Ελλαδα

«Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε»: Οι ηθοποιοί και το χάος της μεταλυκειακής εκπαίδευσης

Μια κόντρα ανάμεσα στην κωμωδία και το δράμα

Ηλένα Κρητικού
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ
UPD

Πολύ νωρίτερα από την κυβέρνηση, την αντιπολίτευση, τον πρόεδρο του ΣΕΗ, τη Λυδία Κονιόρδου και όποιον άλλον εμπλεκόμενο στην υπόθεση του Προεδρικού Διατάγματος για τους τίτλους σπουδών των καλλιτεχνών, τα έχει πει ο Λουίτζι Πιραντέλλο: «Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε».

Στο τρίπρακτο θεατρικό έργο που πρωτοπαρουσιάστηκε στο Μιλάνο το 1917 («Così è (se vi pare)»), ο Ιταλός δραματουργός εστιάζει στο πολυαγαπημένο θέμα της ερμηνείας που μπορεί ο καθένας να δώσει στην «πραγματικότητα».

Και επειδή αυτές οι ερμηνείες δεν ταυτίζονται, αρχίζει να δημιουργείται μια σύγχυση ανάμεσα στο λογικό, το παράλογο, την ψευδαίσθηση και την πραγματικότητα -ή για την ακρίβεια τις αντικρουόμενες εκδοχές της «αλήθειας».

Εννοείται ότι οι πρωταγωνιστές του έργου προσπαθούν με όλο τους το πάθος να τεκμηριώσουν με λογικά επιχειρήματα την εκδοχή της αλήθειας που υποστηρίζουν, βγάζοντας τον απέναντι τρελό, αλλά ούτε κι αυτό δίνει λύση στο γρίφο. Και στο φινάλε, ο Πιραντέλλο βγάζει τη γλώσσα στον θεατή, ρωτώντας τον αν του αρέσει ο τρόπος που μιλάει η «αλήθεια».

Φυσικά και δεν αρέσει. Οι απλές, μονοδιάστατες «αλήθειες» είναι πολύ προτιμότερες: Εύπεπτες και εύκολα αξιοποιήσιμες. Η πραγματικότητα που μοιάζει με κουβάρι απαιτεί πολύ ενέργεια και χρόνο μόνο και μόνο για να πιάσει κανείς μια άκρη, πολύ περισσότερο για να το ξετυλίξει. Μέσα σε ένα τέτοιο κουβάρι είναι τυλιγμένη η ιστορία του Προεδρικού Διατάγματος για τους τίτλους σπουδών ηθοποιών και άλλων καλλιτεχνών.

Σχηματικά, η μία πλευρά υποστηρίζει ότι τα πτυχία των ηθοποιών υποβαθμίζονται και εξισώνονται με τα απολυτήρια λυκείου και η άλλη πλευρά ότι με το ΠΔ δεν αλλάζει απολύτως τίποτα και όλα είναι αντιπολιτευτικός οίστρος.

Αλλά απολύτως έτσι δεν είναι· ούτε έτσι, ούτε αλλιώς. Αυτό που μοιάζει απολύτως σίγουρο είναι το χάος που επικρατεί στο ζήτημα της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και ειδικότερα της αναγνώρισης τίτλων σπουδών από σχολές και ιδρύματα διαφόρων τύπων (δημόσια, ιδιωτικά, ΙΕΚ, κολλέγια…) που βρίσκονται μεταξύ Δευτεροβάθμιας και Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.

Πολύ περισσότερο τα τελευταία χρόνια που καταργήθηκαν τα ΤΕΙ, διά της «ανωτατοποίησης», με αποτέλεσμα να υπάρχει «κενό» μεταξύ Λυκείου και Πανεπιστημίου. Βεβαίως, το «κενό» είναι γεμάτο εκπαιδευτικά ιδρύματα, το επίδικο είναι το επίπεδο σπουδών που προσφέρουν. Προσοχή, όχι η ποιότητα σπουδών, αλλά η κατηγοριοποίηση. Τι τίτλος είναι; Δευτεροβάθμιας; Τριτοβάθμιας; Τίποτα από τα δύο; Δεν ξέρω/ δεν απαντώ;

Η αντιπολίτευση βρίσκεται μάλλον πιο κοντά στις απαντήσεις «τίποτα από τα δύο» και «δεν ξέρω/ δεν απαντώ». Όχι, βέβαια, ότι δεν απαντούν στο ΠΔ της κυβέρνησης. Ζητούν την απόσυρσή του και σοβαρή διαβούλευση επί του ζητήματος της καλλιτεχνικής εκπαίδευσης στη χώρα -ή αλλιώς, μια μη λύση που είναι η προτιμότερη λύση. Αυτό άλλωστε ισχύει τόσα χρόνια. Γιατί να αλλάξει τώρα;

