Ελλαδα

Η κυρία Αρβελέρ αγαπά τους αχινούς

Μιλάμε για ταξίδια, για τον Πόρο, για το Βυζάντιο και τη Θεοδώρα, αλλά (κυρίως) μιλάμε για τη ζωή που είναι πάντοτε ωραία όταν έχεις δίπλα σου μια μερίδα αχινούς.
Σταυρούλα Παναγιωτάκη
ΤΕΥΧΟΣ 880
10’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ελένη Γλύκατζη - Αρβελέρ: Η ελληνίδα βυζαντινολόγος σε μια προσωπική συνέντευξη για τη ζωή της

Είναι Ιούλιος και στη μεγάλη σουίτα του έκτου ορόφου σ’ ένα από τα πιο κεντρικά ξενοδοχεία της πλατείας Συντάγματος φυσάει ένα ελαφρύ, ζεστό αεράκι. Είναι πια καλοκαίρι, η ωραιότερη εποχή να μιλήσεις για ταξίδια. Πήγα να συναντήσω μια γυναίκα που γνωρίζω από τα media, εγώ και δέκα εκατομμύρια συμπατριώτες μου, αλλά που θα έβλεπα για πρώτη φορά από κοντά. Επειδή δεν είχα ιδέα πόσο εύκολο θα ήταν να καταφέρω να μου μιλήσει για ταξίδια και διακοπές μια σοβαρή βυζαντινολόγος που έβλεπα (και με έβλεπε) για πρώτη φορά, έκανα μια σατανική σκέψη: αν έπαιρνα μαζί μου σ’ αυτή τη συνάντηση μία από τις καλύτερές της φίλες; Ζήτησα, λοιπόν, από την κυρία Πέγκυ Ζουμπουλάκη να με συνοδεύσει. Ήξερα ότι μιλάει καθημερινά με την κυρία Ελένη Γλύκατζη Αρβελέρ στο τηλέφωνο και ότι λίγο πριν κλείσουν της διαβάζει πάντα ένα καινούργιο ποίημα που έχει γράψει. Μα τι τρομερή σκηνή είναι αυτή, τι ωραίο πράγμα οι σταθερές, αιώνιες φιλίες;

Μπορεί να είναι τα ίδια ποιήματα που τώρα κρατάει στα χέρια της καθώς μας υποδέχεται στο δωμάτιό της – ένα κλασικό δωμάτιο ξενοδοχείου, ευρύχωρο, ήσυχο, λιτό, με ωραίο μπαλκόνι και θέα όλη την πλατεία Συντάγματος. Και ξαφνικά ανακαλύπτω την ανατροπή στον τοίχο που βρίσκεται ακριβώς απέναντι από το κρεβάτι της. Αναγνωρίζω αμέσως την Πέγκυ σ’ αυτό τον τοίχο. Τι έχει κάνει η φίλη; Έχει τιγκάρει τον τοίχο με χρώματα, φωτογραφίες, αφίσες, αφισάκια, η Yayoi Kusama αγκαλιά με τη Niki de Saint Phalle, λουλούδια στα βάζα, ένα χαρούμενο σύμπαν που βγάζει γλώσσα και κάνει πλάκα στην αυστηρότητα του υπόλοιπου χώρου.

Περάσαμε μιάμιση ώρα σε απίστευτη χαλαρότητα, με χαρές και γέλια, με ιστορίες χωρίς αρχή και τέλος, με πλάκες και ανέκδοτα, με αναγνώσεις ποιημάτων, ιστορίες που δεν γράφονται, λέγονται όμως εύκολα μεταξύ φίλων. Απ’ το μπαλκόνι στο βάθος, η θάλασσα για τους αναχωρούντες. Μόνο το ουζάκι έλειπε για να συμπληρωθεί το κάδρο μιας απόλυτα καλοκαιρινής και ανάλαφρης συνάντησης.

