Η μείωση του μη μισθολογικού κόστους από το 2019 έως το 2021 ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ
Παρά την αστάθεια που προκάλεσε η πανδημία και την εργασιακή ανασφάλεια λόγω των lockdowns, η ανεργία τα τελευταία δύο χρόνια έχει μειωθεί. Το εποχικά, δηλαδή, διορθωμένο ποσοστό της ανεργίας διαμορφώθηκε σε 12,2% τον Μάιο, έναντι 17,1% τον Δεκέμβριο του 2019, με τον αριθμό των μη απασχολούμενων να εκτιμάται ότι θα υποχωρήσει εάν ληφθούν υπόψη οι επιπρόσθετες επενδύσεις που αναμένεται να κινητοποιήσει η απορρόφηση των πόρων του ευρωπαϊκού Ταμείου Ανάκαμψης. Πού οφείλεται όμως, η πτώση των ποσοστών ανεργίας;
Σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, βασικό ρόλο διαδραμάτισε η υιοθέτηση από το οικονομικό επιτελείο πολιτικών στήριξης και κινήτρων, τόσο στην πλευρά της προσφοράς, όσο και της ζήτησης εργασίας, όπως η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας. Ως γνωστόν, το υψηλό ποσοστό των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών και των εργαζομένων αλλά και η υψηλή φορολογία εισοδήματος αυξάνουν σημαντικά το κόστος εργασίας και αποτελούν αντικίνητρο ενίσχυσης της απασχόλησης, ενώ παράλληλα οδηγούν σε αύξηση της αδήλωτης εργασίας. Ως αποτέλεσμα, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους της εργασίας κρίνεται σημαντική, καθώς θα οδηγήσει σε ενδυνάμωση των κινήτρων των επιχειρήσεων για αύξηση των θέσεων εργασίας. Παράλληλα, εκτιμάται ότι θα οδηγήσει σε ενίσχυση των επενδυτικών κινήτρων.
Την ίδια στιγμή, αν και η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στην Ελλάδα παραμένει σε ιδιαίτερα υψηλό επίπεδο, η μείωση του μη μισθολογικού κόστους που καταγράφηκε μεταξύ 2019 και 2021 ήταν η δεύτερη υψηλότερη μεταξύ των χωρών του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), μετά την Τσεχία. Παράλληλα, το ποσοστό της ανεργίας στην Ελλάδα σημείωσε τη μεγαλύτερη πτώση σε σύγκριση με την ίδια ομάδα χωρών του ΟΟΣΑ. Τι φανερώνει η σχέση μεταξύ των δύο μεγεθών, δηλαδή της μείωσης του μη μισθολογικού κόστους και της υποχώρησης της ανεργίας; Ότι η συρρίκνωση του μη μισθολογικού κόστους λειτουργεί ως εργαλείο ενίσχυσης της απασχόλησης.
Το μη μισθολογικό κόστος ως ποσοστό του συνολικού κόστους της εργασίας στην Ελλάδα αυξήθηκε σημαντικά τα πρώτα χρόνια της οικονομικής κρίσης της προηγούμενης δεκαετίας, στο πλαίσιο της προσπάθειας δημοσιονομικής προσαρμογής με έμφαση στην πλευρά των εσόδων, φθάνοντας το 2012 στο 42,8%. Στη συνέχεια, μειώθηκε σταδιακά σε 38,8% το 2015, ενώ αυξήθηκε εκ νέου τα επόμενα έτη, ξεπερνώντας και πάλι τις 40 ποσοστιαίες μονάδες. Την τελευταία διετία, ωστόσο, το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας μειώθηκε κατά 3,7 ποσοστιαίες μονάδες και διαμορφώθηκε το 2021 σε 36,7%, σύμφωνα με ανάλυση της Alpha Bank.
Η σωρευτική πτώση που έχει καταγραφεί σε σχέση με την περίοδο πριν από την κρίση χρέους στην Ελλάδα, δηλαδή από το 2009, υπολογίζεται σε 4,5 ποσοστιαίες μονάδες, οι οποίες προήλθαν από τη μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, κατά 1 π.μ. του εργαζόμενου και κατά 3,5 π.μ. του εργοδότη, με αποτέλεσμα η επιβάρυνση της μισθωτής εργασίας στη χώρα μας να είναι πλέον χαμηλότερη σε σχέση με άλλες ευρωπαϊκές χώρες, όπως η Ισπανία και η Πορτογαλία. Έτσι, στη σειρά κατάταξης από το υψηλότερο στο χαμηλότερο ποσοστό, η Ελλάδα κατείχε πέρυσι την 19η θέση μεταξύ των χωρών του ΟΟΣΑ, έναντι της 14ης θέσης το 2019.