- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ζάχος Χατζηφωτίου: «Έζησα όπως ήθελα»
Ο Ίακχος, ένας θρύλος, αφηγήθηκε στην Athens Voice μια ζωή σαν μυθιστόρημα
Όταν ο Ζάχος Χατζηφωτίου (28 Σεπτεμβρίου 1923 - 30 Σεπτεμβρίου 2022) παραχώρησε συνέντευξη στην Athens Voice για τα παιδικά χρόνια, τον πόλεμο του '40, τις γυναίκες, τον Ίακχο και τον «Ταχυδρόμο», τη δημοσιογραφία και την κοσμική ζωή
Η ζωή του κάθε ανθρώπου είναι ένα έργο με λευκές σελίδες. Ο Ζάχος Χατζηφωτίου, ενενήντα οκτώ ετών σήμερα, πλήρης πάντων, έχει γράψει όχι ένα αλλά εκατοντάδες σενάρια, πιάνοντας τη ζωή από τα μαλλιά. Αυτοσχεδίασε, υπήρξε από τολμηρός έως αυθάδης στον βίο του, γνώρισε όλους τους διάσημους της εποχής του, μπήκε στα μεγάλα σαλόνια της «υψηλής» κοινωνίας, αγαπήθηκε όχι μόνο από τον γυναικείο αλλά και τον γενικό πληθυσμό, πέτυχε πολλά. Έζησε πολύ καλά, αλλά, το κυριότερο, είναι ακμαίος και θυμάται τα πάντα με λεπτομέρειες όντας αναμφισβήτητα ένας ζωντανός θρύλος. Είναι Κυριακή απόγευμα και βρισκόμαστε στο σπίτι του στο Παλαιό Φάληρο όπου αφήνεται να αναπολήσει τα παιδικά του χρόνια και να θυμηθεί «το παραμύθι» του.
«Γράφοντας μια ιστορία, μοιραία την ξαναζείς και πολύ ωραιότερη μάλιστα, αφού μπορείς να φτιάξεις τα γεγονότα και τις καταστάσεις όπως εσύ θα τις ήθελες να συμβούν στην πραγματικότητα, έστω κι αν εξαπατάς ή κλέβεις τον ίδιο τον εαυτό σου», μου λέει απροκάλυπτα και αυτό το υποστήριξε παιδιόθεν. Στο σπίτι του, διακοσμημένο με δυο μεγαλόπρεπα σαλόνια που θυμίζουν δεκαετία του ογδόντα στην καλύτερή της εκδοχή, και στα δεκαοκτώ μέτρα μπαλκόνια του, τα γεμάτα ήλιο και αρμύρα από τον φαληρικό κόλπο, μετακόμισε πριν εννέα χρόνια.
Από το μεγάλο βορινό άνοιγμα έχει θέα στο διπλανό μεγάλο κήπο από όπου, θέλει δεν θέλει, χαζεύει τα γυρίσματα για τα τηλεοπτικά reality με μοντέλα. «Πάντοτε είχα σχέση με τον χώρο της μόδας», σχολιάζει και μου εξομολογείται ότι με την εμπειρία του έβλεπε ότι οι διευθύντριες ή οι μπούκερς ήταν πάντα καλύτερες από τα μανεκέν τους! Διαμαρτύρεται που του έχουν πάρει το δίπλωμα αλλά ξέρει ότι είναι «ασφαλές» στο γραφείο του διευθυντή της τροχαίας, που τον συμπαθεί. Όταν κυκλοφορεί πάντως σε κοντινά μέρη και τον σταματούν, τους δείχνει την άδεια οδήγησης στα τεθωρακισμένα από το 1940 με την τότε φωτογραφία του, που (όντως) δεν έχει αλλάξει και πολύ!