— Ταξιδέψατε στη ζωή σας, κυρία Αρβελέρ;

Μόνο αυτό κάνω.

— Όχι επαγγελματικά, εννοώ ταξίδια αναψυχής.

Μαζί ήταν και τα δύο. Η αναψυχή μου είναι η δουλειά μου, ουδέποτε πήρα τη δουλειά για δουλεία, την πήρα πάντοτε από περιέργεια. Όλο κάτι ρωτώ, όλο κάτι βρίσκω, όλο ταξιδεύω και εάν δεν ταξιδεύω με τρένα, πλοία ή αεροπλάνα, ταξιδεύω με το μυαλό. Πάντα.

— Γιατί ταξιδεύουμε, λέτε;

Όσο περισσότερο ταξιδεύεις, τόσο περισσότερο καταλαβαίνεις πόσο ελάχιστα πράγματα γνωρίζεις.

— Θυμάστε ποιο ήταν το πρώτο σας ταξίδι;

Πολύ καλά. Τελευταίο παιδί εγώ, με μεγάλη διαφορά από τα αδέλφια μου – με τον προηγούμενο 6 χρόνια και με τον μεγάλο 17. Με είχαν σαν παιχνίδι, το «γρουσούζικο» με φώναζαν. Η μάνα μου είχε πλούσιους αδελφούς στο Βουκουρέστι, εμείς ήμασταν πάμφτωχοι πρόσφυγες και εγώ ήμουν η μόνη που γεννήθηκε στην Αθήνα. Οι πλούσιοι συγγενείς έστελναν τα παιδιά τους στην Αθήνα σε εσωτερικά, την κόρη στο Αρσάκειο, τον γιο στο Κοργιαλένειο. Το καλοκαίρι γύρναγαν στο σπίτι τους και, όπως ήταν παιδιά, παρακαλούσαν να τους συνοδεύσει η μάνα μου. Μου έλεγε η μάνα μου «παιδί μου, εάν σε αφήσω εδώ θα σε τυραννήσουν οι μεγάλοι». Αυτό ήταν αλήθεια, γι’ αυτό με πήρε μαζί της. Άρα το πρώτο μου ταξίδι ήταν Αθήνα-Βουκουρέστι, με πλοίο – πρέπει να ήμουν εννιά χρονών. Θυμάμαι όταν περνούσαμε από τα Δαρδανέλια άνοιξα τα πόδια μου για να κρατήσω ισορροπία και να μπορώ να βλέπω και τις δύο μεριές των στενών, μη χάσω ούτε τη μία ούτε την άλλη. Όταν φθάσαμε στην Πόλη (το πλοίο ήταν μικρό και για να μπει στη Μαύρη Θάλασσα έκανε στάση το βράδυ) είδα τη μάνα μου να κλαίει και όταν τη ρώτησα «μάνα, γιατί κλαις;» μου απάντησε «παιδί μου, κοίτα την Αγιά Σοφιά». Η μάνα μου έκλαιγε, κατάλαβες; Νομίζω απ’ αυτή τη σκηνή που γράφτηκε στο dna μου τότε και δεν ξεγράφτηκε ποτέ, έγινα βυζαντινολόγος. Αυτό είναι το πρώτο μου ταξίδι, αλλά το θυμάμαι σαν και τώρα. 

— Τι άλλο θυμάστε;

Όλα τα θυμάμαι. Όταν πήγα στο Βουκουρέστι, οι πλούσιοι θείοι μου με πήγαιναν να δω τα πάρκα, το Cismigiu, πότε από τον έναν δρόμο, πότε από τον άλλο. Μια μέρα τους λέω «σήμερα θα πάω από τον δρόμο που θέλω εγώ», εννιά χρονών κοριτσάκι… σε μια άγνωστη πόλη! Πού να με πείσουν, εγώ το δικό μου, ανάγκασα τη θεία μου να έρχεται ξωπίσω μου μην τυχόν χαθώ. Από το πάρκο του Cismigiu θυμάμαι ένα μπαρ το οποίο ήταν μέσα σε έναν τεράστιο ψεύτικο κορμό δέντρου που τον είχαν σκάψει για να κάνουν το μπαρ. Όταν δεκαετίες μετά πήγαμε στο Βουκουρέστι, σε μία μεγάλη συγκέντρωση βυζαντινολόγων, τα θυμόμουν όλα αυτά τα μέρη και τους ξεναγούσα κανονικά.

