- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι Έλληνες έχουν προσδόκιμο ζωής 81,4 χρόνια σύμφωνα με έρευνα του ΟΟΣΑ. Ποιες είναι οι κύριες αιτίες θανάτου.
Το προσδόκιμο ζωής στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπερβαίνει τον μέσο όρο της ΕΕ, ωστόσο αυξάνεται με πιο αργό ρυθμό σε σύγκριση με πολλές άλλες χώρες της ΕΕ. Σε αυτό το συμπέρασμα καταλήγει η πανευρωπαϊκή έκθεση «Η κατάσταση της υγείας στην ΕΕ: Ελλάδα, Προφίλ Υγείας 2019», που εκπονήθηκε από τον ΟΟΣΑ και το Ευρωπαϊκό Παρατηρητήριο για τα Συστήματα και τις Πολιτικές Υγείας (European Observatory on Health Systems and Policies), σε συνεργασία με την Ευρωπαϊκή Επιτροπή.
Ειδικότερα και σύμφωνα με την έκθεση, το προσδόκιμο ζωής κατά τη γέννηση στην Ελλάδα έφτασε τα 81,4 έτη το 2017, υπερβαίνοντας κατά μισό έτος τον μέσο όρο της ΕΕ. Από το 2000, οπότε συγκαταλεγόταν μεταξύ των υψηλότερων στην ΕΕ, έχει αυξηθεί κατά 2,8 έτη, και με βραδύτερο ρυθμό απ’ αυτόν που παρατηρείται στην ΕΕ συνολικά. Το προσδόκιμο ζωής έχει αυξηθεί με ελαφρώς ταχύτερους ρυθμούς για τους άνδρες, ενώ παρέμεινε στάσιμο για τις γυναίκες κατά τα τελευταία έτη, με αποτέλεσμα να παρατηρείται διαφορά περίπου πέντε ετών μεταξύ των φύλων, παρεμφερής με τον μέσο όρο της ΕΕ.
Διαβάστε άλλα σημαντικά ευρήματα της έρευνας:
Οι κοινωνικές ανισότητες όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής είναι μεγαλύτερες στους άνδρες από ό,τι στις γυναίκες
Πέρα από τη διαφορά μεταξύ των φύλων, παρατηρούνται επίσης ανισότητες όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής και λόγω της κοινωνικοοικονομικής κατάστασης. Το 2016 η διαφορά όσον αφορά το προσδόκιμο ζωής στην ηλικία των 30 ετών μεταξύ των ατόμων με το χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο και των ατόμων με τριτοβάθμια εκπαίδευση ήταν 6 έτη για τους άνδρες και 2,4 έτη για τις γυναίκες, αν και το μέγεθος αυτό είναι μικρότερο από τους μέσους όρους στην ΕΕ (7,6 και 4,1 για τους άνδρες και τις γυναίκες, αντίστοιχα). Η διαφορά μπορεί να εξηγηθεί, τουλάχιστον εν μέρει, από τα διαφορετικά επίπεδα έκθεσης στους παράγοντες κινδύνου και τον διαφορετικό τρόπο ζωής (όπως υψηλότερα ποσοστά καπνίσματος στους άνδρες με χαμηλότερο μορφωτικό επίπεδο).
Τα εγκεφαλικά επεισόδια και η ισχαιμική καρδιοπάθεια αποτελούν μακράν τις κύριες αιτίες θανάτου
Παρά τη σημαντική μείωση των ποσοστών θνησιμότητας από εγκεφαλικό επεισόδιο και ισχαιμική καρδιοπάθεια από το 2000 και μετά, οι δύο αυτές παθήσεις εξακολουθούν να αποτελούν τις κύριες αιτίες θανάτου. Ο καρκίνος του πνεύμονα αποτελεί τη συχνότερη αιτία θανάτου από καρκίνο, με ποσοστά που παραμένουν αρκετά σταθερά με την πάροδο του χρόνου· ήταν στην έκτη υψηλότερη θέση στην ΕΕ το 2016. Η θνησιμότητα από καρκίνο του παγκρέατος και ορθοκολικό καρκίνο έχει επίσης αυξηθεί από το 2000 και μετά. Οι θάνατοι από διαβήτη και χρόνιες παθήσεις του αναπνευστικού συστήματος αποτελούν αυξανόμενο πρόβλημα τις τελευταίες δύο δεκαετίες. Ενώ τα επίπεδα παραμένουν κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ, αυτή η αύξηση μπορεί να αποτελεί ένδειξη αδυναμιών στην περίθαλψη όσον αφορά τις χρόνιες παθήσεις. Με εξαίρεση τους θανάτους από τροχαία ατυχήματα, οι οποίοι μειώθηκαν η οικονομική κρίση είχε αισθητό αντίκτυπο στην υγεία του ελληνικού πληθυσμού. Ειδικότερα, η ψυχική υγεία, εκπεφρασμένη σε ποσοστά αυτοκτονιών και επίπεδα σοβαρής κατάθλιψης, έχει επιδεινωθεί. Παρότι είναι τα χαμηλότερα μετά την Κύπρο και αρκετά κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ (10,3 ανά 100 000 κατοίκους το 2016), τα ποσοστά αυτοκτονιών έχουν αυξηθεί κατά 30 % — μέσος όρος 4,3 ανά 100 000 κατοίκους από το 2010 (έναντι 3,3 κατά την προηγούμενη δεκαετία). Σε σειρά μελετών διαπιστώθηκε αύξηση του επιπολασμού των συμπτωμάτων σοβαρής κατάθλιψης στον γενικό πληθυσμό, από 3,3 % το 2008 σε 12,3 % το 2013.
