Ελλαδα

Σκιάθος: Επιπτώσεις της τουριστικής «εκβιομηχάνισης»

Τι είδους τουρισμό θέλουμε και μέχρι πού; Πόσο αντέχει ο τόπος, αλλά και οι άνθρωποι

Ανδρέας Βασιλιάς
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Σκιάθος: Παρατηρήσεις και σχόλια για την τουριστική κατάσταση του νησιού.

Φεύγοντας για μια ακόμη φορά φθινόπωρο απ’ το νησί και έχοντας τη ταυτότητα του Σκιαθίτη της «διασποράς», είχα όλα τα χρόνια το προνόμιο να είμαι ταυτόχρονα «μέσα» και «εκτός» από το «γίγνεσθαι» της Σκιάθου. Να μπορώ δηλαδή να παρατηρώ και από κάποια σχετική απόσταση, όλα τα σημαντικά βήματα της τουριστικής ανάπτυξης του νησιού με κάποια αντικειμενικότητα. Και ήταν πολλά και συνταρακτικά.

Η Σκιάθος του 1960 δεν έχει καμία απολύτως σχέση με τη σημερινή, πολεοδομικά και αρχιτεκτονικά ή οικονομικά. Η σημερινή Σκιάθος είναι ένας διαρκώς διαμορφούμενος αστικός τόπος που αναπτύχθηκε ραγδαία τις δεκαετίες του ‘60, ‘70 και ‘80 και περισσότερο έντονα τις επόμενες δεκαετίες, μέχρι σήμερα, αλλάζοντας ριζικά τα πράγματα στους παραπάνω τομείς, καθιερώνοντας το νησί ως έναν από τους σημαντικότερους τουριστικούς προορισμούς, πανευρωπαϊκά, τουλάχιστον.

Ως  μόνιμος σχεδόν παραθεριστής στο νησί, έζησα μια σειρά από σοβαρές περιβαλλοντικές αλλαγές οι οποίες διαμόρφωσαν μια άλλη φυσική και αρχιτεκτονική πραγματικότητα, η οποία δημιούργησε ένα βαθύ ρήγμα ανάμεσα στη σημερινή Σκιάθο και σ’ εκείνη του Παπαδιαμάντη και του Μωραϊτίδη.

Παράδειγμα τα «Ρόδινα ακρογιάλια» και το «Γλυφονέρι» που με αφορούν, μιας και εκεί βρίσκεται το σπίτι μου, δεν υπάρχουν πια. Στη θέση τους είναι ένα απέραντο λιμάνι το οποίο τους καλοκαιρινούς μήνες μετατρέπεται σ’ ένα τεράστιο εργοτάξιο μ’ ένα διαρκή θόρυβο. Τη θέση των παλιών καϊκιών μπροστά έχουν καταλάβει διάφορα επαγγελματικά σκάφη, τα οποία εν τω μεταξύ πολλαπλασιάζονται με ραγδαία ταχύτητα, αφήνοντας ελάχιστο χώρο για να αράξει ένα ιδιωτικό σκάφος, κάποιου επισκέπτη. Η χωροθέτηση μιας μαρίνας η οποία θα τακτοποιούσε κάπως τα πράγματα, μετατράπηκε σε «γεφύρι της Άρτας». Τα «Λαζαρέτα», ακριβώς απέναντί μου, από σημαντικός αρχαιολογικός χώρος έχουν μετατραπεί σε ενοικιαζόμενα διαμερίσματα. Χιλιάδες ενοικιαζόμενα διαμερίσματα ξεφυτρώνουν κάθε χρόνο, νόμιμα και αυθαίρετα, σε όλες τις βουνοπλαγιές του νησιού. Τα χωράφια «ρουμανιάζουν» χωρίς πρόσβαση και γίνονται περιφραγμένα οικόπεδα. Κάπως έτσι, μες την εκκωφαντική φασαρία η Σκιάθος έχει γίνει εδώ και χρόνια περισσότερο ακριβή από την Αθήνα.

