάτων, δεν μπορούν να φύγουν, θα πρέπει να μάθουμε να ζούμε μαζί τους.