Ελλαδα

Γραφειοκρατίας εγκώμιον

«Το όνειρο να γίνουμε κύριοι της ζωής μας τελείωσε όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι έχουμε γίνει όλοι γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής» Έριχ Φρομ «Να έχεις ή να είσαι;»

Άρης Σφακιανάκης
ΤΕΥΧΟΣ 277
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

«Το όνειρο να γίνουμε κύριοι της ζωής μας τελείωσε όταν αρχίσαμε να συνειδητοποιούμε ότι έχουμε γίνει όλοι γρανάζια της γραφειοκρατικής μηχανής»

Έριχ Φρομ «Να έχεις ή να είσαι;»

Όλα ξεκίνησαν από τη βδελυρή μου επιθυμία ν’ αγοράσω σπίτι. Μετά από έναν ολόκληρο χρόνο κουραστικών αναζητήσεων –που ωστόσο με κράτησαν σε φόρμα (ν’ ανεβοκατεβαίνεις επί μήνες σε γιαπιά είναι μια άσκηση εξαιρετική, καθώς και οι εισπνοές τσιμέντου κι ασβεστοκονιάματος)– κατέληξα επιτέλους στην ιδανική κατοικία. Μπορεί να ήταν τριάντα ετών, με εσωτερικό μπάνιο και μπαλκόνια που χωρούσαν ίσα-ίσα μια γλάστρα με φίκο, όμως είχε εξαιρετική θέα στην τσιμεντούπολη και μια θέση στάθμευσης. Πόσα περισσότερα να περιμένει κανείς απ’ τη ζωή;

Είχε έρθει επιτέλους η ώρα των δικηγόρων και των συμβολαιογράφων. Η Μάρθα (η δικηγόρος) ανέλαβε τη βρόμικη δουλειά του Υποθηκοφυλακείου ενώ η Ματίνα (η συμβολαιογράφος) με ενημέρωσε για τα χαρτιά που θα χρειαζόταν να προσκομίσω ώστε να ξεκινήσει η διαδικασία των συμβολαίων. Όταν πληροφορήθηκα τον όγκο της χαρτούρας που θα αναγκαζόμουν να αναζητήσω, πέρασα μεμιάς όλα τα στάδια του πένθους: άρνηση, οργή, απώθηση, συνδιαλλαγή, αποδοχή (της μοίρας). Για μια στιγμή σκέφτηκα να τα στείλω όλα στο διάολο. Τι μ’ είχε πιάσει να θέλω ν’ αποκτήσω σπίτι; Τόσο βαθιά μικροαστός ήμουν; Τόσο μ’ είχε ποτίσει η έννοια της ιδιοκτησίας; Τι κακό είχε το νοίκι;

Ωστόσο η αγαπημένη μου με επανέφερε στην τάξη. «Πώς κάνεις έτσι», είπε, «δεν είναι παρά μερικά χαρτιά. Θα πας μια βόλτα μέχρι το Κέντρο Εξυπηρέτησης Πολιτών και θα στα βγάλουν αμέσως».  Η αγαπημένη μου είχε περάσει τα τελευταία τρία χρόνια στο Παρίσι κι είχε χάσει κάθε επαφή με την ελληνική πραγματικότητα. Ωστόσο, αποφάσισα ν’ ακολουθήσω τη συμβουλή της. Και μια ωραία πρωία, ξεκίνησα για το Κ.Ε.Π. της γειτονιάς μου.

