Ελλαδα

Έρευνα: Covid-19 – Οι κρίσιμες τάσεις στην ελληνική κοινωνία

Οι ακαδημαϊκοί Νίκος Σ. Παναγιώτου και Χρήστος Α. Φραγκονικολόπουλος αναλύουν στην ATHENS VOICE τα ευρήματα της έρευνας που υλοποίησαν με την Kapa Research για το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

Νίκος Παναγιώτου
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Κορωνοϊός: Τι δείχνουν τα ευρήματα της πανελλαδικής έρευνας της Kapa Research για το τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ

Από την εμπιστοσύνη στην περιδίνηση: Μια νέα αντικανονικότητα; Ο Νίκος Σ. Παναγιώτου, Αναπληρωτής Καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ και ο Χρήστος Φραγκονικολόπουλος, Καθηγητής, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ, παρουσιάζουν και αναλύουν στην ATHENS VOICE την έρευνα που εκπόνησαν και υλοποίησαν από κοινού με την Kapa Research για την πανδημία του νέου κορωνοϊού και τις κρίσιμες τάσεις που διαμορφώνονται στην ελληνική κοινωνία. Στην έρευνα συμμετείχαν ο Ηλίας Νικέζης, Υποψήφιος Διδάκτωρ, Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ, Ανθή Μπάλιου, Υποψήφια Διδάκτωρ Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ, Σπυριδούλα Μάρκου, Δημοσιογράφος - Ερευνήτρια στο Τμήμα Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ, ΑΠΘ, Δαμιάνα Κουτσομίχα, Διευθύντρια Βιβλιοθηκών, Αμερικανική Γεωργική Σχολή.


Η πανδημία και η διαχείρισή της αποτελούν, χωρίς αμφιβολία, ένα κρίσιμο τεστ για την στάση της ελληνικής κοινωνίας έναντι του πολιτικού συστήματος και των θεσμών. Αποτελεί σταθερή αντίληψη ότι οι κρίσεις είτε έδιναν ευκαιρίες είτε αποτελούσαν αιτία περιδίνησης. Η σημερινή κρίση όμως της πανδημίας, όσο εξελίσσεται, λειτουργεί σαν εκκρεμές στον παραπάνω συλλογισμό: αρχικά οι δημοσκοπήσεις που προηγήθηκαν το διάστημα Μαρτίου-Μαΐου, κατέγραψαν αύξηση της εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, τους επιστήμονες, τα ΜΜΕ, τους συμπολίτες, την αποδοχή της αναγκαιότητας των μέτρων κ.λπ. σε πρωτοφανή επίπεδα για τα χαρακτηριστικά της ελληνικής κοινωνίας (τον Απρίλιο του 2020 το 58% των πολιτών εμπιστευόταν τους συμπολίτες του στην τήρηση των κανόνων προφύλαξης. Αντιθέτως, στην παρούσα έρευνα περιέχονται στοιχεία που πρέπει να προβληματίσουν, καθώς συνιστούν εν δυνάμει αιτίες εμπλοκής σε μια άλλη «κανονικότητα», όπου πλεονάζει η έλλειψη εμπιστοσύνης προς το πολιτικό σύστημα, τα ΜΜΕ, τη δημόσια επικοινωνία, τους επιστήμονες, τους συμπολίτες του (το 53% των πολιτών δεν εμπιστεύονται τους συμπολίτες τους όσον αφορά την τήρηση των κανόνων προφύλαξης).

Τα ποσοστά αυτά αναδεικνύουν:

1. Τους κινδύνους ενίσχυσης του αντισυστημισμού μέσω της έλλειψης εμπιστοσύνης προς τους θεσμούς, τους συμπολίτες μας, αλλά και της επιστήμης. Αν και το 98% των ερωτηθέντων τον Απρίλιο του 2020 επικροτούσε τα μέτρα ως απολύτως αναγκαία, τον Σεπτέμβριο το ποσοστό αυτό υποχωρεί στο 54%. Τον Απρίλιο του 2020, μόλις το 2% δήλωνε ότι τα μέτρα που έλαβε η κυβέρνηση ήταν υπερβολικά. Το ποσοστό αυτό, τον Σεπτέμβριο του 2020, εκτινάσσεται στο 41%.

