Ελλαδα

Γιατί δεν έχουμε σοβαρή Αμυντική Βιομηχανία;

Είναι θέμα γονιδιακό ή κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη χώρα μας σε ό,τι αφορά στην πολιτική και από εκεί στη Δημόσια Διοίκηση και επομένως και στο στράτευμα και στην αμυντική βιομηχανία;

Πάνος Αγερίδης
6’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Εξοπλιστικά: Ο Πάνος Αγερίδης διερευνά τις αιτίες της αδράνειας της αμυντικής μας βιομηχανίας

Ναι, το ξέρω, η απάντηση από πολλούς θα είναι άμεση: Πρώτον, εισάγουμε μονίμως τα πάντα, διότι οι πολιτικοί και οι στρατιωτικοί (εν ενεργεία ή απόστρατοι) θέλουν να τα παίρνουν. Δεύτερον, επειδή δεν μας αφήνουν οι «κακοί ξένοι», διότι θέλουν να πουλάνε τα δικά τους όπλα.

Είμαι ο τελευταίος που θα υπερασπιζόταν Τσοχατζόπουλους ή που θα ισχυριζόταν ότι οι πωλήσεις όπλων δεν αποτελούν μέρος της ατζέντας στις διεθνείς σχέσεις.

Ωστόσο, οπλικά συστήματα δεν παράγουν μόνο οι κλασικές «δυτικές χώρες» (συμπεριλαμβανομένου του Ισραήλ) και ισχυρές χώρες, όπως η Ρωσία, η Κίνα και η Ιαπωνία, αλλά και χώρες όπως η Τουρκία, η Νότια Κορέα, η Ταϊβάν, η Ινδονησία, το Πακιστάν, η Σερβία, η Βραζιλία, η Νότια Αφρική, το «αποκλεισμένο» Ιράν, ακόμα και η Υεμένη. Άρα, νομίζω ότι θα πρέπει να αναρωτηθούμε τι ακριβώς συμβαίνει με την περίπτωσή μας και πάμε από το κακό στο χειρότερο σε αυτό το θέμα κρίσιμης εθνικής σημασίας. Κατά τη γνώμη μου, οι παραπάνω δύο, γενικώς επικρατούσες, εξηγήσεις προφανέστατα και δεν επαρκούν.

Να σημειώσω εδώ ότι ακόμη και οι μπαμπαδοτρεφόμενοι ανάρχες του «φοιτητικού χώρου» καταλαβαίνουν ότι, για να αντιμετωπίσουν τον οχτρό, πρέπει να έχουν πυρομαχικά, οπότε οπλίζονται με βαριοπούλες (τα μέσα παραγωγής των πυρομαχικών), για να σπάνε τα μάρμαρα στις πλατείες και να πετούν τα θραύσματα στους αστυνομικούς. Το αποτέλεσμα το καμάρωσα σε πρόσφατη διέλευσή μου από την κεντρική πλατεία των Ιωαννίνων. Ως χώρα όμως, αμφιβάλλω αν μπορούμε πλέον να παράγουμε τα περισσότερα από τα βλήματα και τις γομώσεις που θα χρειαστούμε για να αντιμετωπίσουμε τους θρασύτατους νέο-Οθωμανούς.

Σε προηγούμενα άρθρα απέδωσα αυτό το κρίσιμο κενό στην ανυπαρξία σχετικής εθνικής στρατηγικής. Και με τη σειρά της απέδωσα αυτή την ανυπαρξία στην μικροπολιτική πρακτική των πολιτικών κομμάτων, που ομφαλοσκοπούν ανταγωνιζόμενα, χωρίς να τους μένει ούτε ελάχιστη ικμάδα για τη χάραξη διαχρονικών εθνικών στρατηγικών και καμία διάθεση για τη διακομματική αποδοχή τους.

