Ελλαδα

Χρήστος Ι. Δούλης: «Ζω μόνος σε νησί στην καραντίνα»

«Οι μόνοι ήχοι τα βράδια του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης. Έτσι έχεις συνηθίσει, έτσι ξέρεις, έτσι είναι τα πράματα. Χρόνια τώρα»

A.V. Guest
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο συγγραφέας Χρήστος Ι. Δούλης περιγράφει την καθημερινότητά του από το νησί του, την Κέρκυρα

«Πρόσεχε!» γράφουν. Τη μάσκα σου, το SMS ή το έντυπο συμπληρωμένο. Τον νου σου, εσύ που πας για περπάτημα. Μα εκεί που πηγαίνω, ούτε πουλί πετούμενο, λέω. Δεν είναι κεντρικός δρόμος, στο διπλανό χωριό πηγαίνω. Και δεν καταλαβαίνω τι χρειάζεται μόνος σου με μάσκα στην ερημιά. Παράλογοοοο!

Προχθές, δύο μηχανές με αστυνομικούς έρχονταν από το μέρος που πηγαίνεις εσύ, μου λέει η Χριστίνα, η ξαδέλφη μου που μαγειρεύει τέλεια παστιτσάδα. Τον νου σου.

Ο Βέργος προχθές, συνεχίζει να μου λέει, βγήκε χωρίς μάσκα από το σπίτι του, σε έναν παράδρομο του κεντρικού δρόμου που πηγαίνει από την πόλη της Κέρκυρας στον Πέλεκα, με δύο σακούλες σκουπίδια. Είχε νυχτώσει. Δύο άτομα βγήκαν από ένα σταματημένο αυτοκίνητο κοντά στους κάδους, αστυνομία του είπαν, γιατί δεν φοράς μάσκα, δώσε μας τα στοιχεία σου. Μα, ρε παιδιά, δύο βήματα από το σπίτι μου είμαι, να ορίστε εκεί μένω και τους έδειξε, ούτε είκοσι μέτρα. Εδώ σε αυτή τη γειτονιά μένουμε το πολύ δέκα άτομα, είναι νύχτα, άνθρωπος δεν υπάρχει, παρά μόνο τα φαντάσματα που θα βγουν σε κάνα-δυο ώρες, τι μάσκα να φορέσω; Ποιος να κολλήσει από μένα μέσα στην ερημιά στη μαύρη νύχτα; Τίποτα αυτοί, το έριξαν το πρόστιμο. Είχαν στήσει καραούλι στην ερημιά. Τι βίτσιο και αυτό! Τι να πεις… Άλλη δουλειά δεν είχαν; Σε άλλο κεντρικότερο μέρος δεν βρήκαν να πάνε; Ασυνήθιστο να κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου και να δίνεις αναφορά. Στερείσαι την ελευθερία σου. Κυκλοφορείς βέβαια με μηνύματα ή με το έντυπο. Όμως είναι ελευθερία σε συρματόπλεγμα. Εξάλλου υπάρχει και ο φόβος. Φόβος διπλός. Ένας του κορωνοϊού και ο άλλος του προστίμου. Ο φόβος της αρρώστιας, εδώ στο χωριό, κάνει λίγο στην άκρη.

