Ελλαδα

Γιατί οι άνθρωποι με HIV και ηπατίτιδα δεν έχουν δικαίωμα στην υιοθεσία παιδιού;

Ο Γιώργος Καλαμίτσης, πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών Ήπατος «Προμηθέας», γράφει στην A.V.

Τάκης Σκριβάνος
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Ο πρόεδρος του «Προμηθέα», Γιώργος Καλαμίτσης, γράφει για το δικαίωμα στην υιοθεσία και την αναδοχή παιδιού από ανθρώπους που ζουν με HIV και ηπατίτιδες Β και C

Τον περασμένο χρόνο στην Αττική μόλις δύο παιδιά τοποθετήθηκαν σε θετές οικογένειες, από τα 1.500 που ζουν σε δομές. Την ίδια ώρα, ο Νόμος 4538/2018 αποκλείει από την υιοθεσία και την αναδοχή παιδιών τους ασθενείς που ζουν με HIV και ηπατίτιδες B και C. Πρόκειται για περίπου 100.000 ασθενείς με ηπατίτιδα C, 250.000 με ηπατίτιδα Β και 20.000 με HIV λοίμωξη. Για αθέμιτη διάκριση και παραβίαση του δικαιώματος στην οικογενειακή ζωή μιλούν η Ένωση Ασθενών Ελλάδας, ο Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδας «Θετική Φωνή» και ο Σύλλογος Ασθενών Ήπατος «Προμηθέας» και με επιστολή τους στην υφυπουργό Εργασίας, Δόμνα Μιχαηλίδου, ζητούν να υπάρξει διάλογο για το θέμα.

Ο πρόεδρος του Συλλόγου Ασθενών Ήπατος «Προμηθέας», Γιώργος Καλαμίτσης, επιχειρηματολογεί με άρθρο του στην ATHENS VOICE για το θέμα:

«Η Σύμβαση για τα δικαιώματα του παιδιού υιοθετήθηκε από τη Γενική Συνέλευση του Ο.Η.Ε. στις 20 Νοεμβρίου 1989 και κυρώθηκε από τη χώρα μας με το Νόμο 2101/1992, κατοχυρώνοντας βασικές αρχές και δεσμεύοντας τις κυβερνήσεις να εντείνουν τις προσπάθειές τους για μια φιλική για το παιδί κοινωνία. H υιοθεσία και η αναδοχή ανηλίκου αποτελούν τους σημαντικότερους θεσμούς στον τομέα της παιδικής μέριμνας, με άμεσο αντίκτυπο στην εύρυθμη λειτουργία της κοινωνίας στο σύνολό της. Για μια κοινωνία που θέλει να επαφίεται σε σύγχρονα και μοντέρνα μοντέλα πολλών ταχυτήτων με επίκεντρο τον πολίτη, το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού μέσα από την αποϊδρυματοποίησή του και την ομαλή του ένταξη σε ανάδοχες ή θετές οικογένειας, θα πρέπει να θεωρείται θέμα πρώτης προτεραιότητας. Τα τελευταία χρόνια ωστόσο, έχει παρατηρηθεί το εξής παράδοξο: Ο αριθμός των παιδιών που βρίσκονται σε ιδρύματα διαρκώς αυξάνεται, και ταυτόχρονα αυξάνονται οικογένειες κάθε τύπου που επιθυμούν να αποκτήσουν ένα παιδί μέσω της αναδοχής και της υιοθεσίας. Ωστόσο, οι δύο αυτές ανάγκες είναι σχεδόν αδύνατο να συναντηθούν, λόγω γραφειοκρατικών προσκομμάτων. 

Σήμερα υπάρχουν 1.500 παιδιά σε δομές τόσο Δημοσίου όσο και Ιδιωτικού δικαίου, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία του Υπουργείου Εργασίας και Κοινωνικών Υποθέσεων, ωστόσο ελάχιστα έχουν τοποθετηθεί σε ανάδοχες και θετές οικογένειες. Στην Αττική συγκεκριμένα, σύμφωνα με στοιχεία του Κέντρου Κοινωνικής Πρόνοιας Περιφέρειας Αττικής, το προηγούμενο έτος μόλις 2 παιδιά τοποθετήθηκαν σε θετές οικογένειες. 

Ο Νόμος 4538/2018 εισήγαγε μέτρα για την προώθηση των θεσμών της αναδοχής και της υιοθεσίας, σε μια προσπάθεια εκσυγχρονισμού και επιτάχυνσης των διαδικασιών. Η πρόβλεψη για ηλεκτρονική αίτηση σε πληροφοριακό σύστημα έδωσε ελπίδα σε όλους τους υποψήφιους αναδόχους και θετούς γονείς. Παρά λοιπόν το γεγονός ότι ακόμα δεν έχουν δημοσιευθεί όλες οι Υπουργικές Αποφάσεις για την πλήρη και εύρυθμη λειτουργία της νέας διαδικασίας, η αισιοδοξία για το μέλλον είναι ορατή».