Εδώ θα αναφερθώ σε μια άλλη διακομματική ελληνική πρακτική, η οποία, παρότι λιγότερο γνωστή, πιστεύω ότι ευθύνεται για μεγάλο μέρος της ελληνικής «ιδιαιτερότητας», η οποία δημιουργεί την εικόνα μιας χώρας που προσπαθεί να τρέξει μέσα σε έναν βάλτο. Και φυσικά δεν τα καταφέρνει. Πάμε λοιπόν να προσπαθήσουμε να αναδείξουμε το σοβαρό αυτό θέμα.

Πριν από περίπου 15 χρόνια, όταν βρισκόμουν στη θέση του Διευθύνοντος Συμβούλου του Εθνικού Συστήματος Διαπίστευσης, βρέθηκα στη Λευκωσία για να μιλήσω σε μια εκδήλωση περί ποιότητας. Εκεί κάποιοι Κύπριοι συνεργάτες μού έδειξαν έναν ψηλό, επιβλητικό κύριο και μου είπαν ότι «αυτός είναι ο Γενικός Διευθυντής του Υπουργείου Εθνικής Οικονομίας», στο οποίο υπαγόταν και η Διεύθυνση Διαπίστευσης της Κύπρου. Μου τόνισαν ότι ο κύριος αυτός δεν αντικαθίσταται με την κάθε αλλαγή κυβέρνησης και ότι οι διαδοχικοί Υπουργοί ναι μεν προτείνουν τη δική τους πολιτική αλλά αυτή περνάει μέσα από το κόσκινο του Γενικού Διευθυντή και της υπόλοιπης ιεραρχίας του Υπουργείου, για τη διασφάλιση μιας λογικής συνέχειας του κράτους. Βρετανική πρακτική, προφανώς. Φυσικά το μυαλό μου πήγε και στην Ιταλία, με τις κυβερνήσεις της να αλλάζουν σύμφωνα με τις φάσεις της σελήνης αλλά η χώρα να διοικείται αδιάλειπτα.

Οι Κύπριοι συνάδελφοί μου είπαν επίσης, κάπως περιπαικτικά, ότι «εσείς εκεί πέρα έχετε Υπουργούς, Υφυπουργούς, Γενικούς και Ειδικούς Γραμματείς, Συμβούλους και δε συμμαζεύεται, ενώ εμείς, κάτω από τους Υπουργούς, έχουμε τη σταθερή διοικητική ιεραρχία και μόνο». Ήμουν στην αρχή της θητείας μου και δεν με πολυάγγιξαν αυτές οι παρατηρήσεις. Στη συνέχεια όμως σοκαρίστηκα διαπιστώνοντας πόσο άσχημες και σοβαρές ήταν οι επιπτώσεις από την ελλαδική πραγματικότητα, που μου περίγραφαν οι Κύπριοι. Διαπίστωσα δηλαδή στην πράξη τη δυσκολία στην επικοινωνία μεταξύ Υπουργών και Υφυπουργών, τα προσωπικά «μπαϊράκια» Γενικών και Ειδικών Γραμματέων αλλά το χειρότερο ήταν ότι όλοι αυτοί οι τύποι αισθάνονταν τόση ανασφάλεια για την πολιτική τους ύπαρξη, που δεν εμπιστεύονταν ούτε στο ελάχιστο την υπαλληλική ιεραρχία, ούτε καν τους πρόσφατα και κομματικά προαχθέντες, με αποτέλεσμα να δουλεύουν αποκλειστικά με μια ομάδα νεαρών «συμβούλων» ο καθένας, εντελώς άσχετων με τα θέματα των Υπουργείων τους.

Μάλιστα, και πάλι ο καθένας από αυτούς, μετά από κάποιον ανασχηματισμό (ή αναδόμηση, αν το προτιμάτε επί το πασοκικότερον), κουβαλούσε ένα νέφος από νεαρούς και νεαρές με διδακτορικάκια στο νέο του πόστο, για να συνεχίσει την ασυνέχεια του «έργου» του συμβάλλοντας σημαντικά στην ασυνεννοησία, στην αύξηση της αταξίας αντί της οργάνωσης και στην εφαρμογή αντιφατικών πολιτικών. Που μυαλό και δυνατότητα για μακροπρόθεσμη και στρατηγική σκέψη! Αυτή είναι εξ ορισμού αδύνατη, εφόσον η υπαλληλική ιεραρχία, έστω και κομματικοποιημένη, αγνοείται συστηματικά, ενώ θα έπρεπε να της αναγνωρίζεται ότι κάτι κατέχει από «το άθλημα» τόσα χρόνια, ασχολούμενη με τα θέματα αρμοδιότητας του κάθε Υπουργείου.