— Ζήσατε πάρα πολλά χρόνια στο εξωτερικό. Η  Ελλάδα υπήρξε για εσάς, πέρα από συναισθηματικό λιμάνι, και τόπος διακοπών;

Άκου, μην το γράψεις, αλλά θα σου το πω: Η Ελλάδα ήταν για εμένα ΜΟΝΟ τόπος διακοπών.

— Θα το γράψω, γιατί αν δεν θέλατε να το γράψω δεν θα μου το λέγατε. Έτσι λέει ένας κανόνας της δημοσιογραφίας.

Μπράβο! Γράψ’ το, λοιπόν!

— Σας ακούω.

Ήταν μόνο τόπος διακοπών, λοιπόν, γιατί για εμένα η Ελλάδα, πριν πάω στο Παρίσι, ήταν διάβασμα, φτώχεια και μαρτύριο. Τα μεγάλα μου αδέλφια πραγματικά με τυραννούσαν, δεν περνούσα καλά, θυμάμαι που έπαιζαν χαρτιά με τους φίλους τους. Εγώ καθόμουν δίπλα τους και τους παρακολουθούσα, έτσι έγινα η μεγαλύτερη χαρτοπαίκτρα του κόσμου – ξέρω πόκερ, πόκες, πράγματα και θαύματα, μέχρι και μπριτζ έμαθα, τα πάντα. Αυτοί κάπνιζαν τότε, έβαζαν στην άκρη του τραπεζιού τα λεφτά και έλεγαν μεταξύ τους «μείναμε από τσιγάρα, αλλά εάν πούμε στο μικρό να πάει να πάρει, ούτε τη σωστή μάρκα θα φέρει ούτε τα σωστά ρέστα». Σηκωνόμουν εγώ, βούταγα τα λεφτά, έτρεχα και έφερνα και τη μάρκα τη σωστή και τα ρέστα τα σωστά. Μία, δύο, τρεις μου το έκαναν και πάντοτε την πάθαιναν, πάντοτε πήγαινα και έφερνα και τα τσιγάρα και τα ρέστα τα σωστά. 

— Τι συνέβη μετά;

Έγινα καθωσπρέπει στη Γαλλία, παντρεύτηκα έναν πάμπλουτο, έναν άνδρα με προίκα.

— Εννοείτε τον Ζακ Αρβελέρ;

Ναι, μεγάλη προίκα ο Αρβελέρ. Ήθελε, λοιπόν, σαν ξένος, να γνωρίσει την Ελλάδα και ερχόμασταν κάθε χρόνο. Εγώ διαφωνούσα, αλλά το έκανα.

— Πού διαλέγατε να πάτε;

Δεν διαλέγαμε, μας καλούσαν. Όλα τα καλοκαίρια της ζωής μου τα έχω περάσει στον Πόρο, στο σπίτι των Λαμπράκηδων. Ήμουν φίλη και συνάδελφος με την αδελφή του Χρήστου, τη Λένα Λαμπράκη, είχα μαθήτρια στη Γαλλία την άλλη του αδελφή, την Άννα Λαμπράκη. Μας φιλοξενούσαν κάθε χρόνο στο φιλόξενο σπίτι του Πόρου. Μόνο όταν έγινε η χούντα εδώ, σταμάτησα να έρχομαι. Ήταν τα μόνα 6 συνεχόμενα χρόνια της χούντας που δεν ήρθα ποτέ, εκτός από μία φορά ινκόγκνιτο. Γιατί ήμουν καθωσπρέπει στη Γαλλία και δεν ήθελα να μάθουν ότι ήρθα στην Ελλάδα της χούντας. Ήταν η εποχή που γνώρισα καλά την Ισπανία. Με πήγαινε ο Αρβελέρ, καταπληκτική χώρα η Ισπανία.

