Ελλαδα

Η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου που δέχθηκε προπηλακισμούς στο ΕΚΠΑ μας εξηγεί γιατί αποφάσισε να αντιδράσει

Η ανάρτηση της καθηγήτριας Φιλοσοφίας στο Facebook, οι αντιδράσεις, πώς ένιωσε και πώς τελικά κατάφερε να νικήσει

Λουκάς Βελιδάκης
ΤΕΥΧΟΣ 867
7’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου: Η καθηγήτρια Φιλοσοφίας μιλάει στην Athens Voice για τον προπηλακισμό της, την αντίδρασή της και την επόμενη μέρα

«Τελικά χαίρομαι για αυτό που συνέβη». Στο πρόσωπο της Βάνας Νικολαΐδου-Κυριανίδου σχηματίζεται ένα χαμόγελο ικανοποίησης, ότι πέτυχε κάτι που αξίζει. Απέναντί μου έχω έναν άνθρωπο που από το πουθενά βρέθηκε να πρωταγωνιστεί σε σειρά από ρεπορτάζ, καθώς είχε υποπέσει στο... λάθος να κάνει repost μία ανάρτηση στο Facebook που ενόχλησε κάποιες ακροαριστερές φοιτητικές παρατάξεις. Δέχθηκε προπηλακισμούς, έξω από το γραφείο της, μέσα στην αίθουσα διδασκαλίας, μέσω διαδικτύου. Όπως λέει, επέλεξε να μην υποχωρήσει, να υψώσει ανάστημα και εν τέλει να δράσει διά του παραδείγματος.

Βρισκόμαστε σε ένα καφέ της Φωκίωνος Νέγρη, η ίδια το έχει επιλέξει διότι η ευρύτερη περιοχή είναι η γειτονιά της παιδιόθεν. Μεγάλωσε σε δρόμους γύρω από την πλατεία Αμερικής – στο σπίτι τους στην Αχαρνών, την επομένη που τα τανκς μπήκαν στο Πολυτεχνείο το 1973, βρισκόταν με τους γονείς της στο μπαλκόνι. Από κάτω πέρασαν φοιτητές με μία ελληνική σημαία, που έψαλαν τον εθνικό ύμνο. Χειροκρότησαν. Από πίσω ακολουθούσε ένα τανκ, ένας φαντάρος άνοιξε πυρ. Η 15χρονη –τότε– Βάνα έζησε την εφηβεία της με σημάδια από σφαίρες στο μπαλκόνι. 

Αρκετές δεκαετίες μετά είναι καθηγήτρια Πολιτικής Φιλοσοφίας και πρόεδρος του Τμήματος Φιλοσοφίας του ΕΚΠΑ. Η κ. Νικολαΐδου-Κυριανίδου (έχει διπλό επώνυμο διότι ο πατέρας της ήταν Αιγυπτιώτης από την Κάσο) κάνει repost μία ανάρτηση του... γράφοντος.

Όταν έγραψα το επίμαχο κείμενο δεν μπορούσα να φανταστώ τι θα προκαλέσει. Ούτε η ίδια όταν το έκανε share. «Η ξαφνική αυτή δημοτικότητα με τρόμαξε λίγο, όχι όμως όσο θα ήταν αναμενόμενο. Δεν λειτουργούσα ως Βάνα, ένιωσα ότι εκπροσωπώ μία ιδέα. Εκεί βγήκε η Άρεντ από μέσα μου – δεν έχει σημασία ποια είσαι, εκπροσώπησε αυτό που πιστεύεις για να γίνουν κοινωνοί και οι άλλοι» λέει, επισημαίνοντας ότι «από τα 29 μου χρόνια “κάνω παρέα” με την Άρεντ, είναι η αδερφή ψυχή μου». 

