- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Μένουμε Σπίτι, αλλά μην τρελαθούμε ότι περνάμε τέλεια!
O εγκλεισμός δεν είναι η φυσική κατάσταση του ανθρώπου. Υπομονή κάνουμε!
#ΜένουμεΣπίτι με την Athens Voice: η Βάγια Ματζάρογλου και ο Στέφανος Τσιτσόπουλος έχουν χάσει τις μέρες.
Είμαστε στο σπίτι από τις 13 Μαρτίου. Δύο κούκοι που ζούμε και δουλεύουμε στον ίδιο χώρο τα τελευταία 18 χρόνια. Άρα δεν λες κι ότι η καραντίνα ήταν μια ευκαιρία να έρθουμε πιο κοντά και να συσφίξουμε σχέσεις. Δεν υπάρχει πιο κοντά!
Στην αρχή το πήραμε καλά. Είπαμε: Διακοπές χωρίς τη θάλασσα. Καθισιό και άγιος ο θεός. Την πρώτη μέρα καθάρισα το σπίτι. Γυάλισα τα πάντα: τα πατώματα, την κουζίνα, το μπάνιο, τα πόμολα, τους διακόπτες. Το σπίτι μοσχομύρισε, τρόπος του λέγειν, χλωρίνη. Ο Στέφανος έφτιαξε τις βιβλιοθήκες. Έβγαλε μια ντάνα βιβλία για να διαβάσουμε στις «διακοπές μας». Για φαγητό έφτιαξα για πρώτη φορά στη ζωή μου μουσακά. Του Άκη Πετρετζίκη. Έσκισα. Γλείψαμε την κατσαρόλα με την μπεσαμέλ, φάγαμε το ταψί επί τόπου. Μετά έκανα ένα γλυκάκι, εύκολο, ρολό με μαρμελάδα. Το τσακίσαμε.
Τηλεφωνηθήκαμε με όλους τους συγγενείς και τους φίλους. Στις 6 παρακολουθήσαμε με κομμένη την ανάσα Τσιόδρα και Χαρδαλιά. Το βράδυ είδαμε μια ταινία, «Το θαύμα της Θάλασσας των Σαργασσών» του Σύλλα Τζουμέρκα - Σαλονικιός, πατριωτάκι. Ταινιάρα, είπαμε. Όλες τις υπόλοιπες ώρες μέχρι να ξεραθούμε στον ύπνο τραγουδούσαμε το ρεφρέν από την «Αυλή του Παραδείσου» της Βανδή (ή μάλλον του Φοίβου). «Όταν είμαι, αγάπη μου, μαζί σου, στην αυλή του Παραδείσου, κάπου ανάμεσα στ’ αστέρια, στη φωλιά απ’ τα δυο σου χέρια, και κουρνιάζω σα σπουργίτι, τίποτα άλλο δεν μου λείπει, τίποτ' άλλο δεν ζητάω». Ακούγεται στην ταινία σε καίρια στιγμή. Νομίζω πως εννοούσαμε κάθε στίχο.
Τη δεύτερη μέρα έφτιαξα την ντουλάπα μου κι ο Στέφανος τη δική του. Ξεχωρίσαμε τα φορέσιμα, δεν πετάξαμε τίποτα - σκέφτηκα πως στο άμεσο μέλλον θα χρειαστούμε πολλά υφάσματα για καθάρισμα. Για φαγητό έφτιαξα για δεύτερη φορά στη ζωή μου μουσακά. Πάει το ταψί. Για γλυκό, ρολό με μαρμελάδα. Το ντερλικώσαμε και αυτό. Τσιόδρας στις 6, όλος ο τελευταίος κύκλος του Gomorra μονορούφι. Σειράκλα.
Την τρίτη μέρα βγήκαμε στο σούπερ μάρκετ για μελιτζάνες, βούτυρο, αλεύρι, γάλα για τη μπεσαμέλ και μαρμελάδα. Το «έξω» ήταν καταπληκτικό. Γυρίσαμε στο «κελί μας» με μια κάποια θλίψη. Βαρέθηκα να μαγειρέψω μουσακά. Τηγάνισα μελιτζάνες. Για γλυκό φάγαμε σοκοφρέτες. Τσιόδρας στις 6 και μετά ζάπινγκ μέχρι να τελειώσουν οι μπαταρίες του τηλεκοντρόλ.
Την τέταρτη μέρα νιώσαμε πως δεν είχαμε να κάνουμε τίποτα. Κοιτάξαμε την ντάνα με τα βιβλία και αποστρέψαμε το βλέμμα. Δεν είμαστε αθλητικοί τύποι, στο μπαλκόνι κάνει κρύο… Ξεραθήκαμε στον ύπνο τη μισή μέρα και μετά, το βράδυ, ξαναπέσαμε για ύπνο.