Οι τοίχοι του σπιτιού είναι γεμάτοι ασπρόμαυρες φωτογραφίες που ξεκινούν από το ταβάνι. Έχει παρευρεθεί και διασκεδάσει με όλους τους γνωστούς κι επώνυμους που καθόρισαν μια ολόκληρη εποχή, οι αναφορές του είναι πάντα θετικές. Ο Ζάχος ήξερε να περνά με όλους καλά, να γίνεται αγαπητός και η ψυχή της παρέας. Κοιτώντας τα πρόσωπά τους στις φωτογραφίες τώρα μαζί μου, για κάποιους από αυτούς κουνάει συνθηματικά το χέρι του για να περιγράψει το μεγαλείο τους, όπως για τον Ζαμπέτα, τον Ωνάση ή τον Νιάρχο, που υπήρξαν και κουμπάροι.
Αρρενωπός και γοητευτικός, μπον βιβέρ, απίστευτος γλεντζές, λάτρης του ωραίου φύλου, εραστής πολλών γυναικών και σύζυγος μόνον πέντε πολύ εκλεκτών, αστός, κοσμοπολίτης, ραλίστας, εκδότης, εφοπλιστής και πολιτικός, ο Ζάχος Χατζηφωτίου είναι ένας απολαυστικός συνομιλητής με υπολανθάνον χιούμορ και αυτοσαρκασμό.
» Θυμάμαι τη γιαγιά μου που της άρεσε να διηγείται τα περασμένα. Πώς ήρθε από τη Γαλλία προερχόμενη από εξέχουσα οικογένεια. Μετέφερε τα οικόσημά της στα Χανιά, όπου γνώρισε τον παππού, φίλο και συνεργάτη του Βενιζέλου στη Θέρισο, βρέθηκε με τα παιδιά της σε υποβρύχιο και μετά, το 1939, στο ασφυκτικά χαμηλοτάβανο σπίτι της Πατριάρχου Ιωακείμ με ύψος ταβανιού 3.30, ώσπου να εγκατασταθούν τελικά στο τριώροφο αρχοντικό σπίτι τους στην Ιουλιανού.
» Γεννήθηκα στην Πλάκα. Μέναμε κοντά στο μνημείο του Λυσικράτους σε ένα αριστοκρατικό σπίτι δίπατο κτισμένο το 1880 δίπλα στη δουλειά του πατέρα μου. Το δικό μου «στρατηγείο» ήταν το θεόρατο μπαλκόνι μας. Από κει «επιθεωρούσα» κάθε μέρα τα δρώμενα της ήσυχης γειτονιάς μας. Πρώτα-πρώτα το μεγάλο κάρο που μάζευε δυο φορές την εβδομάδα τα σκουπίδια, την παπλωματού, τη χορταρού, τον ακονιστή, διάφορους γυρολόγους και φυσικά τους γείτονες με τα ατελείωτα πήγαιν’ έλα τους. Ήμουν και τυχερός. Το 1928 εγκαταστάθηκε ακριβώς απέναντι από το σπίτι μας ο Καραγκιόζης του Χαρίδημου και φυσικά από το λαμπρό θεωρείο μου δεν άφηνα παράσταση για παράσταση. Πέρασα από τα καλύτερα σχολειά της Αθήνας, τη Σχολή Χιλ, το Κολλέγιο Ψυχικού, την Αναργύρειο Κοργιαλένειο Σχολή Σπετσών. Η μητέρα μου ήταν καθηγήτρια στο Αρσάκειο κι αν δεν παντρευόταν θα γινόταν η διευθύντρια. Την είχα λοιπόν αποκλειστικά δική μου ως δασκάλα και αυτή είχε μόνο έναν μαθητή, εμένα! Σε νεαρή ακόμη ηλικία ήξερα όλα τα έργα των αρχαίων κλασικών, συν γαλλικά και αγγλικά.
» Ο παππούς έφυγε από το σπίτι του όταν ήταν τριάντα ετών και δημιούργησε μία μεγάλη οικογένεια. Έτσι είχα πολλούς θείους και ξαδέλφια. Δεν ήταν τυχαίο το όνομα και το εμπορικό δαιμόνιο της οικογενείας μου. Ήταν μέσα του 1800 όταν το πλοιάριο του παππού αφέντευε στην Προποντίδα φέρνοντας ξυλεία στας νήσους του Αιγαίου διασχίζοντας τον Δούναβη. Ίσως κάποιοι πρόγονοί μου ξεκίνησαν από τα Ψαρά και ο παππούς μου ήταν στα Ψαρά, μέσα στο τσούρμο του Κανάρη.
