Ελλαδα

Η βραδιά που συνάντησα τον τέως βασιλιά Κωνσταντίνο σε μια βίλα του Παλαιού Ψυχικού

«Θρονιάστηκα δίπλα στον Κωνσταντίνο. “Βασιλεύ, θα ήθελα να μου κάνετε μια χάρη“...»

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 855
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Ο τέως βασιλιάς Κωνσταντίνος συναντά τον συγγραφέα Άρη Σφακιανάκη στο σπίτι του εκδότη του Κάκτου, Οδυσσέα Χατζόπουλο.

Ένα μεσημέρι χειμωνιάτικο, κάπου δώδεκα χρόνια πριν, κι ενώ ετοιμαζόμουν να πέσω στο κρεβάτι για τη σιέστα μου, χτυπάει το τηλέφωνο. Στην άλλη άκρη της γραμμής ήταν ο εκδότης του Κάκτου, ο γνωστός Οδυσσέας Χατζόπουλος, ο άνθρωπος που έβαλε στόχο της ζωής του να κυκλοφορήσει ολόκληρη την Aρχαία Eλληνική Γραμματεία σε μετάφραση. Είχα γίνει θαμών του εκδοτικού του οίκου καθώς είχα βαλθεί εκείνον τον καιρό να εντρυφήσω στους αρχαίους Έλληνες συγγραφείς.

«Έχεις να κάνεις κάτι το βράδυ;» με ρωτάει. «Αλλά κι αν έχεις, ακύρωσέ το», συνεχίζει με τον επιτακτικό τόνο που ενίοτε υιοθετούσε. «Έχω δείπνο απόψε στο σπίτι μου και θέλω να έρθεις».

Ποτέ δεν λέω όχι σε παρόμοιες προσκλήσεις. Η παρασιτική φύση του χαρακτήρα μου με ωθεί πάντα να αποδέχομαι προτάσεις που αφορούν αρχοντικά δείπνα σε επαύλεις.

«Ασφαλώς και θα έρθω», λέω προσπαθώντας να κρύψω τον ενθουσιασμό μου – στο ψυγείο μου με περίμεναν κάτι απομεινάρια φακής.

«Μόνο μην το πεις παραέξω» μου λέει «το δείπνο είναι μυστικό».

«Απαιτείται dress code;» ερωτώ – εκείνη την εποχή διάβαζα το «Σαβουάρ βιβρ» του Ζαμπούνη.

Ο Χατζόπουλος που κυκλοφορούσε πάντα με ένα χαχόλικο τζιν και ένα ξεχειλωμένο πουλόβερ, γρύλισε κάτι του τύπου «Βρε, δεν μας παρατάς κι εσύ!»

Είχε νυχτώσει για τα καλά όταν έφτασα στην έπαυλη του εκδότη, στο Παλαιό Ψυχικό. Μου άνοιξε μια καμαριέρα με στολή αψεγάδιαστη. Αμέσως έσπευσε κοντά μου ο Χατζόπουλος. Ήταν ελαφρώς ταραγμένος. «Σε λίγο φτάνει ο επίσημος καλεσμένος μας» λέει. «Ζήτησε να υπάρχει κι ένας συγγραφέας στην παρέα, εξού και η πρόσκλησή σου».

«Μα, ποιον περιμένουμε;» ρώτησα.
«Τον βασιλιά» μου λέει.
«Τον Κωνσταντίνο;»
«Αυτοπροσώπως»
ομολογεί.

Ήξερα ότι ο έκπτωτος μονάρχης βρισκόταν στην Ελλάδα εκείνο τον καιρό με κάποια μέλη της οικογένειάς του, ψάχνοντας να αγοράσει κατοικία – το Τατόι δεν του ανήκε πλέον.

Στο σαλόνι υπήρχαν ήδη ο Λυκουρέζος χωρίς τη Λάσκαρη, ένας δημοσιογράφος που δεν ζει πια, η γυναίκα του εκδότη, η Αθηνά, κι ένας εσμός από υπηρέτες και σερβιτόρους – ο Χατζόπουλος είχε παραγγείλει κέτερινγκ από το Ιντεάλ, που δυστυχώς έχει πια κλείσει.

Στις εννέα ακριβώς χτύπησε το κουδούνι της πόρτας. Μπήκε ο Κωνσταντίνος με τον πρίγκιπα Νικόλαο.