Δεν ζούμε όλη μέρα, κάθε μέρα με τον φόβο στο μαξιλάρι μας. Θες που ζω έξω από την πόλη και σε μονοκατοικία, θες που βγαίνω στην αυλή και βλέπω δάσος απέναντι, θες η βόλτα ανάμεσα σε δέντρα, κυπαρίσσια, χωράφια, θες η θέα από ψηλά στο περπάτημα κάποια απογεύματα, με όλα αυτά χορταίνει το μάτι. Η φύση σε ηρεμεί σε γαληνεύει. Δεν ζούμε ο ένας δίπλα στον άλλον, δεν στριμωχνόμαστε σε λεωφορεία, σε μετρό. Αν τύχει στη βόλτα τα απογεύματα και είσαι κάπου ψηλά και βλέπεις τον ήλιο να δύει, δεν μπορείς να καθίσεις να τον απολαύσεις. Πρέπει να περπατάς και να βλέπεις. Πού ξέρεις το αμάξι που θα περάσει από δίπλα σου αν θα έχει μέσα αστυνομικούς με πολιτικά και αυτός που θα είναι μέσα τι μέρος του λόγου θα είναι. Το πρόστιμο που έχει γαμψά νύχια και του λείπουν δόντια καραδοκεί! Και είναι σε κάθε γωνιά κάθε στιγμή. Για να βγεις από το σπίτι σου σού δίνουν μόνο έξι νούμερα, έξι επιλογές. Χαθήκανε τα άλλα νούμερα; Φόβος υπάρχει όταν μπαίνεις βιαστικά στο αυτοκίνητό σου για δουλειά, στον φούρνο ή στο σούπερ μάρκετ και στα μισά του δρόμου συνειδητοποιείς πως ξέχασες το έντυπο. Όλο τον Νοέμβρη εδώ είχαμε ήλιο. Τα μεσημέρια μέχρι τις τέσσερις πηγαίνω στη θάλασσα. Λιάγκας θα καταντήσω, σκέφτομαι, που είναι χειμερινός κολυμβητής! Ευτυχώς που είμαι μόνος και δεν έχω γκρίνια στο σπίτι πού θα πας, θα κρυώσεις θα αρρωστήσεις και δεν μπορώ να σε γιατροπορεύω. Δεν είμαι και εγώ νέος.

Πήρα τηλέφωνο την Αριάδνη. Τη Δευτέρα θα πάω στην πόλη στην τράπεζα, της είπα. Έλα, να σε ιδώ, να πούμε δυο κουβέντες. Στη σειρά μέχρι το ΑΤΜ. Αφού αλλού δεν έχει να καθίσουμε, κλειστά τα πάντα. Θα πάρω και δυο καφέδες σε χάρτινα ποτήρια και θα τους πιούμε στα όρθια. Το πολύ-πολύ, αν θες, πάμε με τα πόδια μέχρι τη λαϊκή να ψωνίσουμε. Έτσι γίνονται οι συναντήσεις τον καιρό της καραντίνας. Στα κλεφτά, στις ουρές στις τράπεζες, στα μανάβικα, στα τυριά ή στη σειρά για σπαλομπριζόλες στα σούπερ μάρκετ. Στην αρχή μάς φάνηκε παράξενο που θα πρέπει να δίνουμε λογαριασμό σε κάποιο νούμερο για το πού πάμε και για ποιον λόγο βγαίνουμε από το σπίτι μας. Καινούργιο αυτό στη ζωή μας. Να κλείνεις την πόρτα του σπιτιού σου να δίνεις αναφορά.

Έτυχε και πέρασα απ’ το Λιστόν. Πανέμορφο, λουσμένο στο φως, αλλά έρημο άδειο. Ορφανή ομορφιά. Μισή. Οι καρέκλες, η μια ανάσκελα στην άλλη να παραπονιούνται πως δεν υπάρχουν πισινοί να καθίσουν επάνω τους.

Τελικά μόνος στην καραντίνα δεν είναι και προς θάνατο. Οι μόνοι ήχοι τα βράδια του ραδιοφώνου ή της τηλεόρασης. Έτσι έχεις συνηθίσει, έτσι ξέρεις, έτσι είναι τα πράματα. Χρόνια τώρα. Λες έτσι είναι η ζωή, αφού δεν έχεις ζήσει άλλη. Όποια ώρα θες τρως, δεν περιμένεις κανένα και καμιά, ούτε να σου στρώσει το τραπέζι ούτε να σε σερβίρει. Μόνος είσαι, λογαριασμό δεν δίνεις. Μπορεί να είναι και ελευθερία αυτό. Μόνο που αυτό τον καιρό η ελευθερία είναι σε συρματόπλεγμα.


Ο Χρήστος Ι. Δούλης είναι συγγραφέας. Βιβλία του: «Με την αναραίδα», εκδόσεις Οδός Πανός. «Εσύ είσαι, Χρήστο;» εκδόσεις Φιλύρα.