Το Κ.Ε.Π. της γειτονιάς μου θυμίζει πολύβουο μελίσσι. Ή τις αίθουσες αναμονής της Εθνικής τράπεζας. Υπάρχει ένα μηχάνημα που σου κόβει χαρτάκι αναμονής και καρέκλες όπου περιμένει ο κοσμάκης προς εξυπηρέτησιν. Δεν παρεπιδημούν εκεί μονάχα οκνοί συνταξιούχοι αλλά και έγχρωμοι μετανάστες και νεαροί οικογενειάρχες του ταμείου ανεργίας. Ο χρόνος αναμονής βοηθά στην ανάπτυξη νέων γνωριμιών αλλά και σε παρτίδες σκάκι που κρατάνε ώρες. Κανείς δεν αδημονεί, κανείς δεν φωνασκεί σ’ αυτόν το σύγχρονο ναό εξυπηρέτησης των πολιτών. Πώς μπορείς –με τι θράσος– να διαμαρτυρηθείς σ’ ένα μέρος που έχει οργανωθεί για την εξυπηρέτησή σου;

Όταν, εντέλει, έφτασε η σειρά μου, κατευθύνθηκα στη θυρίδα που μου αναλογούσε. «Τι θα θέλατε;», ρώτησε ο ευπροσήγορος υπάλληλος. «Ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης», ομολόγησα σεμνά. «Πολύ καλά», είπε εκείνος με σιγουριά. «Θα το έχετε σε μια βδομάδα».«Με συγχωρείτε, αλλά το βιάζομαι», πρόβαλα ταπεινά την ένστασή μου. Φάνηκε να ενοχλείται. «Δυστυχώς, τόσο παίρνει η αλληλογραφία μεταξύ των υπηρεσιών», μ’ ενημέρωσε κοφτά.

Ένιωσα το αίμα ν’ ανεβαίνει στο κεφάλι μου. Ποια αλληλογραφία; Πήγα να πω: Δεν έχετε ακούσει για το διαδίκτυο; Όμως εκεί είχα πάει για να γίνει η δουλειά μου, όχι για να διαπληκτίζομαι. Άρχισα κάτι να τραυλίζω, όμως ο υπάλληλος, γνώστης βαθύς της φυσιογνωμικής, διέγνωσε ευθύς την ταραχή μου. «Αν το βιάζεστε», είπε, «γιατί δεν πηγαίνετε μέχρι το έβδομο δημοτικό διαμέρισμα λίγο πιο κάτω, στην Πανόρμου, να σας το δώσουν αμέσως;»

Τι ευγενική ψυχή! Αυτό σημαίνει εξυπηρέτηση πολιτών. Αφού τον ευχαρίστησα θερμά, κατευθύνθηκα σφυρίζοντας εύθυμα προς το έβδομο Διαμέρισμα. Όλα εξελίσσονταν κατ’ ευχήν. Το κράτος λειτουργούσε.

Στο έβδομο Διαμέρισμα το ασανσέρ ήταν χαλασμένο. «Λίγη γυμναστική δεν βλάπτει», σχολίασε βλέποντας τη δυσαρέσκειά μου ένας φιλοπαίγμων θυρωρός. «Εκτός αν θέλετε να περάσετε πάλι σε μια βδομάδα που θα έχει επιδιορθωθεί», πρόσθεσε, Να τη πάλι η μια βδομάδα. «Όχι, προτιμώ ν’ ανέβω τώρα», είπα αποφασιστικά. Μόνο μέχρι τον πέμπτο όροφο έπρεπε να σκαρφαλώσω.

Εκεί ψηλά, σ’ ένα μεγάλο χώρο με έξι γραφεία και οχτώ υπαλλήλους, η θέα ήταν εξαιρετική. Ένας εξυπηρετικότατος νέος γύρω στα 35 με ρώτησε τι θα ήθελα. «Ένα πιστοποιητικό οικογενειακής κατάστασης», άρθρωσα.

«Θα πρέπει πρώτα να συμπληρώσετε μια αίτηση στο χολ», με κατεύθυνε. Τη συμπλήρωσα. Του την έδωσα. Την επεξεργάστηκε. Στη συνέχεια στράφηκε στον υπολογιστή μπροστά του και πληκτρολόγησε κάποια στοιχεία. Σε μερικά δευτερόλεπτα, ένα φύλλο χαρτιού βγήκε απ’ τον εκτυπωτή. Μου το παρέδωσε. Εξαιρετικά τυπωμένο, σε τετραχρωμία, ήταν το πιστοποιητικό της οικογενειακής μου κατάστασης. Του έριξα μια ματιά να το θαυμάσω. Ξάφνου, το βλέμμα μου κάπου σκάλωσε. «Συγγνώμη», στράφηκα πάλι στον υπάλληλο που είχε αρχίσει να δυσφορεί με την παρουσία μου, «αλλά κάτι δεν πάει καλά. Εδώ λέει ότι είμαι παντρεμένος». «Και δεν είστε;».