Από την πλευρά της η κυβέρνηση αποφάσισε να κάνει κάτι, να προωθήσει το Προσοντολόγιο του Δημοσίου: «Με το νέο κλαδολόγιο - προσοντολόγιο οι ειδικότητες των υπηρετούντων στην Δημόσια Διοίκηση περιορίζονται δραστικά και από 2.500 θα είναι στο εξής 500, έτσι ώστε να μην υπάρχει η πολυδιάσπαση των προηγούμενων δεκαετιών που εμπόδιζε την ορθολογική αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού», όπως δήλωσε ο αρμόδιος υπουργός Μάκης Βορίδης. Εν μέσω τέτοιων αλλαγών, οι διαμαρτυρίες είναι αναμενόμενες -ειδικά όταν πρόκειται για την ιερή αγελάδα της Ελλάδας, το Δημόσιο.

Και πού εμπλέκονται οι απόφοιτοι Ανώτερων Δημόσιων και Ιδιωτικών Σχολών Δραματικής Τέχνης με το προσοντολόγιο του υπουργού Εσωτερικών; Και τι σχέση έχει η Λυδία Κονιόρδου την οποία επικαλείται η κυβέρνηση;

Σύμφωνα με τις ρυθμίσεις της ΣΥΡΙΖΑίας υπουργού Πολιτισμού, όσοι ηθοποιοί έχουν αποφοιτήσει πριν από το 2003 έχουν αναγνωρισμένους τίτλους ισότιμους με τα ΤΕΙ, όχι όμως και οι νεότεροι. Η κυβέρνηση λέει, λοιπόν, ότι εφαρμόζει τη ρύθμιση Κονιόρδου.

Συγκεκριμένα, το ΠΔ 85/2022 ρυθμίζει τα προσόντα διορισμού στους κλάδους ΠΕ Θεατρικών Σπουδών (ειδικότητα ΠΕ Θεατρικών Σπουδών) και ΔΕ Καλλιτεχνικών Επαγγελμάτων (ειδικότητα ΔΕ Ηθοποιών ή ΔΕ Θεάτρου) εφαρμόζοντας τα επίπεδα του Εθνικού Πλαισίου Προσόντων του Ε.Ο.Π.Π.Ε.Π. για τη λυκειακή και τη μεταλυκειακή εκπαίδευση, το οποίο έχει εγκριθεί από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Δεδομένου ότι η κατηγορία ΤΕ (τεχνολογικής εκπαίδευσης) «εξαερώθηκε» λόγω της κατάργησης των ΤΕΙ, οι ηθοποιοί θα «κατηγοριοποιούνταν» είτε στην Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση, είτε στην Πανεπιστημιακή Εκπαίδευση. Και κατατάχθηκαν στην Δευτεροβάθμια, καθώς υπάρχει η πανεπιστημιακή σχολή Θεατρικών Σπουδών και οι Ανώτερες Δημόσιες και Ιδιωτικές Σχολές Δραματικής Τέχνης δεν λογίζονται ΑΕΙ. Μήπως, όμως, θα έπρεπε αφού «ανωτατοποιήθηκαν» όλα τα ΤΕΙ; Είναι «δίκαιο» οι τίτλοι σπουδών των καλλιτεχνών να εξισώνονται με το πτυχίο λυκείου;

Η απάντηση στο κουβάρι της μεταλυκειακής εκπαίδευσης δεν μπορεί να είναι απλουστευτική. Και το βέβαιο είναι ότι βρίσκεται κάπου στη μέση.

Η κυβέρνηση υποστηρίζει ότι δεν αλλάζει κάτι σε ό,τι αφορά τον διορισμό στο Δημόσιο, καθώς υπάρχει ρητή εξαίρεση για τους ήδη υπηρετούντες, ενώ δεν αφορά προσλήψεις αποφοίτων δραματικών σχολών ως ηθοποιών στο Δημόσιο και σε εποπτευόμενους φορείς, ούτε αφορά τις  προσλήψεις αποφοίτων δραματικών σχολών ως καθηγητών σε σχολεία, δεδομένου ότι το υπουργείο Παιδείας έχει διακριτό προσοντολόγιο.

Άρα, οι ηθοποιοί έχουν δραματοποιήσει την κατάσταση; Όχι ακριβώς. Δεδομένου ότι από την επαγγελματική βαθμίδα που ανήκει ένας εργαζόμενος προκύπτει μια σειρά δικαιωμάτων και κυρίως το ύψος του μισθού, η κατάταξη σε ΔΕ (Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης) ή ΠΕ (Πανεπιστημιακής Εκπαίδευσης) έχει σημασία. Όπως υποστηρίζουν οι καλλιτέχνες, θα δουν «μισθολογική μείωση» αφού θα αμείβονται με μισθό «ανειδίκευτου εργάτη». Ίσως όχι οι ήδη υπηρετούντες, αλλά πιθανώς οι νέοι συμβασιούχοι και πιθανότατα όσοι θα προσλαμβάνονται στο μέλλον.

