- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Βασίλης Κάλφας: Μετρώντας τον (χαμένο) χρόνο
Ένας δάσκαλος που ξέρει να κάνει τη Φιλοσοφία κάτι το χειροπιαστό και σε βάζει να σκέφτεσαι τα πιο αυτονόητα πράγµατα µε τον πιο καινοφανή τρόπο
Βασίλης Κάλφας: Μια συζήτηση µε τον καθηγητή Φιλοσοφίας για το πώς βιώσαμε την πανδημία, για τον φόβο του θανάτου και τους αστερισμούς
Στην έκθεση “As one” της Μαρίνα Αμπράμοβιτς στο Μουσείο Μπενάκη, το 2016, η περφόρμανς που είχα ξεχωρίσει ήταν μία γυναίκα που μετρούσε τον χρόνο σαν ρολόι, μόνο αυτό έκανε 8 ώρες επί 39 μέρες, 1, 2, 3… 58, 59, 4:15 / 1, 2, 3… 58, 59, 4:16… ξάπλωνε, καθόταν, περπατούσε υπολογίζοντας μία αέναη αριθμητική που συσσώρευε δευτερόλεπτα, λεπτά, ώρες. Ο χρόνος σε όλο του το μεγαλείο, άδειος και για αυτό αδιανόητα εκκωφαντικός.
Το θυμήθηκα μετά την πολύ ωραία συζήτηση που είχαμε με τον καθηγητή Φιλοσοφίας, Βασίλη Κάλφα, ένα μεσημέρι στον Εθνικό Κήπο, για το φυσικό αυτό μέγεθος που ορίζει τη ζωή μας, που άλλοτε περνάει αργά κι άλλοτε γρηγορότερα, και που επί 1,5 χρόνο τώρα σαν να βγήκε έξω από τη συνηθισμένη του ροή και να έγινε πιο ορατό. Κι είναι απορίας άξιο πώς μια τόσο αυστηρή αριθμητική μπορεί να δημιουργήσει τόσο διαφορετικά βιώματα ανάλογα με τη συγκυρία της ατομικής ή της συλλογικής μας ζωής.
Ο παρόντας χρόνος και πώς τον εσωτερικεύουμε μονοπώλησε την κουβέντα μας, παρότι το αρχικό ερέθισμα που με έκανε να τον αναζητήσω ήταν «Ο χρόνος στην αρχαία Ελλάδα», το μάθημά του στην πλατφόρμα Mathesis που παρακολούθησα λίγους μήνες πριν. Ο Βασίλης Κάλφας είναι ένας δάσκαλος που ξέρει να κάνει τη Φιλοσοφία κάτι το χειροπιαστό και σε βάζει να σκέφτεσαι τα πιο αυτονόητα πράγματα με τον πιο καινοφανή τρόπο.
Δεν είχα φανταστεί ποτέ, για παράδειγμα, πώς κατάφερναν οι άνθρωποι μιας τόσο πολύπλοκης και εκλεπτυσμένης κοινωνίας, όπως η Αθήνα της κλασικής εποχής, να συντονίζουν τις ασχολίες τους χωρίς ρολόγια και ημερολόγια. Παρατηρώντας τη θέση του Ήλιου και της Σελήνης, γνωρίζοντας τους αστερισμούς, μπορούσαν να ξέρουν τι ώρα είναι και τι μήνας, πότε να οργώσουν και να σπείρουν, πότε να παρευρεθούν στις συνεδριάσεις της Εκκλησίας του Δήμου και πότε να τελέσουν τις θρησκευτικές τους εορτές. Από τα πρώτα που του είπα ήταν πόσο μου έκανε εντύπωση το μάθημά του κι αυτός μου επισήμανε ένα δεύτερο παράδοξο. Ότι ενώ ο χρόνος άργησε να γίνει αντικείμενο της Φιλοσοφίας, οι ποιητές το συμπεριέλαβαν ως κεντρικό χαρακτηριστικό στη θεματολογία τους, ως αυτό που όριζε την ουσία του τραγικού. Μας εξηγεί...