Το... φαινόμενο της πεταλούδας

Η συνάντησή μας έχει ενδιαφέρον – δύο άνθρωποι που δεν γνωρίζονταν μέχρι εκείνη τη στιγμή βρέθηκαν στο επίκεντρο ενός γεγονότος με μπόλικη διαστρέβλωση, αλλά και ουσία στον πυρήνα του. Ακούσιοι πρωταγωνιστές σε ένα... φαινόμενο της πεταλούδας α λα ελληνικά, με αιχμή τις παθογένειες του εγχώριου πανεπιστημιακού σύμπαντος. Τι έγραψα στην ανάρτηση; Κοντολογίς, στηλίτευσα την υβριστική συνθηματολογία κατά των πολιτικών σε διαδηλώσεις και γήπεδα, μετά την τραγωδία των Τεμπών, εκτιμώντας ότι αυτός ο δηλητηριώδης μηδενισμός οδηγεί σε επικίνδυνες ατραπούς – στο πρόσφατο παρελθόν είδαμε να επωάζεται το αυγό του φιδιού. Φοβήθηκα την πιθανότητα επανάληψης κι αυτό τόνισα. «Θα ήθελα να είχα γράψει εγώ αυτό το κείμενο, συμφωνούσα απολύτως», σημειώνει η καθηγήτρια και γελάμε όταν της λέω ότι απέναντί της έχει την... πέτρα του σκανδάλου. 

Ρωτάω γιατί θεωρεί ότι ενόχλησε το post στο Facebook. «Κούμπωνε με διάφορες πεποιθήσεις, για τις απόψεις μου για το πανεπιστήμιο, που τις λέω ανοιχτά στο αμφιθέατρο, αλλά πιστεύω ότι μου το φυλάγανε για τον Πούτιν». Η ίδια είχε πρωτοστατήσει στο να αφαιρεθεί από τον Ρώσο πρόεδρο ο τίτλος του επίτιμου διδάκτορα του ΕΚΠΑ. Επίσης, «μου τη φυλάγανε και για το ότι είχα ανοίξει μία αίθουσα για να γίνει η ορκωμοσία, διότι είχαν κατάληψη. Αυτοί κλειδώνουν και φεύγουν – είχαν κλειδαμπαρώσει την αίθουσα, πήγαμε σε διπλανό κτίριο, ήρθαν άνθρωποι από την επαρχία, έκανα την ορκωμοσία στο διδασκαλείο».

Η ανάρτηση εξοργίζει ακροαριστερές παρατάξεις κι αρχίζει να ξετυλίγεται το κουβάρι. Βγάζουν ανακοίνωση, φτιάχνουν πανό, ζητούν την αποπομπή της καθηγήτριας. Το μεσημέρι της Δευτέρας, κι ενώ η κ. Νικολαΐδου-Κυριανίδου είναι έτοιμη να λάβει μέρος σε μία διαδικασία πιστοποίησης τμήματος –τέσσερις καθηγητές από πανεπιστήμια του εξωτερικού την περίμεναν– περί τα 50 άτομα περικυκλώνουν το γραφείο της, δεν την αφήνουν να φύγει, κραυγάζουν ότι είναι εχθρός των φοιτητών, εχθρός της κοινωνίας, εγκάθετη της δεξιάς. Οι άνθρωποι που την έχουν περικυκλώσει είναι ηλικίας από 20 έως 30+ ετών: «Δεν ήταν από το τμήμα μου, ήταν από άλλα τμήματα, από την Ιατρική, κάποιοι από τη Θεσσαλονίκη. Και δεν ξέρω καν αν κάποιοι ήταν πράγματι φοιτητές». Η ίδια παραμένει ψύχραιμη, προσπαθεί εις μάτην να μιλήσει. «Ένας μου είπε ότι “παρακολουθούμε τι γράφεις, πρόσεχε τι αναρτάς”. Απάντησα: ό,τι θέλω, όπου θέλω, όποτε θέλω...».