Του έβαλα κάτω απ’ τη μύτη το διαζευκτήριό μου με τις σφραγίδες του Πρωτοδικείου Αθηνών (είχα φροντίσει να το έχω μαζί μου για παν ενδεχόμενο. Ήξερα ότι η εμπλοκή μου με το κράτος ενείχε ακριβώς τους κινδύνους του παντός ενδεχομένου). Ο υπάλληλος μελέτησε τα χαρτιά της λύσεως του γάμου μου. «Ωραία όλα αυτά», είπε, «όμως, απ’ ό,τι φαίνεται εδώ, δεν έχετε δηλώσει στο Ληξιαρχείο τη λήξη του γάμου σας. Πρέπει να πάτε στο Ληξιαρχείο».

Το βρήκα λογικό. «Και πού είναι το Ληξιαρχείο;», ρώτησα. «Μητροπόλεως 60, ακριβώς απέναντι απ’ τη Μητρόπολη».

«Πατρίς, θρησκεία, οικογένεια», μονολόγησα, πήρα τα χαρτιά απ’ τον εξυπηρετικό υπάλληλο και τράβηξα για το κέντρο της Αθήνας. Για καλή μου τύχη, το μετρό δεν απεργούσε τη συγκεκριμένη μέρα.

Γύρω στις δώδεκα το μεσημέρι, έφτασα στο Ληξιαρχείο. Ανέβηκα –σύμφωνα με τις οδηγίες– ως τον 5ο όροφο και περίμενα τη σειρά μου για να εξυπηρετηθώ. Υπήρχαν πέντε γυναίκες-υπάλληλοι πίσω απ’ τα γκισέ, απ’ τις οποίες μονάχα η μία εξυπηρετούσε το κοινό. Οι υπόλοιπες μασούσαν κουλουράκια, στίλβωναν τα νύχια τους και συζητούσαν εμβριθώς γύρω απ’ τα χθεσινοβραδινά σίριαλ. Κάποτε έφτασε η σειρά μου. «Λάθος περιμένετε εδώ», μου είπε μια σαραντάρα με περμανάντ. «Τα διαζύγια είναι στον 4ο».

Να βρίσω ή όχι; Όχι ακόμα.

Κατέβηκα στον 4ο. Όταν έφτασα μπροστά στον υπάλληλο, εκείνος έριξε μια ματιά στα χαρτιά και μου είπε αταλάντευτα: «Πρέπει πρώτα να πάτε στη Μητρόπολη. Ο γάμος σας είναι θρησκευτικός, άρα χρειάζεται πρώτα να υπάρξει λύση του μυστηρίου από την Αρχιεπισκοπή».

Αν είχα καθρέφτη, θα μούντζωνα τον εαυτό μου και με τα δυο χέρια. Τι διάβολο τον ήθελα το θρησκευτικό γάμο, άθεος άνθρωπος; Ιδού, η θεία δίκη! Ενέπαιξα τα θεία, τώρα ήταν η σειρά τους να γελάσουν σε βάρος μου. Ευτυχώς η μητρόπολη ήταν δίπλα. Δυστυχώς ήταν κλειστή. Μια πινακίδα ενημέρωνε το κοινό ότι για τα διαζύγια δέχονταν μέχρι τις 12.30. Με την απορία ποιος πληρώνει αυτούς  τους υπαλλήλους της αρχιεπισκοπής, επέστρεψα οίκαδε. Κι αύριο μέρα θεού ήταν.

