Ελλαδα

Δολοφονία Κώστα Ταχτσή: Ένα ανεξιχνίαστο έγκλημα 33 χρόνων

Η αναγνώριση από το κατεστημένο της διανόησης, η ζωή και η δολοφονία του

Μιμή Φιλιππίδη
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κώστας Ταχτσής: Ο συγγραφέας που μίλησε ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του, η αινιγματική δολοφονία του και το κίνητρο που δεν διαλευκάνθηκε ποτέ.

Ο λογοτέχνης Κώστας Ταχτσής σε συνέντευξή του μιλώντας για τους δυο θείους του, τον αντισυμβατικό και τον «καθωσπρέπει», που τον συνόδευαν μικρό σε διάφορες εκδηλώσεις και χώρους, ανέφερε ότι χάρη στον ένα είχε πρόσβαση στον υπόκοσμο και χάρη στον άλλον στο κατεστημένο. Αυτό το δίπολο χαρακτήριζε πάντα τη ζωή του, έως τον θάνατό του στις 27 Αυγούστου 1988. Εκείνο το Σάββατο βρέθηκε νεκρός στο σπίτι του στον Κολωνό. Η δολοφονία του παραμένει ανεξιχνίαστη 33 χρόνια.

Η αδελφή του, Ελπίδα Αρτέμη, του τηλεφωνούσε επανειλημμένα επί δυο ημέρες αλλά οι κλήσεις της έμεναν αναπάντητες. Έχοντας κλειδί του σπιτιού του, που της είχε δώσει ο ίδιος, αποφάσισε να τον αναζητήσει στην ιδιόκτητη μονοκατοικία του στην οδό Τυρνάβου 26 στον Κολωνό. Τα φώτα της εξώπορτας ήταν αναμμένα −τα άναβε μόνο αν επρόκειτο να δεχτεί επίσκεψη φίλου− και το κλιματιστικό λειτουργούσε − αν και απέφευγε να το έχει σε λειτουργία τη νύχτα, ώστε ο θόρυβος να μην ενοχλεί τους γείτονες που ήταν μεροκαματιάτηδες. Μπαίνοντας στο σπίτι αντίκρισε τον χώρο αναστατωμένο. Συρτάρια και ντουλάπια είχαν ανοιχτεί κι αναποδογυριστεί, χαρτιά είχαν σκορπιστεί στο πάτωμα, ενώ είχαν ψαχτεί ακόμη και οι σακούλες σκουπιδιών στην κουζίνα και το μπάνιο. Στην κρεβατοκάμαρα, πάνω στο κρεβάτι, βρήκε τον αδερφό της νεκρό. Ήταν γυμνός, ξαπλωμένος στο πλάι, φορούσε γυναικεία περούκα και είχε βαμμένα νύχια, ενώ τριγύρω βρίσκονταν σκόρπια γυναικεία και ανδρικά ρούχα. Η αδερφή του κάλεσε αμέσως την αστυνομία.

Ο Κώστας Ταχτσής μιλούσε πάντα ανοιχτά για την ομοφυλοφιλία του. Όπως έλεγε ο ίδιος η «ερωτική ανορθοδοξία» του δεν ήταν προϊόν προδιάθεσης. Μάλλον είχε σχέση με στοιχεία της ανατροφής του. Το «Τρίτο στεφάνι», το βιβλίο που τον καθιέρωσε ως μεγάλο συγγραφέα στα ελληνικά γράμματα, καθρεφτίζει τα βιώματά του. Τη δεκαετία του 1970, ενώ εκδιδόταν, είχε αγωνιστεί για τα δικαιώματα των ομοφυλοφίλων. Γινόταν συχνά στόχος ξυλοδαρμού από τραβεστί στις «πιάτσες» τους, επειδή θεωρούσαν ότι τους έκλεβε τους πελάτες.

Μετά το τηλεφώνημα στην Αστυνομία από την αδερφή του, στο σπίτι έφτασαν αξιωματικοί της Ασφάλειας, της Σήμανσης και ο ιατροδικαστής που απέδωσε τον θάνατο σε στραγγαλισμό με τα χέρια. Ο στραγγαλισμός, όπως διαπιστώθηκε μετά τη νεκροτομή, είχε διαπραχθεί πριν από δύο 24ωρα. Το θύμα δεν είχε προβάλει αντίσταση καθώς, όπως έδειξε η τοξικολογική εξέταση, είχε καταναλώσει μεγάλη ποσότητα αλκοόλ.

