Ελλαδα

Όλυμπος: Tips επιβίωσης για την ανάβαση στην κατοικία των Θεών

Το συναρπαστικό ταξίδι μέχρι να ακροβατήσει κάποιος στην κορυφή του Ολύμπου
Κατερίνα Καμπόσου
5’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Όσα πρέπει να ξέρεις πριν επιχειρήσεις να ανέβεις στον Όλυμπο, την ψηλότερη κορυφή της Ελλάδας, από μια προσωπική εμπειρία

Να κοιμάσαι κάτω στη γη σε οροπέδιο και να ακούγεται μόνο ο απόκοσμος ήχος του παγωμένου αέρα που σε χτυπάει με δύναμη. Να προσπαθείς να ανασάνεις ψηλά στα 2.700 μέτρα σαν να γεννήθηκες μόλις. Να ανοίγεις τα μάτια σου και να βλέπεις την ομορφότερη ανατολή της ζωής σου και τη θολή γραμμή του ορίζοντα ανάμεσα στις ψηλότερες κορυφές της χώρας. Κανείς δεν σε προετοιμάζει για το συναίσθημα. Ούτε για την ανάβαση στον Μύτικα, την κορυφή του Ολύμπου –όπως αποδείχθηκε στη δική μου περίπτωση–, το υψόμετρο του οποίου δεν ήξερα πώς να υπολογίσω σε ώρες ή σε χιλιόμετρα πεζοπορίας και ορειβασίας από το Λιτόχωρο.

Η ανάβαση της ομάδας ξεκίνησε στις 6.30 περίπου, ξημέρωμα Σαββάτου, μέσα από το δάσος στην τοποθεσία Πριόνια στα 1.200 μέτρα υψόμετρο και με προορισμό τα 2.100, όπου βρίσκεται το πρώτο καταφύγιο για στάση. Θα μπορούσαμε να πάρουμε τη διαδρομή της Γκορτσιάς προς τη θέση Πετρόστουγκα αλλά διαλέξαμε να ακολουθήσουμε τον δύσκολο δρόμο του Κοφτού απο εκεί για το Οροπέδιο των Μουσών. Γύρω στα 15 άτομα ηλικίας 23-35, ανάμεσά τους δύο υπεραθλητές αποστάσεων και έμπειροι γνώστες των μονοπατιών του Ολύμπου, ο ένας στην αρχή να δίνει τον ρυθμό και ο άλλος πίσω να προσέχει τους μπροστινούς του. Οι υπόλοιποι δεν είχαμε ανάλογη εμπειρία, γι’ αυτό και με το σκεπτικό «ποτέ δεν ξέρεις» είχα αποθηκεύσει τα τηλέφωνα της Ομάδας Διάσωσης Λιτόχωρου. 

Σημείωση εδώ ότι η καλή φυσική κατάσταση είναι μάλλον απαραίτητη για την ανάβαση στο βουνό, αν δεν θες να κολλήσεις σε κάποιο από τα «δύσκολα» σημεία περιμένοντας να έρθει ελικόπτερο να σε κατεβάσει.

Μαζί μας, πέρα από την άγνοια γι’ αυτό που μας περίμενε κατά την ανάβαση στην κορυφή και τον ενθουσιασμό του πρωτάρη, φέραμε κι από ένα σακίδιο 13 περίπου κιλών ο καθένας με τα απαραίτητα. Ο βασικός εξοπλισμός γι’ αυτές τις περιπτώσεις, μπορώ να πω μετά την εμπειρία μου, καλό θα είναι να περιλαμβάνει υπνόσακο και υπόστρωμα, χοντρό μπουφάν, ζευγάρια κάλτσες, ισοθερμικό και αδιάβροχο, μαζί με τρόφιμα όπως μπάρες δημητριακών, νερά και ισοτονικά.

«Θα κρατήσουμε σταθερό ρυθμό ακολουθώντας τα σημάδια στις πέτρες και δεν θα κάνουμε στάσεις. Καθώς προχωράμε ευκαιρία είναι η κουβέντα με τον εαυτό σας παρά με τους άλλους για οικονομία δυνάμεων» έλεγε ο Μάριος Γιαννάκου, που εκτελούσε το χρέος του ενός «συνοδού» μας. Περίπου 7 ώρες self talk κάναμε εκείνη τη μέρα ακούγοντας μόνο τις βαθιές ανάσες των υπολοίπων και τους ήχους των μπατόν που έβρισκαν βράχο. Μετά τις πρώτες 3,5 ώρες (που, όπως μας επεσήμανε ο Μάριος, ήταν το ζέσταμα) και χωρίς πολλές στάσεις, φτάσαμε στο καταφύγιο Αγαπητός που βρίσκεται πάνω σε ένα φυσικό μπαλκόνι με θέα τα πεύκα στις πλαγές του βουνού. Τα περισσότερα καταφύγια του Ολύμπου (9 στο σύνολο) λειτουργούν από τον Μάιο μέχρι τον Οκτώβριο και συνήθως χρειάζονται κράτηση για κρεβάτι τουλάχιστον 20 μέρες νωρίτερα.