Ένα πρωί ο Στέφανος ξύπνησε δύσθυμος. Δεν είμαι καλά, είπε. Πανικός. Διάλογοι από τα παλιά, αλλά τότε είχαν πλάκα: «- Τι έχεις; - Τίποτα». Θερμόμετρο τώρα. Ποιο θερμόμετρο; Δεν έχουμε θερμόμετρο στο σπιτικό μας. Η αλαζονεία της υγείας. Φαρμακείο, θερμόμετρο, μάσκες, βιταμίνες ενίσχυσης του ανοσοποιητικού. Θερμομέτρηση του Στέφανου, 36.5, βήχα δεν έχει, τσεκ, πονοκεφάλος γιοκ, τσεκ, όλα καλά. Αλλά ο λήθαργος λήθαργος, όβερ. Στις 6 ο Τσιόδρας ανέφερε πως ο κορωνοϊός φέρνει νευρολογικές διαταραχές και κατατονία. Αγωνία στα βουβά και μηνύματα σε όλον τον κόσμο και τον ντουνιά που έβλεπα oniline στο facebook. Μήνυμα από τη Ζέφη: Τι κάνετε; Απάντηση από μένα: Τό και τό ο Στέφανος. Η Ζέφη με παρηγορεί, από την κλεισούρα είναι, λέει. Στο καπάκι τηλέφωνο από τη Σώτη, από το Παρισάκι. Τηλέφωνο και από τον Μιχάλη, ο Στέφανος ψιλοζωντανεύει. Απλώς δεν έχει όρεξη να φάει, ούτε να καπνίσει, ούτε να μιλήσει, ούτε να αστειευτεί. Περνάει άλλη μια μέρα ληθαργικός. Βάζω μπροστά του τα τσιγάρα, έτσι για πειρασμό. Δεν τα αγγίζει. Και να που ο καπνός γίνεται δείκτης υγείας. Το τρίτο πρωί βάζω τα μεγάλα μέσα. Τηγανίζω για πρωινό πατάτες και λουκάνικα. Ανασταίνεται! Αυτό ήταν, τον γιάτρεψα.
Να μην σας τα πολυλογώ, έχουμε πλέον χάσει τις μέρες που Μένουμε Σπίτι. Σχεδόν κάθε πρωί ξυπνάμε με κάποιον από τους δύο να έχει πονόλαιμο. Μετά περνάει. Δεν έχουμε καμιά όρεξη να διαβάσουμε, να μαγειρέψουμε, να καθαρίσουμε, να δούμε σειρές. Έχουμε βυθιστεί σε απραξία. Είμαστε οι τεμπέληδες της εύφορης κοιλάδας. Βλέπουμε τα ριάλιτι με πλαστικές εγχειρήσεις και αυτό με τις Καρντάσιαν. Μια μέρα μερακλώσαμε με ένα δίωρο αφιέρωμα στη δισκογραφία της Άννας Βίσση. Βαριόμαστε, τι δεν καταλαβαίνεις; Βαριόμαστε τόσο, που ψάξαμε όλους τους στίχους από την «Αυλή του Παραδείσου» της Βανδή (ή μάλλον του Φοίβου) και πλέον τραγουδάμε το κουπλέ: «Μια ζωή δίχως εκπλήξεις, βαρετή μ’ επαναλήψεις, μια ζωή ταινία που έχεις δει, δίχως ανατροπές, βδομάδα δίχως Σάββατα και Κυριακές».
Στο μεταξύ, πέθανε ο Δημήτρης. Έχουμε κάνει διακοπές μαζί, έχουμε φάει μακαρονάδες από τα χεράκια του, έχουμε κοιμηθεί στο σπίτι του. Δεν μπορέσαμε να τον αποχαιρετήσουμε.
Η 18 μηνών Δημητρούλα μιλάει πλέον κανονικά. Η Δώρα και ο Μιχάλης μας είπαν ότι όταν ακούει τις φωνές μας από το τηλέφωνο, η Δημητρούλα ξεκαρδίζεται. Η παρανοϊκή αυτή η ζωή συνεχίζεται, έστω και ερήμην μας.