Πώς ένιωσε εκείνη τη στιγμή; «Αυτό που υπερίσχυσε ήταν η οργή για αυτό που έβλεπα να συμβαίνει σε ένα πανεπιστήμιο – για τη διαστρέβλωση, για το ότι υπάρχουν άνθρωποι που λένε ότι θα με προπηλακίζουν διότι δεν τους αρέσει αυτό που λέω. Αυτό με εξόργισε πάνω απ’ όλα...». «Είχα θυμώσει με τον φασισμό που βίωνα» σημειώνει, υπογραμμίζοντας ότι εκείνη τη στιγμή δεχόταν εκφοβισμό και τρομοκράτηση προκειμένου την επόμενη φορά να σκεφτεί τι θα πει και τι θα πιστεύει. «Δεν είχα θυμό σε προσωπικό επίπεδο, επειδή βρίζουν εμένα. Δεν το πήρα ποτέ προσωπικά. Με ενδιέφερε αυτό που βίωνα ως πολίτης και ως πανεπιστημιακός δάσκαλος μέσα στο πανεπιστήμιο, καθόλου ως Βάνα». 

Χούντα και Ολοκαύτωμα

Τα παραπάνω λόγια έρχονται σε πλήρη συνάφεια με δύο εμπειρίες που την έχουν διαμορφώσει ως χαρακτήρα: η χούντα και το ολοκαύτωμα. Τη δικτατορία την έζησε στην εφηβεία της. Όταν έγινε η εξέγερση του Πολυτεχνείου ήταν 15 ετών και με μία φίλη της είχαν κανονίσει να μπουν στο ιστορικό κτίριο – τους πρόλαβαν τα τανκς.

Στο σπίτι «ακούγαμε το σταθμό του Πολυτεχνείου, την DW, ο πατέρας μου έκλεινε πόρτες-παράθυρα κι ακούγαμε. Η αίσθηση που μου έχει μείνει από την χούντα είναι η φρίκη της ανελευθερίας», λέει και προσθέτοντας ότι «διαβάζαμε Νερούντα και Ρίτσο κρυφά, ανταλλάσσαμε τα βιβλία στις τουαλέτες». 

«Μεγάλωσα σε ένα καθεστώς φόβου, για αυτό είμαι τόσο ευαίσθητη στους τραμπουκισμούς και τους προπηλακισμούς, στις προσπάθειες εκφοβισμού. Όταν έγινε το πραξικόπημα ο πατέρας μου ήταν ανώτερος υπάλληλος του ΟΣΕ, ήταν κεντρώος, δεν ήθελε να πάει στη δουλειά, η μάνα μου του έλεγε, “πρέπει να πας, θα σε υποψιαστούν”. Τότε ήμουν 9 ετών και το θυμάμαι ακόμα – έκλαιγα όλη μέρα μέχρι να τον δω να γυρίζει». Στις 17 Νοεμβρίου 1973 «άκουγα λάιβ το “αδέρφια μας, μη μας χτυπάτε”, θυμάμαι τον σπαραγμό μου, την αίσθηση που είχα ότι δεν μπορούσα να βοηθήσω, ένιωθα ενοχές», λέει και φέρνει στο νου της τον ήχο από το διπλανό διαμέρισμα, όπου ζούσε ένας συνταγματάρχης: «Όταν μπήκε το τανκ στο Πολυτεχνείο, η οικογένειά του έβαλε εορταστικές μουσικές». 

Την ίδια περίοδο, «μέναμε στην πλατεία Αμερικής, και έμενε στον ίδιο όροφο μία επιζήσασα του Άουσβιτς που την είχα σαν δεύτερη μαμά. Ελληνίδα, η Αιμιλία Καμπελή, την αγαπούσα τρομερά. Είχε τον αριθμό του Άουσβιτς χαραγμένο στο χέρι της, μία σειρά από νούμερα. Όταν μεγάλωσα μου μίλησε για το Άουσβιτς, είναι ο λόγος για τον οποίο έκανα πολιτική φιλοσοφία. Δεν μπορούσα να διανοηθώ ότι συνέβησαν σε ανθρώπους αυτά που μου διηγήθηκε. Όταν σου μιλάνε αυτοί οι άνθρωποι για αυτές τις εμπειρίες είναι πλήρως αποστασιοποιημένοι. Είναι η προσπάθειά τους να διαψεύσουν την εμπειρία».