— Μετά τη χούντα, επιστρέφατε στα ελληνικά καλοκαίρια;

Πάντα.

— Στον Πόρο;

Πάντα.

— Δεν γνωρίζετε άλλα ελληνικά νησιά;

Τα άλλα νησιά απλά τα επισκεπτόμουν. Ο Πόρος ήταν το λιμάνι μου.

— Τι βρήκατε στον Πόρο και κολλήσατε; 

Άκου, εμένα ποτέ δεν μου άρεσε αυτό που λένε, τι ωραίο τοπίο, τι θάλασσα, τι φαγητό. Εμένα εκείνο που μου άρεσε είναι οι άνθρωποι. Στον Πόρο, όπως είπα, είχα και τη Λένα και την Άννα, μετά τον Χρήστο και κυρίως έγινα πολύ φίλη με την Έλζα Λαμπράκη, τη μάνα, η οποία ήταν μία καταπληκτική γυναίκα, οπότε, ναι, οι άνθρωποι μου άρεσαν. Όταν έγινα Πρόεδρος… να κάνω μία παρένθεση να πω ένα αστείο;

— Ευχαρίστως!

Η κόρη μου με φωνάζει «κύριε Πρόεδρε», όταν τη ρώτησα γιατί, μου είπε την εξής ιστορία. Ένα παιδάκι θέλει να αγοράσει παπαγάλο, πηγαίνει με τον πατέρα του στην αγορά, βρίσκει ένα ωραιότατο παπαγαλάκι, με δύο χρώματα, μιλάει και αγγλικά, του λέει ο έμπορος 50 ευρώ, κλαίει το παιδί, βρίσκει ένα άλλο παπαγαλάκι λίγο πιο ωραίο, πιο χρωματιστό, του λέει ο έμπορος, «αυτό 100 ευρώ». Γιατί, τον ρωτάει έκπληκτος ο πατέρας; Γιατί μιλά και ρωσικά, το άλλο μιλούσε μόνο εγγλέζικα. Προχωρούν, κλαίει το παιδάκι και στο κατώφλι φεύγοντας βρίσκουν ένα παπαγαλάκι χωρίς χρώμα, μαδημένο, γέρικο, χάλια, λέει ο μπαμπάς, «ε, αυτό θα μας το δώσεις τσάμπα!». Αυτό, λέει ο έμπορας, κάνει 500 ευρώ. Και γιατί, παρακαλώ, τον ρωτά ο πατέρας. «Γιατί όλα τα άλλα το φωνάζουν “κύριε Πρόεδρε”».

— Να ξαναγυρίσουμε στον Πόρο;

Ναι, τον τόπο αυτόν τον έχω περπατήσει, τον έχω δει και πρέπει να πω ότι ο Πόρος δεν είναι νησί, ο Πόρος είναι συνέχεια της Πελοποννήσου, έχει την Τροιζήνα, έμαθα και τη Φαίδρα, έμαθα και τον Ιππόλυτο. Έλεγα, «η Φαίδρα με ποιον Ιππόλυτο, με έναν ψαρά ξυπόλυτο». Στον Πόρο γνώρισα και τον Αλέξη Διαμαντόπουλο.