«Στην αρχαιότητα, ο χρόνος δεν βάραινε τόσο στο πλαίσιο της ατομικής ζωής, όπως σε εμάς σήμερα, αλλά σε σχέση με αυτό που θα λέγαμε σύγκρουση αναγκαιότητας και τύχης – της μοίρας που όριζαν οι Θεοί και της ελευθερίας ή της βούλησης δυνατοτήτων ζωής. Όλη η τραγωδία βασίζεται σε αυτήν ακριβώς τη σύγκρουση, έχουμε μια κατάσταση προκαθορισμένη από τους θεούς και τον ήρωα στο ενδιάμεσο να προσπαθεί να χαράξει την ατομική του πορεία. Για παράδειγμα, όλοι ξέρουμε από την πρώτη στιγμή ότι ο Οιδίποδας είναι ένοχος και θα πρέπει να πληρώσει. Ο ίδιος όμως δεν το γνωρίζει και αναδεικνύεται τραγικός ήρωας ακριβώς επειδή προσπαθεί να συγκεράσει την ατομική του μοίρα με αυτή των θεών, ενώ τελικά τίποτα δεν εξαρτάται από τον ίδιο. Και εκεί είναι που συγκρούονται οι δύο χρόνοι, ο αιώνιος, τακτικός και επαναλαμβανόμενος χρόνος των θεών, που έχει μια αναγκαιότητα και μια κυκλικότητα –σύμφωνα με την οποία έχει γίνει το μοίρασμα και πρέπει να έρθει η ανταπόδοση, η νέμεσις– και o ανθρώπινος χρόνος που θα επιθυμούσαμε να είναι απρόβλεπτος ώστε να μπορούμε να τον χαράξουμε με τις δικές μας δυνάμεις.
» Για τον σύγχρονο άνθρωπο το πιο σημαντικό είναι ο ατομικός χρόνος, όπως και η ατομική θνητότητα. Το βασικό μας πρόβλημα, η μεγάλη μας αγωνία, είναι ότι θα πεθάνουμε, και όσο διασχίζουμε τον χρόνο της ζωής μας τόσο ερχόμαστε αντιμέτωποι με αυτή τη βεβαιότητα. Σε έναν άνθρωπο που έχει περάσει το μέσον, ο χρόνος τίθεται σε σχέση με το τι έκανε και τι του μένει ακόμα να κάνει, σε ποιο σημείο βρίσκεται σε σχέση με τη γέννηση και τον θάνατο. Και εδώ μπορούμε ίσως να κάνουμε αυτή τη σκέψη, ότι αρχίζουμε να γερνάμε όταν μετράμε τον χρόνο όχι από τη γέννηση ως το σημείο που βρισκόμαστε, αλλά από το σημείο που είμαστε προς το τέλος. Όταν δηλαδή αρχίσει η ζυγαριά και γέρνει περισσότερο προς το “πόσα προλαβαίνω ακόμα να κάνω” και όχι προς το “πόσα έκανα”».