«Πώς θα αποκαλώ τον βασιλιά;» είχα ρωτήσει λίγο πριν τον Χατζόπουλο.
«Μη με σκοτίζεις με τέτοια» είχε απαντήσει.

Όμως δεν μπορούσα βέβαια να απευθύνομαι στον άνακτα ως Μεγαλειότατο αφού δεν ήταν πλέον, ούτε ως Κύριο Γκλύξμπουργκ (μου φαινόταν γελοίο και ευτελές), αλλά σαφέστατα δεν γινόταν να τον προσαγορεύω απλώς Κωνσταντίνο – δεν υπήρχε τέτοια οικειότης. Οπότε;

«Βασιλεύ, τιμή μου που σας γνωρίζω» είπα όταν έγιναν οι συστάσεις.

Ο Κωνσταντίνος πρέπει να ήταν γύρω στα εβδομήντα τότε, κομψός μες στο σκούρο κουστούμι του, προσηνής, καλοξυρισμένος, με παπούτσια που γυάλιζαν και τσάκιση στο παντελόνι. Δεν θυμάμαι την υφή του χεριού του όταν κάναμε χειραψία. Η φωνή του ήταν απαλή, χωρίς διακυμάνσεις και το μαλλί του καλοχτενισμένο. Δεν έφερε κάποια καρφίτσα στο πέτο και δεν φορούσε γραβάτα πάνω από το άσπρο πουκάμισό του.

Είχαν στρωθεί δύο στρογγυλά τραπέζια. Εγώ τοποθετήθηκα με την πλέμπα, ήγουν με τον δημοσιογράφο και τη συνοδό του, τη γυναίκα του εκδότη και τον πρίγκιπα Νικόλαο (τον αριθμό τηλεφώνου του οποίου φρόντισα αργότερα να πάρω, just in case).

Οι σερβιτόροι του Ιντεάλ άρχισαν να φέρνουν πιάτα. Εγώ έπινα κόκκινο κρασί –κι ας είχε ψάρι το μενού– και παρατηρούσα με λοξό μάτι το διπλανό τραπέζι όπου καθόταν ο Κωνσταντίνος. Το Ιντεάλ έφτιαχνε την καλύτερη αθηναϊκή μαγιονέζα της πρωτεύουσας και φρόντισα να την τιμήσω δεόντως. Ο δημοσιογράφος αναφερόταν σε κάποιο πρόσφατο πολιτικό σκάνδαλο. Ο πρίγκιπας Νικόλαος κοιτούσε πότε πότε το κινητό του χωρίς να μιλάει. Η οικοδέσποινα έκανε συνέχεια νοήματα στους σερβιτόρους οι οποίοι έστεκαν στις γωνιές σαν κέρινα ομοιώματα πριν εξακοντιστούν να ικανοποιήσουν τις επιθυμίες της. Πάντα μου άρεσαν οι επαύλεις, ιδιαίτερα όταν συνοδεύονταν από ένα υπάκουο προσωπικό. Στο τζάκι, η φωτιά τριζοβολούσε.

Το κρασί που έπινα με έκανε τολμηρό. Κοίταξα το ρολόι μου, είχε πάει δέκα η ώρα. Σηκώθηκα και τράβηξα την καρέκλα μου ως το διπλανό τραπέζι. Θρονιάστηκα δίπλα στον Κωνσταντίνο. «Βασιλεύ» είπα με ύφος δουλόφρονος αυλικού «θα ήθελα να μου κάνετε μια χάρη».

Εκείνος με κοίταξε με ευγένεια. «Τι χάρη;» ρώτησε ενώ ο Χατζόπουλος από την απέναντι πλευρά του τραπεζιού μου έκανε νοήματα να μην αποτολμήσω καμιά βλακεία.

«Ε, χμ, ξέρετε» ξεκίνησα, «η μητέρα μου είναι βασιλόφρων και εσάς ιδίως σας αγαπά βαθύτατα. Μάλιστα έχει ένα σπιρτόκουτο με τη φωτογραφία σας σε περίοπτη θέση στο σκρίνιο του σπιτιού μας στο Ηράκλειο. Στο δημοψήφισμα είχε ψηφίσει υπέρ της παραμονής της δυναστείας. Λατρεύει την Άννα Μαρία και ήλπιζε να σας δει στο πρόσφατο ταξίδι σας στην Κρήτη αλλά δεν τα κατάφερε». Πήρα μια ανάσα. «Θα ήθελα, αν γίνεται, να τηλεφωνήσουμε τώρα στο πατρικό μου και να της πείτε μια καλησπέρα».