Η πορεία σε εκείνα τα σημεία ήταν ονειρική, μέσα στο πράσινο. Όσο ανεβαίναμε, το βουνό φαινόταν όλο και πιο επιβλητικό, με μεγάλες ανηφόρες, πολλά απότομα μονοπάτια που οδηγούν σε γκρεμούς. Συχνά ο καιρός στον Όλυμπο αλλάζει χωρίς προειδοποίηση, φέρνει ισχυρούς ανέμους και ομίχλη. Είναι σαν να σου λέει ξεκάθαρα ότι πρέπει να ακολουθήσεις τους κανόνες του και να προσαρμοστείς στο δικό του μικροκλίμα. Τι κι αν είχαμε παρακολουθήσει τα καιρικά δελτία μέρες πριν; Ξεκινήσαμε από την Αθήνα το διήμερο που ο Ιανός έπληττε μεγάλο μέρος της χώρας αλλά οι ενδείξεις για τον Όλυμπο δεν έβγαζαν καν βροχοπτώσεις.

Ο δρόμος του Κοφτού περιλαμβάνει μια επίπονη διαδρομή κάτω από ορθοπλαγιές με σαθρά σημεία και κινδύνους κατολισθήσεων, που δεν ενδείκνυται για άπειρους πεζοπόρους και ορειβάτες, ούτε φυσικά για όσους έχουν υψοφοβία ή ακροφοβία. Μια κλεφτή ματιά πίσω χαμηλά και η κρίση πανικού είναι δεδομένη. Στην περίπτωση αυτή ο τραυματισμός είναι σίγουρος και ο απεγκλωβισμός από την ΕΜΑΚ Θεσσαλονίκης θέλει πάνω από 10 ώρες όσο εσύ βρίσκεσαι τραυματισμένος στην παγωνιά καθώς νυχτώνει και στο έλεος του Ολύμπου, όπως με πληροφόρησαν. Το μυστικό για να περάσεις από το μονοπάτι του γκρεμού είναι οι κατευθύνσεις από τους εμπειρότερους. Σφιχτά το σακίδιο στην πλάτη και όλο το βάρος μπροστά στην πέτρα. Προσεκτικό σφήνωμα των άκρων στα βράχια και αργές κινήσεις μπροστά κάθε φορά με την ελπίδα οι πέτρες να αντέχουν το βάρος σου και οπωσδήποτε αποστάσεις από τους μπροστινούς.

Από αυτό το σημείο και μετά το τοπίο γίνεται σχεδόν αλπικό, τα δέντρα μεταμορφώνονται σε θάμνους και αυτοί με τη σειρά τους σε άγονη πέτρα στο Οροπέδιο των Μουσών. Από το οροπέδιο φαίνονταν σχεδόν όλες οι ψηλές κορυφές του Ολύμπου, το Στεφάνι ή αλλιώς θρόνος του Δία, ο Προφήτης Ηλίας και η «Τούμπα» με τα λούκια, τους ανηφορικούς διάδρομους που οδηγούν σε αυτές. Τα μονοπάτια τους ξεκινούν από τα δύο καταφύγια, Αποστολίδη (2.700 μ.) και Κάκαλος (2.640 μ.). Δύο καταφύγια στα οποία το ίντερνετ και το σήμα δεν θα πιάσει ποτέ αλλά είναι διάσημα για πολλούς άλλους λόγους. Όπως για τις ιστορίες που θα σου διηγηθούν εκεί αναρριχητές και ταξιδιώτες απ’ όλον τον κόσμο. Για τις παρέες με τους Κρητικούς που παίζουν λύρα, τσουγκρίζουν ρακή και φωνάζουν ότι από τον Όλυμπο φαίνεται μέχρι και η Κρήτη. Για τις γαβάθες με τις καυτές βελουτέ σούπες και τις διπλές μάλλινες κουβέρτες στις κουκέτες που θα ζεστάνουν το είναι σου από την παγωνιά του βουνού. Έξω στο οροπέδιο, άλλωστε, οι βαθμοί μόνιμα κινούνται γύρω στους 0°C. Αυτό όμως δεν μας πτόησε από το να στήσουμε σκηνές και να κατασκηνώσουμε εκεί στη μέση για τη νύχτα «ώστε να το ζήσουμε αυθεντικά». Μέχρι εκείνη την ώρα οι θερμοκρασίες μού φαίνονταν ένα απλό νούμερο. Συνειδητοποίησα τι ακριβώς σημαίνουν όταν απλώθηκε το σκοτάδι σε όλο το οροπέδιο μαζί με μια απόκοσμη ησυχία που τη διέκοπτε μόνο ο ήχος του παγωμένου αέρα που χτυπούσε τη σκηνή μετωπικά και στα πλάγια.