Υπάρχει μια διαγενεακή αδικία που είναι πιθανό να εκδηλωθεί κάποια στιγμή, ίσως δούμε αυτή τη νέα γενιά να είναι εχθρική στις προηγούμενες έστω και με έναν ασυνείδητο τρόπο
Η διαφορετική αίσθηση του χρόνου της πανδημίας
«Στην πανδημία μπορούσαμε να ζούμε χωρίς να είμαστε καρφωμένοι στα ρολόγια μας. Αυτό που άλλαξε ήταν το πώς βιώνει ο καθένας μας τον χρόνο, αποκομμένοι από τα αυτονόητα της ζωής. Αναμφίβολα, οι άνθρωποι που αντιμετώπισαν πρόβλημα επιβίωσης ή που ζούσαν σε μικρά σπίτια χωρίς διεξόδους, αντιμετώπισαν αντικειμενικές δυσκολίες. Αλλά αν το σκεφτούμε με βάση την ηλικία, αλλιώς βίωσαν τον χρόνο οι νέοι και αλλιώς οι μεγαλύτεροι. Ένας άνθρωπος μιας κάποιας ηλικίας δεν σκέφτηκε ότι έχασε έναν, ενάμιση χρόνο από τη ζωή του, στο βαθμό που ενδεχομένως δεν έκανε πολλά διαφορετικά πράγματα σε σχέση με τον προηγούμενο καιρό. Το ισοζύγιο, εφόσον δεν αντιμετώπιζε προβλήματα επιβίωσης, μπορεί να είναι και θετικό. Σκέφτηκε, βρήκε χρόνο να μείνει στο σπίτι, διάβασε ή έκανε άλλα πράγματα, ανακάλυψε το περπάτημα και είδε την πόλη του διαφορετικά. Αν του στοίχισε κάτι είναι ότι πλησίασε λίγο περισσότερο προς το τέλος. Η ιδέα ότι δεν πρέπει να χαθεί πολύτιμος χρόνος από αυτόν που απομένει ίσως να δημιούργησε σε πολλούς ανθρώπους αγωνία, άγχος ή κατάθλιψη. Γιατί η σχέση μας με τον χρόνο καταλήγει λίγο-πολύ να είναι η σχέση μας με τον θάνατο.
» Για έναν 20χρονο, ο χρόνος της πανδημίας εκ των πραγμάτων μέτρησε αλλιώς. Είναι βέβαιο πως ένα κομμάτι της ανεμελιάς και της ανυπακοής εκ μέρους των νέων έχει να κάνει με το ότι στην πραγματικότητα τους στοίχισε πάρα πολύ όλος αυτός ο χαμένος χρόνος που διέκοψε τη ροή των εμπειριών τους, κι όλο αυτό τον καιρό αισθάνθηκαν ότι έμειναν πίσω σε κάθε πτυχή της ζωής, στην εργασία, στις επαφές με τους φίλους, στους έρωτες...
» Αν σκεφτούμε αυτή τη διαφορετική εσωτερίκευση του χρόνου για έναν ώριμο άνθρωπο ή και ηλικιωμένο σε σχέση με έναν νέο, συνδυαστικά με το ότι ένας άνθρωπος μεγάλης ηλικίας κινδυνεύει να νοσήσει βαριά ή και να πεθάνει από την πανδημία ενώ ο νέος όχι, δημιουργείται ένα εκρηκτικό μείγμα. Το ίδιο συνέβη και με την οικονομική κρίση, οι νεότερες γενιές πλήρωσαν τη σπατάλη και την κακοδιαχείριση των προηγούμενων που τα είχαν όλα και που όλα τους ήρθαν σωστά, ενώ σε εκείνους κάθε χρόνος ήταν χειρότερος από τον προηγούμενο.
» Υπάρχει μια διαγενεακή αδικία η οποία είναι πιθανό να εκδηλωθεί κάποια στιγμή, ίσως δούμε αυτή τη νέα γενιά να είναι εχθρική στις προηγούμενες έστω και με έναν ασυνείδητο τρόπο. Είναι επιφανειακή η κριτική ότι δεν υπήρξε καλή διαχείριση της πανδημίας και για αυτό δεν πείστηκε ο κόσμος. Οι νέοι δεν έχουν καμία διάθεση να χάσουν άλλο χρόνο από τη ζωή τους για να μην κινδυνεύσουν κάποιοι άλλοι. Είναι κυνικό, δεν θα το ομολογούσαν ούτε θα το διατύπωναν έτσι, αλλά ίσως στο πίσω μέρος του μυαλού κάτι να λέει… όποιος φοβάται ας πάρει τα μέτρα του, δεν θα πληρώσω εγώ για τον δικό σου φόβο του θανάτου. Είναι η γενιά που θα αντιμετωπίσει φοβερά προβλήματα, το να μην υπάρχουν προοπτικές εργασίας συντείνει σε μια υπόκωφη αγωνία για το τι επιφυλάσσει το μέλλον, είναι λογικό να βγαίνει μια μορφή αντίδρασης».