Η σταθερή μείωση της βρεφικής θνησιμότητας —δείκτη ευαίσθητου τόσο στην ποιότητα της υγειονομικής περίθαλψης όσο και στις κοινωνικοοικονομικές συνθήκες— έχει αντιστραφεί από το τριετές μέσο επίπεδο των 3,1 ανά 1 000 γεννήσεις ζώντων κατά την περίοδο 2007-2009 σε 3,9 κατά την περίοδο 2015-2017, υπερβαίνοντας τον μέσο όρο της ΕΕ (3,6). Το 2016 η βρεφική θνησιμότητα κορυφώθηκε στους 4,2 θανάτους ανά 1 000 γεννήσεις ζώντων, προτού μειωθεί στους 3,5 (λίγο κάτω από τον μέσο όρο της ΕΕ) το 2017.
Οι Έλληνες και οι Ελληνίδες καπνίζουν περισσότερο από τους πληθυσμούς των περισσότερων άλλων χωρών της ΕΕ
Παρότι το ποσοστό των Ελλήνων ενηλίκων που καπνίζουν καθημερινά έχει μειωθεί από το 2000, περισσότεροι από ένας στους τέσσερις (27 %) ανέφεραν ότι κάπνιζαν κάθε μέρα το 2014, που είναι το δεύτερο υψηλότερο ποσοστό μεταξύ των χωρών της ΕΕ μετά τη Βουλγαρία. Όπως και σε πολλές άλλες χώρες, οι Έλληνες είναι πολύ πιθανότερο να καπνίζουν σε σύγκριση με τις Ελληνίδες (34 % έναντι 21 %). Παρότι το κάπνισμα απαγορεύεται στους εσωτερικούς δημόσιους χώρους και η νομοθεσία απαιτεί από τα εστιατόρια να έχουν καθορισμένους χώρους καπνίσματος (ενότητα 5.1), η επιβολή των πολιτικών ελέγχου του καπνίσματος είναι εμφανώς πλημμελής. Θετικό στοιχείο είναι ότι, όσον αφορά τους εφήβους, κατά προσέγγιση μόνο ένας στους πέντε εφήβους 15–16 ετών στην Ελλάδα ανέφερε το 2015 ότι είχε καπνίσει τον προηγούμενο μήνα, ποσοστό που έχει μειωθεί την τελευταία δεκαετία και είναι χαμηλότερο σε σύγκριση με πολλές χώρες της ΕΕ.
Τα υψηλά επίπεδα υπερβολικού βάρους και παχυσαρκίας, ιδίως στα παιδιά, αποτελούν σοβαρό πρόβλημα δημόσιας υγείας
Σχεδόν ένας στους τέσσερις 15χρονους ήταν υπέρβαρος ή παχύσαρκος στην Ελλάδα κατά την περίοδο 2013–2014, ποσοστό υψηλότερο από όλες τις άλλες χώρες της ΕΕ με εξαίρεση τη Μάλτα, και σημαντικά αυξημένο σε σύγκριση με την περίοδο 2001–2002. Τα αγόρια είναι πιο πιθανό να είναι υπέρβαρα ή παχύσαρκα σε σύγκριση με τα κορίτσια. Περισσότεροι από ένας στους έξι ενηλίκους ήταν παχύσαρκοι στην Ελλάδα το 2014. Το ποσοστό παχυσαρκίας των ενηλίκων, που ανέρχεται στο 17 %, είναι υψηλότερο από πολλές άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, όπως η Ιταλία (11 %) και η Κύπρος (14 %)2.Αυτά τα υψηλά ποσοστά τόσο στα παιδιά όσο και στους ενηλίκους οφείλονται εν μέρει στην κακή διατροφή και στη χαμηλή σωματική δραστηριότητα. Μόνον οι μισοί από τους ενηλίκους αναφέρουν ότι τρώνε φρούτα και 60 % τρώνε λαχανικά σε καθημερινή βάση, ποσοστό χαμηλότερο από πολλές χώρες της ΕΕ. Επιπλέον, μόνο ένας στους εννέα 15χρονους ανέφερε ότι έκανε τουλάχιστον κάποια ήπια σωματική δραστηριότητα σε καθημερινή βάση κατά την περίοδο 2013–2014. Η αναλογία αυτή ήταν από τις χαμηλότερες μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Μια πιο θετική διαπίστωση είναι ότι περισσότερα από τα δύο τρίτα των ενηλίκων ανέφεραν ότι έκαναν τουλάχιστον κάποια ήπια σωματική δραστηριότητα κάθε εβδομάδα το 2014.