Εννοείται ότι η κομματικοποιημένη υπαλληλική ιεραρχία, μετά από ένα τέτοιο διαχρονικό και διακομματικό «φτύσιμο», μεταπίπτει σε κατάσταση ευθυνόφοβης νιρβάνα, στην οποία η ανάληψη πρωτοβουλιών και η διατύπωση προτάσεων αντικαθίστανται αποκλειστικά από το γλείψιμο των παροδικών πολιτικών προϊσταμένων τους. Είναι χαρακτηριστικό ότι, εκείνη την εποχή, βρέθηκα να προεδρεύω σε μια συνεδρίαση της διακυβερνητικής επιτροπής για τους ανελκυστήρες στις Βρυξέλλες, ενώ οι δύο Διευθυντές του Υπουργείου Ανάπτυξης, που με συνόδευαν, παρίσταντο ως τουρίστες. Οι Ευρωπαίοι εταίροι αναρωτήθηκαν κατά πόσο είχα αυτό το δικαίωμα, μια και ήμουν Διευθύνων Σύμβουλος κρατικής Α.Ε., δηλαδή στον ευρύτερο Δημόσιο Τομέα, και όχι Διευθυντής Υπουργείου, όπως απαιτείτο.

Βάλτε τώρα στη θέση της υπαλληλικής ιεραρχίας οποιουδήποτε Υπουργείου τη στρατιωτική ιεραρχία των τριών Όπλων. Κομματικοποιημένη, γλείφουσα τους πολιτικούς και, στην πράξη, «φτυσμένη» στις επιλογές οπλικών συστημάτων, που συχνά γίνονται την τελευταία στιγμή και με κριτήρια που δεν σχετίζονται με τις διαχρονικές ανάγκες και ελλείψεις αλλά αφορούν κυρίως σε θέματα διακρατικής πολιτικής. Ναι η διακρατική πολιτική είναι απαραίτητη αλλά δεν μπορεί να πουλάμε το αμυντικό κορμί μας μονίμως για χάρη της!

Ποια σημασία θα μπορούσε να έχει λοιπόν το εκάστοτε «Πενταετές Εξοπλιστικό Πρόγραμμα» που εκδίδεται για να εκδίδεται και μόνο, στου οποίου την αξία κανείς δεν πιστεύει και το οποίο ποτέ δεν τηρείται και δεν συναρμόζεται με την, ανύπαρκτη έτσι κι αλλιώς, εθνική αμυντική βιομηχανική στρατηγική; Έχει τύχει να βρεθώ στο Πεντάγωνο σε ημερίδες για την «Ανάπτυξη της Διαλειτουργικότητας μεταξύ των Τριών Όπλων» και σε συνεκδηλώσεις με τον Σύνδεσμο Ελλήνων Κατασκευαστών Πολεμικού (συγγνώμη, Αμυντικού) Υλικού. Καλές οι προθέσεις, σημαντικές οι εισηγήσεις αλλά η συνέχεια πενιχρή και το τελικό αποτέλεσμα το βλέπει ο οποιοσδήποτε συγκρίνοντας την κατάσταση της Αμυντικής Βιομηχανίας στη χώρα μας με αυτήν άλλων χωρών, ειδικού ή μη ενδιαφέροντος. Τις πταίει, λοιπόν;

