- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Το Ελληνικό Ωδείο φωνάζει SOS
Ένα από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά μνημεία της Ευρώπης εξακολουθεί να βουλιάζει στον μαρασμό και στην εγκατάλειψη.
Η ιστορία του Ελληνικού Ωδείου, του εμβληματικού Μέγαρου Prokesch-Osten, στην οδό Φειδίου 3. Ο δρ. Θεμιστοκλής Μπιλής εξηγεί πώς θα μπορούσε να αναγεννηθεί.
Η επικείμενη συμπλήρωση των 200 χρόνων από την Ελληνική Επανάσταση του 1821 προσφέρει αναμφίβολα πολλαπλές ευκαιρίες αναστοχασμού σε διαφορετικές κατευθύνσεις. Η αρχιτεκτονική κληρονομιά είναι, ίσως, μία από τις πιο προφανείς και σίγουρα ενδεικτικές. Μια βόλτα στην οδό Φειδίου, στο κέντρο της Αθήνας, θα μπορούσε να αποδείξει του λόγου το αληθές. Στο νούμερο 3 του δρόμου το Μέγαρο Prokesch-Osten, ή αλλιώς το «Ελληνικό Ωδείο» όπως είναι, ίσως, περισσότερο γνωστό, καθώς επί δεκαετίες στέγασε ένα από τα πιο ιστορικά μουσικά-εκπαιδευτικά ιδρύματα της χώρας, παραμένει επί μισό αιώνα «βουβό» αποτελώντας φάντασμα του λαμπρού παρελθόντος του.
Από τα ελάχιστα δείγματα αρχιτεκτονικής της πρώτης οθωνικής περιόδου αποτελεί ταυτόχρονα ένα από τα σπουδαιότερα νεοκλασικά μνημεία που βρίσκονται στην Ευρώπη, ενώ πέρα από την αρχιτεκτονική του αξία η ιστορική του πορεία είναι εντυπωσιακή. Σημερινή ιδιοκτησία του ΕΦΚΑ, κηρυγμένο διατηρητέο μνημείο από το Υπουργείο Πολιτισμού, παρά τις κατά καιρούς επερωτήσεις στη Βουλή και τα δημοσιεύματα στον Τύπο, η κατάσταση εγκατάλειψης που παρουσιάζει βαίνει διαρκώς επιδεινούμενη.
H ευαισθησία της Κοινωνίας των Πολιτών, όπως εκφράζεται μέσα από την πρόσφατη (με ημερομηνία 24/11/2020) επιστολή της αστικής μη κερδοσκοπικής εταιρείας Monumenta για την προστασία της φυσικής και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς Ελλάδας και Κύπρου στην υπουργό Πολιτισμού κυρία Λίνα Μενδώνη, όπου επισημαίνεται, για μία ακόμη φορά, η εγκατάλειψη και η τραγική κατάσταση του μνημείου και ζητείται η άμεση παρέμβασή της για τη διάσωσή του, φέρνει για μια ακόμη φορά το θέμα στο προσκήνιο. Θα υπάρξει, άραγε, κάποια θετική εξέλιξη;
Η Αθήνα συναντά τη Βιέννη
Το αρχικό κτίριο χρονολογείται στα 1836 και οικοδομήθηκε σε ένα οικόπεδο εμβαδού 10.000 τ.μ. περίπου, προκειμένου να αποτελέσει την οικία του Anton Prokesch von Osten, πρώτου πρέσβη της Αυστρίας στο νεοσύστατο, τότε, ελληνικό κράτος. Έργο του αυστριακού αρχιτέκτονα Κ. Roesner υπό την επίβλεψη του γερμανού Gustav Adolph Lueders, έμελλε να παίξει κοβικό ρόλο στην ανάγνωση της ιστορίας της πόλης. Μια σύντομη ματιά στην πολυδιάστατη προσωπικότητα του ενοίκου του –συνταγματάρχη, διπλωμάτη και συγγραφέα οδοιπορικών έργων– είναι αποκαλυπτική.