Αναρωτιέμαι πόσους ακόμα τουρίστες αντέχει αυτό το νησί. Φέτος, κατά προσέγγιση ήλθαν περισσότεροι από 200.000. Πόσους ακόμα θέλουμε, 300.00, 500.000; Πόσα σπίτια και πόσα ξενοδοχεία θα χρειαστεί να χτιστούν για να είμαστε ικανοποιημένοι;

Είναι σίγουρο ότι το βιοτικό επίπεδο του τόπου έχει ανέβει θεαματικά και φυσικά κανείς δεν θα ήθελε πεινασμένους ανθρώπους, όπως συνέβαινε μεταπολεμικά. Όμως όσο ανεβαίνει το βιοτικό επίπεδο ανεβαίνουν και η καταστροφή του περιβάλλοντος, η ηχορύπανση, ο όγκος των σκουπιδιών, ο αριθμός των αυτοκινήτων και των μηχανών, η μόλυνση της θάλασσας, κλπ, κλπ.

Μέσα σ’ όλα αυτά τα καταιγιστικά γεγονότα, ένα πράγμα δεν ξέρω τι απέγινε, και μιλάω για την ψυχή του Σκιαθίτη. Είναι ευχαριστημένος με όλα αυτά; Δεν αναφέρομαι στις παλιές γενιές που φεύγουν, αναφέρομαι στα νέα παιδιά και στο πώς νιώθουν. Γιατί σίγουρα τα πράγματα απ’ έξω άλλαξαν, αλλά από μέσα τι γίνεται; Ο οικονομικός πλούτος συνέβαλε και στον ψυχικό πλούτο;

Προφανώς και έχουν γίνει βήματα εκσυγχρονισμού του νησιού, ώστε να μπορέσει να ακολουθήσει και να απορροφήσει το τεράστιο τουριστικό ρεύμα και δεν υποστηρίζω την άποψη ότι «παλιότερα ήταν καλύτερα», αλλά είμαι σαφώς υπέρ της άποψης ότι αγνοώντας την πραγματικότητα, τις σύγχρονες πραγματικές ανάγκες, τις σημαντικές διαρθρωτικές αλλαγές και τις πολύ σημαντικές τομές που χρειάζεται να γίνουν, θεσμικά, η Σκιάθος ως κατ’ εξοχήν τόπος μαζικού τουρισμού θα ευδοκιμήσει οικονομικά, αλλά οι Σκιαθίτες φοβάμαι ότι θα αποδιοργανωθούν ψυχικά. Ένας τόπος ο οποίος βρίσκεται σε μια διαρκή αλλά ωστόσο ημιτελή διαδικασία αστικοποίησης, αφού οι παλιές αντιλήψεις παραμένουν κυρίαρχες με βασικό στοιχείο αντιπαράθεσης, η οποία συχνά αποκτά άγρια χαρακτηριστικά, το ανελέητο κυνήγι του κέρδους, χωρίς όρια. Ένα παράδειγμα αυτής της κατάστασης είναι η τεράστια δυσκολία για συνεννόηση που υπάρχει ανάμεσα στις δημοτικές παρατάξεις με αποτέλεσμα να κυριαρχούν διαφόρων ειδών μικροσυμφέροντα που ταλανίζουν για χρόνια τον τόπο.

Σήμερα το καίριο ερώτημα που χρειάζεται να απαντηθεί, κυρίως από την εκάστοτε ηγεσία του νησιού, ώστε να ακολουθήσει και ο κόσμος είναι: Τι είδους τουρισμό θέλουμε και μέχρι πού; Πόσο αντέχει ο τόπος, αλλά και οι άνθρωποι. Για να μην καταντήσει ο τόπος ένα χρυσό κέλυφος, χωρίς περιεχόμενο. Γιατί οι χειμώνες θα βαραίνουν ολοένα και περισσότερο. Για να μην ξαναζωντανέψουν άξαφνα οι ιστορίες του Παπαδιαμάντη σε μια άλλη εκδοχή, σύγχρονη, αλλά εξίσου τραγική με τις παλιές. Για να δείξουμε ότι κάτι έστω «πιάσαμε» απ’ όλα όσα εκείνος έγραψε.