Ο Κωνσταντίνος με κοίταξε χαμογελώντας. «Μα και βέβαια», είπε κι έψαξε το κινητό του. Ο Χατζόπουλος πετάχτηκε από τη θέση του κι έσπευσε να προσφέρει το δικό του. «Όχι, θα πάρω από το δικό μου» είπε ο βασιλιάς. Τότε δεν με ενδιέφεραν τα κινητά κι έτσι δεν πρόσεξα τι μάρκα ήταν το βασιλικό τηλέφωνο.

Είπα στον τέως το νούμερο του σπιτιού μας στην Κρήτη. Εκείνος έκανε λίγο πίσω την καρέκλα του και πληκτρολόγησε. Πέρασαν μερικά δευτερόλεπτα αγωνίας (δικής μου) κι ύστερα άκουσα τη φωνή της μάνας μου να απαντά. Ο τέως είπε: «Εδώ ο Κωνσταντίνος, ο τέως βασιλιάς, τρώω μαζί με τον γιο σας και μου ζήτησε να σας τηλεφωνήσω». Φαντάστηκα τη μάνα μου να κρατάει εμβρόντητη το ακουστικό στον παγωμένο διάδρομο του σπιτιού – γιατί εκεί ήταν εγκαταστημένη η συσκευή.

Ωστόσο, την άκουσα να απαντάει: «Σας κατάλαβα από τη φωνή!» Στη συνέχεια μίλησαν για αρκετή ώρα, σίγουρα πάνω από δέκα λεπτά, ενώ όλοι στο τραπέζι είχαν μείνει να ακούνε με τα πιρούνια δίπλα στα πιάτα.

Κάποτε η συνομιλία τελείωσε, όπως τελείωσε και το δείπνο, κι αποσυρθήκαμε στο καθιστικό όπου πιάσαμε κουβέντα για το πώς ήρθε τότε η Χούντα, για το πώς επιχείρησε ανεπιτυχώς ο Κωνσταντίνος να την ανατρέψει, μας μίλησε για το νεαρό της ηλικίας του, για τα λάθη του – που αν είχε περισσότερη πείρα θα είχε πιθανόν αποφύγει. Δεν διέκρινα πικρία στη φωνή του και δεν τόλμησα να τον ρωτήσω για τη σχέση του με τη Βουγιουκλάκη – ήταν κι ο γιος του εκεί δίπλα.

Η παρέα διαλύθηκε περασμένα μεσάνυχτα. Είχε αρχίσει να βρέχει όταν βγήκα στον δρόμο. Το Παλαιό Ψυχικό έμοιαζε έρημο. Οδήγησα αργά ως τους Αμπελόκηπους. Το δυαράκι μου δεν είχε τζάκι (από επιλογή), ούτε υπηρετικό προσωπικό (από αδυναμία συντηρήσεως). Δεν θυμάμαι να με περίμενε κάποια κοπέλα – εξάλλου, μια ζωή μόνος έμενα. Διάβασα λίγο από τα «Δοκίμια» του Μονταίνια κι έσβησα το φως.

Το άλλο πρωί πήρα τηλέφωνο τη μάνα μου. «Λοιπόν, πώς σου φάνηκε η χθεσινοβραδινή έκπληξη;» ρώτησα.

«Αχ, δεν μπόρεσα να ηρεμήσω όλη νύχτα» είπε. «Ούτε που ξάπλωσα, περπατούσα ώρες πέρα δώθε στο διάδρομο. Δεν έκλεισα μάτι όλο το βράδυ». Έκανε μια παύση. «Να μιλήσω με τον βασιλιά! Ήταν το ωραιότερο δώρο που μου έκανες ποτέ».

Μέχρι τότε το ωραιότερο δώρο που της είχα κάνει, όπως ισχυριζόταν η ίδια, ήταν η κόρη μου – και εγγονή της. Δεν προσεβλήθην, ωστόσο, από αυτή την επαναξιολόγηση – παρά τα δημοκρατικά μου αισθήματα.

Τον τέως βασιλιά δεν τον είδα έκτοτε, τη μάνα μου για λίγα ακόμα χρόνια. Χάθηκαν κι οι δύο στο τέλος.