Από την εμφάνιση του χώρου η Αστυνομία συμπέρανε ότι επρόκειτο για ληστεία μετά φόνου, αφού από το σπίτι έλειπαν ένα βίντεο, ένας αυτόματος τηλεφωνητής και μια φωτογραφική μηχανή. Ωστόσο, οι 5.500 δραχμές που είχε στην τσέπη του δεν είχαν αφαιρεθεί. Δακτυλικά αποτυπώματα άλλα εκτός από προσώπων του στενού περιβάλλοντός του δεν βρέθηκαν. Οι αστυνομικοί άρχισαν την έρευνα από τους δρόμους όπου σύχναζε τις νύχτες ο συγγραφέας ντυμένος γυναίκα, αναζητώντας ερωτικούς συντρόφους της μιας βραδιάς, γύρω από την Ομόνοια, την πλατεία Κουμουνδούρου και την πλατεία Βάθη. Συγκέντρωσαν πληροφορίες και εξέτασαν δεκάδες μάρτυρες για να ρίξουν φως στην υπόθεση. Ένα μεγάλο λάθος της αστυνομίας αργότερα, όταν συγγενής του Ταχτσή βρήκε τον σειριακό αριθμό από το κλεμμένο βίντεο που είχε κάνει δώρο στον συγγραφέα, ήταν ότι έδωσε αυτόν τον αριθμό στη δημοσιότητα. Ήταν ένα στοιχείο που θα μπορούσε να οδηγήσει αμέσως στον δολοφόνο.

Εκτός από την αστυνομία, και οι δημοσιογράφοι έκαναν παράλληλα τη δική τους έρευνα. Το βράδυ της Πέμπτης 25 Αυγούστου προς Παρασκευή 26 Αυγούστου (ώρες κατά τις οποίες τοποθετούσε ο ιατροδικαστής τον θάνατό του) γείτονες είδαν τον Ταχτσή να επιστρέφει με το αυτοκίνητό του στο σπίτι του ντυμένος γυναίκα μαζί με έναν νεαρό. Όταν ο νεαρός έφυγε από το σπίτι, ο Ταχτσής ξαναβγήκε επιστρέφοντας και πάλι με άλλον νεαρό. Το ίδιο συνέβη για τελευταία φορά τα ξημερώματα της Παρασκευής, γύρω στις 3. Ο Ταχτσής επέστρεψε με τον δράστη του εγκλήματος, όπως αποφάνθηκε η Αστυνομία. Ήταν ένας τριαντάχρονος καλοντυμένος άντρας με μουστάκι. Εκτός από τον δράστη, δεν διαλευκάνθηκε ποτέ και το κίνητρο της δολοφονίας. Τα πράγματα που έλειπαν από το σπίτι δεν θεωρήθηκαν κίνητρο ικανό για ληστεία − παραδόξως, τα χρήματά του έμειναν άθικτα, όπως και οι μεγάλης αξίας ζωγραφικοί πίνακες του Φασιανού και του Ακριθάκη που είχε ο συγγραφέας.

Οι απορίες γύρω από τη δολοφονία του Κώστα Ταχτσή απασχολούσαν για καιρό την κοινή γνώμη. Άραγε ήταν όντως ληστεία από κάποιο νεαρό, ο οποίος βούτηξε λίγα αντικείμενα που βρήκε επειδή δεν μπορούσε να εκτιμήσει την αξία των έργων τέχνης του συγγραφέα; Ήταν ατύχημα κατά τη σεξουαλική πράξη − η σεξουαλική ασφυξία κατέληξε σε θάνατο; Τον σκότωσε ο τελευταίος εραστής του όταν κατάλαβε ότι ήταν στο κρεβάτι με άνδρα και όχι με γυναίκα; Η δολοφονία του σχετιζόταν με το βιβλίο που ετοίμαζε, με αποκαλύψεις για πρόσωπα και πράγματα από τους κοσμικούς κύκλους;

Η αδελφή του υποστήριξε ότι, επειδή ο Ταχτσής ετοίμαζε εκείνον τον καιρό την αυτοβιογραφία του και είχε γνωστοποιήσει στο περιβάλλον του ότι θα εξέθετε πρόσωπα και πράγματα από τους κοσμικούς κύκλους της Αθήνας, τον δολοφόνησαν προκειμένου να ακυρώσουν την έκδοση του βιβλίου. Όπως είπε η Ελπίδα Αρτέμη στους αστυνομικούς της Ασφάλειας, «ίσως κάποιος θιγόταν από το βιβλίο και ήθελε να τον βγάλει απ’ τη μέση, σκηνοθετώντας ληστεία». Ωστόσο, τα χειρόγραφα του βιβλίου −ο ίδιος είχε διαβάσει αποσπάσματα στην καλή του φίλη Νένα Σταμάτη και στην εκδότρια του «Εξάντα» Μάγδα Κοτζιά− βρέθηκαν άθικτα στο σπίτι του και όταν, μετά θάνατον, δημοσιεύτηκε η αυτοβιογραφία του με τίτλο «Το Φοβερό Βήμα», δεν διαπιστώθηκε καμία αποκάλυψη. Ο συγγραφέας ήθελε να πει τα πάντα για τον εαυτό του, όχι «για όλους και για όλα». Αν και «φωτογράφιζε» πρόσωπα της υψηλής κοινωνίας με μη κολακευτικό τρόπο, δεν άρμοζε στο ύφος του μια χυδαία, σκανδαλιστική «αποκάλυψη». 

