Ελλαδα

Ναι, είναι ωραίο να ζεις στην Ελλάδα

Οι Έλληνες μπορεί να είναι δύσκολοι καμιά φορά —ή και πολύ συχνά—, αλλά δεν πειράζει

Κυριάκος Αθανασιάδης
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Τι πρέπει να κάνει ένας άνθρωπος που τα ’χει όλα

Είναι ωραίο να ’σαι πλούσιος. Να ζεις σε μια πλούσια χώρα. Και όχι πλούσια σαν το Κατάρ, τα Εμιράτα, τη Σαουδική Αραβία και το Μπαχρέιν, αλλά νορμάλ χώρα, ελεύθερη, κανονική, χωρίς να έχει τις γυναίκες και τους γκέι υπό, χωρίς να κυνηγάει την άλλη γνώμη, κανονικά ελεύθερη, μια χώρα όπου μπορεί να κάνει ο καθένας ό,τι τού κατέβει —ακόμα και να βγάζει το «Μακελειό», ή να βρίζει την Πρόεδρο της Δημοκρατίας, ή τον Πρωθυπουργό— χωρίς να έχει να λογοδοτήσει σε κανέναν, χωρίς να σηκωθεί παλμός — άντε μόνο να σε πιάσουν στο στόμα τους για ένα εικοσιτετράωρο οι ανώμαλοι του Twitter.

Ναι, είναι ωραία να ’σαι μακριά από τα βάσανα και τη δυστυχία, μακριά απ’ τη φτώχεια και τον αυταρχισμό, μακριά από βασιλιάδες, χουντοστρατηγούς, σουλτάνους, ισλαμοφασίστες και αγιατολάχ, και το μόνο σου πρόβλημα να είναι μην τυχόν πάρουν ξανά την εξουσία τίποτα λαϊκιστές, τίποτα κομπιναδόροι, τίποτα λαμόγια και τα γκρεμίσουν ξανά-μανά όλα, απ’ αυτούς που τσιμπάνε το μαγουλάκι των χαζούληδων και το τραβάνε δεξιά-αριστερά μέχρι να ντώσει λέγοντάς τους ό,τι θέλουν ν’ ακούσουν. Είναι ωραία να είσαι Έλληνας στην Ελλάδα.

Πώς είναι αλήθεια να ζεις σε μια πλούσια χώρα όπως η Ελλάδα;

Εντάξει, ρητορικό το ερώτημα, όλοι ξέρουμε πως είναι κάτι παραπάνω από καλά. Και είναι κάτι παραπάνω από καλά, ΠΑΡΑ τους Έλληνες. Κι αν είμαστε μόλις πεντηκοστοί σε ΑΕΠ ανάμεσα στους διακόσιους, είμαστε μια χώρα με βαθείς οικογενειακούς δεσμούς, και είναι σαν να ’μαστε μια εικοσάδα θέσεις ψηλότερα. ΠΑΡΑ τους Έλληνες και το πρόβλημα που συνιστούν.

Ναι, είναι δύσκολοι οι Έλληνες, αλλά είναι αναγκαίο κακό. Τι να κάνεις; Να κάτσεις να μαλώσεις; Δεν μπορείς να ζεις στην Ελλάδα με χωρίς αυτούς, πάνε πακέτο με όλα τα υπόλοιπα, μ’ αυτά που μας αρέσουν και που μας ξεχωρίζουν και που γουστάρουμε. Θα συνεχίσουν να οδηγούν άθλια, θα συνεχίσουν να μη δίνουν προτεραιότητα σε αμάξια και πεζούς και να παρκάρουν όπου τους καπνίσει, θα συνεχίσουν να οδηγούν μηχανάκια, ποδήλατα χωρίς φώτα και πατίνια χωρίς να τους νοιάζει τίποτα άλλο από την πάρτη τους, θα συνεχίσουν να πετάνε σακούλες σκουπιδιών μέσα στα καλάθια του Δήμου φρακάροντάς τα, θα συνεχίσουν να πετάνε χαρτόκουτες στους μπλε κάδους χωρίς να τις ξεδιπλώσουν, θα συνεχίσουν να κάθονται χυμένοι σαν λουκουμάδες στις καφετερίες ή με τα πόδια ανοιχτά σαν τον Τζον Χολμς στο τρόλεϊ, θα συνεχίσουν να λένε στα παιδιά τους, «ΜΗ ΦΟΒΑΣΑΙ ΤΟ ΣΚΥΛΙ, ΙΑΣΩΝΑ-ΚΩΣΤΑΚΗ, ΔΕΝ ΘΑ ΣΕ ΦΑΕΙ ΜΕ ΤΙΣ ΔΟΝΤΑΡΕΣ ΤΟΥ» τραβώντας τον από χέρι και προκαλώντας τραύματα στον Ιάσωνα-Κωστάκη που δεν θα τα ξεπεράσει ποτέ του όσα και να σκάσει στους γιατρούς, θα συνεχίσουν να αγαπούν και να πριμοδοτούν τα χειρότερα κάμπους στο γνωστό σύμπαν, άντρα μαφιόζων, δολοφόνων, αναρχοφασιστών και βιαστών, ζώντας μια κουβανέζικη φαντασίωση στην οποία οι ίδιοι παίζουν τον ρόλο του Σημαδεμένου επειδή ACAB, θα συνεχίσουν να είναι αυτοί που διαβάζουν λιγότερο από όλους τους άλλους στις άλλες νορμάλ χώρες, θα συνεχίσουν (δόξα τω Θεώ, για να ξέρουμε πού είναι και να μένουνε για μας τα καλά μαγαζιά) να μαζεύονται μπουλούκια-μπουλούκια σε κάτι καφέ που μοιάζει να βγήκαν από wet dream Κολομβιανού πιστολά — αλλά δε βαριέσαι. Είμαστε μια καλή, πλούσια, ελεύθερη χώρα, που κινδυνεύει μόνο από κάτι ομάδες συμφερόντων. Αλλά που τις νικά τελικά, και τις ξεπερνά. Κι αν αυτοί οι συνήθεις ύποπτοι δεν θα μας απολείψουν ποτέ, ΚΑΙ ΠΑΛΙ ΔΕΝ ΠΕΙΡΑΖΕΙ. Είναι οι υπόλοιποι που μας κρατούν στην αγκαλιά τους και μας χαϊδολογάνε, και που για χάρη τους αισθανόμαστε να έχουμε ΔΥΟ καρδιές, και τις δυο ανθισμένες. Κι αυτοί οι υπόλοιποι είναι ολάκερος στρατός. Είναι λεγεών.