Ο νομοθέτης αγνοεί βασικά γνωρίσματα των μεταδιδόμενων νοσημάτων

«Αν και ο εν λόγω νόμος περιλαμβάνει κάποιες καινοτομίες, σύμφωνες με τα νέα δεδομένα της κοινωνίας, όπως η πρόβλεψη της δυνατότητας σε ομόφυλα ζευγάρια να γίνουν ανάδοχοι γονείς, παρουσιάζει σοβαρά νομικά κενά. Συγκεκριμένα στο άρθρο 8 αναγράφεται ρητά πως ο ανάδοχος γονέας και όσοι συνοικούν με αυτόν θα πρέπει, μεταξύ άλλων, να μην πάσχουν από κάποιο χρόνιο μεταδοτικό νόσημα. Φαίνεται πως ο νομοθέτης αγνοεί βασικά γνωρίσματα των μεταδιδόμενων νοσημάτων καθώς αυτά διαχωρίζονται ανάλογα με τη συχνότητα που εμφανίζονται, τους τρόπους μετάδοσης, το στάδιο θεραπείας τους και τη θνησιμότητα που ενδεχομένως προκαλούν. Η εξίσωση όλων των μεταδοτικών νοσημάτων ως ένα και το αυτό δεν εξυπηρετεί σε καμία περίπτωση το βέλτιστο συμφέρον του παιδιού, ενώ η αυθαίρετη και γενική κατηγοριοποίηση που επιχειρεί η συγκεκριμένη διάταξη έχει ως αποτέλεσμα την αποστέρηση χιλιάδων παιδιών από τη δυνατότητα να ζήσουν σε ένα ασφαλές οικογενειακό περιβάλλον.

Η πιστοποίηση της υγείας των υποψηφίων ανάδοχων γονέων προτάσσει το βέλτιστο συμφέρον των παιδιών. Όμως αυτή οφείλει να γίνεται ακολουθώντας επιστημονικά δεδομένα. Οι ιογενείς ηπατίτιδες Β & C όπως και ο HIV αποτελούν χρόνια μεταδοτικά νοσήματα για τα οποία η επιστήμη έχει εδώ και χρόνια αποφανθεί. Οι άνθρωποι που ζουν με HIV, που λαμβάνουν αντιρετροϊκή αγωγή και επιτυγχάνουν μη ανιχνεύσιμο ιικό φορτίο, δεν μπορούν να μεταδώσουν τον ιό σε τρίτους. Στην περίπτωση της ηπατίτιδας Β, εκτός από εξίσου αποτελεσματικές θεραπείες, έχουμε στη διάθεσή μας εμβόλιο που είναι ενταγμένο από τα μέσα της δεκαετία του ’90 στο εθνικό πρόγραμμα παιδικού εμβολιασμού, ενώ στην περίπτωση της ηπατίτιδας C, από το 2014, έχουν ανακαλυφθεί θεραπείες που εκριζώνουν από τον ανθρώπινο οργανισμό την ασθένεια σε ποσοστό άνω του 97%.

Η εξίσωση των συγκεκριμένων νοσημάτων με άλλες μεταδοτικές ασθένειες όπως ο ιός Εμπολα και ο ιός Ζίκα στερείται τεκμηρίωσης και φυσικά λογικής. Στη μια περίπτωση μιλάμε για σοβαρότατα προβλήματα δημόσιας υγείας εξαιτίας της εύκολης μετάδοσης και των υψηλών ποσοστών θνησιμότητας, ενώ στην περίπτωση του HIV και των ιογενών ηπατιτίδων έχουμε χρόνιες παθήσεις που δεν μεταδίδονται με την κοινωνική επαφή. Ως εκ τούτου, είναι κάτι περισσότερο από σαφές πως αναφερόμαστε σε ένα νόμο που ναι μεν έχει συνταχθεί για την προστασία του παιδιού, στον οποίο όμως περιέχονται τεράστιες προχειρότητες που μπορούν εύκολα να δυναμιτίσουν τον ίδιο το σκοπό για τον οποίο έχει δημιουργηθεί.

Η συγκεκριμένη διάταξη έχει προκαλέσει την έντονη διαμαρτυρία της κοινωνίας των πολιτών. Η Ένωση Ασθενών Ελλάδος, ο Σύλλογος Οροθετικών Ελλάδος «Θετική Φωνή», καθώς και ο Σύλλογος Ασθενών Ήπατος Ελλάδος «Προμηθέας» έχουν προβεί σε επανειλημμένες παρεμβάσεις και εκκλήσεις σε κρατικούς φορείς και ιδιαίτερα στην Υφυπουργό Εργασίας Δόμνα Μιχαηλίδου. Παρά τις ελπιδοφόρες και αποφασιστικές δηλώσεις του πρωθυπουργού, που σε πρόσφατη εκδήλωση δεσμεύτηκε πως η κυβέρνηση θα κάνει ό,τι είναι νομίμως και θεσμικώς δυνατόν για μέτρα ώστε οι ανάγκες των παιδιών που ζουν σε ιδρύματα με εκείνες των υποψήφιων ανάδοχων γονέων, να βρουν μια χρυσή τομή, η υφυπουργός μέχρι στιγμής δεν έχει ανταποκριθεί στο κάλεσμα της κοινωνίας για έναρξη εποικοδομητικού διαλόγου.

Ωστόσο, η τροποποίηση του Νόμου 4538/2018 και συγκεκριμένα του άρθρου 8 χρήζει άμεσης προτεραιοποίησης. Κανείς μας δεν κάνει συμβόλαιο με την υγεία. Οφείλουμε όμως, σαν κοινωνία που σέβεται όλα της τα μέλη, να κάνουμε ό,τι είναι δυνατόν για να εξασφαλίσουμε σε κάθε παιδί και ενήλικα το δικαίωμα στην αγάπη και την οικογένεια».