Ποια κομμάτια της ζωής μου είναι στοιχεία τύχης, στα οποία δεν είχα συμβολή, και ποια απόφασης; Να δούμε αυτό το ισοζύγιο.
Η ατομική και η κοινή μας μοίρα
«Η πανδημία ήρθε χωρίς να την έχουμε υπολογίσει και κλόνισε την ιδέα ότι το κέντρο είμαστε εμείς, ότι εμείς ορίζουμε την προσωπική μας μοίρα και άρα το μοίρασμα του χρόνου. Την ίδια στιγμή συνειδητοποιήσαμε εκ νέου ότι είμαστε μέλη μιας κοινωνίας, ότι ούτε αποφασίζουμε μόνοι μας ούτε και είμαστε μόνοι μας. Μας ζητήθηκε λοιπόν να συνυπάρξουμε υπολογίζοντας ο ένας την ασφάλεια και την επιβίωση του άλλου, κι είναι ένα από τα καλά της πανδημίας το ότι μας τοποθέτησε πιο ουσιαστικά στις βάσεις μας, οι οποίες είναι κοινές. Η ατομική μοίρα είναι απόλυτα εξαρτημένη από αυτή του συνόλου, είμαστε μέλη μιας παγκόσμιας κοινότητας.
» Κι αν μας επιβλήθηκε μια συνθήκη που μας απαγόρευσε να αποφασίζουμε ελεύθερα για τον εαυτό μας, μου αρέσει να λέω ότι σε ένα κλειστό σύστημα περιορισμών ή και καταναγκασμών έχουμε πάντα άπειρες δυνατότητες διαφορετικών επιλογών. Είναι μια σημαντική σκέψη που μπορεί να κάνει κανείς αναλογιζόμενος τον εαυτό του, εν είδει απολογισμού μια που μιλάμε για τον χρόνο, πόσα από αυτά που έκανε τα επέλεξε και πόσα απλώς συνέβησαν. Να το πούμε κι αλλιώς: Ενώ είναι πολλά αυτά που με καθόρισαν, πόσα έκανα εγώ για τον εαυτό μου, αν έκανα, και τι αποφάσεις έχω πάρει; Ποια κομμάτια της ζωής μου είναι στοιχεία τύχης, στα οποία δεν είχα συμβολή, και ποια απόφασης; Να δούμε αυτό το ισοζύγιο.
» Μία από τις πλευρές της διανοητικής ατμόσφαιρας της εποχής μας είναι ότι ο χρόνος γίνεται θέμα κουβέντας, γίνεται ορατός, σαν να αναδύθηκε στην επιφάνεια. Αυτόν τον χρόνο θα τον θυμόμαστε περισσότερο, όπως θυμόμαστε διαφορετικά τα χρόνια της οικονομικής κρίσης σε σχέση με την περίοδο της ευμάρειας. Θα μπορούσε να πει κανείς πως οτιδήποτε καθυστερεί τον χρόνο προσφέρει ένα κέρδος – όπως όταν κάνει κάποιος ένα παιδί αρχίζει να μπαίνει στον χρόνο του παιδιού, ο οποίος είναι ένας αργός χρόνος, πολύ πιο ορατός σε σχέση με τον δικό του.
»Τον χρόνο της πανδημίας τον μετρήσαμε πολύ σε σχέση με την επαφή μας με τους ανθρώπους. Το κομμάτι “ζωή” που έχει να κάνει με την ανθρώπινη επαφή είναι αυτό που μας στοίχισε περισσότερο από αυτό το άδειασμα του χρόνου, ανάλογα βέβαια και με το πόσο κοινωνικός είναι ο καθένας. Κάποιος που ζούσε μέσα στον κόσμο δυσκολεύτηκε πολύ περισσότερο από κάποιον που ζούσε πιο πολύ μόνος του».