» Ο πατέρας μου στις αρχές του 1900 είχε μεγάλο μαγαζί στην Ερμού πενταώροφο σε ένα κτίριο διά χειρός Τσίλλερ. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής βοήθησε Εβραίους έμπορους υφασμάτων από τα γειτονικά μαγαζιά μεταφέροντας τόπια υφάσματα σε κάποια δωμάτια του κτιρίου και χτίζοντας τις πόρτες. Η περιοχή της Πλάκας όμως ήταν γεμάτη με κατσαρίδες και ποντίκια και όταν τα είδε με τα μάτια του ο πατέρας μου μέσα στο δικό μας σπίτι, αποφάσισε να φύγουμε για την Κηφισιά, σε ένα σπίτι που θα γινόταν παντός καιρού, και χειμερινό και καλοκαιρινό. Ακόμα και τα λεφτά που είχε για να αγοράσει αυτοκίνητο τα έβαλε για να πάμε στο καινούργιο, το θεώρησε πρωταρχική ανάγκη, έτσι η ζωή μας συνεχίστηκε στην Κηφισιά.
» Είχαμε έναν οδηγό, τον Θανάση, που του έλεγες «καλημέρα» και σου έλεγε «εβίβα», ήταν πάντα τύφλα από το πολύ ποτό. Όταν έφτασα στα δεκαπέντε μου τέλος της δεκαετίας του ’30 απέκτησα το πρώτο μου αμάξι το οποίο έβγαζε μία μάρκα θυγατρική της Mercedes και ήταν ένα κομψό αμάξι πολυτελείας με πρωτοποριακά στοιχεία για την εποχή του, όπως το ότι είχε μέσα στο αυτοκίνητο τον λεβιέ. Η Λεβίδου έφτανε μέχρι τον πλάτανο και από τον πλάτανο πήγαινε κατευθείαν για Εκάλη διαμέσου της λεωφόρου Μελά, επειδή είχε εκεί ο Μελάς το σπίτι του μαζί με άλλους πολιτικούς.
» Έχω πολύ δυνατό ανοσοποιητικό, το διαπίστωσα από νεαρός! Από δώδεκα ετών παίζαμε ασταμάτητα, συνέχεια ήμασταν πάνω στα ποδήλατα, γυρνούσαμε με ματωμένα γόνατα, δεν έπαθα ποτέ τίποτα. Τότε η Κηφισιά δεν είχε σχέση με αυτό που έγινε αργότερα. Το σπίτι μας είχε νούμερο 17 και όταν γύρισα από τη Μέση Ανατολή είχε νούμερο 40, γιατί είχαν πουληθεί κομμάτια από οικόπεδα στη Λεβίδου, είχαν χτιστεί σπίτια και είχαμε αυξηθεί κατά είκοσι νούμερα.
» Είχα πολλούς φίλους γιους και κόρες εργοστασιαρχών. Λεβίδου και Δεληγιάννη ήταν το σπίτι του Παπαδόπουλου που είχε τη βιομηχανία υφασμάτων, στη γωνία της Λεβίδου ήταν το σπίτι του Παπαστράτου, πολλών τετραγωνικών. Ψωνίζαμε από τον Θανόπουλο, αφενός για την ποιότητα αφετέρου για την εξυπηρέτηση και την «αποστολή κατ’ οίκον».
» Από πολύ μικρός, όταν κάνεις δεν γνώριζε το άθλημα, απολάμβανα τένις στο περιβόλι του Απέργη. Δίπλα ήταν το φημισμένο ξενοδοχείο Σέσιλ, που είχαν χτίσει πλούσιοι Αλεξανδρινοί. Έμεινα 2-3 χρόνια εκεί όπου γνώρισα τον Νάσο Μπότση, την μποέμικη περσόνα της δημοσιογραφίας, και ξενυχτούσα μαζί του κάθε βράδυ στην Argentina, το cabaret στη Φιλελλήνων από όπου περνούσαν οι ομορφότερες γυναίκες της Αθήνας, ενώ ακόμα δεν είχα τελειώσει το Γυμνάσιο. Εκεί αργότερα θα «νυμφευθώ» μια Ουγγαρέζα χορεύτρια, έχοντας όμως σαν ιερέα κάποιον που πλήρωσα για να παίξει αυτόν τον ρόλο!
