Ελλαδα

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος και η δολοφονία της γυναίκας του, Παναγιώτας Μαζαράκη

Αναζητούσε μέρος να θάψει τη σορό, την έθαψε στο Πάρκο Πικιώνη και τη σκέπασε με τσιμέντο

Μιμή Φιλιππίδη
4’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Κατσιλάμπρος - Παναγιώτα Μαζαράκη: Ο νεανικός έρωτας των δύο μουσικών, ο γάμος, οι καβγάδες, το έγκλημα και η εξιχνίασή του.

Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος και η Παναγιώτα Μαζαράκη είχαν γνωριστεί και είχαν ερωτευθεί στα 18 τους. Προέρχονταν και οι δύο από οικογένειες των βορείων προαστίων –ο Γιάννης είναι γιος του καθηγητή Ιατρικής του Πανεπιστημίου Αθηνών Νικολάου Κατσιλάμπρου, που ειδικεύθηκε και έχει μεγάλη επιστημονική προσφορά στα θέματα ζαχαρώδη διαβήτη– και είχαν και οι δύο μια καλή ανατροφή και κοινά ενδιαφέροντα. Ανάμεσα σε αυτά και η αγάπη για τη μουσική. Η πορεία σπουδών και διακρίσεων της Παναγιώτας ήταν εντυπωσιακή. Σπούδασε αρχικά στην Ελλάδα, στο Αττικό Ωδείο, συνέχισε στις ΗΠΑ όπου έλαβε μάστερ πιάνου και έγινε δεκτή με υποτροφία στο διδακτορικό πρόγραμμα του Πανεπιστημίου της Ιντιάνα. Κατέκτησε την πρώτη θέση στον διαγωνισμό κονσέρτου της Νέας Υόρκης το 1997, έδωσε πολλά ρεσιτάλ σε Ελλάδα και εξωτερικό και συμμετείχε ως σολίστ σε παραστάσεις στο Μέγαρο Μουσικής και στο εξωτερικό. Ο Γιάννης εργαζόταν ως καθηγητής μουσικής στο Αρσάκειο της Εκάλης («Τοσίτσειο»). Στην πορεία, ο νεανικός τους έρωτας είχε οδηγήσει στον γάμο και το ζευγάρι είχε αποκτήσει δύο παιδιά, ένα αγόρι που τον Σεπτέμβριο του 2008 ήταν 4,5 χρόνων κι ένα κορίτσι που ήταν 14 μηνών. Μια μπέιμπι σίτερ, αλλά και οι δύο γιαγιάδες, αναλάμβαναν να φυλάξουν τα παιδιά τις ώρες που οι γονείς έλειπαν στις εργασίες τους.

Το ζευγάρι διέμενε στη Φιλοθέη κοντά στο Πάρκο Πικιώνη και είχε μια ήσυχη ζωή, αλλά τον Σεπτέμβριο του 2008 οι γείτονες είχαν αρχίσει να γίνονται μάρτυρες έντονων καβγάδων. Ειδικά από το τέλος Αυγούστου, μετά τη βάπτιση της κόρης τους, οι φωνές του ζευγαριού ακούγονταν σε όλη τη γειτονιά. Στις 15 Σεπτεμβρίου ξέσπασε έντονος καυγάς, όταν η Παναγιώτα ζήτησε από τον Γιάννη να χωρίσουν. Ο Γιάννης θόλωσε, σκεπτόμενος αμέσως το μέλλον των παιδιών του που υπεραγαπούσε. Έχασε την αυτοκυριαρχία του και τη χτύπησε στο στέρνο με τη γροθιά του και στο πρόσωπο με ένα σίδερο. Η κοπέλα έπεσε στο πάτωμα ημιλιπόθυμη και ματωμένη. Ο Γιάννης την έσυρε στο μπάνιο, της έβγαλε τα ματωμένα ρούχα, την έπλυνε στη μπανιέρα και την τύλιξε σε ένα σεντόνι και σακούλες σκουπιδιών. (Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της νεκροτομής που διενεργήθηκε αργότερα από τον προϊστάμενο της Ιατροδικαστικής Υπηρεσίας κ. Φίλιππο Κουτσάφτη, ο θάνατος της Παναγιώτας Μαζαράκη δεν προκλήθηκε από τα χτυπήματα στο κεφάλι και τον θώρακα, αλλά από πνιγμό). Επιχείρησε να τη θάψει στο φρεάτιο που προόριζαν για το ασανσέρ του σπιτιού, μετά κάτω από το σπιτάκι του σκύλου, αλλά και τις δύο φορές φοβήθηκε και έκανε πίσω. Στη συνέχεια έβαλε το πτώμα στο πορτ μπαγκάζ του αυτοκινήτου του και αναζητώντας το κατάλληλο μέρος για να το πετάξει, βρέθηκε στην Παιανία. Εκεί πέταξε τη σορό σε κάδο σκουπιδιών. Σύντομα όμως επέστρεψε και την πήρε. Το ίδιο βράδυ τη μετέφερε στο Πάρκο Πικιώνη και την έθαψε σε ρηχό τάφο που σκέπασε με τσιμέντο.

