Ελλαδα

Η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας στη σκιά του πολέμου

Οι εκτιμήσεις της κυβέρνησης, της Τράπεζας της Ελλάδος αλλά και οίκων αξιολόγησης

Φίλιππος Κόλλιας
ΤΕΥΧΟΣ 823
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς επηρεάζεται η ελληνική οικονομία από τον Ρωσο - Ουκρανικό πόλεμο;

Nα διατηρήσει την αναπτυξιακή της δυναμική επιχειρεί η ελληνική οικονομία σε ένα περιβάλλον αβεβαιότητας και έντονης μεταβλητότητας. Η ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και οι αλυσιδωτές αντιδράσεις που αυτή επέφερε επέτειναν την ενεργειακή κρίση και συνέβαλαν σε μία ακόμη μεγαλύτερη αύξηση του πληθωρισμού. Στην παρούσα φάση όλες οι προβλέψεις συγκλίνουν στο ότι η το ελληνικό ΑΕΠ θα ενισχυθεί εντός του 2022 αλλά με χαμηλότερο ρυθμό σε σχέση με τις αρχικές προβλέψεις του οικονομικού επιτελείου.

Πρόσφατα ο αναπληρωτής υπουργός Οικονομικών Θεόδωρος Σκυλακάκης διατύπωσε την εκτίμηση πως ο πόλεμος στην Ουκρανία θα κοστίσει στην ελληνική οικονομία τουλάχιστον μία ποσοστιαία μονάδα ανάπτυξης. Με δεδομένο ότι στον προϋπολογισμό ο πήχης για τη φετινή ανάπτυξη είχε οριοθετηθεί στο 4,5%, προκύπτει το συμπέρασμα ότι το οικονομικό επιτελείο αναμένει ανάπτυξη 3,5% για το σύνολο του έτους.

Σύμφωνα τώρα με την Τράπεζα της Ελλάδος και την «Έκθεση του Διοικητή για το έτος 2021», που δόθηκε στη δημοσιότητα στις 7 Απριλίου, η έξαρση της αβεβαιότητας λόγω του υψηλού πληθωρισμού, αλλά και του πολέμου στην Ουκρανία, μετριάζει τις προσδοκίες των οικονομικών μονάδων και επηρεάζει αρνητικά τις καταναλωτικές και επενδυτικές αποφάσεις τους. Ως εκ τούτου, η ΤτΕ προβλέπει πως η ελληνική οικονομία το 2022 θα συνεχίσει να αναπτύσσεται, αλλά με χαμηλότερο ρυθμό από την αρχική πρόβλεψη (4,8%). Ο ρυθμός ανόδου του ΑΕΠ περιορίζεται σε 3,8% στο βασικό σενάριο της Τράπεζας και στο 2,8% στο δυσμενές σενάριο, ανάλογα με την έκταση και τη διάρκεια των διαταράξεων στις διεθνείς τιμές ενέργειας και τροφίμων, καθώς και την επιδείνωση του κλίματος εμπιστοσύνης και την αναταραχή των χρηματοπιστωτικών αγορών.

Στην έκθεση τονίζεται πως, αν και ο κύριος μοχλός ανάπτυξης για φέτος είναι η εγχώρια ζήτηση και ο τουρισμός, υπάρχει σημαντική αβεβαιότητα: Η αρνητική επίδραση του πληθωρισμού στο πραγματικό διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών θα περιορίσει την αύξηση της ιδιωτικής καταναλωτικής δαπάνης. Το αυξημένο κόστος παραγωγής και η μικρότερη κατανάλωση θα επηρεάσουν αρνητικά την κερδοφορία των επιχειρήσεων και, μαζί με τη γενικευμένη αβεβαιότητα, θα οδηγήσουν ενδεχομένως σε αναβολή ή ματαίωση επενδυτικών αποφάσεων. Αβεβαιότητα επίσης υπάρχει όσον αφορά και τις τουριστικές εισροές, κυρίως από την Ευρώπη και τις ΗΠΑ, λόγω της μείωσης της αγοραστικής δύναμης των νοικοκυριών στις χώρες προέλευσης, αλλά και λόγω της δημιουργίας ενός αισθήματος ανασφάλειας.
Υπάρχουν όμως και αντίρροπες δυνάμεις που λειτουργούν αντισταθμιστικά και μετριάζουν τις αρνητικές επιπτώσεις. Αυτές σύμφωνα με την ΤτΕ είναι: Η άρση των ποικίλων περιορισμών, εγχώριων και διεθνών, που συνδέονταν με την πανδημία, η έναρξη των επενδυτικών έργων του εθνικού Σχεδίου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας, η άνοδος της απασχόλησης, οι συσσωρευμένες αποταμιεύσεις και η συνεχιζόμενη αύξηση των εξαγωγών.