» Ήμουν πολύ άτακτος μικρός. Η μητέρα μου η Πολυτίμη με πήρε από τη σχολή Μάκρη, που όταν έκανα κάποιες αταξίες μού ’καναν τα χέρια μελανά από το ξύλο, και με πήγε κατευθείαν στις Σπέτσες από την πρώτη γυμνασίου. Εκεί ήταν η γη της επαγγελίας, είχε τα πάντα, όπως γήπεδα του τένις, ήταν παράδεισος, και τους φάνηκα πολύτιμος γιατί όταν στο τέλος του χρόνου γινόντουσαν αγώνες άλματος σε μήκος και σε ύψος μονοπωλούσα όλους τους επαίνους καθώς ήμουν αδύνατος και ψηλός.
» Δεν ήθελα να παίρνω δραχμή από τον πατέρα μου, μου έδινε γιατί με αγαπούσε, αλλά εγώ μόλις τελείωσα την Κοργιαλένειο στις Σπέτσες και γύρισα σπίτι, πόσο νομίζετε ότι έμεινα; Με έχουν δει πολύ λίγο οι γονείς μου, 20-25 μέρες το πολύ.
» Τον Μάρτη του ’40 δεν είχαμε λόγο να τα βάλουμε με τη Γερμανία. Οι στρατιώτες τους επιτέθηκαν στα αμυντικά έργα του Ιωάννη Μεταξά και για τρία χρόνια οι δρόμοι ήταν γεμάτοι Γερμανούς που κυκλοφορούσαν λες και η Ελλάδα ήταν της μαμάς τους το σπίτι. Θυμάμαι που είχαν ρίξει όλες τις γέφυρες αλλά εμείς βρίσκαμε τρόπους και περάσαμε από παντού. Ο Ρουβίκωνας μας στοίχισε εβδομήντα δύο νέα παιδιά και η μάχη δεν κράτησε παραπάνω από δύο τρεις ώρες. Κοιμόμασταν μέσα στο νερό, έχω ακόμα σκίσιμο στη δεξιά πλευρά, χτύπησα, έσπασαν όλα, τα κόλλησα με κόλλα για να μείνουν στη θέση τους και ευτυχώς δέσανε. Εγχείρησα το πόδι μου επιτόπου χωρίς αναισθητικό.
» Στα δεκαεπτά μου έγινα εθελοντής και συμμετείχα στις μάχες του Β΄ Παγκόσμιου Πολέμου. Οι Εγγλέζοι με «χώσανε» οκτώ μήνες στην πολιορκία του Τομπρούκ, γνωρίζοντας πως οι Έλληνες πολεμούν γενναία. Γεγονός είναι ότι εμείς ήμασταν που διώξαμε τον Ρόμελ από την Αφρική. Όταν έφευγα για τον πόλεμο η μητέρα μου προσποιήθηκε ότι λιποθυμά αλλά δεν μπόρεσε να με σταματήσει, τεσσεράμισι χρόνια στον πόλεμο δεν ήταν εύκολη υπόθεση, είδα τον θάνατο εμπρός μου πολλές φορές, στρατιώτες ξεψύχησαν στα χέρια μου και οι παπάδες θέλανε να τους βοηθήσω στις λιτανείες. Φορούσα παπούτσια με κρεπ στον πόλεμο για να μη δημιουργούν μαγνητικό πεδίο με τις νάρκες, σε μια τέτοια κατάσταση πρέπει να είσαι ξύπνιος και να μη φοβάσαι. Όταν με υποδέχονται σήμερα στο Νίμιτς που κάνω κατά καιρούς διάφορες θεραπείες με αποκαλούν «ο βετεράνος μας».