Από την επόμενη μέρα ισχυριζόταν ότι η γυναίκα του τον είχε εγκαταλείψει. Μετά από έναν έντονο καβγά τους μέσα στο αυτοκίνητο, είχε ανοίξει την πόρτα, κατέβηκε, κι εξαφανίστηκε. Στις 18 του μήνα δήλωσε την εξαφάνισή της στην αστυνομία, μαζί με την πεθερά του. Στην οικογένεια της γυναίκας του και στην αστυνομία ο Κατσιλάμπρος παρίστανε τον θλιμμένο σύζυγο που αγωνιούσε για την τύχη της γυναίκας του. Τη βδομάδα που ακολούθησε τηλεφωνούσε καθημερινά στην Ασφάλεια για να ενημερωθεί, ενώ ασχολούταν με τη φροντίδα των ανήλικων παιδιών του. Τηλεφωνούσε και στην πεθερά του, εκλιπαρώντας την να πείσει την Παναγιώτα να γυρίσει στο σπίτι της, σε περίπτωση που την έβλεπε.

© Βασίλης Παπαδόπουλος / Eurokinissi

Κάποια στιγμή, κι ενώ η αστυνομία ερευνούσε την εξαφάνιση, ο πατέρας του, Νικόλαος Κατσιλάμπρος, από τις κουβέντες του γιου του συνειδητοποίησε τι είχε συμβεί τη νύχτα της «εξαφάνισης». Συμβούλευσε τότε τον Γιάννη να παρουσιαστεί με τον δικηγόρο του στην αστυνομία και να καταθέσει την αλήθεια. Πράγματι, ο Γιάννης Κατσιλάμπρος πήγε στην αστυνομία και ομολόγησε τη δολοφονία της συζύγου του. Στη συνέχεια έδειξε το σημείο στο Πάρκο Πικιώνη, όπου την είχε θάψει.

«Μετάνιωσα για όλα όσα έκανα. Την αγαπούσα. Μαλώσαμε και ήταν προκλητική, επιθετική. Μου ζήτησε να χωρίσουμε και δεν το άντεξα...»

Από την πρώτη στιγμή επέμενε στην εκδοχή της νόμιμης άμυνας, ισχυριζόμενος ότι η γυναίκα του προσπάθησε να τον μαχαιρώσει. Πρόβαλε επίσης τις οικονομικές αξιώσεις της, λέγοντας: «Με την Παναγιώτα τα προβλήματά μας ξεκίνησαν τα τελευταία δυόμισι χρόνια. Στην αρχή, για ένα γραφείο που είχα στον Πύργο των Αθηνών και ήθελε να το γράψω στο όνομά της και τώρα τελευταία είχε ζητήσει από τη μητέρα μου να παραιτηθεί από την κατά 50% επικαρπία που διατηρούσε για το σπίτι μας στη Φιλοθέη. Στους καβγάδες μας μερικές φορές πετούσε κάτω τα στέφανα, με χτυπούσε μπροστά στα παιδιά, πετούσε τη βέρα της και μια φορά είχε σκίσει τη φωτογραφία του γιου μας».

