- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Γρηγόρης Κούλας: Ο γάμος από έρωτα με την Άντα Σίμου, τα τρία παιδιά, οι απιστίες και η δολοφονία.
Ο Γρηγόρης Κούλας ήταν νομικός, με μεταπτυχιακές σπουδές στη Γαλλία και το 1999, σε ηλικία 40 ετών, ήταν στέλεχος στην εταιρεία Interamerican. Προερχόταν από προνομιούχο οικογενειακό περιβάλλον και είχε ήδη πετύχει όσους στόχους είχε βάλει στη ζωή του, επαγγελματική και προσωπική. Γεγονός που του είχε χαρίσει μεγάλη αυτοπεποίθηση - ή, όπως έβλεπαν πολλοί γνωστοί του, τον είχε κάνει αλαζόνα. Είχε ήδη τρία παιδιά με την Άντα Σίμου, δικηγόρο, η οποία εργαζόταν σε δικηγορικό γραφείο στο κέντρο της Αθήνας. Το ζευγάρι είχε παντρευτεί από έρωτα κι είχε όλες τις προϋποθέσεις για την άνετη και οικογενειακή ζωή που απολάμβανε στην πολυτελή μεζονέτα του στην Κηφισιά. Παρά την εικόνα του τέλειου ζευγαριού που έδειχναν προς τα έξω, ο γάμος τους αντιμετώπιζε πολλά προβλήματα. Ο Γρηγόρης ζήλευε παθολογικά την Άντα και υποψιαζόταν ότι είχε εξωσυζυγικές σχέσεις. Μια εμμονή που είχε αρχίσει να του προκαλεί ψυχολογικά προβλήματα. Όταν αυτά επιδεινώθηκαν, νοσηλεύτηκε για λίγο σε κλινική και σύμφωνα με τη θεραπευτική αγωγή που του σύστησαν οι γιατροί του έπαιρνε φάρμακα.
Το πρωί της Δευτέρας 10 Μαΐου 1999 ο Γρηγόρης Κούλας έκανε ένα ταξίδι αστραπή στο Παρίσι - άγνωστο αν οι λόγοι στου ταξιδιού ήταν επαγγελματικοί ή υγείας. Γύρω στις 11μ.μ. επέστρεψε από το Παρίσι και πήγε στην οικογενειακή μεζονέτα. Η Άντα δεν πήγε στο αεροδρόμιο να τον υποδεχθεί, αν και της το είχε ζητήσει. Το επόμενο πρωί, η Ρουμάνα οικιακή βοηθός τον είδε φευγαλέα να κλειδώνει την πόρτα του υπνοδωματίου και να φεύγει. Αργότερα επέστρεψε, έμεινε στο σπίτι μισή ώρα και έφυγε ξανά - οι γείτονες τον είδαν να φεύγει με το αμάξι του στις 11 το πρωί.
Ο πατέρας της Άντας, ο Νικήτας Σίμος, απόστρατος αξιωματικός του Πολεμικού Ναυτικού, γνωρίζοντας τις ταραγμένες σχέσεις του ζευγαριού, ανησυχούσε και φρόντιζε κάθε πρωί να επικοινωνεί τηλεφωνικά με την 38χρονη κόρη του. Εκείνο το πρωί όμως, στις 11 Μαΐου 1999, η Άντα δεν είχε πάει στο γραφείο της, ενώ το κινητό της ήταν κλειστό. Θορυβημένος, πήγε στη μεζονέτα του ζευγαριού, είδε το αμάξι της κόρης του σταθμευμένο έξω, αλλά όσες φορές κι αν χτύπησε το κουδούνι δεν απάντησε κανείς και αναγκάστηκε να καλέσει κλειδαρά που άνοιξε και το κλειδωμένο υπνοδωμάτιο του ζευγαριού. Εκεί αντίκρισε την κόρη του νεκρή πάνω στο κρεβάτι σκεπασμένη με ένα σεντόνι και εμφανή ίχνη στραγγαλισμού. Δίπλα της υπήρχε ένα ερωτικό σημείωμα του Κούλα. «Κράτα με στα λεπτά σου δάχτυλα και φίλα με με λύσσα», κι από κάτω «Προστάτευσέ με». Δίπλα υπήρχε μια ανθοδέσμη κι ένα άρωμα που της είχε φέρει από το Παρίσι.