» Ο Χατζιδάκις έφυγε νεότατος, τον χαιρετίσαμε στο ασθενοφόρο και με το που έφτασε στο νοσοκομείο μάς άφησε διά παντός. Είχε πολλά προτερήματα και στο στρατόπεδο στον Ιλισό, κατά τη διάρκεια του πολέμου που τον γνώρισα για πρώτη φορά, υπήρξε παλικάρι.
» Το 1945, γυρνώντας, ξεκινάω μια μακρά περίοδο κραιπάλης. Μέθυσα το ’45 και ξεμέθυσα το ’50, όταν παντρεύτηκα την κόρη του εκδότη της εφημερίδος «Εστία», Δανάη Κύρου. Ο γάμος όμως δεν κράτησε πολύ και φεύγω για Γαλλία. Έτσι από θαμώνας της «Μεγάλης Βρετανίας» βρέθηκα στα κοσμικά σαλόνια στο Παρίσι, αντιπρόσωπος ενός επιφανούς εκδοτικού οίκου, των εγκυκλοπαιδειών Μπριτάνικα.
Από την ευρωπαϊκή dolce vita και από την πριγκίπισσα σύζυγό του έρχεται κυριολεκτικά να τον αρπάξει η Τζένη Καρέζη, η οποία θα γίνει η τέταρτη σύζυγός του, το 1962, σε έναν γάμο που θα συγκεντρώσει χιλιάδες προσκεκλημένους. Οι θαυμαστές της ηθοποιού θα σκίσουν το νυφικό της εκείνο το βράδυ βγαίνοντας από την εκκλησία. Χωρίζουν όμως δύο χρόνια μετά. Ο θείος του είχε γραφείο στον Πειραιά κι έτσι την περίοδο 1962-1970 δραστηριοποιείται στη ναυτιλία αλλά όταν διαλύθηκε η τράπεζα της Συρίας έχασε και χρήματα και βαπόρια. Η Ελένη Βλάχου θα τον προσλάβει ως χρονογράφο στην «Καθημερινή» (1974-1977) και ο Χρήστος Λαμπράκης θα του αναθέσει την κοσμική στήλη του «Ταχυδρόμου» το 1975. Με τον «Ίακχο» καταγράφει την κοινωνική ζωή της πρωτεύουσας ενώ ακολουθεί η τηλεόραση με το «Πεντάλεπτο του Ζάχου Χατζηφωτίου» που διήρκησε είκοσι επτά ολόκληρα χρόνια. Η διασκέδαση είναι αλληλένδετη και με την προσωπική του ζωή. Την πολυτάραχη ζωή του άλλωστε, από το Τομπρούκ και το Ελ Αλαμέιν έως τον γάμο του με την Τζένη Καρέζη και την παραμονή στο Παρίσι γράφει κάνοντας ένα μικρό διάλειμμα στην αγαπημένη του Μύκονο, σ το βιβλίο του «Τα εν οίκω… εν Δήμω» που κυκλοφόρησε το 2010 από τις εκδόσεις Φερενίκη και έγινε μπεστ σέλερ. Έχει γράψει και άλλα βιβλία όπως τα «Πωλείται Συνείδησις», «Συννεφιάζει και στη Μύκονο», «Πάντα την Κυριακή», «Ο Ίακχος κι εγώ», «100 εκπομπές», «Χιούμορ και ζωγραφική», «Τα Μονοπάτια του Πολέμου» και άλλα.
» Τον «Ταχυδρόμο» εγώ τον δημιούργησα. Τον είχε η αδελφή του Λαμπράκη σαν ένα δισέλιδο της συμφοράς και έγραφε βλακείες με κάτι ολίγον από μόδα και δεν πούλαγε φύλλο. Έχω γράψει στίχους και για τον Ξαρχάκο.