Ο Prokesch von Osten διορίστηκε πρέσβης της Αυστρίας στο Βασίλειο της Ελλάδας από τον Αυτοκράτορα Φραγκίσκο Ιωσήφ Α΄στις 29 Ιουλίου 1834 κι έφτασε στη χώρα τον Δεκέμβριο της ίδιας χρονιάς. Θερμός φιλέλληνας και υποστηρικτής της ανεξαρτησίας, γνώρισε προσωπικά τους ηγέτες της Επανάστασης του 1821, τους πολιτικούς της εποχής του αλλά και τον βασιλιά Οθωνα. Aρχικά έμενε σ’ ένα μικρό σπίτι, αλλά σύντομα αποφάσισε να χτίσει μια επιβλητική κατοικία για την ανέγερση της οποίας ορισμένες πηγές υποστηρίζουν ότι έλαβε δάνειο από τον Έλληνα τραπεζίτη Σίμωνα Σίνα στη Βιέννη, καθώς και από μία τράπεζα στην Τεργέστη.
Το σπίτι κτίστηκε εκτός των ορίων της πόλης –μιας Αθήνας σχεδόν αδιαμόρφωτης, τότε– και σιγά-σιγά αποτέλεσε τμήμα της. Αναφέρεται ότι ο κήπος του περιελάμβανε τον χώρο από την οδό Πανεπιστημίου, τη Χαριλάου Τρικούπη, την Εμμανουήλ Μπενάκη και την εκκλησία της Ζωοδόχου Πηγής. Στην αρχική του μορφή, το οίκημα διέθετε έναν μεγάλο ισόγειο χώρο κι επάνω σ' αυτόν έναν όροφο μικρότερων διαστάσεων αλλά αργότερα έγιναν προσθήκες στον όροφο.
Το Μέγαρο Prokesch von Osten εξελίχθηκε σε δυναμική πνευματική εστία της πόλης συγκεντρώνοντας την αφρόκρεμα της κοινωνικής, πολιτικής και καλλιτεχνικής ζωής με «πρωταγωνίστρια» τη σύζυγο του πρέσβη, Ιρένε, και τις λαμπρές μουσικές βραδιές που οργάνωνε κάθε Τρίτη. Χαρακτηριστική, μεταξύ άλλων, η περιγραφή του Χανς Κρίστιαν Άντερσεν: «Ένα από τα κτίρια στην άκρη της Αθήνας προς την Πάρνηθα είναι μια απλή, γεμάτη αρχοντιά βίλα… νομίζεις, βλέποντας την καλογυαλισμένη σκάλα με το χαλί από πάνω ως κάτω, πως βρίσκεσαι σ’ έναν εξοχικό πύργο κοντά στην αυτοκρατορική πόλη του Δούναβη. Όταν μπεις μέσα στα καλόγουστα δωμάτια, θα δεις σύγχρονες rococo κουνιστές καρέκλες, θαυμάσιους καθρέπτες και ζωγραφιές… Βρισκόμαστε στο σπίτι του Πρόκες-Όστεν και της καλλιεργημένης και πανέξυπνης γυναίκας του. Τίποτε δεν θυμίζει εδώ πως η Αθήνα γεννιέται τώρα. Εδώ μέσα η Αθήνα είναι στο ίδιο επίπεδο με τη Νεάπολη, τη Βιέννη και την Κοπεγχάγη».
Ο Prokesch von Osten έφυγε από την Αθήνα στα 1849 έχοντας λάβει μετάθεση για το Βερολίνο. Εκείνη την περίοδο, στο Μέγαρο έμεινε ο Νικόλαος Δούμπας και ο αδελφός του Μιχαήλ, σταλμένοι από τον πατέρα τους Στέργιο Δούμπα με σκοπό να βελτιώσουν τα ελληνικά τους αλλά κυρίως να κρατηθούν μακριά από την επαναστατική κίνηση της περιόδου στη Βιέννη.