Δεν νομίζω ότι μπορείς να κοιμηθείς κανονικά από εκεί και πέρα, κυρίως βρίσκεσαι στη μετέωρη φάση μεταξύ ύπνου και ξύπνιου παίζοντας αυτό το παιχνίδι που προσπαθείς να διακρίνεις πράγματα στον ορίζοντα κάθε φορά που καθαρίζει λίγο-λίγο απ' την ομίχλη ώσπου να τα σκεπάσει πάλι όλα. Καλό θα είναι να μην επιχειρήσει κάποιος ακόμη και με φακό να κόψει βόλτες μέσα στο σύννεφο, μπορεί να χάσει εύκολα τον προσανατολισμό του και να βρεθεί σε λάθος σκηνή, στην καλύτερη περίπτωση, ή να χαθεί εντελώς, στη χειρότερη.

Το αμέσως επόμενο πράγμα που συνειδητοποίησα προσωπικά είναι ότι γύρω στις 6 το πρωί από το υψηλότερο σημείο της Ελλάδας προβάλλει μία από τις πιο ιδιαίτερες ανατολές αυτού εδώ του κόσμου που την απολαμβάνεις καλύτερα με μια γεμάτη κούπα ζεστό τσάι του βουνού.

Κάπου εκεί έρχεται η κατάλληλη ώρα για το δέσιμο με σχοινιά και κατεύθυνση προς τη μεγαλύτερη κορυφή, τον περίφημο Μύτικα στα 2.918 μέτρα και 8 εκατοστά. Οι βασικές διαδρομές είναι δύο, η Σκάλα, που είναι η πιο βατή, και το Λούκι, που επέλεξε η ομάδα μου. Τα σημάδια πάνω στον βράχο οδηγούν μέσα σε 30 λεπτά περίπου. Χρειάζεται scrambling, κράνος προφύλαξης από τις πέτρες που ρίχνουν αυτοί που προπορεύονται, ψυχραιμία και βαθιές αναπνοές γιατί η πορεία δυσκολεύει αισθητά από τη σταδιακή μείωση του οξυγόνου και οι χτύποι της καρδιάς αυξάνονται λόγω της έντονης προσπάθειας. Σωστό «λούκι».

Κατά την ανάβαση στον Μύτικα συνίσταται να αποφεύγεται μέρα με πολυκοσμία γιατί αυξάνονται οι πιθανότητες τραυματισμού, η κορυφή άλλωστε χωρά μάξιμουμ 20 άτομα επάνω. Αν είναι να σου τύχει η στραβή βέβαια θα γίνει ούτως ή άλλως, αλλά γιατί να προκαλέσεις την τύχη σου; Στο βουνό πάνω από 60 άτομα έχουν χάσει τη ζωή τους από το 1955 μέχρι σήμερα, με το Λούκι να είναι το σημείο με τα περισσότερα θανατηφόρα ατυχήματα. Στα τελευταία 350 μέτρα πραγματικά δεν υπάρχει περιθώριο λάθους κίνησης. Αυτός είναι και ο λόγος που, όταν αγγίξει κανείς την υψηλότερη κορυφή του Ολύμπου, η ικανοποίησή του είναι απέραντη κυρίως επειδή επέζησε ως εκεί και μετά για όλα τα υπόλοιπα. Εξ ου και οι αγκαλιές με αγνώστους στην κορυφή, οι σέλφι με τα δακρυσμένα μάτια δίπλα στη σημαία, οι συναισθηματικές αφιερώσεις στο τετράδιο που είναι τοποθετημένο σε ένα σιδερένιο κουτί στη μέση.

Τα 2.800 μέτρα τώρα μοιάζουν ακατέβατα αλλά η 6ωρη κατάβασή τους γίνεται πραγματικότητα σε μεγάλο μέρος της χρησιμοποιώντας πλάτη και γοφούς. Ξεκινώντας την πορεία για τους πρόποδες από το μονοπάτι που είχαμε ανέβει όλα μοιάζουν πιο γνώριμα, σαν μια εικόνα που παραπέμπει σε κάποια αμυδρή ανάμνηση. Και όσο πιο οικεία μοιάζουν τα σημεία του βουνού τόσο πιο ξένη μάς φαίνεται η φασαρία του «πολιτισμού» που συναντάμε φτάνοντας πίσω στη πόλη.