Αποδείχτηκε ότι ήταν μέρα του διαβόλου. Πρωί-πρωί στεκόμουν με μερικούς αγουροξυπνημένους αξύριστους διαζευγμένους στο κηπάριο της αρχιεπισκοπής. Όταν άνοιξαν τα  γραφεία, ορμήσαμε μέσα. Περίμενα κανένα μισάωρο να έρθει η σειρά μου.  Ο υπάλληλος πήρε τα χαρτιά μου στα χέρια του. «Πού είναι το παράβολο;», είπε. Στα πρόθυρα εγκεφαλικού εγώ. «Ποιο παράβολο;», κατάφερα να ψελλίσσω. «Ένα παράβολο δεκαπέντε ευρώ από την εφορία».

«Έχει εδώ κοντά καμιά εφορία;», ρώτησα με κόπο. «Ναι, στο Σύνταγμα».

Άρπαξα τα χαρτιά μου. «Έρχομαι αμέσως», φώναξα. Έτρεξα στην εφορία. Στην είσοδο, μια μεγάλη πινακίδα ενημέρωνε τους ενδιαφερόμενους ότι τις Παρασκευές δεν πραγματοποιούνται συναλλαγές με το κοινό. Ήταν, εννοείται, Παρασκευή.

Βρίζοντας θεούς και δαίμονες γύρισα σπίτι μου κι άρχισα να σιδερώνω όποιο πουκάμισο έβρισκα μπροστά μου για να ξεθυμάνω. Είχα μπροστά μου ένα ολόκληρο Σαββατοκύριακο να ανατάξω τις σκέψεις μου.

Τη Δευτέρα ξύπνησα με διάθεση ζεν. «Δεν πρόκειται ν’ αφήσω κανέναν ακαμάτη να ταράξει την ηρεμία μου», υποσχέθηκα επικούρεια στον εαυτό μου. Με χαλυβδωμένα νεύρα πήγα στην εφορία, έβγαλα το παράβολο και στη συνέχει εμφανίστηκα μπροστά στον υπάλληλο της Αρχιεπισκοπής. Χαμογελώντας, του ενεχείρισα τα ντοκουμέντα. Εκείνος τα φυλλομέτρησε παγερά. Κάτι δεν του άρεσε, ήταν φανερό. Σήκωσε το βλέμμα του και με κοίταξε. «Ξέρετε, τι έτος διανύουμε;», ρώτησε.

Δεν εννόησα αμέσως το κρυμμένο νόημα της ερωτήσεως. «Διανύουμε το σωτήριον έτος 2009 από γεννήσεως του Ιησού», είπα για να ταιριάζει η απάντηση με το χώρο.

«Το διαζύγιό σας έχει βγει από τα δικαστήρια το 2000», ανέλαβε να μου εξηγήσει ο υπάλληλος. «Αργήσατε να έρθετε γύρω στα εννιά χρόνια».  Με κατέλαβε τρόμος. Μήπως υπονοούσε ότι το διαζύγιο μου δεν ίσχυε πλέον; Ότι εξακολουθούσα να είμαι παντρεμένος; Ότι όφειλα να επανακάμψω στη συζυγική εστία;

Ο υπάλληλος, σε μια κρίση φιλανθρωπίας, με έβγαλε γρήγορα απ’ την αγωνία μου. «Θέλω να πω», εξήγησε, «ότι η εντολή του εισαγγελέα προς την Αρχιεπισκοπή για τη λύση του πνευματικού γάμου οφείλει να ανανεωθεί».

«Μα, καλέ μου, άνθρωπε», είπα, «είναι δυνατόν να μπαγιατέψει μια εισαγγελική εντολή; Τι είναι αυτά που μου λέτε;».

Ο υπάλληλος πήρε ν’ αγριεύει. «Δεν θα κατηγορήσετε τώρα εμάς για την αβλεψία σας», είπε χολωμένα. «Πρέπει να πάτε ως την Ευελπίδων και να φέρετε μια νέα εντολή».