Η Ελλάδα, μικρή χώρα είμαστε, αλλά είναι πλημ-μυ-ρι-σμέ-νη από τόσο πολλούς σπουδαίους ανθρώπους, που όλοι οι άλλοι, κι ας είναι Οι Πολλοί, χάνονται μπροστά τους, σβήνουνε, λιώνουν, δεν μένει τίποτε από δαύτους, ούτε καν ο ξινός ιδρώτας τους το καλοκαίρι, και η αποφορά, και το σμήγμα. Είναι γεμάτη η Ελλάδα ΚΑΛΟΥΣ ανθρώπους. Κάνουν καλά πράγματα, ονειρεύονται ακόμα καλύτερα, χαμογελάνε όμορφα και ξέρουν από μικροί ποια είναι τα σωστά βιβλία και τα σωστά έργα και οι μουσικές, παλιές και καινούργιες, σου στέλνουνε ενθαρρυντικά μηνύματα μέσα στη νύχτα και σου μαθαίνουνε ένα σκασμό πράγματα και δεν ξεχωρίζουνε τους ανθρώπους σε ξένους και δικούς ή σε μαύρους και άσπρους. Σε κρατάνε από το χέρι, έχουνε όμορφα μούτρα, γελάνε πολύ και συχνά, και τσαλακώνουνε το περιτύλιγμα από το πιτόγυρο πριν το πετάξουν στο καλάθι. Συγκινούνται στις ταινίες, καταλαβαίνουν τι πά’ να πει ειρωνεία, έχουν το ένα φρύδι όρθιο διά παν ενδεχόμενον, κάνανε τα fucken εμβόλιά τους για να μην πεθάνει ο γείτονας που κάνει αιμοκαθάρσεις, και σου δίνουν προτεραιότητα στο πεζοδρόμιο όταν δεν χωράει παρά μονάχα έναν. Και σου χαμογελάνε. Και κρατάνε σημειώσεις με δέκα διαφορετικούς τονιστές και στιλούς πάνω στα χοντρά πανεπιστημιακά τους εγχειρίδια στο Starbucks, έτσι όπως κάθονται στην τζαμαρία. Και ξέρουν πως θα φύγουνε μια μέρα, και πως θα μείνουν έξω. Και ξέρουν πως θα φύγουν, ναι, ασφαλώς, και πως ίσως να ξανάρθουν. Και κάνουνε παιδιά και δεν κάνουνε παιδιά, και βγάζουν βόλτα τα σκυλιά τους και πληρώνουνε το συνδρομητικό κανάλι, και δουλεύουνε το οχτάωρό τους ή και δουλεύουνε το δωδεκάωρό τους, και πάνε στο γήπεδο και φεύγουν πικραμένοι, και πάνε στο μπαρ της γειτονιάς να τα πούνε με τον μπάρμαν και να ξεκαρδιστούν και να ξαλεγράρουν.

Γιατί η ζωή είναι στραβή κι ανάποδη (αν δεν ήτανε στραβή κι ανάποδη, δεν θα ’ταν ζωή: μόνο ο θάνατος είναι ίσιος — ίσωμα και κατηφόρα), και τις θέλει τις τέτοιες στιγμές. Θέλει να γελάς, και να δακρύζουν λίγο τα μάτια σου. Γιατί ΕΚΕΙ ΕΞΩ, και όχι εδώ (αλλά να το πούμε εμφαντικά: ΟΧΙ ΕΔΩ) ο κόσμος στενάζουν και σκοτώνονται και πεινούν, γιατί μαζεύουν από τον δρόμο τα κομμάτια τους και κρατάνε με τα χέρια τα σωθικά τους μη σκορπίσουν, γιατί πέφτουνε βόμβες σαν την κακιά βροχή, γιατί κάτω από τα χαλάσματα στη Χερσώνα και στα Άδανα και στο Χαλέπι κλαίνε μωρά και παρακαλάνε να τα βρουν και να τα βγάλουν έξω για να τα αγκαλιάσουν και να τα ταχταρίσουν η μαμά και ο μπαμπάς τους. Και τα περισσότερα δεν θα τα βρουν και δεν θα τα βγάλουν. Θα μείνουν εκεί, στη Χερσώνα και στα Άδανα και στο Χαλέπι, και θα πεθάνουν μόνα.

Εκεί είναι το κακό, και όχι εδώ. Εδώ έχει πλούτο και ησυχία και μια λεγεώνα καλούς ανθρώπους να μας περιβάλλουν. Κι ο πλούτος είναι για να μοιράζεται. Πρέπει να βοηθήσουμε. Ας το κάνουμε τώρα, και ας το κάνουμε όλοι. Γιατί μεν είναι ωραίο να ’σαι πλούσιος, αλλά πλούσιος είσαι μονάχα όταν δίνεις. Αλλιώς είσαι ένα τίποτα, ένας από Τους Πολλούς.