2. Τον κίνδυνο μη συλλογικής αντιμετώπισης της παρούσας και πιθανώς μελλοντικών υγειονομικών κρίσεων, καθώς 1 στους 4 συμπολίτες μας δηλώνει ότι δεν φοράει μάσκα και 1 στους 3 δεν επιθυμεί να εμβολιαστεί. Αυτά τα δείγματα αμφιβολίας και δυσπιστίας, εάν δεν αντιμετωπιστούν, σταδιακά θα υπονομεύσουν τη δυνατότητα της χώρας μας να διαχειριστεί αντίστοιχες προκλήσεις που πιθανώς θα γίνουν στο εγγύς μέλλον.

3. Την έλλειψη εμπιστοσύνης στα ΜΜΕ. Η πρώτη περίοδος της κρίσης υπήρξε μια σημαντική ευκαιρία για να αποκαταστήσουν τις σχέσεις τους με την κοινωνία που είχαν διαρραγεί από τα χαμηλά ποσοστά εμπιστοσύνης, τη χαμηλή κυκλοφορία, τη στροφή σε «ανώνυμη» διαδικτυακή ενημέρωση κ.λπ.. Την περίοδο αυτή και για πρώτη φορά από το 2006, παρατηρούμε αύξηση της εμπιστοσύνης προς τα ΜΜΕ, όπως καταγράφεται σε σχετική έρευνα του Τμήματος Δημοσιογραφίας και ΜΜΕ του ΑΠΘ[1] (το 28% δηλώνει ότι εμπιστεύεται τα ΜΜΕ ενώ αυξημένα είναι τα ποσοστά ενημέρωσης από Τηλεόραση, Ραδιόφωνο κλπ). Ωστόσο, η επιλογή των ΜΜΕ να επιστρέψουν σε γνώριμα μοντέλα «ενημέρωσης» που τους οδήγησαν στην κρίση (ενημερωδιασκέδαση, τηλεριάλιτι, κ.λπ.) σε συνδυασμό με τη συζήτηση που προκλήθηκε από την κρατική ενίσχυση που έλαβαν, οδηγεί σε ποσοστά πλήρους απαξίωσης (το 85% δεν εμπιστεύεται καθόλου τα ΜΜΕ, ενώ το 65% δηλώνει ότι έχει μειωθεί η εμπιστοσύνη του προς τα ΜΜΕ μετά το ξέσπασμα της κρίσης).

Παλαιότερα τα ποσοστά αυτά αντιμετωπιζόταν ως πρόβλημα «κλαδικό», προσέγγιση η οποία είναι κοντόφθαλμη, καθώς δεν λαμβάνει υπόψη τη διασύνδεση της ενημέρωσης με τις στάσεις/αντιλήψεις της κοινής γνώμης έναντι της επιστήμης, του πολιτικού συστήματος και του πολιτεύματος εν γένει. Το 41% δεν εμπιστεύεται τους επιστήμονες υγείας, το 50% τον ΕΟΔΥ, το 52% την κυβέρνηση κ.λπ., εν ολίγοις τους κατ’ εξοχήν αρμόδιους για την αντιμετώπιση της πανδημίας.

4. Η απαξίωση της δημόσιας ενημέρωσης άνοιξε/ανοίγει το πεδίο σε κάθε λογής σκοπιμότητα και επιδίωξη εσωτερικών ή και εξωτερικών παραγόντων που θέλουν να πλήξουν την ποιότητα της δυτικής δημοκρατίας και των υπερεθνικών οργανισμών. Χαρακτηριστικά, ενώ το 12% των ερωτώμενων τον Απρίλιο του 2020 έκρινε θετικά τους χειρισμούς της ΕΕ και το 82% αρνητικά, τα ποσοστά αυτά τον Σεπτέμβριο του 2020 είναι 60% και 36% αντίστοιχα.