— Θα τον γνωρίσετε και σε μας;

Ο Αλέξης ήταν ο πιο ωραίος άνδρας της Αθήνας. Κανένας δεν τον θυμάται πια. Πραγματικά έμοιαζε λίγο με τον Gregory Peck, σχεδόν ίδιος ήταν.  Είχε κάνει τεράστιες σπουδές στην Αγγλία, στην Οξφόρδη –τελείως Οξφορδιανός–, τον είχε ο Λαμπράκης για να γράφει κάτι χρονογραφήματα. Αυτός βαριόταν, ήθελε να γράφει για την αρχαία τραγωδία που είχε μάθει και με είχε βρει να διαβάζω τα γραπτά του, διόρθωνα, έκανα, έδειχνα κ.λπ. και από εκεί έμαθα ότι η μισή Αθήνα ήταν ερωτευμένη με τον Αλέξη. Όταν πέθανε πήγαν διάφορες στην κηδεία και εκείνο που άκουγες ήταν, και εσύ; και εσύ; και εσύ;

— Πώς περνούσατε τις ημέρες σας στον Πόρο;

Άφησέ με να σου τα πω.

— Σας αφήνω.

Στον Πόρο έμαθα να οδηγώ αυτοκίνητο και εγώ και η κόρη μου.

— Ποιος σας έμαθε να οδηγείτε;

Ο άνδρας μου. Αυτό σημαίνει ότι το κτήμα Λαμπράκη ήταν τεράστιο, όλος ο λόφος επάνω. Μπάνιο πηγαίναμε σε διάφορα μέρη, στο Λιονταράκι, ένα μικρό νησί που μοιάζει με λιοντάρι, λίγο έξω από τον Πόρο. Στο Λιονταράκι λοιπόν φθάναμε με τη βάρκα τη «ΓΙΛΕΔΗΜΑ», που έβγαινε από τα αρχικά των ονομάτων του Γιώργου, της Λένας, του Δημήτρη και του Μανώλη. Πηγαίναμε λοιπόν είτε στο Λιονταράκι, είτε απέναντι στην Τροιζήνα στο Λεμονοδάσος που ήταν και το σπίτι του Τομπάζη, του αρχιτέκτονα. Το βράδυ το πρόγραμμα είχε μόνο ταβέρνα. Πηγαίναμε όμως και στο σπίτι του Διαμαντόπουλου, που ήταν στον ναύσταθμο τον ρωσικό, στον Πόρο.

— Τι γεύσεις καλοκαιρινές θυμάστε;

Τα μύδια. Μύδια λοιπόν, πρώτον. Έπειτα ο άνδρας μου πέθαινε –και εκείνος και εγώ– για αχινούς. Τους αχινούς τους μάζευε η Λένα, έπαιρνε ένα καλάθι και με τα πέδιλα έφευγε και ερχόταν με το καλάθι γεμάτο. Ο Ζακ, ο άνδρας μου, είχε φέρει ένα ψαλίδι ειδικό για να κόβει τους αχινούς. Το τι αχινό έχω φάει, δεν λέγεται. Εγώ έφευγα από το σπίτι επάνω για να συναντήσω την παρέα παίρνοντας ένα λεμόνι για τους αχινούς.

— Ένα μόνο;

Ναι, το δικό μου. Σε κανέναν δεν έδινα.

— Σας αρέσουν ακόμα οι αχινοί, κυρία Αρβελέρ;

Πεθαίνω. Αφού τώρα που πηγαίνω στο Πόρτο Χέλι στους Βαρδινογιάννηδες, αχινούς τρώνε δύο άνθρωποι μόνο, ο Βαρδής και εγώ, όλοι οι άλλοι είναι καθωσπρέπει, δεν τρώνε αχινούς. 