Ο ιατροδικαστής κατά την αυτοψία διαπίστωσε πως η γυναίκα είχε στραγγαλιστεί. Ο δράστης έσφιξε με τα χέρια του τον λαιμό της και στη συνέχεια την αποτελείωσε με ένα κορδόνι. Μέχρι αργά εκείνο το βράδυ, ο Γρηγόρης Κούλας δεν είχε εμφανισθεί. Οι αξιωματικοί της ασφάλειας τον αναζητούσαν για να τον συλλάβουν και να έχουν τις απαντήσεις για το συμβάν. Ο Κούλας είχε καταφύγει σε συγγενικό του σπίτι και μετά τα μεσάνυχτα συγγενής του επικοινώνησε με δύο δικηγόρους μεταφέροντάς τους την πρόθεση του να παραδοθεί στην Αστυνομία. Κανονίσθηκε συνάντηση την επομένη μέρα σε δικηγορικό γραφείο, όπου συνοδευόμενος από τους δικηγόρους παραδινόταν στην Αστυνομία. Η συνάντηση αυτή όμως δεν πραγματοποιήθηκε γιατί εκείνο το βράδυ ο Κούλας επιχείρησε να αυτοκτονήσει παίρνοντας υπνωτικά χάπια και οι συγγενείς του τον μετέφεραν σε κωματώδη κατάσταση στο νοσοκομείο.
Οι αστυνομικοί που πήγαν να του πάρουν κατάθεση διαπίστωσαν ότι δεν είχε επαφή με το περιβάλλον. Ο ανακριτής που παρέλαβε τον φάκελο της υπόθεσης από τον εισαγγελέα εξέδωσε ένταλμα σύλληψης του Κούλα, με την κατηγορία της ανθρωποκτονίας από πρόθεση της 38χρονης δικηγόρου Άντας Σίμου. Ο Κούλας προσήχθη τελικά στον ανακριτή για να απολογηθεί για τα όσα συνέβησαν στη μεζονέτα της Κηφισιάς, όταν πήρε εξιτήριο από την κλινική. Στο πλευρό του είχε την αδελφή του, που προσπαθούσε να του δίνει κουράγιο. Εκείνος ήταν αμίλητος έξω από το γραφείο του ανακριτή - οι δικηγόροι μόνο του ισχυρίζονταν ότι είχε μετανιώσει. Η απολογία του κράτησε πάνω από τρεις ώρες. Όπως ισχυρίστηκε ο ίδιος, έφτασε σε απόγνωση όταν έμαθε για την ερωτική σχέση που διατηρούσε η γυναίκα του.
«Τον περασμένο Δεκέμβριο», είπε απολογούμενος, «έμαθα ότι η γυναίκα μου με απατούσε. Από εκείνη τη στιγμή η ζωή μου έχασε το νόημά της. Δεν με ενδιέφερε τίποτα άλλο. Τότε ήταν που άρχισα να επισκέπτομαι ψυχιάτρους και να ακολουθώ συγκεκριμένη θεραπευτική αγωγή». Μόνο τα προ του εγκλήματος περιέγραψε. Για την οικογενειακή τραγωδία που προκάλεσε είπε απλώς: «Δεν θυμάμαι πώς έγινε το κακό, μη με ρωτάτε γι’ αυτό», συμπληρώνοντας ότι στο μυαλό του επικρατούσε σύγχυση και δεν ήταν σε θέση ακόμη να συνθέσει τη σκηνή της δολοφονίας. Μετά την απολογία του, κρίθηκε προφυλακιστέος. Λίγο πριν οδηγηθεί στις Φυλακές Κορυδαλλού, οι συνήγοροί του υπέβαλαν αίτημα για την διενέργεια ψυχιατρικής εξέτασης. Το τελικό πόρισμα της ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης ανέφερε ότι ο Κούλας έπασχε από σοβαρή ψυχική νόσο, που ενδεχομένως συνετέλεσε στη διάπραξη της εγκληματικής του πράξης, αποκλείοντας ωστόσο ότι ο δράστης είχε μειωμένο καταλογισμό.