Αργότερα, στα 1854, το οίκημα αγοράστηκε από την Ελένη Τοσίτσα, σύζυγο του εθνικού ευεργέτη Μιχαήλ Τοσίτσα, και στη συνέχεια, το 1887, πέρασε στην ιδιοκτησία της Ανδρομάχης Σλήμαν-Μελά, κόρης του Ερρίκου Σλήμαν και μετέπειτα συζύγου του πολιτικού Λέοντα Μελά. Στέγασε το Υποθηκοφυλακείο Αθηνών, το Ωδείο Λότνερ (από τη βαυαρή πιανίστρια Λίνα Λότνερ) και το 1919, το νεοϊδρυθέν από τον Μανόλη Καλομοίρη ωδείο του οποίου αποτέλεσε έδρα ως το 1971.
Χθες και σήμερα
Ο δρ. Θεμιστοκλής Μπιλής, αρχιτέκτων-μηχανικός και συνεργάτης του γειτονικού Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, έχει ασχοληθεί με το Μέγαρο Πρόκες-Όστεν στο πλαίσιο της γενικότερης μελέτης της ευρύτερης περιοχής. Υπογραμμίζει τόσο την ιστορική όσο και την πολεοδομική αξία του κτιρίου: «Η θέση του σε κοντινή απόσταση από το μοναδικό συγκρότημα της τριλογίας των Αθηνών και σε άμεση γειτνίαση με το κτίριο του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου, αφού το τελευταίο ανοικοδομήθηκε στον αρχικό κήπο του, καθιστούν το κτίριο Prokesch von Osten ένα κεντροβαρικό σημείο αναφοράς για την ιστορία της πόλης» λέει συγκεκριμένα.
Χαρακτηρίζει τη σημερινή κατάσταση του οικοδομήματος λυπηρή κι εξηγεί πως το γεγονός ότι ένα κτίριο έχει χαρακτηριστεί διατηρητέο δεν εγγυάται, δυστυχώς, την αναγκαία συντήρηση μια που αυτό απαιτεί φροντίδα και κόστος. «Ο νόμος περί διατηρητέων δεν περιλαμβάνει πολλά ευεργετήματα για τους ιδιοκτήτες. Έτσι επωμίζονται οι ιδιώτες τη διατήρηση της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς, κάτι το οποίο είναι ασύμμετρο σε σχέση με τις δυνατότητες του πολίτη» λέει συγκεκριμένα.
Ωστόσο, ο ίδιος έχει έρθει σε επαφή με τον ΕΦΚΑ και δηλώνει πως οι αρμόδιοι «είναι πολύ πρόθυμοι και ανοιχτοί σε οποιαδήποτε πρόταση μπορεί να υπάρξει για τη συντήρηση και την αξιοποίηση του οικοδομήματος».
Προ διετίας, μάλιστα, κατόπιν συνεννοήσεως με την υπηρεσία ακινήτων ΕΦΚΑ, κατέστη δυνατή από μέρους του η επίσκεψη του εσωτερικού χώρου του κτιρίου και η φωτογραφική αποτύπωση της εικόνας η οποία πιστοποιεί την κακή κατάστασή διατήρησης. Όπως εξηγεί ο κ. Μπιλής, το κτίριο έχει τμηματικά καταστραφεί από φωτιά και από τη διαδικασία κατάσβεσης ενώ η κατάστασή του διαφέρει σε μεγάλο βαθμό κατά τμήματα. Το υπόγειο βρίσκεται σε καλή κατάσταση, το υπερυψωμένο ισόγειο σε μέτρια ενώ ο όροφος σε κακή. «Οι μεγάλες φθορές εντοπίζονται κυρίως στην κεντρική ζώνη του κτιρίου τόσο νότια όσο και βόρεια» σημειώνει θεωρώντας ως βασική αιτία της καταστροφής την ελλιπέστατη συντήρηση του κτιρίου και την οριστική του εγκατάλειψη από τις αρχές της δεκαετίας του ’70. «Κάποια στιγμή, μετά την επανένωση της Γερμανίας, υπήρξε η σκέψη να επεκταθεί το Γερμανικό Αρχαιολογικό Ινστιτούτο στο Μέγαρο Πρόκες καθώς η ιστορία του ενός κτιρίου είναι άμεσα συνυφασμένη με του άλλου. Ωστόσο, η προοπτική αυτή δεν τελεσφόρησε…».