— Πού αλλού πηγαίνατε;

Εκτός από το Λεμονοδάσος, στο μοναστήρι του Πόρου, το οποίο ήταν κοντά και γεμάτο πεύκα. Ο Πόρος δεν είναι ξερονήσι, είναι γεμάτος πεύκα. Ξέρω όλα τα μαγαζιά του Πόρου, ειδικά εκείνο που βγάζει κάτι φανταστικές τυρόπιτες και πίτσες. Τις τρώγαμε ώσπου να έρθει η ώρα που η Έλζα (Λαμπράκη) μας περίμενε για φαγητό. Στη 13:30 ακριβώς, όποιος ερχόταν μετά, έξω. Το σπίτι είχε και μια δεξαμενή σχεδόν γεμάτη νερό και όταν φθάναμε από το μπάνιο μπαίναμε όλοι μέσα. Στο τέλος αυτό το νερό ξεχείλιζε και έτσι αποφάσισε η Έλζα να κάνει μια μεγάλη πισίνα. Οπότε πισίνα, μύδια, στρείδια κι έξω καρδιά.

— Πηγαίνατε μόνον τον Αύγουστο;

Ναι, γιατί και εγώ είχα δουλειά και ο άνδρας μου. Να σου πω ένα αστείο τώρα που είπα στρείδια;

— Με πολλή χαρά!

Πριν την διηγηθώ πρέπει να εξηγήσω κάτι για τα στρείδια. Τα καλά στρείδια είναι δύο ειδών: τα claires τα οποία είναι βαθιά και τα belon που είναι πλατιά. Κράτησέ το αυτό.

— Το κρατάω.

Στη Γαλλία, λοιπόν, ήμασταν πολύ φίλοι με τον Claude Roy ο οποίος ήταν ένας μεγάλος συγγραφέας, φίλος του Sartre. Αυτός ήταν παντρεμένος με την Claire Roy και την άφηνε για να παντρευτεί τη Loleh Bellon, την ηθοποιό. Εμείς φίλοι και με τους δύο, τρώγαμε μία μέρα με τον έναν και μία μέρα με τον άλλο, γιατί και οι δύο ήταν για παρηγοριά και αυτή που την άφηνε και αυτός. Τρώμε μία μέρα στο Lutecia με την Claire. Παίρνω το μενού, το κοιτάζω και ρωτώ τον άνδρα μου «Ζακ, τι να πάρω; Claires ή belon;» Έξω φρενών η Claire, γυρίζει και μου λέει «πάρε, βρε Ελένη, κι εσύ Βellon, όλοι τη βρίσκουνε καλύτερη από την Claire».

— Γκάφα ε;

Γκάφα, μεγάλη. Αυτή ήταν η πρώτη που έκανα στη ζωή μου. Γιατί υπάρχει και δεύτερη!

— Θα μου την πείτε;

Μέσα σε όλα, διηύθυνα κάποτε και το Beaubourg. Ο Ρaul-Louis Weiller, ο οποίος ήταν πάμπλουτος και παντρεμένος με την καλλονή Ελληνίδα Μις Ευρώπη, Αλίκη Διπλαράκου, μου λέει μια μέρα πως παραθέτει γεύμα στη Δούκισσα του Λουξεμβούργου και θέλει να την γνωρίσω για να την συμβουλεύσω, ως πρόεδρος του Μπομπούρ, τι έργα να βάλει στο νεοσύστατο Μουσείο του Πέι στο Λουξεμβούργο. Λέω του Ζακ, έρχεσαι; και μου λέει, εγώ με δούκισσες ποτέ. Βαριόταν. Οπότε πάω εγώ, έρχεται και η Δούκισσα, τρώμε και μου λέει «ήθελα να σας γνωρίσω γιατί έχουμε το Μουσείο του Πέι αλλά εγώ δεν ξέρω από τέχνη, μόνο καμιά φορά όταν πηγαίνω να δω τον αδελφό μου, βλέπω και καμιά γκαλερί». Ωχ, σκέφτομαι εγώ, ετούτη έχει κανένα αδελφό ζωγράφο και θέλει να μου τον πασάρει για το Beaubourg. Τι δουλειά κάνει ο αδελφός σας; τη ρωτώ. «Le roi de Belgique» μου απαντάει αποσβολωμένη η Δούκισσα. Κατάλαβες την γκάφα; Μιλούσα με την αδελφή του βασιλιά του Βελγίου και δεν είχα ιδέα. Αυτή και το claire ή belon είναι οι δύο μεγάλες μου γκάφες.

