Ελλαδα

Παραβατικότητα ανηλίκων: Η βία ως μέσο έκφρασης και αντίδρασης

Σήμερα, η βία δεν γνωρίζει στεγανά, αλλά έχει διαχυθεί ανεξέλεγκτη στον ανήλικο πληθυσμό, ανεξαρτήτως υποβάθρου και λοιπών χαρακτηριστικών

Σοφία Καλαμαντή
ΤΕΥΧΟΣ 869
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Βία μεταξύ ανηλίκων: Τα αίτια της έξαρσης, ο ρόλος των social media, της οικογένειας και του σχολείου

Πρόκειται για ένα θέμα που τους τελευταίους μήνες βρίσκεται συνεχώς στην επικαιρότητα: η βία μεταξύ ανηλίκων είναι σταθερά παρούσα στο αστυνομικό δελτίο, με πλήθος περιπτώσεων που σοκάρουν και προβληματίζουν. Συμμορίες ανηλίκων με οργανωμένη δράση, κλοπές, ληστείες, επιθέσεις και περιστατικά σχολικού εκφοβισμού με μορφή βασανιστηρίων. Σύμφωνα με τα στοιχεία της Αστυνομίας, η παραβατική συμπεριφορά κάνει πλέον την εμφάνισή της από το 12ο έως το 14ο έτος, με περιστατικά τέλεσης αδικημάτων να φέρνουν νέους στην προεφηβεία αντιμέτωπους με τον ποινικό νόμο. Σύμφωνα με τα στατιστικά της ΕΛΑΣ, οι επιθέσεις παιδιών εναντίον άλλων παιδιών γνώρισαν αύξηση 59% το 2022 και συνεχίζουν να κινούνται με αυτούς τους ρυθμούς και τους πρώτους μήνες του 2023. Το 2022 καταγράφηκαν 577 περιστατικά ληστείας ή απόπειρας ληστείας, ενώ την τελευταία τριετία έχουν καταγραφεί συνολικά 907 υποθέσεις σωματικών βλαβών ανηλίκων.

Πολλά έχουν ειπωθεί για τα αίτια πίσω από αυτήν την άνευ προηγουμένου έξαρση. Αρκετοί ειδικοί στρέφουν την προσοχή στη χρήση των μέσων κοινωνικής δικτύωσης, αφού αρκετοί νέοι φαίνεται να εκδηλώνουν συμπεριφορές μιμητισμού, προτυποποιώντας «γκάνγκστερ» και άλλου είδους παραβατικές ομάδες που ακολουθούν στα ψηφιακά προφίλ τους. Παράλληλα, υποκουλτούρες όπως της τραπ μουσικής επίσης έχουν βρεθεί στο στόχαστρο, με αρκετές πλευρές να υποστηρίζουν πως η ηρωοποίηση των τράπερ, που υμνούν με τη μουσική τους τη βία, τα ναρκωτικά και προβάλλουν τις γυναίκες ως αντικείμενα του σεξ, καταλήγει στην πρώιμη δημιουργία στρεβλών προτύπων. Ακόμη και παλαιότερα επιχειρήματα γύρω από την όξυνση των βίαιων συμπεριφορών έχουν επανέλθει στην επιφάνεια, όπως η συνεχής προβολή της βίας μέσα από τις ταινίες ή τα βιντεοπαιχνίδια. Αρκούν αυτά για να προσφέρουν ικανοποιητικές αιτιολογήσεις;

Δυστυχώς η απάντηση δεν είναι εύκολη και κινδυνεύει κανείς να καταφύγει σε απλουστευτικά σχήματα. Η μετάβαση από την παιδική ηλικία στην εφηβεία πάντοτε έκλεινε μέσα της το στοιχείο της επανάστασης, της αμφισβήτησης· την κρυφή χαρά της προσμονής μίας επερχόμενης ανατροπής, την οποία ο κάθε νέος θα πετύχαινε ανακαλύπτοντας τον εαυτό του, τις επιθυμίες του, αψηφώντας τον «γερασμένο» και «παρηκμασμένο» κόσμο των ενηλίκων. Οι αλλαγές στα ρούχα και στο στιλ, η καταφυγή σε εκκεντρικά, «απαγορευμένα» μουσικά ακούσματα, ακόμη και οι έντονες διαφωνίες και προστριβές με την οικογένεια αποτελούσαν πάντοτε ένα κάπως αδέξιο και άβολο «τελετουργικό», αλλά πάντως υποχρεωτικό για το πρώτο αποφασιστικό βήμα προς την ενηλικίωση, το οποίο συνοδεύεται και από ορμονικές εκρήξεις που αλλοιώνουν τη συμπεριφορά. Η βία και η παραβατικότητα ήταν παρούσες ως ξέσπασμα του θυμικού, περιορίζονταν όμως σε ομάδες με συγκεκριμένα κοινωνικά χαρακτηριστικά, οπότε και τα αίτια αναζητούνταν συνήθως στο βιοτικό επίπεδο, το επίπεδο μόρφωσης κ.λπ.