Είχε κολλήσει σα βδέλλα πάνω μου αυτός ο γάμος. Μάζεψα πάλι τα χαρτιά μου κι έβαλα πλώρη για τα δικαστήρια στην Ευελπίδων. Η ζεν διάθεσή μου είχε γίνει «δεν».

Τα δικαστήρια στην Ευελπίδων έχουν δύο πύλες (όπως η ζωή). Ανακατεύτηκα για λίγο με το πρόσχαρο πλήθος που συχνάζει στις αλέες του χώρου. Δικηγόροι με πολυκαιρισμένα κοστούμια και φθαρμένες τσάντες, αξύριστοι υπόδικοι, τσιγγάνοι που μετακινούνται κατά σμήνη, νεαρές δικηγορίνες που αφήνουν πίσω τους οσμές από ακριβά αρώματα, αστυνομικοί που ρουφάνε φραπέδες, δημοσιογράφοι του δικαστικού ρεπορτάζ.

 

Οι θυρωροί του κτιρίου 16 με στείλανε για την υπόθεσή μου στο Γραφείο 10. Εκεί περίμεναν υπομονετικά γύρω στα είκοσι άτομα. Έλαβα θέση στην ουρά. Πέρασα την ώρα μου κρυφακούγοντας δυο μεσόκοπους γονείς που είχαν έρθει ως εκεί για να ζητήσουν δικαστική συνδρομή ως προς το ναρκομανή υιό τους. «Υπάρχουν και χειρότερα, μην απελπίζεσαι» είπα μέσα μου.

Πράγματι, υπάρχουν. Η υπάλληλος, στην οποία εξέθεσα το πρόβλημά μου, είπε ότι πριν απ’ όλα όφειλα να κατέβω στο υπόγειο του κτιρίου, να λάβω ένα μεγαρόσημο και αφού συντάξω νέα αίτηση προς τον κύριο εισαγγελέα, να περάσω από το γραφείο 8, να συλλέξω την εισαγγελική εντολή και, τέλος, να περάσω ξανά από το δικό της γραφείο (εκτός σειράς, αυτή τη φορά) για να μου βάλει στο χαρτί τις απαιτούμενες σφραγίδες.

Πόσο γερά νεύρα μπορεί να έχει κανείς και πώς, διάβολε, εξακολουθεί να υπάρχει αυτή η χώρα ως κράτος, ήταν τα βασικά ερωτήματα που με ταλάνιζαν ενώ στεκόμουν στην ουρά για να πληρώσω το μεγαρόσημο στα έγκατα του κτιρίου. Ευτυχώς η υπόλοιπη διαδικασία κύλησε γρήγορα κι έτσι κατά τις εντεκάμισι είχα τελειώσει με τα δικαστήρια. Ίσα που προλάβαινα την Αρχιεπισκοπή.

Εκεί ο υπάλληλος πήρε στα χέρια του την καινούργια παραγγελία περί λύσεως του μυστηρίου, χάθηκε για λίγο στους διαδρόμους του ευαγούς αυτού ιδρύματος και επανέκαμψε κρατώντας ένα γαλάζιο χαρτί: Το Διαζευκτήριον.

Το πήρα κι άρχισα να τον ευχαριστώ θερμά. Ταυτοχρόνως με υποκλίσεις, οπισθοχωρούσα προς την πόρτα.

«Ε, πού πάτε;» μου φώναξε. «Κάτι ξεχάσατε». «Τι;» έκανα εγώ κεραυνοβολημένος. «Χρωστάτε έξι ευρώ» διευκρίνισε.

«Μα, πώς; Τώρα μόλις σας έδωσα ένα παράβολο των δεκαπέντε ευρώ». «Αυτό είναι για το Δημόσιο» εξήγησε. «Τα έξι ευρώ είναι για την Αρχιεπισκοπή».Του ακούμπησα έξι ευρώ για τα οποία δεν έλαβα ποτέ κάποια απόδειξη κι έφυγα σφαίρα για το Ληξιαρχείο.