Στις 29 Μαΐου 2000 ο Γρηγόρης Κούλας κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου του Μεικτού Ορκωτού Δικαστηρίου της Αθήνας. Ανέκφραστος, στηριζόμενος στο μπαστούνι του, παρακολούθησε τις καταθέσεις των μαρτύρων.
Η αδερφή του θύματος ανέφερε στην κατάθεσή της για τον κατηγορούμενο: «Τη μισούσε και το δείχνει ο τρόπος που τη σκότωσε. Τη θεωρούσε κτήμα του. Δεν ανεχόταν την απόρριψη. Επειδή η Άντα ήθελε να χωρίσουν, δεν το άντεχε. Την έβριζε σκαιότατα μπροστά σε κόσμο. Την υποτιμούσε. Την παραμελούσε μονίμως, ειδικά από τότε που άρχισε να εργάζεται στην Ιντεραμέρικαν». Σχετικά με τον άνθρωπο που η Άντα Σίμου διατηρούσε ερωτικές σχέσεις, η αδερφή της ανέφερε: «Η αδελφή μου γνώρισε τον Χρήστο Κόντο από μένα το 1994. Τέσσερα χρόνια αργότερα μού εκμυστηρεύθηκε πως είχε δεσμό με τον Χρήστο και πως ήθελε να χωρίσει από τον κατηγορούμενο... Κι ενώ ένα χρόνο νωρίτερα ο Κούλας με είχε καλέσει για να μου πει ότι απεχθάνεται την αδελφή μου, όταν έμαθε για τον Χρήστο άρχισε να επισκέπτεται τους γονείς μου και να κλαίει. Λίγες ημέρες πριν από το έγκλημα ο κατηγορούμενος αφηγήθηκε στην αδερφή μου όλες τις εξωσυζυγικές του σχέσεις. “Στα λέω επειδή πρόκειται να πεθάνω”’, της είχε πει…».
Η ξαδέρφη του θύματος υποστήριξε ότι ο Γρηγόρης Κούλας φερόταν στη γυναίκα του βάναυσα και αλαζονικά. Η αδερφή του κατηγορουμένου αναφέρθηκε στις πολύ κακές σχέσεις που είχε το τελευταίο διάστημα το ζευγάρι. Υποστήριξε ωστόσο ότι ο αδερφός της προσπαθούσε να βελτιώσει τις μεταξύ τους σχέσεις, παρότι γνώριζε πως η σύζυγός του διατηρούσε εξωσυζυγικές σχέσεις.
Ο πατέρας της Άντας δήλωσε ότι ο Γρηγόρης Κούλας δεν φερόταν καλά στη σύζυγό του. Παράλληλα, υποστήριξε ότι o Κούλας είχε πλήρη συνείδηση των πράξεών του την ώρα της δολοφονίας και ότι δεν παρουσίαζε απώλεια μνήμης -όπως ισχυριζόταν η υπεράσπιση με το αιτιολογικό ότι ο κατηγορούμενος έπασχε από σκλήρυνση κατά πλάκας.