5. Ενώ εδώ και αρκετά χρόνια έχει διαπιστωθεί ότι το πολιτικό σύστημα, η φιλελεύθερη δημοκρατία (και όχι μόνο στην Ελλάδα), πιέζεται με θεμελιώδη ζητήματα και προβλήματα, σήμερα η πανδημία όχι μόνο ενισχύει την αβεβαιότητα, αλλά και την εμπιστοσύνη των πολιτών, ως προς την ικανότητα της φιλελεύθερης δημοκρατίας να πείσει για τη συλλογική αντιμετώπιση των κρίσεων. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι αρνητές της μάσκας. Δεν προέκυψαν μέσα σε μια νύχτα. Μοιράζονται κοινά ιδεολογικά χαρακτηριστικά και εκπροσωπούνται από συγκεκριμένους πολιτικούς χώρους για τους οποίους το ζήτημα δεν είναι μόνο η μάσκα. Έτσι και ενώ το 72% των ερωτηθέντων στη δημοσκόπηση πιστεύουν στην ύπαρξη του κορωνοϊού, το 20% πιστεύει ότι προήλθε από κάποιο εργαστήριο και το 18% ότι η πανδημία είναι μια οργανωμένη προσπάθεια που εξυπηρετεί κάποια συμφέροντα.

Ενδεικτικά είναι και τα ποσοστά όσων δεν παίρνουν μέτρα προστασίας (26%), δεν φορούν μάσκα (24%), δεν τηρούν τις κοινωνικές αποστάσεις (24%) και δεν πρόκειται να εμβολιαστούν (35%).

Το φαινόμενο/κίνημα των αρνητών δεν πρέπει να προσεγγιστεί υπεραπλουστευτικά μέσα από μια «οικονομική» και «πολιτισμική» οπτική. Δηλαδή, ότι οι πολίτες όχι μόνο είναι απογοητευμένοι από την αδυναμία των κυβερνήσεων να τους προστατέψει από τις ανισότητες, (οικονομικές, εργασιακές, τεχνολογικές κλπ) που δημιουργεί η παγκοσμιοποίηση, αλλά και από την απειλή της παγκοσμιοποίησης μέσω της μετανάστευσης σε παραδοσιακές αξίες και τρόπους ζωής, εξαιτίας των ανοικτών συνόρων και τη διάχυση παγκόσμιων κοινωνικών αρχών. Είναι όμως λάθος να εντοπίζει κανείς την έλλειψη εμπιστοσύνης μόνο σε οικονομικές και πολιτισμικές ανασφάλειες της παγκοσμιοποίησης. Όπως αποδεικνύουν αρκετές μελέτες, στους αρνητές της μάσκας δεν συγκαταλέγονται μόνο όσοι διαθέτουν χαμηλά επίπεδα μόρφωσης και χαμηλές επαγγελματικές δεξιότητες, αλλά και πολίτες που έχουν υψηλό επίπεδο μόρφωσης. Που σημαίνει ότι η έλλειψη εμπιστοσύνης ή η «αποσύνδεση» των πολιτών από το πολιτικό σύστημα και τη φιλελεύθερη δημοκρατία έχει τις ρίζες όχι μόνο στην πολυπλοκότητα των σημερινών επιτευγμάτων και προβλημάτων της παγκοσμιοποίησης, αλλά και στην ολοένα και περισσότερο αυξανόμενη εξάρτηση των πολιτικών/κυβερνήσεων από εγχώριους ειδικούς/τεχνοκράτες και εξωτερικούς θεσμούς για να σχεδιάσουν και να υλοποιήσουν δημόσιες πολιτικές. Ενδεικτικά, σύμφωνα με την δημοσκόπηση, είναι τα ποσοστά εμπιστοσύνης προς τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας (λίγο 31%, καθόλου 19% και πολύ 27%) και τον Εθνικό Οργανισμό Δημόσιας Υγείας (καθόλου 26%, 24% λίγο), καθώς και την ΕΕ (καθόλου 36%, λίγο 29%, αρκετά 28% και πολύ 6%).