Η κηδεία του Κώστα Ταχτσή έγινε την επόμενη ημέρα στο Α' Νεκροταφείο Αθηνών και την παρακολούθησε πλήθος κόσμου καθώς και πνευματικοί άνθρωποι της εποχής. Τον επικήδειο εκφώνησε η τότε υπουργός Πολιτισμού και καλή φίλη του Μελίνα Μερκούρη, ενώ το φέρετρό του μετέφεραν, μεταξύ άλλων, ο Αλέκος Φασιανός και ο Διονύσης Σαββόπουλος.

© Κώστας Κατωμέρης / Eurokinissi

Ο δημοσιογράφος και φίλος του Ταχτσή, Κώστας Τσαρούχας, κυκλοφόρησε αργότερα το βιβλίο «Η δολοφονία του συγγραφέα: ποιός, πώς και γιατί σκότωσε τον Κώστα Ταχτσή». Κατέληξε στο συμπέρασμα ότι τον Ταχτσή σκότωσε ο τελευταίος του πελάτης, όταν διαπίστωσε πως στο κρεβάτι δεν βρισκόταν με γυναίκα, αλλά με άντρα. Η εκτίμηση του δημοσιογράφου για το τι συνέβη εκείνη τη νύχτα, μέσα από την έρευνα που πραγματοποίησε, είναι ότι ο Ταχτσής πήρε τρεις πελάτες, τους οποίους δεν πήγε στο ξενοδοχείο «Εστία», αλλά στο σπίτι του στον Κολωνό. Ο Κώστας Ταχτσής ήταν μεθυσμένος με αποτέλεσμα να μην μπορεί να προβάλει αντίσταση στις διαθέσεις του πελάτη του. Κάποια στιγμή που ο νεαρός αντιλήφθηκε ότι έχει μπροστά του έναν άντρα, τον έπνιξε.

© Κώστας Κατωμέρης / Eurokinissi

Τις φήμες σχετικά με «ύποπτη δολοφονία», επειδή ο Ταχτσής ετοιμαζόταν να αποκαλύψει μυστικά επωνύμων στο αυτοβιογραφικό βιβλίο του, αναπαρήγαγε την επομένη του θανάτου του και η γαλλική Liberation. Πολλές ακόμη φήμες κυκλοφόρησαν αργότερα και πολλές υποθέσεις έγιναν. Μια άποψη έκανε λόγο για αυτοκτονία και όχι για δολοφονία, με το σκεπτικό ότι ο Κώστας Ταχτσής επέλεξε τον δολοφόνο του. Λίγες ημέρες νωρίτερα είχε γνωρίσει και είχε προσεγγίσει ερωτικά έναν μονόχειρα Ρουμάνο στη Τζια. Στην ίδια παρέα βρισκόταν και ο ζωγράφος Αλέξης Ακριθάκης, ο οποίος λίγο καιρό πριν πεθάνει αποκάλυψε το μυστικό αυτό σε στενούς φίλους του. Πολλοί είναι εκείνοι που δεν πείσθηκαν από τη συγκεκριμένη εκδοχή, ωστόσο έλεγαν πως ο συγγραφέας είχε φτάσει σε ένα προσωπικό αδιέξοδο και προτίμησε να σκηνοθετήσει τη δολοφονία του.

Ο Κώστας Ταχτσής, γεννημένος στη Θεσσαλονίκη και μεγαλωμένος στην Αθήνα από τη γιαγιά του μετά το διαζύγιο των γονιών του στα 7 του χρόνια, ήταν ένας άνθρωπος ευγενικός, με πολύ γοητευτικό λόγο, καλλιεργημένος και πολυταξιδεμένος. Αφού εγκατέλειψε στα δύο χρόνια τις σπουδές του στη Νομική, ταξίδεψε πολύ σε Ευρώπη, Αφρική, Αυστραλία και ΗΠΑ. Στη διάρκεια των ταξιδιών του έγραψε «Το Τρίτο Στεφάνι», αλλά τα χειρόγραφα που έστειλε απορρίφθηκαν από τους εκδοτικούς οίκους που θεώρησαν το βιβλίο «ακατάλληλο» και τελικά το εξέδωσε τον Νοέμβριο του 1962 με δικά του έξοδα. Με το βιβλίο αυτό καθιερώθηκε ως μεγάλος πεζογράφος της μεταπολεμικής Ελλάδας. Πολύ σημαντικό είναι επίσης το μεταφραστικό έργο του.

Η δολοφονία του Κώστα Ταχτσή ήταν το υλικό βιβλίων, τηλεοπτικών ρεπορτάζ και εκπομπών δραματουργίας («Ανατομία ενός Εγκλήματος: Τελευταία Παράσταση»).