Είναι χρήσιμο να μαθαίνει κανείς να ασκεί μια νέα παρατηρητικότητα που να τον τοποθετεί πιο στέρεα στον χώρο και τον χρόνο
Παρατηρώντας τον χρόνο με μια καινούργια παρατηρητικότητα
«Τον χρόνο της πανδημίας πολλοί από εμάς αποκτήσαμε τη συνήθεια να περπατάμε στην πόλη και να παρατηρούμε. Ανατολή, μεσουράνημα, δύση. Ένας άνθρωπος που δεν έχει ρολόι μαθαίνει να τα παρατηρεί αυτά και η αίσθησή του οξύνεται, γιατί ο χρόνος είναι φυσικό μέγεθος. Όταν ασκούμε την παρατηρητικότητά μας αναπτύσσουμε την αίσθησή μας του χώρου και του χρόνου.
» Παλαιότερα οι άνθρωποι, όπως και οι αρχαίοι που αναφέρατε στην αρχή, ήταν εξοικειωμένοι με τα φυσικά μέτρα του χρόνου. Ο ουρανός ήταν το ρολόι τους και το ημερολόγιό τους. Επειδή ο χρόνος είναι εντελώς απαραίτητος στη ζωή μας, είτε ήταν αγρότες, είτε πολίτες, είτε καθημερινοί άνθρωποι οποιασδήποτε εποχής, ο μόνος τρόπος να λειτουργήσουν ήταν η γνώση των ουρανίων σωμάτων και των αστερισμών, με βάση αυτά υπολόγιζαν τις εποχές. Σήμερα, είναι τέτοιες οι ευκολίες μας που δεν αναπτύσσουμε αντίστοιχες δεξιότητες, θεωρούμε ότι δεν μας χρειάζονται. Κινούμενοι με ένα gps μπορούμε να πάμε παντού, έχουμε ξεχάσει να χρησιμοποιούμε τα τέσσερα σημεία του ορίζοντα για να προσανατολιζόμαστε.
» Αν το σπίτι μας έχει νότιο προσανατολισμό, που σημαίνει ότι το βρίσκει πάντα ο ήλιος, μπορούμε πολύ εύκολα να βρούμε τις εποχές του χρόνου και τις ώρες κοιτώντας τα σημεία που φτάνει ο ήλιος μέσα στο σπίτι. Τον χειμώνα θα πέσει χαμηλότερα, θα μπει πιο πολύ στο δωμάτιό μας, για αυτό λέμε πως είναι ωραίο ένα σπίτι να έχει νότιο προσανατολισμό. Το καλοκαίρι θα ανέβει πιο ψηλά, θα είναι πιο προστατευμένο από τη ζέστη. Στην εξοχή, που δεν υπάρχουν τόσα φώτα, μπορούμε να παρατηρήσουμε τον έναστρο ουρανό, να βρούμε τη Μεγάλη Άρκτο, που είναι πάντα στο βόρειο σημείο του ουρανού και μας δείχνει πού είναι ο Βορράς. Αν ξέρουμε πού είναι ο Βορράς, ξέρουμε πού είναι ο Νότος, η Ανατολή και η ∆ύση. Για χιλιάδες χρόνια οι ναυτικοί, για να πορευτούν σε μία δύσκολη θάλασσα τη νύχτα, κοίταζαν τον ουρανό, όπως οι σημερινοί ναυτικοί κοιτάζουν το καντράν του πιλοτηρίου τους. Κι αν έχουμε τη δυνατότητα να βλέπουμε συνεχόμενα τη δύση της σελήνης ή του ήλιου θα δούμε ότι η θέση τους αλλάζει ανάλογα με τον μήνα και την εποχή του χρόνου. Στην πόλη, με τις πολυκατοικίες και τα φώτα, δυσκολευόμαστε να τα δούμε όλα αυτά. Αρχίζοντας να τα εντοπίζουμε και να τα παρατηρούμε, ανακαλύπτουμε ότι είμαστε κι εμείς φυσικά πλάσματα, κάτι που τείνουμε να ξεχνάμε. Είναι χρήσιμο να μαθαίνει κανείς να ασκεί μια νέα παρατηρητικότητα που να τον τοποθετεί πιο στέρεα στον χώρο και τον χρόνο».