Η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου έγινε σε κλίμα έντασης και οργής. Ξεκίνησε στις 15 Ιανουαρίου 2009 στο Μικτό Ορκωτό Δικαστήριο Αθήνας. Σύμφωνα με τα όσα κατέθεσε, η σύζυγός του αμφισβήτησε την πατρότητα της κόρης τους, γεγονός που τον έκανε να θολώσει. Ο 36χρονος καθηγητής Μουσικής χαρακτήρισε προβληματική τη σχέση που είχε με το θύμα και ισχυρίσθηκε ότι είχαν περιουσιακές διαφορές, αλλά αρνήθηκε ότι είχε προσχεδιάσει την εγκληματική του πράξη. Σχετικά με τον τρόπο με τον οποίο χειρίστηκε το πτώμα της συζύγου του δήλωσε πως μετά τη δολοφονία «ήταν σε πανικό», ενώ ισχυρίσθηκε πως δεν ομολόγησε αμέσως την πράξη του γιατί θεώρησε ότι έπρεπε να μείνει κοντά στα παιδιά του. Στην Ασφάλεια είπε τα πάντα, επειδή «σκέφτηκε ότι δεν ήταν σωστό για εκείνη να θεωρούν τα παιδιά ότι τα εγκατέλειψε». Ο πατέρας του, Νικόλαος Κατσιλάμπρος, καταθέτοντας στο Μεικτό Ορκωτό Δικαστήριο της Αθήνας, δήλωσε ότι ο γιος του «είναι ανώριμος και είχε παθολογική εμμονή στην Παναγιώτα και τα παιδιά τους». Επιπλέον, σύμφωνα με πληροφορίες, ο δράστης αντιμετώπιζε ψυχολογικά προβλήματα και τον τελευταίο καιρό είχε διακόψει την φαρμακευτική αγωγή, που του είχαν συστήσει οι γιατροί.

Ο Διονύσης Σαββόπουλος εξετάστηκε ως μάρτυρας υπεράσπισης του μουσικού στη δίκη. Όπως κατέθεσε, γνώριζε και τους δύο μουσικούς και όταν έμαθε τι συνέβη «μαύρισε η καρδιά του». «Δεν μπορώ να αθωώσω, να συγχωρήσω τον Γιάννη γι’ αυτό που συνέβη. Είναι υπεύθυνος ο Γιάννης, αλλά δεν ξέρω σε ποιο βαθμό» ήταν τα λόγια του γνωστού συνθέτη. Ο Διονύσης Σαββόπουλος γνώριζε τον μουσικό από παιδί, καθώς ήταν συμμαθητής του γιου του, και αργότερα είχε συνεργαστεί μαζί του.

Η Εισαγγελέας απέδωσε στον «υπέρμετρο εγωισμό» του συζύγου της −που δεν μπορούσε να αποδεχθεί ότι «η γυναίκα του ήθελε να γίνει κάτι ανώτερο από αυτόν»− το ότι σκοτώθηκε η Παναγιώτα Μαζαράκη, «μία γυναίκα χαρισματική, με προσόντα και ικανότητες στον τομέα της μουσικής, που θα μπορούσε να φτάσει ψηλά». Μίλησε σκληρά για τον δράστη λέγοντας πως: «Ποτέ δεν έμαθε να στερείται κάτι, ούτε να μοιράζεται ούτε να του παίρνουν πράγματα. Γι’ αυτό δεν μπορούσε να δεχθεί ότι θα φύγει από δίπλα του η Παναγιώτα, η μοναδική γυναίκα της ζωής του».

Στον Γιάννη Κατσιλάμπρο επιβλήθηκε ποινή ισόβιας κάθειρξης με την απόφαση του Μικτού Ορκωτού Δικαστηρίου. Η οικογένεια της αδερφής της Παναγιώτας Μαζαράκη, Βασιλική, ανέλαβε τη φροντίδα των παιδιών και η οικογένεια Κατσιλάμπρου την οικονομική στήριξη.

Στις 14 Ιουνίου 2014 πραγματοποιήθηκε η δίκη του Γιάννη Κατσιλάμπρου σε δεύτερο βαθμό. Το Δευτεροβάθμιο Κακουργιοδικείο επέβαλε κάθειρξη 20 ετών στον 42χρονο καθηγητή μουσικής. Ο Γιάννης Κατσιλάμπρος όμως έμεινε λίγο ακόμη στη φυλακή. Ήταν και πάλι ελεύθερος στις 3 Νοεμβρίου 2014, μετά από συνολικά 7 χρόνια κράτησης. Το δικαστήριο του αναγνώρισε το ελαφρυντικό του προτέρου έντιμου βίου.