Σήμερα, η βία δεν γνωρίζει τέτοια στεγανά, αλλά έχει διαχυθεί ανεξέλεγκτη στον ανήλικο πληθυσμό, ανεξαρτήτως υποβάθρου και λοιπών χαρακτηριστικών. Από τη στιγμή που τέτοιοι διαχωρισμοί δεν επαρκούν για να ορίσουν το προφίλ της νεανικής παραβατικότητας, χρειάζεται να εμβαθύνουμε πέρα από κλισέ αφηγήματα, που αναπαράγονται εδώ και δεκαετίες. Τι λείπει από αυτά τα παιδιά και το αναζητούν στη βία και την εκκωφαντική απαξίωση του κοινωνικού συστήματος; Σημαντικό στοιχείο είναι πως οι περισσότεροι έφηβοι δεν δρουν μόνοι τους, αλλά σε οργανωμένες ομάδες. Εκεί αποκτούν ένα σύνολο χαρακτηριστικών: μία ταυτότητα, έναν αξιακό κώδικα, ενώ η δράση λαμβάνει χώρα εντός ενός σαφώς προσδιορισμένου πλαισίου ιεραρχίας. Ταυτοχρόνως, οι ληστείες και οι λοιπές παρανομίες αποτυπώνουν μία ήδη βαθιά ριζωμένη πεποίθηση: το ότι κάθε υγιής προσπάθεια εργασίας και κοινωνικοποίησης θεωρούνται εξαρχής χαμένο παιχνίδι. Όλα αυτά τα γνωρίσματα μαρτυρούν ένα υποβόσκον έλλειμμα, που καταδεικνύει παθογένειες στον πυρήνα του κοινωνικού ιστού: την οικογένεια.

Οι υγιείς παραστάσεις από το σπίτι και η σταθερή παρουσία των γονέων δεν είναι μόνο για λόγους συναισθηματικής πληρότητας των παιδιών. Οι γονείς εμφυσούν –συνειδητά ή ασυνείδητα– αξίες, διδάγματα, πρότυπα συμπεριφοράς και μαθήματα στα παιδιά. Οι εγγραφές για το τι είναι καλό και κακό, σωστό και λάθος, πότε κανείς ανταμείβεται και πότε τιμωρείται, συντελούνται σε εξαιρετικά τρυφερή ηλικία, δομώντας ένα πλαίσιο αλληλεπίδρασης το οποίο, ακόμη και αν μοιάζει περιοριστικό ή καταπιεστικό, δημιουργεί υπογείως ένα αίσθημα ασφάλειας. Τα επιβεβλημένα όρια προδικάζουν τι μπορεί και τι δεν μπορεί να πράξει κάποιος. Έτσι, το παιδί αντιλαμβάνεται τη θέση του μέσα σε ένα πλήρως λειτουργικό σύστημα. Οι δυνητικές συνέπειες κάθε πράξης είναι συνεχώς παρούσες, ως προειδοποίηση για το τι έπεται. Τα σημερινά παιδιά που μεγάλωσαν σε ένα περιβάλλον αλλεπάλληλων κρίσεων είναι εξαιρετικά πιθανό να μην είχαν την ευκαιρία να λάβουν τα παραπάνω ερεθίσματα σε επαρκή δόση. Πολλά βίωσαν μία παιδική ηλικία σε σπίτια με γονείς που έλειπαν συνεχώς δουλεύοντας λόγω οικονομικών δυσκολιών, που ήταν μονίμως θυμωμένοι, που κατηγορούσαν το σύστημα και δεν είχαν τον χρόνο ή τις ψυχικές αντοχές να δώσουν μαθήματα ηθικής στο τέλος της ημέρας. Επομένως, η στρέβλωση των αποδεκτών ορίων συμπεριφοράς δεν ήταν δύσκολο να επέλθει.

Ταυτόχρονα, με όλα τα νέα μέσα διαθέσιμα και με το διαδίκτυο να μην έχει φίλτρα προστασίας, οι πρώτες ματιές στον ενήλικο κόσμο παντρεύτηκαν με την άφθονη βία, που όντως παραμονεύει σε κάθε γωνιά του ψηφιακού τοπίου: στις «κουλ» συμμορίες που ποζάρουν στο Instagram με όπλα, στο σκληρό και πάντα διαθέσιμο πορνογραφικό υλικό, στην τραπ μουσική. Δεν μιλάμε πια για το τέλος της αθωότητας, αλλά για την κτηνώδη πάταξή της, σε ένα φυσικό και ψηφιακό περιβάλλον που διδάσκει με κάθε τρόπο πως αθωότητα σημαίνει αδυναμία στον σημερινό, απάνθρωπο κόσμο. Ίσως από εκεί να πρέπει να ξεκινήσει και η προσπάθεια αντιμετώπισης του προβλήματος: από το πώς οι γονείς θα μάθουν στα παιδιά τους ότι δεν πετυχαίνει ο σκληρότερος, αλλά εκείνος που προσπαθεί, ηθικά και προσηλωμένα. Το σχολείο από την πλευρά του χρειάζεται επίσης να αναλάβει πιο ενεργό ρόλο, αφουγκραζόμενο το σημερινό πολύπλοκο και μεταβαλλόμενο περιβάλλον. Πρέπει να προσφέρει με τρόπο συστηματικό μία ισορροπημένη και ψύχραιμη καθοδήγηση στους νέους, να τους εφοδιάσει με εργαλεία κριτικής ικανότητας και να μην τους αφήσει έκθετους σε έναν σύγχρονο κόσμο όπου ο μηδενισμός και ο κυνισμός κυριαρχούν. Η σύμπραξη οικογενειακής εστίας και εκπαίδευσης φαίνεται ως η μόνη οδός για την προσπάθεια περιορισμού των σημερινών, λυπηρών φαινομένων.