Το σπέρμα του φασισμού

Πίσω στο σήμερα. Περίμενε αυτό το σπιράλ των εξελίξεων όταν πατούσε κλικ και αναρτούσε το επίμαχο κείμενο; «Δεν έκανα την ανάρτηση για να προκαλέσω, δεν πήγε καν το μυαλό μου ότι θα ενδιέφερε. Υιοθετούσα την άποψή σου, είναι ένα κείμενο που θα ήθελα να γράψω κι εγώ. Τα υβριστικά συνθήματα δεν είναι πολιτικά, πολιτικό είναι να απαιτώ να βελτιωθεί η κατάσταση στους σιδηροδρόμους». 

«Ένα 20χρονο παιδί που φωνάζει ένα υβριστικό σύνθημα στην πορεία δεν είναι φασίστας, αλλά μπαίνει μέσα του ένα σπέρμα, αρχίζει να συγχέει την αντίδραση σε κάτι που δεν του αρέσει στην πολιτική με την ανάγκη κατάργησης της πολιτικής. Αν καταργηθεί η πολιτική, θα έρθει ο στρατός... Αυτό είναι επικίνδυνο, το παιδί αυτό μαθαίνει να εκφράζεται με τρόπο που ανοίγει την πόρτα στον φασισμό. Αυτός είναι κι ο θυμός μου, είδα σπέρματα φασιστικής αντίδρασης – αν ερχόντουσαν δύο στο γραφείο μου, ήρεμα, να μιλήσουμε, να το συζητούσαμε, μετά μπορεί να τους κερνούσα και καφέ, αλλά δεν έγινε αυτό, ήθελαν να με τρομοκρατήσουν. Είναι δυνατόν να σου λέει νέος άνθρωπος, πρόσεχε τι αναρτάς κι ότι παρακολουθούμε τι γράφεις; Δηλαδή, συγγνώμη, τι θα μου έλεγε ο χουντικός;».

Δύο ημέρες μετά το περιστατικό έξω από το γραφείο της, η κ. Νικολαΐδου-Κυριανίδου έχει μάθημα στο αμφιθέατρο. Έχουν μαζευτεί και την περιμένουν. Μία φοιτήτρια την ενημερώνει τηλεφωνικώς. Η καθηγήτρια δεν διστάζει, πάει στην αίθουσα, μολονότι γνωρίζει τι θα ακολουθήσει. 

«Δεν ήθελα να δείξω ότι φοβάμαι. Αυτό θέλανε: φοβήθηκε κι έκανε πίσω. Με το που μπαίνω μέσα, απλώνουν το πανό κι αρχίζουν τα συνθήματα – κράτησε 1,5 ώρα, μονολογούσαν, φώναζαν. Εξερράγην όταν μία φοιτήτρια είπε “εσύ είσαι χρυσαυγίτισσα”. Εκεί έχασα τον έλεγχο και της είπα: “Ντροπή σου”. Σπούδασα στη Σορβόνη, εκεί έγινε κι ένας Μάης του ’68. Τόλμα να κάνεις τέτοια πράγματα στην Σορβόνη» λέει κι όταν τη ρωτάω αν υπάρχει πιθανότητα να δούμε τέτοια σκηνικά σε κάποιο πανεπιστήμιο του πολιτισμένου κόσμου απαντά: «Πουθενά στον κόσμο, ούτε στην Ευρώπη, ούτε στις ΗΠΑ». 