» Ήμουν πολύ φίλος με την Ελένη Βλάχου, μια γυναίκα εξαιρετικής ευφυΐας. Συχνά πήγαινα στο γραφείο της και την έβλεπα παρέα με ένα γάτο που τις πείραζε τις πένες και τα λοιπά σύνεργα θρονιασμένος πάνω στο έπιπλο. Όταν το σχολίαζα και της εφιστούσα την προσοχή ότι θα εκτεθεί αν επισκεφτεί κάποιος πολιτικός το γραφείο της, μου απαντούσε ότι η κατάσταση δεν πρόκειται να αλλάξει ακόμα κι αν περάσει ο ίδιος ο Καραμανλής, ότι δεν το διαπραγματεύεται, δεν αποχωρίζεται με τίποτα τον «συνεργάτη» της. Ο κολλητός μου από το δημοτικό ήταν ο εφοπλιστής Γιώργος Κουμαντάρος, η φιλία μας συνεχίστηκε ως το τέλος. Η απώλειά του μου στοίχισε.
» Τον «κύριο» Ερντογάν, όταν τον γνώρισα, κατάλαβα αμέσως πόσο φιλοπόλεμος ήταν. Συναντηθήκαμε επί προεδρίας Αβραμόπουλου, όταν ήταν δήμαρχος Κωνσταντινούπολης και εγώ ήμουν αντιδήμαρχος Αθηνών.
» Τους χειμώνες διασκεδάζαμε για χρόνια στο υπόγειο της «Αθηναίας», το επίκεντρο της κοσμικής ζωής της Αθήνας που έπαιζε αργεντίνικη μουσική, και αργότερα και στο Κit Κat. Η διασκέδαση δεν μπορεί να είναι ποτέ μετρημένη, τη διασκέδαση την καθορίζει ο καθένας μόνος του για τον εαυτό του ως εκεί που αντέχει.
» Έχω πολύ καιρό να πάω στη Μύκονο. Πρωτοπήγα το 1940 το καλοκαίρι με τη Μελίνα, τη Βλάχου και τη Μεραβίλια. Όσοι είναι καλοί μαθητές ξέρουν καλή γεωγραφία, εμείς όμως δεν ήμασταν καλοί μαθητές, ένα νησί ξέραμε μόνο, τη Μύκονο, ενώ η Ελλάδα έχει 120 νησιά! Πού να ψάχναμε να βρούμε άλλο τόπο; Έχει κλείσει πια το βιβλίο της Μυκόνου, την εξαντλήσαμε και δεν υπάρχουν άλλες σελίδες να γράψουμε, κάναμε ό,τι κάναμε, πλέον δεν είμαστε νέοι και «χαρά εδώκαμεν», δεν κάναμε κάποιο έγκλημα. Στη Μύκονο μου ζήτησαν επίμονα να γίνω δήμαρχος. Όταν τους αρνήθηκα με εκβίασαν, αν και μαζί μου οι Μυκονιάτες ήταν πολύ ευγενικοί αλλά είναι γεγονός ότι έχουν σκληροτράχηλο χαρακτήρα.
» Στην αρχή οι γυναίκες είναι πολύ καλές, κάνουν ό,τι θες. Όλη μου τη ζωή επιδίωξα συνειδητά να είμαι ευγενής με τις γυναίκες, έχω άλλωστε πέντε γάμους στο ενεργητικό μου, πολλές φίλες, φιλενάδες, μία κόρη, εγγονές. Κάθε φορά που χώριζα ακολουθούσε ένα πάρτι σε συναίνεση με την εκάστοτε σύζυγό μου. Και εδώ και 24 χρόνια έχω τη Βέρα στο σπίτι, που με φροντίζει και την περνάω 35 χρόνια. Σήμερα σκέπτομαι ότι την τελευταία σύζυγο θα ήταν καλό να την κρατούσα και να μην είχα τη Ρωσίδα οικονόμο, που είναι μεν πολύ φροντιστική και απαραίτητη για τα 200 τετραγωνικά που ζω, αλλά μιλάμε διαφορετική «γλώσσα».
» Έχω φροντίσει τα πάντα όσο αφορά την αναχώρησή μου από αυτόν τον κόσμο, θέλω να μην τρέξει κάνεις. Έχω πει στην κόρη μου να μην ασχοληθεί, τα χρήματα θα έρθουν να τη βρουν αυτομάτως. Ο τάφος μου στο πρώτο νεκροταφείο έχει ήδη την επιγραφή «Έζησα όπως ήθελα».