Είναι θέμα γονιδιακό ή κάτι δεν πάει καθόλου καλά στη χώρα μας, σε ό,τι αφορά στην πολιτική και από εκεί στη Δημόσια Διοίκηση και επομένως και στο στράτευμα και στην αμυντική βιομηχανία; Ο μοριακός βιολόγος της Οξφόρδης Ρίτσαρντ Ντόκινς ανέπτυξε τον όρο «μιμίδια» σε αντιστοιχία με τα γονίδια, για να περιγράψει όχι κληρονομούμενα χαρακτηριστικά αλλά κληροδοτούμενες συμπεριφορές και πρακτικές, που διαιωνίζονται μέσα σε ανθρώπινα σύνολα, με εκπληκτική σταθερότητα, παρά την εναλλαγή των ανθρώπων μέσα σε αυτά. Διαπίστωσα τη βασιμότητα και την ισχύ αυτού του όρου σε πολλές περιπτώσεις, π.χ. στις διαφορετικές τυποποιημένες συμπεριφορές στελεχών δύο αμερικανικών κατασκευαστικών εταιρειών ακριβώς πάνω στο ίδιο αντικείμενο: κινητήρες στρατιωτικών και πολιτικών αεριωθουμένων.

Έχουμε επομένως ελπίδα ως χώρα, αν δεν εντοπίσουμε και δεν αναγνωρίσουμε κάποια από αυτά τα καταστροφικά εθνικά μιμίδια, που εμφιλοχωρούν στην ελληνική πολιτική σκηνή, μέσα σε ΟΛΑ τα πολιτικά κόμματα και έχουν διαχυθεί σε όλη τη δημόσια διοίκηση και στο στράτευμα; Και, όταν τα εντοπίσουμε και δεχθούμε την ύπαρξή τους, αν δεν συμφωνήσουμε σε στρατηγικές εξάλειψής τους; Ε λοιπόν, όχι, δεν έχουμε καμία ελπίδα. Οποιεσδήποτε μικρές νίκες δεν μπορούν να ανατρέψουν τη μακροπρόθεσμη αρνητική και απαισιόδοξη πορεία μας, αν αυτά τα μιμίδια, που περιγράφουν την ελληνική «ιδιαιτερότητα», δεν αντικατασταθούν από στοιχειωδώς ορθές, και παγκοσμίως εφαρμοζόμενες, πρακτικές.

Αυτή η πολιτική παθογένεια είναι, κατά τη γνώμη μου, ο κύριος λόγος, για τον οποίο:

  • Δεν έχει συσταθεί ποτέ κάποιο αποτελεσματικό όργανο στρατηγικής για τους εθνικούς εξοπλισμούς και την εθνική αμυντική βιομηχανία, στο στιλ των τουρκικών SSB & TUBITAK.
  • Η Γενική Διεύθυνση Αμυντικών Εξοπλισμών και Επενδύσεων / ΓΔΑΕΕ ούτε καν διανοείται να αναπτύξει σύστημα πιστοποίησης ελληνικών αμυντικών προϊόντων. Το 2016 μεταφέρθηκα για μία εβδομάδα από τη θέση του Διευθυντή Εταιρικής Ποιότητας της Ελληνικής Αεροπορικής Βιομηχανίας στην εν λόγω ΓΔΑΕΕ, για να βοηθήσω ακριβώς στην ανάπτυξη ενός τέτοιου συστήματος. Ήταν πρωτοβουλία ενός από τους 3 Διευθυντές της, που έτυχε να με γνωρίζει. Συνάντησα γενική απροθυμία και έλλειψη δέσμευσης. Αποχώρησα, αφού τιμήθηκα με μια τεράστια πλακέτα μέσα σε βελούδινη κασετίνα, από αυτές που εύκολα δίνονται στο στρατό. Ο Γενικός Διευθυντής που μου την απένειμε, ένας απόστρατος, άξιος χειριστής της Πολεμικής Αεροπορίας, μου ανέλυσε τους λόγους για τους οποίους θεωρεί ότι «εκτελεί θητεία» και δεν βλέπει την ώρα να αποχωρήσει. Και ο πλωτάρχης Διευθυντής που με κάλεσε, αποχώρησε και αυτός και προσλήφθηκε σε μια ναυτιλιακή εταιρεία δύο χρόνια αργότερα.
  • Το σύστημα ηλεκτρονικών αντιμέτρων Ε2/92, που σχεδιάστηκε από το Κέντρο Ερευνών Τεχνολογίας Αεροπορίας το 1992 για το μαχητικό / βομβαρδιστικό LTV A-7 Corsair, κατασκευάστηκε σε πρωτότυπο από την Ελλ. Αεροπορική Βιομηχανία και δοκιμάστηκε επιτυχώς σε ένα μαχητικό, δεν πιστοποιήθηκε ποτέ και δεν τοποθετήθηκε στα αεροσκάφη μας, μέχρι που αυτά τέθηκαν εκτός υπηρεσίας. Ένας από τους σχεδιαστές του, αξιωματικός της Αεροπορίας, μου έλεγε ότι ο δοκιμαστής πιλότος τους παρακαλούσε να το αφήσουν τουλάχιστον σε λειτουργία επάνω στο δικό του μαχητικό.
  • Κατά τη συμμετοχή μου στην επιθεώρηση τουρκικής εταιρείας το 2020 είδα «ιδίοις όμμασι» το ειδικό ρουλεμάν που κατασκεύασαν και πιστοποίησαν για τα δικά τους παράκτια ραντάρ επιτήρησης στο Αιγαίο, τη στιγμή που τα περισσότερα αντίστοιχα δικά μας ήταν εκτός λειτουργίας, ακριβώς λόγω της έλλειψης αυτού του ρουλεμάν, που εμφάνιζε υψηλό βαθμό φθοράς στο θαλάσσιο περιβάλλον.
  • Στη δεκαετία του ’90 επισκέφθηκα την Matra Missiles στην Ορλεάνη της Γαλλίας, για να δω πώς κατασκευαζόταν και δοκιμαζόταν ο πυραυλοκινητήρας αρχικής ώσης του αντιαρματικού βλήματος ERYX. Τελικά η Ελλάδα θεώρησε το βλήμα πολύ ακριβό και προχώρησε στην αγορά του ρωσικού KORNET, χωρίς απολύτως κανένα ενδιαφέρον για τη μεταφορά τεχνογνωσίας. Οι Τούρκοι αγόρασαν το ERYX, απέκτησαν την τεχνογνωσία κατασκευής πυραυλοκινητήρων, ξεκίνησαν και έστησαν την τουρκική εταιρεία Rocketsan (Roket Sanayii ve Ticaret A.S.), συνέστησαν το"Missile Executive Board", με τη συμμετοχή του Υπ. Άμυνας, της SSB, του TUBITAK, των εταιρειών ASELSAN και ROKETSAN, αποστράτων, πανεπιστημίων και ειδικών στον τομέα. Κατασκευάζουν σήμερα: με κινεζική τεχνολογία, τους βαλλιστικούς πυραύλους J-600T εμβέλειας 300 km, T-800 εμβέλειας 800 km, T-1500 εμβέλειας 1.500 km και T-2500 εμβέλειας 2.500 km τους αντιαρματικούς πυραύλους OMTAS και L-UMTAS το σύστημα πολλαπλών εκτοξευτήρων πυραύλων πυροβολικού ΚΗΑΝ εμβέλειας από 80 ως 250 km· τα αντιαεροπορικά πυραυλικά συστήματα HISAR μέσης και μακράς εμβέλειας, και τα KORKUT & SONGUR μικράς εμβέλειας· το βλήμα αέρος – αέρος μέσης εμβέλειας Gökdoğan και μικρής εμβέλειας Αkdoğan· το αντιπλοϊκό βλήμα SOM· το βλήμα Cirit, εκτοξευόμενο από ελικόπτερα, και το βλήμα ΜΑΜ εκτοξευόμενο από τα Μη Επανδρωμένα Αεροσκάφη τους.

Εμείς ως μόνη εναλλακτική λύση σε αυτήν την πυραυλική κατασκευαστική υπερδραστηριότητα έχουμε τον πασχαλιάτικο ρουκετοπόλεμο της Χίου.