- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Τα κατάλοιπα της εκκαμίνευσης των μεταλλευμάτων στο Λαύριο και τα νέα κτίσματα από τις νεότερες γενιές Ελλήνων.
Τον έβλεπα να μαζεύει πέτρες από την άκρη της παραλίας και να τις βάζει σε πλαστικές σακούλες. Ένας ηλικιωμένος κύριος, αδύνατος, με μεγάλα τετράγωνα γυαλιά και φαρδύ λευκό φανελάκι. Όταν μου μίλησε, την ώρα που έμπαινα στη θάλασσα, κατάλαβα ότι ήταν ομογενής από την Αμερική.
Η παραλία ήταν η Πούντα Ζέζα στο Λαύριο. Είχα φτάσει εκεί με τα πόδια, από τον διπλανό μεγάλο κόλπο, την Ποσειδωνία. Μια σύντομη απογευματινή βόλτα στο μονοπάτι που περνά πάνω από μικροσκοπικές παραλίες και δίπλα στο ιταλικό πολυβολείο και τα συγκροτήματα κατοικιών που χτίστηκαν στη βραχώδη ακτή τις τελευταίες τρεις δεκαετίες. Τα συγκροτήματα αυτά, που θυμίζουν ολόκληρους οικισμούς και φέρουν ονομασίες όπως Ακρωτήρι, Αρχιπέλαγος κ.λπ., κυριαρχούν και στην Πούντα Ζέζα, τυλίγοντας στην ψευδοκυκλαδίτικη αγκαλιά τους την παραλία και την παιδική κατασκήνωση που βρίσκεται στην πλάτη της.
«Μαζεύω τούτες εδώ τις πέτρες». μου είπε ο κύριος με το φανελάκι δείχνοντάς μου μία. «Ρίχνεις μια ματιά στον βυθό μια που έχεις τα γυαλάκια;»
Η πέτρα ήταν, στην πραγματικότητα, μία από τις λεγόμενες σκουριές, τα κατάλοιπα δηλαδή της εκκαμίνευσης των μεταλλευμάτων που βρίσκονται σχεδόν παντού γύρω από Λαύριο. Θα τις δεις αραδιασμένες σε μεγάλους μαύρους τοξικούς λόφους δίπλα στην πόλη, αλλά και σκόρπιες σε παραλίες, ρέματα, αυλές σπιτιών και άδεια οικόπεδα. Είναι η σιωπηλή υπενθύμιση ότι, κάτω από τη νοτιοανατολική άκρη της Αττικής, υπάρχει ένας αθέατος κόσμος πολλών τετραγωνικών χιλιομέτρων, στοιχειωμένος από την ταλαιπωρία και τον θάνατο αμέτρητων γενιών δούλων από την προϊστορία μέχρι τα ρωμαϊκά χρόνια, μα και από τον μόχθο των –λίγων συγκριτικά–μεταλλωρύχων της σύγχρονης εποχής. Εδώ, στον έναν βραχίονα του κολπίσκου της Πούντα Ζέζας, υπάρχει περιφραγμένο από την αρχαιολογική υπηρεσία ένα από τα πολυάριθμα αρχαία καμίνια. Από αυτό προέρχονταν οι συγκεκριμένες σκουριές.
Ο συνομιλητής μου χάρηκε που ήξερα τη σύσταση της «πέτρας» και μου υποσχέθηκε πως, μόλις έβγαινα από τη θάλασσα, θα μου έδειχνε κάτι που στα σίγουρα δεν είχα ξαναδεί. Κολύμπησα λοιπόν και αφού μάζεψα καμιά δεκαριά σκουριές από τον βυθό και του τις έδωσα, τον περίμενα να τελειώσει τα γεμιστά που έτρωγε από ένα τάπερ. Στο μεταξύ τον άκουγα να μου μιλάει για τους συλλέκτες από όλον τον κόσμο που ξοδεύουν απίστευτα ποσά για τα σπάνια ορυκτά τα οποία ξετρυπώνουν διάφοροι τολμηροί από τις στοές, για ντόπιους που έχουν κάνει αμύθητες περιουσίες από αυτή την επιχείρηση και για τις φημολογούμενες ενέργειες ώστε το αχαρτογράφητο δίκτυο των στοών του Λαυρίου να γίνει τουριστικά εκμεταλλεύσιμο. Για να είμαι ειλικρινής θεώρησα ότι, τουλάχιστον τα μισά, ήταν κατασκευές ενός μυαλού που βάδιζε στην ασαφή περιοχή μεταξύ πραγματικότητας και ονειροφαντασίας. Μπορεί όμως να κάνω και λάθος.
Τελείωσε επιτέλους με τα γεμιστά και πήγε στο αυτοκίνητό του να φέρει ένα σφυρί και μία λούπα σαν εκείνες που έχουν οι εκτιμητές κοσμημάτων. Μετά έβαλε μία από τις σκουριές κάτω και την έσπασε. «Κοίτα εδώ με τη λούπα» μου είπε. Κοίταξα λοιπόν και είδα έκπληκτος δύο μικροσκοπικά πετραδάκια να λαμποκοπούν σφηνωμένα στις ρωγμές. Το ένα ήταν λευκό και πολυεδρικό σαν διαμαντάκι και το άλλο έντονο κίτρινο με συμμετρικά αγκάθια σαν του αχινού. Κρύσταλλοι που δημιουργήθηκαν σιγά σιγά στο διάστημα από την αρχαιότητα μέχρι σήμερα, χάρη στη διάβρωση που προκάλεσαν το νερό και ο αέρας στο απομεινάρι του μεταλλεύματος. Νεογέννητα της μητέρας Γης που μεγαλώνουν μέσα στο λίκνο της αρχαίας σκουριάς.
«Και τι τα κάνετε;» τον ρώτησα.
«Τα βγάζω προσεκτικά και τα πουλάω στο eΒay» απάντησε σαν να έλεγε κάτι αυτονόητο. «Αν έχεις μαζέψει πολλά, βγάζεις καλούτσικα λεφτά».
Ο ήλιος είχε ήδη πέσει πίσω από το ύψωμα όταν πήρα τον δρόμο της επιστροφής. Φτάνοντας στο πιο ψηλό σημείο της διαδρομής στάθηκα να απολαύσω τη θέα. Από τη μία πλευρά, προς το Σούνιο, μπορούσες να διακρίνεις μια διαφορετική, πολύ πιο glamorous και διάσημη όψη της ελληνικής αρχαιότητας: Τις κολόνες του ναού του Ποσειδώνα. Από την άλλη, πολύ πιο κοντά, τρεις αρχιτεκτονικές στρώσεις του σύγχρονου ελληνικού πολιτισμού. Στο πρώτο επίπεδο ένα συγκρότημα εξοχικών διαμερισμάτων που εγκλωβίζει πονηρά έναν ήρεμο κολπίσκο, απαγορεύοντας ουσιαστικά την πρόσβαση στον κοινό –μη ένοικο δηλαδή– θνητό. Πιο πίσω, το κουφάρι ενός ημιτελούς ξενοδοχείου που στέκεται εκεί σαν φάντασμα από την εποχή της χούντας. Και στο βάθος, πέρα από το μικρό κομμάτι θάλασσας, διακρίνονταν ολοκάθαρα τα κτίσματα του στρατοπέδου της Μακρονήσου. Είναι μερικά από τα νεογέννητα που φύτεψαν οι νεότερες γενιές Ελλήνων πάνω στο σώμα της Λαυρεωτικής.