Παρόλη την εγκατάλειψη, όμως, ο κ. Μπιλής εξηγεί ότι η υψηλή κατασκευαστική ποιότητα του κτιρίου –μεικτής επιφάνειας 1.500 τ.μ.– στα λιθόκτιστα τμήματα, η μορφή του με τους τοίχους να υπερτερούν των ανοιγμάτων και κυρίως η προσεγμένη του θεμελίωση με θολοσκεπείς, κυρίως, χώρους σε σταθερό έδαφος του χάρισαν αξιοπρόσεκτη αντοχή τόσο στους σεισμούς όσο και στη φωτιά.
Το όραμα της αναγέννησης
Ποια είναι, ωστόσο, τα βασικά προβλήματα της αποκατάστασης και πώς θα μπορούσε το οίκημα να «αναγεννηθεί»; Απαντώντας στο πρώτο ερώτημα, ο κ. Μπιλής σημειώνει ότι το κτίριο θα πρέπει να αποκτήσει την κατασκευαστική του συνοχή, κυρίως στον όροφο, ενώ είναι αναγκαίο να αντιμετωπιστεί το ζήτημα της ελλιπέστατης, όπως τη χαρακτηρίζει, λόγω των πολεοδομικών μεταβολών, σχέσης του με την ύπαιθρο και κυρίως τον φυσικό φωτισμό.
«Το κόστος της αποκατάστασης προσεγγίζει τα 3 εκατομμύρια ευρώ» εκτιμά ο ίδιος. Πρωταρχικής σημασίας βήμα θεωρεί την ίδρυση ενός νομικού προσώπου, μιας Επιτροπής, σκοπός της οποίας θα είναι η αποκατάσταση και η λειτουργία του κτιρίου. Στη συνέχεια, θα πρέπει να αναζητηθούν πόροι τόσο για την αποκατάσταση όσο και για τη λειτουργία του μετά τις εργασίες. «Θεωρώ πως μια τέτοια πρωτοβουλία θα μπορούσε να αναληφθεί είτε από κάποιο Ίδρυμα, ή να γίνει μια σύμπραξη, ή να παίξει κάποιον ρόλο και ο Δήμος Αθηναίων. Μέσα από αυτό το πρίσμα θεωρώ πως τα χρήματα θα μπορούσαν να βρεθούν και να γίνουν οι απαραίτητες ενέργειες για τη μακροχρόνια μίσθωση από το Ελληνικό Δημόσιο».
Σύμφωνα με τον κ. Μπιλή, το μεγάλο μέγεθος του κτιρίου υπαγορεύει έναν πολυλειτουργικό χαρακτήρα με ευελιξία χρήσεων οι οποίες θα μπορούσαν, μάλιστα, να αποδώσουν οικονομικά έτσι ώστε μέσω των εσόδων να είναι δυνατή η μέριμνα για τη συνεχή και μόνιμη φροντίδα, όπως επιτάσσει η Χάρτα της Βενετίας. «Θα είναι ευχής έργο να μπορέσει να υλοποιηθεί μια πρότυπη αποκατάσταση και να αποδοθεί στο ταλαιπωρημένο κέντρο της πρωτεύουσας ένα πρότυπο πολιτιστικό κύτταρο, ανάλογο της λαμπρής ιστορίας του κτιρίου» καταλήγει.