Ελλαδα

Έπεσαν 12.000 κεραυνοί έως τις 4 το απόγευμα

Εκ των οποίων οι 4.000 στη δυτική Ελλάδα

Newsroom
1’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Έπεσαν 12.000 κεραυνοί έως τις 4 το απόγευμα, εκ των οποίων οι 4.000 στη δυτική Ελλάδα και συγκεκριμένα, στο βόρειο Ιόνιο και την Ήπειρο.

Το μέτωπο που τις απογευματινές ώρες της Πέμπτη 7/11 βρίσκεται στο Ιόνιο, επηρεάζοντας με βροχές και καταιγίδες τα νησιά του Βορείου Ιονίου και την Ήπειρο, έχει δώσει έως τις 4 το απόγευμα 12.000 κεραυνούς, 4.000 εκ των οποίων εντός της ελληνικής επικράτειας, σύμφωνα με το meteo του Εθνικού Αστεροσκοπείου Αθηνών.

Στη δορυφορική εικόνα που ακολουθεί απεικονίζεται το μέτωπο και με κίτρινους σταυρούς οι περιοχές όπου σύμφωνα με το σύστημα ανίχνευσης κεραυνών «ΖΕΥΣ» εκδηλώνονται καταιγίδες στις 16:00 ώρα Ελλάδας.

Τι είναι το σύστημα «ΖΕΥΣ»

Τα δεδομένα τα οποία παρουσιάζονται προέρχονται από το δίκτυο ανίχνευσης αστραπών ΖΕΥΣ το οποίο λειτουργεί το Εθνικό Αστεροσκοπείο Αθηνών. Το δίκτυο περιλαμβάνει έξι δέκτες στην Ευρώπη (Μπέρμιγχαμ στην Αγγλία, Roskilde στη Δανία, Ιάσιο στη Ρουμανία, Αθήνα στην Ελλάδα, Λάρνακα στην Κύπρο και Mazagon στην Ισπανία).

Πώς λειτουργεί

Η μέθοδος καταγραφής βασίζεται στο γεγονός ότι κατά τη διάρκεια που μία ηλεκτρική εκκένωση έρχεται σε επαφή με το έδαφος εκπέμπεται ηλεκτρομαγνητική ακτινοβολία χαμηλής συχνότητας (στην περιοχή συχνοτήτων 5 - 15 KHz) η οποία και διαδίδεται σφαιρικά από την τοποθεσία του συμβάντος με την ταχύτητα του φωτός. Το σύστημα ZEYΣ εκμεταλλεύεται το γεγονός ότι η κυματομορφή ("sferic") της ακτινοβολίας σε κάθε ένα συμβάν είναι μοναδική και έτσι εάν διαθέτουμε τουλάχιστον μία κεραία μπορούμε να ξεχωρίσουμε τα σήματα από δύο διαφορετικά συμβάντα. Για να καταγραφεί όμως η ακριβής τοποθεσία μίας ηλεκτρικής εκκένωσης νέφους-εδάφους τελικά χρειάζονται τέσσερις σταθμοί. Όταν ένας κεραυνός χτυπήσει το έδαφος η κυματομορφή που εκπέμπεται καταγράφεται από όλους τους επίγειους σταθμούς του συστήματος σε διαφορετικούς χρόνους. Έτσι δύο διαφορετικοί σταθμοί καταγράφουν την κυματομορφή σε χρονική στιγμή η οποία εξαρτάται από την απόστασή τους από το σημείο του συμβάντος. Τότε το κέντρο ελέγχου του συστήματος θέτει έναν σταθμό ως «σταθμό αναφοράς» και του αποδίδει μηδενική διαφορά χρόνου άφιξης του σήματος ενώ παράλληλα υπολογίζει τις αντίστοιχες διαφορές του χρόνου άφιξης των υπολοίπων σταθμών με βάση το σταθμό αναφοράς. Στη συνέχεια υπολογίζει τον κοινό γεωμετρικό τόπο των σημείων για τα οποία η διαφορά άφιξης του σήματος μεταξύ του σταθμού αναφοράς και ενός άλλου σταθμού του δικτύου είναι ο ίδιος. Τα σημεία αυτά βρίσκονται πάνω σε μία υπερβολή. Η διαδικασία επαναλαμβάνεται για κάθε σταθμό και τελικά το σημείο που σημειώθηκε η ηλεκτρική εκκένωση ταυτίζεται με το σημείο τομής όλων των υπερβολών.