Αξίζει να θυμηθούμε ότι πριν από δύο χρόνια γινόταν μια άλλου είδους, αλλά πολύ σχετική συζήτηση, που αφορούσε την «εξίσωση» των πτυχίων των κολλεγίων με των ΑΕΙ. Τότε ο ΣΥΡΙΖΑ κατηγορούσε το υπουργείο Παιδείας ότι είχε εφεύρει τρόπο να αναγνωριστούν οι τίτλοι σπουδών που χορηγούν ελληνικά κολλέγια μέσω ξένων πανεπιστημίων, κάνοντας αντιστοίχιση με τα πτυχία των ΑΕΙ μέσω του Αυτοτελούς Τμήματος Εφαρμογής της Ευρωπαϊκής Νομοθεσίας (Α.Τ.Ε.Ε.Ν). Επί της ουσίας και πάλι η υπόθεση αφορούσε τα επαγγελματικά δικαιώματα των αποφοίτων κολλεγίων.

Υπό αυτό το πρίσμα, η συζήτηση επιστρέφει στο σημείο εκκίνησης που είναι το χάος της μεταλυκειακής εκπαίδευσης και η σύγκρουση της πραγματικότητας των ιδιωτικών εκπαιδευτικών ιδρυμάτων με το Άρθρο 16 του Συντάγματος:

  • «H ανώτατη εκπαίδευση παρέχεται αποκλειστικά από ιδρύματα που αποτελούν νομικά πρόσωπα δημοσίου δικαίου με πλήρη αυτοδιοίκηση».
  • «H σύσταση ανώτατων σχολών από ιδιώτες απαγορεύεται».
  • «H επαγγελματική και κάθε άλλη ειδική εκπαίδευση παρέχεται από το Kράτος και με σχολές ανώτερης βαθμίδας για χρονικό διάστημα όχι μεγαλύτερο από τρία χρόνια, όπως προβλέπεται ειδικότερα από το νόμο, που ορίζει και τα επαγγελματικά δικαιώματα όσων αποφοιτούν από τις σχολές αυτές.»
  • Nόμος ορίζει τις προϋποθέσεις και τους όρους χορήγησης άδειας για την ίδρυση και λειτουργία εκπαιδευτηρίων που δεν ανήκουν στο Kράτος, τα σχετικά με την εποπτεία που ασκείται πάνω σ' αυτά, καθώς και την υπηρεσιακή κατάσταση του διδακτικού προσωπικού τους.

Κι έτσι τίθεται εκ νέου το «προαιώνιο» ερώτημα εάν θέλουμε ιδιωτικά πανεπιστήμια ή όχι. Αν πρέπει να αλλάξει το Άρθρο 16 του Συντάγματος.

Το ΣΕΗ, πάντως, ζητά «δημιουργία Πανεπιστημιακής Σχολής Παραστατικών Τεχνών, στα πρότυπα της Ανώτατης Σχολής Καλών Τεχνών, όπου επίσης οι καλλιτέχνες δεν εισάγονται με πανελλήνιες εξετάσεις μεν, δεν αποκλείονται όμως και από την πανεπιστημιακή εκπαίδευση, τα πτυχία τους αναγνωρίζονται και το πρόγραμμα σπουδών τους είναι εναρμονισμένο και σε απόλυτη σύνδεση με το πρόγραμμα του Θεωρητικού τμήματος Ιστορίας και Θεωρίας της Τέχνης της ίδιας σχολής», και ζητά διασύνδεση των σχολών καλλιτεχνικής εκπαίδευσης με το ΕΚΠΑ και την πανεπιστημιακή σχολή Θεατρικών Σπουδών.

Επί του θέματος, ο υφυπουργός Πολιτισμού Νικόλας Γιατρομανωλάκης δήλωσε: «Η κυβέρνηση έχει τη βούληση να θέσει τέλος σε αυτή την πολυετή εκκρεμότητα ώστε να υπάρξει ένας «ακαδημαϊκός διάδρομος» που να συνδέει τις σχολές καλλιτεχνικής εκπαίδευσης με τα πανεπιστήμιά μας και, το κυριότερο: Να διαμορφώσει το πλαίσιο, τα κριτήρια και τις προϋποθέσεις που θα καταστήσουν εφικτή σε βάθος χρόνου την πανεπιστημιακού επιπέδου καλλιτεχνική εκπαίδευση».

Είναι κι αυτός ένας τρόπος ανωτατοποίησης των σπουδών των ηθοποιών. Ο τρόπος ανωτατοποίησης σπουδών αποκλειστικά μέσω του Δημοσίου. Γιατί ο ιδιωτικός (εκπαιδευτικός) τομέας ίσως είναι ένα φάντασμα. Για αυτό και η συζήτηση για αυτόν ίσως είναι εκτός πραγματικότητας.

Έτσι είναι, αν έτσι νομίζετε.