— Μια και πιάσαμε τις βασιλικές αυλές να σας κάνω μια ερώτηση στο κλίμα της συζήτησής μας; Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες κάνανε διακοπές; Γνωρίζετε;

(παύση μερικών λεπτών)… Κανονικά το Βυζάντιο το ξέρω από έξω και ανακατωτά, αυτή την ερώτηση δεν μου την έχει κάνει κανένας άλλος και είναι η πρώτη φορά που δεν ξέρω να απαντήσω. Νομίζω ότι οι μόνες τους δήθεν διακοπές πρέπει να είναι το κυνήγι.

— Μια, λοιπόν, που ξέρετε το Βυζάντιο απέξω κι ανακατωτά, όπως λέτε, να σας κάνω μια υποθετική ερώτηση; Εάν η Θεοδώρα ζούσε σήμερα σε ποιο νησί άραγε θα διάλεγε να πάει διακοπές;

Η Θεοδώρα του Ιουστινιανού;

— Ναι, ακριβώς.

Εκεί που θα την τσιμπούσανε πιο γρήγορα.

— Τι χαρακτήρα είχε η Θεοδώρα;

Ένα θα σου πω, ο Προκόπιος ο ιστορικός, αφού έκανε το εγκώμιο όλων, μετά βγάζει ένα τελευταίο βιβλίο, τα «Ανέκδοτα».  Στα «Ανέκδοτα», που τους περνά όλους από τη καλή και την ανάποδη, μεταξύ άλλων γράφει ότι όταν ο Ιουστινιανός είδε για πρώτη φορά τη Θεοδώρα με τον αρκουδιάρη τον πατέρα της, φορούσε «σχοινίον περί το αιδοίον». Εγώ το παίρνω αυτό, μπαίνω μια μέρα στη τάξη και αρχίζω μάθημα στη Σορβόνη λέγοντας «παιδιά, ελάτε να σας πω για το στρινγκ της Θεοδώρας».

Θυμόμαστε όμως όλοι ότι όταν γίνεται η «Στάση του Νίκα» με τους δήμους, ο Ιουστινιανός που φοβάται και θέλει να φύγει κάνει silentio (Συμβούλιο του Θρόνου). Στο silentio, που δεν έχουν δικαίωμα οι γυναίκες, μπαίνει μέσα η Θεοδώρα, κοιτά τον Ιουστινιανό και του λέει το περίφημο, «Βασιλεύ, μετά την πορφύρα το σάβανο». Δηλαδή, όταν έχεις φορέσεις πορφύρα ως αυτοκράτορας δεν σου μένει μετά από αυτό παρά το σάβανο, να σε βάλουν να πεθάνεις. Εδώ θα κάτσεις, δηλαδή, και τότε ο Ιουστινιανός στέλνει τον Ναρσή και τον Βελισάριο και τους σκοτώνουν όλους του Νίκα. Μετά ξέρεις τι κάνει; Κτίζει την Αγιά Σοφιά για να εξιλεωθεί από το τόσο αίμα που έχυσε.  Έτσι την έκτισε την Αγιά Σοφιά. Ποιος να το ξέρει αυτό, κανένας δεν το ξέρει, ούτε το διαβάζεις εύκολα.

— Να σας θέσω κι ένα δίλημμα; Τον Ικτίνο ή τον Ανθέμιο θα διαλέγατε σαν αρχιτέκτονα για το σπίτι που θα φτιάχνατε;

Σίγουρα τον Ικτίνο. Για το φως, για το άνοιγμα. Ο Ανθέμιος είναι πιο εσωστρεφής και βαρύς. Ο Ανθέμιος είναι όλο το σύμπαν μέσα σε αυτή την εκκλησία.