Η «θεραπεία» του προβλήματος, ωστόσο, δεν θα προκύψει με την επαναφορά του πολιτικού συστήματος σε μορφές διαχείρισης των προβλημάτων χωρίς τους ειδικούς/τεχνοκράτες. Αυτό δεν είναι εφικτό. Οι ειδικοί/τεχνοκράτες είναι απαραίτητοι στην διαχείριση των σημερινών προβλημάτων. Για να υπάρξει λύση στο ζήτημα της εμπιστοσύνης, όμως, θα πρέπει το πολιτικό σύστημα να σκεφτεί πώς μπορεί να ενισχύσει το ρόλο, τη διαφάνεια και τη νομιμοποίηση των θεσμών. Συγκεκριμένα, να αναπτύξει τις κατάλληλες διαδικασίες και να δημιουργήσουν τους χώρους που θα τους επιτρέψουν να «ακούσουν καλύτερα» τις κοινωνίες που ζουν σήμερα στην ανασφάλεια και το φόβο. Σύμφωνα με τα αποτελέσματα της δημοσκόπησης, μόνο το 34% των ερωτηθέντων ελπίζει/αισιοδοξεί και νιώθει μια σιγουριά/ασφάλεια. Το 34% νιώθει οργή και θυμό, το 31% είναι στρεσαρισμένο και ανήσυχο και το 13% αισθάνεται ντροπή.

Ο ρόλος και η σημασία των ΜΜΕ την περίοδο αυτή όσο και απέναντι στα φαινόμενα αυτά είναι καθοριστικός. Οφείλουν να κατανοήσουν πόσο διαφορετικές θα ήταν/είναι οι στάσεις των πολιτών αν απέφευγαν σχήματα ενημέρωσης του παρελθοντος που έχουν απορριφθεί (ενημερωδιασκέδαση). Το 65% δηλώνει ότι οι τηλεοπτικοί σταθμοί υπερέβαλλαν και διόγκωσαν το ζήτημα της πανδημίας, ενώ πολύ πιο θετικά αποτιμάται η στάση των εφημερίδων (39% και 30% για το ραδιόφωνο). Ενδεικτικό του πού οδηγεί η επιλογή αυτή των ΜΜΕ είναι ότι το 48% των ερωτηθέντων δηλώνει ότι τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης ούτε υπερέβαλλον ούτε υποτίμησαν την κατάσταση.

Τι μένει από την έρευνα που πραγματοποίησε η Kapa Research για το Εργαστήριο Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου: Το «Ωσανά πολύ γρήγορα μετατρέπεται σε σταύρωσον αυτόν» (πολιτικό, επιστήμονα, δημοσιογράφο, κ.λπ.). Η αντιμετώπιση της κρίσης πρέπει να είναι ολιστική, καθώς δεν είναι μόνο υγειονομική. Η χαμηλή εμπιστοσύνη προς το πολιτικό σύστημα, την ενημέρωση, τους ειδικούς αποτελεί το ιδανικό περιβάλλον για να ανθίσει και να διαδοθεί η παραπληροφόρηση και η συνωμοσιολογία με επιπτώσεις που απειλούν να αλλοιώσουν το μέλλον της δημοκρατίας μας. Είναι καιρός να προβληθεί η πρόοδος που έχει συντελεστεί και συντελείται καθημερινά σε όλο τον κόσμο, απέναντι σε όσους την αμφισβητούν που διακηρύσσουν ότι ο δυτικός πολιτισμός είναι ετοιμοθάνατος, με αποτέλεσμα να διαδίδεται μια διαβρωτική μοιρολατρία και μια απροθυμία υπεράσπισης της φιλελεύθερης δημοκρατίας και της διεθνούς συνεργασίας. Η αναγνώριση της πραγματικότητας αυτής, θα μπορούσε να παράγει σε δημοκρατικές χώρες βαθυστόχαστο διάλογο και αποτελεσματικές πολιτικές.


[1]Απρίλιος 2020, Έρευνα του Εργαστηρίου Ειρηνευτικής Δημοσιογραφίας του ΑΠΘ και της IeraxAnalytics