Συμπερασματικά, το τελικό αποτέλεσμα θα επηρεάσει η πορεία των παραγόντων που καθορίζουν τη διαμόρφωση του ΑΕΠ, όπως η κατανάλωση, οι επενδύσεις και οι εξαγωγές. Η κατανάλωση ήδη εμφανίζει σημάδια επιβράδυνσης εξαιτίας της αύξησης των τιμών με τον πληθωρισμό να εκτινάσσεται τον Μάρτιο στο 8,9%. Βέβαια υπάρχει η ελπίδα ότι η κατανάλωση θα ανακάμψει κατά τη διάρκεια της τουριστικής περιόδου όπου αναμένεται αύξηση των αφίξεων ξένων τουριστών σε σύγκριση με το 2021. Στο μέτωπο των επενδύσεων το οικονομικό επιτελείο ευελπιστεί ότι θα ενισχυθούν με διπλάσιο ποσοστό ανόδου σε σχέση με πέρυσι χάρη στη συμβολή των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης μετά και την εκταμίευση της πρώτης δόσης των 3,6 δισ. ευρώ και του νέου ΕΣΠΑ. Όσον αφορά στις εξαγωγές, στόχος είναι φέτος να σπάσουν για πρώτη φορά το φράγμα των 40 δισ. ευρώ. Κατά τον πρώτο μήνα του έτους οι εξαγωγές ανήλθαν σε 3,37 δισ. ευρώ, σημειώνοντας αύξηση κατά 33,9% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2021 και κατά 18% σε σχέση με τον Ιανουάριο του 2020, προ δηλαδή της πανδημίας.

Ξένοι αναλυτές

Οι προβλέψεις ξένων αναλυτών συγκλίνουν ότι φέτος η ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας θα διαμορφωθεί τουλάχιστον στο 3,5%. Σύμφωνα με την τελευταία έκθεση του ΔΝΤ η οποία δόθηκε στη δημοσιότητα τις τελευταίες ημέρες του Μαρτίου, η ανάπτυξη αναμένεται να παραμείνει ισχυρή παρά τις αρνητικές επιπτώσεις του πολέμου στην Ουκρανία και τον υψηλό πληθωρισμό. «Παρά τις σημαντικές εισαγωγές ενέργειας από τη Ρωσία, οι υπόλοιπες άμεσες εμπορικές και οικονομικές σχέσεις με τη χώρα αλλά και την Ουκρανία είναι περιορισμένες. Οι έμμεσες επιδράσεις και ο αντίκτυπος του υψηλότερου πληθωρισμού στο διαθέσιμο εισόδημα και στην κατανάλωση είναι πιο σημαντικές. Επιπλέον, η αυξημένη αποστροφή κινδύνου και η μειωμένη καταναλωτική εμπιστοσύνη αναμένεται να καθυστερήσουν επενδύσεις και να περιορίσουν την ανάκαμψη του τουρισμού. Όλοι μαζί αυτοί οι παράγοντες αναμένεται να περιορίσουν φέτος την ανάπτυξη κατά μία πλήρη ποσοστιαία μονάδα στο 3,5%», αναφέρεται στην έκθεση του Ταμείου.

Ο καναδικός οίκος αξιολόγησης DBRS, ο οποίος στις 18 Μαρτίου αναβάθμισε την πιστοληπτική ικανότητα  της Ελλάδας στη βαθμίδα ΒΒ (high), δηλαδή ένα «σκαλί» κάτω από την επενδυτική βαθμίδα, εμφανίστηκε αισιόδοξος  για την ανάπτυξη της οικονομίας. Στην αξιολόγησή του σημειώνει ότι οι απώλειες της οικονομίας από τον υψηλό πληθωρισμό θα είναι περίπου 1%.

Πιο αισιόδοξη εμφανίζεται η UBS. Οι οικονομολόγοι του ελβετικού τραπεζικού ομίλου προβλέπουν πως η ανάπτυξη στην Ελλάδα θα κινηθεί στο 5,5% μέσα στο 2022 και στο 4,7% το 2023 ύστερα από το 8,3% που καταγράφηκε για το 2021. Η UBS θεωρεί πως θα ξεκινήσει νωρίτερα η τουριστική περίοδος στη χώρα, ενώ κάνει επίσης αναφορά στην αύξηση των αποταμιεύσεων κατά 19 δισ. ευρώ την περίοδο 2020-2021. Ως εκ τούτου, η ελληνική οικονομία διαθέτει πρόσθετη ρευστότητα που αντιστοιχεί στο 10% του ΑΕΠ, η οποία συσσωρεύτηκε από την αρχή της πανδημίας. Βέβαια, ο πληθωρισμός θα παραμείνει πρόκληση για τα νοικοκυριά. Οι προοπτικές της ελληνικής οικονομίας βελτιώνονται χάρις στο πρωτογενές πλεόνασμα του προϋπολογισμού την  περίοδο Ιανουαρίου-Φεβρουαρίου που διαμορφώθηκε στα 847 εκατ. ευρώ, υπερβαίνοντας περίπου κατά 1,1 δισ. ευρώ τον αρχικό στόχο. «Ο προϋπολογισμός ξεκινά με γερές βάσεις το 2022», υπογραμμίζει η UBS.
Τέλος, η JP Morgan έριξε στο 3,6% τον πήχη για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας φέτος, από το 5,2% που ανέμενε αρχικά. Η ανάπτυξη που προβλέπει για το 2023 τοποθετείται στο 3,3%, ελαφρώς υψηλότερα από τον μέσο όρο της Ευρώπης, για την οποία αναμένει ανάπτυξη 2,9% και 2,8% το 2022 και 2023, αντίστοιχα.