Η υπόθεση πήρε μεγάλη δημοσιότητα. Η κ. Νικολαΐδου-Κυριανίδου κάνει δηλώσεις σε σειρά ΜΜΕ, λέει άφοβα απόψεις που είναι σίγουρο ότι θα προκαλέσουν αντιδράσεις. Μου επισημαίνει δε ότι την εντυπωσιάζει το ότι αυτοί που την προπηλάκισαν δεν έδιναν το όνομά τους. «Όταν εκφέρεις άποψη, την εκφέρεις ως άτομο, δεν είσαι οργανικό μέλος, αυτά είναι ολοκληρωτικά πράγματα, εσύ ως άτομο, τη στιγμή που υιοθετείς την άποψη της παράταξής σου, φέρεις την ευθύνη της, είναι δική σου πλέον. Υπάρχει μία τζάμπα μαγκιά – δεν γίνονται καταλήψεις στις εξετάσεις, η “επανάσταση” σταματάει τότε για να μη χαθεί το εξάμηνο. Δεν λένε το όνομά τους πουθενά. Μα εδώ σε θέλω, αν τα πιστεύεις αυτά... Εγώ επωνύμως αναλαμβάνω την ευθύνη όσων λέω».

Από τις κραυγές, στην κατάμεστη αίθουσα

Μία εβδομάδα μετά, είχε πάλι μάθημα. Μαζεύτηκαν περί τα 50 άτομα και την αποδοκίμασαν. «Τους φώναζα: έξω από την αίθουσά μου, όπως και οι φοιτητές μου που ήταν εκεί. Τελικά έφυγαν». Το διάστημα που ακολούθησε, έγινε μία προσπάθεια να πειστούν φοιτητές να μην έρχονται στα μαθήματα, «την επόμενη Τετάρτη, όμως, όταν πήγα, η αίθουσα ήταν κατάμεστη. Είχε περισσότερο κόσμο από άλλες φορές». 

«Ήταν μία μεγάλη νίκη, ότι έκανα μάθημα σε κατάμεστη αίθουσα. Θέλω να το δει κι ο κόσμος, δεν είναι αήττητοι αυτοί οι άνθρωποι. Με ικανοποίησε το ότι εκεί μέσα τους είπα “όχι”, διότι η πάγια τακτική είναι το “εντάξει, ρε παιδιά, τι θέλετε, σας στηρίζουμε κλπ”. Τους πείραξε το ότι δεν κράτησα αυτή τη στάση, ότι δεν υποχώρησα, ότι δεν μπήκα σε συμβιβαστική λύση αλλά σε άμεση αντιπαράθεση». Το μήνυμα που έστειλε ήταν: «Δεν υποχωρώ, θεωρώ ότι δεν έχετε δικαίωμα να μου υπαγορεύετε τι θα σκέφτομαι και τι θα λέω».

Εκείνη την ημέρα, έκανε μάθημα για τον Μοντεσκιέ, της άρεσε πολύ μάλιστα η διάδραση στην αίθουσα: «Είπα στους φοιτητές, αν υπερασπίζεστε κοινές πολιτικές αρχές, δεν μπορεί τίποτα να σας εκφοβίσει. Να αντιδράτε σε κάθε εκφοβισμό, όχι με βία, αλλά επιμένοντας στην αντίδρασή σας προς αυτόν».

Η Βάνα Νικολαΐδου-Κυριανίδου εμφανίζεται αισιόδοξη. «Μπορεί να αλλάξει η κατάσταση στα πανεπιστήμια, αν αλλάξουν οι πανεπιστημιακοί. Το πιστεύω, είδα τις αντιδράσεις στα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, ο κόσμος το θέλει, η κοινωνία είναι ώριμη και νομίζω ότι ήθελε αυτή την καταγγελία. Ο Τύπος έπιασε αυτό τον παλμό, δεν ήμουν γνωστή. Οι δημοσιογράφοι θεώρησαν ότι αξίζει τον κόπο να προβληθεί το γεγονός, ότι είναι σε διάδραση με αυτό που αισθάνεται η κοινωνία».

Λίγο πριν τελειώσει η συζήτησή μας, εκφράζει τη συγκίνησή της για πολλά από τα μηνύματα που έλαβε. «Στο τέλος μπορούμε να σας φανταστούμε ευτυχισμένη» έγραψε ένας φοιτητής. Ένας άλλος, «δεν έχουμε την ίδια πολιτική τοποθέτηση, αλλά είστε ο φάρος μας, γιατί εάν σιγήσετε εσείς στη συνέχεια θα σιγήσουμε κι εμείς, πάει αλυσίδα...».