Ελλαδα

Γιάννης Στεφανάκις: Αγαπάμε τη ζωή, πολεμάμε τον φόβο

Ζήσε, άκουσε τον εαυτό σου, διάβασε· η ζωή σε περιμένει

A.V. Guest
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Γιάννης Στεφανάκις: Ο ζωγράφος, χαράκτης και εκδότης του «Νέου Επιπέδου» περιγράφει την καθημερινότητά του τις ημέρες του κορωνοϊού

Έρημη πόλη η Αθήνα κι όλες οι πόλεις άδειες! Λιγοστοί είναι εκείνοι που ξεπορτίζουν για να αγοράσουν ψωμί και τρόφιμα ή να πληρώσουν έναν λογαριασμό σε κάποια τράπεζα. Κρατούν αποστάσεις μεταξύ τους οι άνθρωποι στους δρόμους, φορούν μάσκες και γάντια και μόνο κάποια νεαρά ζευγάρια φαίνεται να μη φοβούνται πηγαίνοντας χέρι-χέρι στη χαρά! Ο κορωνοϊός έχει αλλάξει τη ζωή μας. 

Όμως αξίζει. Πρέπει να μείνουμε σπίτι όσο χρειαστεί. Δεν είναι εποχή για ηρωισμούς, ό,τι και να πιστεύει κανείς. Για το αν δηλαδή ο ιός είναι εκ φύσεως ή παρά φύσεως. 

Αγαπάμε τη ζωή και μένουμε σπίτι. Προσωπικά ποτέ δεν ησυχάζω. Όσοι με γνωρίζουν με θυμούνται παλαιότερα με μια μηχανή και πρόσφατα με ένα παπί να οργώνω την Αθήνα. Να σταματάω για λίγο, να αφήνω ή να παίρνω κάτι από ένα βιβλιοπωλείο, από έναν εκδότη, να μπαίνω και να βγαίνω σε μια γκαλερί, να ανεβαίνω στην Athens Voice για να πω μια καλημέρα και να κλέψω μια γνώμη ή να φέρω κάποιες αντιρρήσεις στην Αγγελική και να καταλήγω αργά το μεσημέρι στο εργαστήριο. 

Τώρα έχω όλο τον χρόνο με το μέρος μου, που ίσως αλλάξει τη ζωή μου. Γιατί θα επιζήσω. Δεν θα αφήσω να με νικήσει ο ιός γιατί αγαπώ τα παιδιά μου! Αγαπάω τη ζωή, πολεμώ τον φόβο. Κάθομαι σπίτι. Αν βγω να πετάξω τα σκουπίδια, παίρνω τα μέτρα μου. Πλένω τα χέρια μου. Βλέπω τηλεόραση αλλά μόνο τις ειδήσεις. Δεν με πανικοβάλλουν. Την κλείνω και βάζω μουσική, σχεδιάζω, χαράζω, γράφω. Όταν κουραστώ, ανοίγω ένα βιβλίο. Είπα να ξαναδιαβάσω την «Πανούκλα» του Καμί, αλλά το έκλεισα από τις πρώτες σελίδες. Θα με ρίξει, σκέφτηκα. Διάβασα μονορούφι τα βιβλία «ΛΙ και Βάρδια» του Νίκου Καββαδία, χάρηκα τα ποιητικά του: Μαραμπού, Τραβέρσο και Πούσι. Ψάχνω για κάποιο ποίημά του για το επόμενο δίπτυχο των ποιητών. Το μόνο που με λυπεί, είναι που δεν έχω χαρτί να τυπώσω τον Βάρναλη! Τώρα πότε θα έρθει άραγε, αλλά και πάλι δεν πειράζει!

Όταν βαρεθώ την καρέκλα θα πλύνω τις κατσαρόλες, θα κόψω σαλάτα ή θα βράσω χόρτα. Θα προσπαθήσουμε να δούμε την καλή πλευρά της ζωής στο σπίτι και θα γελάσουμε. Κι ύστερα να ‘μαι στο εργαστήριο, στον απάνω δρόμο, να χαζεύω τα έργα μου, την καινούργια ενότητα που τελευταία δουλεύω. Δεν κρατάει όμως πολύ, με πιάνει μια μανία, μια τρέλα που με κρατάει μέχρι τις πρώτες μεταμεσονύκτιες ώρες. Ζωγραφίζω ακούγοντας το τρίτο. Δεν αφήνω τον φόβο να με κυριεύσει. Όταν θα βγω έξω, πριν πάω σπίτι, θα κάνω μερικές βόλτες, θα πάρω βαθιές αναπνοές. Ο αέρας είναι καθαρός. Η ησυχία απόλυτη. Αύγουστος θαρρείς! Ο κόσμος κοιμάται ή είναι καλωδιωμένος, προσπαθώντας να ξεφύγει από την πραγματικότητα. 

Θα μου πεις, φίλε μου αναγνώστη, πως είμαι τυχερός γιατί έχω τόσα να κάνω. Κι εσύ όμως έχεις αρκεί να θέλεις· χωρίς μάλιστα τη δική μου σκοτούρα όταν τη λέξη κυνηγάω, κι όταν το χρώμα στο τελάρο δεν μου βγαίνει. Είσαι στο σπίτι κλεισμένος, ναι σε καταλαβαίνω. Όλο όμως και κάποια βιβλία άκοπα θα είναι στα ράφια, τα οποία σε προσμένουν ζωή για να τους δώσεις. Όλο και κάποια ελληνική ταινία του καλού ελληνικού κινηματογράφου και του ξένου δεν θα έχεις δει. Κάποιο όργανο που χρόνια έχεις να πιάσεις ίσως σε περιμένει. Αλλά και κάποια γωνιά στο σπίτι ίσως να θέλει να την αλλάξεις. Για δες…

Ζήσε, άκουσε τον εαυτό σου, διάβασε· η ζωή σε περιμένει!