Το «διακοπές χωρίς τη θάλασσα» έχει μετατραπεί σε «ρεμάλια χωρίς όρια». Κάνουμε κάτι σαν φοιτητική ζωή χωρίς τα μαθήματα. Κοιμόμαστε στο σαλόνι. Τρώμε σχεδόν κάθε μέρα τηγανητές πατάτες με κάτι. Με αυγά, με λουκάνικα, με κεφτεδάκια, με ρεθύθια, με ό,τι να ’ναι. Τις πατάτες τις καθαρίζω στο σαλόνι. Τρώμε πατατάκια, ποπκόρν, φουντούνια, πακοτίνια, δρακουλίνια, γενικώς σαχλαμάρες. Πετάμε τα χαρτιά από τις σοκοφρέτες στο τραπέζι και τα μαζεύουμε όταν γίνονται βουνό και δεν υπάρχει χώρος να ακουμπήσεις τίποτα. Γιατί να συμμαζέψουμε; Μήπως θα έρθει κανείς επίσκεψη στο σπίτι; Χα!
Κάναμε κι ένα σκάιπ με τον Χρήστο, τη Γωγώ και τη Νίκη. Εμείς με πιτζάμες (μόνο το πάνω), ο Χρήστος ήταν έτοιμος να φορέσει παπιγιόν. Το σκάιπ δεν μας ταίριαξε, γιατί είμαστε διαρκώς με τα βρακιά. Δεν είναι ευγενικό να σε βλέπουν έτσι οι φίλοι σου.
Έχουμε βγει έξω όλο κι όλο τρεις-τέσσερις φορές για σούπερ μάρκετ. Α, και μία για περπάτημα την προηγούμενη Κυριακή. Κάναμε τον γύρο της πλατείας της Νέας Σμύρνης 6-7 φορές. Συναντήσαμε δύο ανθρώπους που έκαναν τον ίδιο κύκλο. Την πέμπτη φορά που ήρθαμε βιζαβί κι απεναντίας, χαμογελαστήκαμε. Θα βγαίνουμε για περπάτημα κάθε Κυριακή και μετά θα παίρνουμε μιλκ σέικ και θα γυρνάμε σπίτι. Το κλείσαμε.
Για να νιώσουμε ωραία θυμόμαστε φαγητά σε ταβέρνες που μας σημάδεψαν - κάτι παϊδάκια στο Μοσχάτο και κάτι κοτοπουλάκια στη Λήμνο, στον Σώζο, στο Πλατύ. Και προγραμματίζουμε τι θα κάνουμε όταν τελειώσει όλο αυτό. Καταρχάς θα πάμε στο αγαπημένο μας εστιατόριο, το τάξαμε στον Μήτσο, και θα φάμε όλα τα γιορτινά γεύματα που χάσαμε με τη μία, σε ένα γεύμα. Δηλαδή ταραμοσαλάτα και θαλασσινά για τη χαμένη Καθαρή Δευτέρα (τότε βαριόμασταν να βγούμε έξω), μπακαλιάρο για τη χαμένη 25η Μαρτίου και κατσικάκι και μαγειρίτσα για το χαμένο Πάσχα.
Σχεδιάζουμε: Φέτος θα κάνουμε μπάνια, πολλά μπάνια. Κι ας μην πάμε διακοπές, γιατί τα οικονομικά θα είναι στενά. Δεν θα αφήσουμε μέρα καλοκαιρινή που να μη βουτήξουμε σε θάλασσα.
Υποσχόμαστε: Θα κόψουμε το κάπνισμα ή έστω θα το περιορίσουμε. (Και ανάβουμε τσιγάρο. Άρα είμαστε υγιείς, doh!).
Λέμε: Θα είμαστε αγαπημένοι μεταξύ μας και δεν θα γκρινιάζουμε για τη ρουτίνα. Μένουμε Σπίτι και Τσιόδρας στις 6, αυτή η μέρα της μαρμότας μας έλαχε αυτή την άνοιξη; ΟΚ. Θα τελειώσει κάποτε. Η ρουτίνα είναι καλό πράγμα. Όταν σπάει, τις περισσότερες φορές είναι για κακό. Σε αυτό το συμπέρασμα έχουμε καταλήξει.
Δεν θα «αγαπήσουμε το κελί μας», δεν είμαστε «εσωτερικού χώρου» τύποι, δεν είμαστε καταθλιπτικοί, δεν είναι πολύ ωραίες οι «διακοπές χωρίς τη θάλασσα». Απλώς υπομένουμε αυτές τις μέρες του εγκλεισμού με καρτερία για όσο χρειαστεί. Και προσμένουμε τις κανονικές (ευλογημένη κανονικότητα!). Κανονικές, όπως το να μπορούμε να χτυπήσουμε παϊδάκια στο Μοσχάτο όποτε τα λιγουρευτούμε. Κανονικές, όπως το να μπορούμε να βλέπουμε τη 18 μηνών Δημητρούλα να ξεκαρδίζεται από κοντά και όχι να μας κάνουν αναμετάδοση οι γονείς της. Κανονικές, όπως όταν χάνονται άνθρωποί μας, να μπορούμε να τους αποχαιρετήσουμε.