Ο άνθρωπος με τον οποίο η Άντα Σίμου διατηρούσε ερωτικό δεσμό και είχε ζητήσει από τον σύζυγό της διαζύγιο, ο Χρήστος Κόντος, περιέγραψε με κάθε λεπτομέρεια πως μετά από χρόνια συνάντησε την παλιά του συμμαθήτρια Άντα και δέθηκε ερωτικά μαζί της, και όπως κατέθεσε: «Η Άντα θεωρούσε ότι την παραμελεί ο σύζυγός της. Ήταν πεπεισμένη πως είχε και άλλες σχέσεις και πως επιζητούσε ερωτικές απολαύσεις εκτός σπιτιού. Όταν όμως τον Δεκέμβριο του 1998 εκείνη του ζήτησε να χωρίσουν, ο Κούλας άρχισε τους ψυχολογικούς εκβιασμούς…Πάντοτε ο κατηγορούμενος με κοιτούσε αφ’ υψηλού. Ήταν ακραίος χαρακτήρας, απότομος και αλαζονικός. Δεν μπορούσα όμως, να φανταστώ το τέλος…».
Ο Κούλας δεν δίστασε στην απολογία του να προσβάλλει την τιμή και την αξιοπρέπεια της συζύγου του, μεταθέτοντας το φταίξιμο επάνω της. «Όταν έφτασα σπίτι, ήπια δύο υπνοστεντόν και συνάντησα την Άντα σε έξαλλη κατάσταση. Με πρόσβαλε, μου έλεγε ότι τα παιδιά δεν είναι δικά μου. Με χτυπούσε. Μου έλεγε ότι θα πάει να ζήσει με τον κουμπάρο μας, με τον οποίο διατηρούσε ερωτικές σχέσεις. Θόλωσα και στη συνέχεια σκοτείνιασαν όλα. Ένιωσα τα χείλη της να είναι κρύα, το σώμα της παγωμένο. Ήταν άκαμπτη, το πρόσωπό της μελανό, αλλά ήρεμο. Τα μάτια της κλειστά. Ξύπνα της είπα, μη μου το κάνεις αυτό. Τότε είδα στο πρόσωπό της μια σταγόνα αίμα κι ένα δάκρυ, που εκ των υστέρων κατάλαβα ότι είναι δικό μου. Της έδινα πνοή από την δική μου. Δεν μπορούσα να πιστέψω τι είχε συμβεί…Το μόνο που θυμάμαι είναι ότι κρατούσα τη γυναίκα μου νεκρή στα χέρια μου, χωρίς να αντιληφθώ τι ακριβώς είχε συμβεί… Άφησα δίπλα της ένα ερωτικό ποίημα που της είχα αφιερώσει και ένα άρωμα που της είχα φέρει από το Παρίσι.
Ο Κούλας καταδικάστηκε πρωτοδίκως σε ισόβια. Στις 17 Νοεμβρίου 2004 κάθισε στο εδώλιο του κατηγορουμένου στην αίθουσα του Μεικτού Ορκωτού Εφετείου Αθηνών για να δικαστεί σε δεύτερο βαθμό. Το Εφετείο ανέτρεψε την πρωτόδικη απόφαση και τον καταδίκασε κατά πλειοψηφία σε κάθειρξη είκοσι ετών. «Κριθήκατε με επιείκεια κυρίως για χάρη των παιδιών σας» είπε ο πρόεδρος του δικαστηρίου. Ο πατέρας του θύματος, αναφερόμενος στην την επιεική κρίση του δικαστηρίου δήλωσε «έπρεπε να έχει σκεφτεί τα παιδιά του πριν από το έγκλημα».
Ο ίδιος δέχθηκε αμίλητος την απόφαση, ενώ ο δικηγόρος του Δημήτρης Τσοβόλας είπε ότι επρόκειτο για δίκαιη απόφαση.
Η γονείς και η αδερφή της Άντας Σίμου προσέφυγαν στη Δικαιοσύνη ζητώντας αποζημίωση για την ψυχική οδύνη που υπέστησαν. Βασικό τους επιχείρημα ήταν ότι ο κατηγορούμενος διέθετε μεγάλη ακίνητη περιουσία. Το Εφετείο επιδίκασε σε καθέναν από τους δύο γονείς 200.000 ευρώ και στην αδελφή 150.000 ευρώ για τη βαριά ψυχική οδύνη που υπέστησαν.