Στον τέταρτο όροφο του Ληξιαρχείου, γύρω από ένα μεγάλο ορθογώνιο τραπέζι στη μέση της αίθουσας, κάποιοι συνταξιούχοι συμπλήρωναν αιτήσεις κι ύστερα τις έκαναν σαΐτες και τις πετούσαν ο ένας στον άλλο. Μια έγκυος ετοιμαζόταν να γεννήσει. Όταν έφτασα στο γκισέ, η υπάλληλος που κοίταξε τα χαρτιά μου αναστέναξε βαθιά. «Σας λείπει το παράβολο» είπε. «Μα, το έδωσα στην Αρχιεπισκοπή» δήλωσα εύθυμα, Είχα την αίσθηση ότι βρισκόμουν σε κάποιον ηλιόλουστο περίβολο του Δαφνίου. «Άλλο εκείνο» διευκρίνισε. «Εδώ χρειαζόμαστε ένα παράβολο των δεκατριών ευρώ».

«Και γιατί δεν μου το λέγατε απ’ την πρώτη κιόλας φορά που ήρθα εδώ;» φώναξα. «Είμαι κάποιου είδος λευκού κονίκλου να με χρησιμοποιείτε στα λαβυρινθώδη πειράματά σας;». Εκείνη ανασήκωσε αδιάφορα τους ώμους (μήπως δεν είχε εννοήσει τη λέξη κόνικλος;) και μ’ έστειλε να γκρεμοτσακιστώ στις σκάλες εις αναζήτησιν ενός ακόμη παραβόλου.

Κάποτε, αφού το έλαβα κι αυτό (πηγαίνοντας μέχρι τη γειτονική Εφορία, εννοείται), στάθηκα για άλλη μια φορά μπροστά στην υπάλληλο του Ληξιαρχείου. Εκείνη χάθηκε για λίγο πίσω από κάτι μεταλλικούς φωριαμούς που λύγιζαν κάτω απ’ το βάρος ογκωδών φακέλων κι αφού μουρμούρισε κάτι ξόρκια πάνω από ένα βραδύκαυστο υπολογιστή, επέστρεψε δίνοντάς μου ένα ακόμη έγγραφο.

«Τελειώσαμε;» ρώτησα γεμάτος προσδοκίες. «Ονειροπόλε άνθρωπε!» με επιτίμησε εκείνη. «Η βιασύνη δεν θα σου βγει σε καλό. Προς τι τόσο άγχος;».

Τι στην οργή; Είχα πέσει σε μετενσάρκωση του στωικού Σενέκα; «Τι μένει ακόμα, λοιπόν;» ρώτησα στεγνά.

«Μια βόλτα μέχρι την πλατεία Κοτζιά. Εκεί, στο Δημαρχείο, θα υποβάλεις τα χαρτιά σου για να περάσουν την αλλαγή στα Δημοτολόγια». «Νόμιζα ότι ζούμε στην εποχή της ηλεκτρονικής αλληλογραφίας», ψέλλισα μες απ’ τα δόντια μου, «μα ζούμε στο μεσαίωνα της γραφειοκρατίας». Εκείνη συνέχισε να λιμάρει τα νύχια της κι εγώ τράβηξα γοργά για το γραφείο του Δημαρχείου.

Στο Δημαρχείο –το εξαίρετο εκείνο οίκημα αρχιτεκτονικής Τσίλερ– τα μηχανήματα που έβγαζαν κουπόνια για τη σειρά προτεραιότητας είχαν χαλάσει. Οπότε ο κόσμος έπαιζε μπουνιές για τη σειρά του. Με σκισμένο πουκάμισο, αμυχές στο λαιμό και μώλωπες στα βρεγματικά, έφτασα κάποτε μπροστά στον απαθή υπάλληλο που δάγκωνε εύρυθμα ένα κλαμπ σάντουιτς.

Αμίλητος, του άπλωσα τα χαρτιά μου. Τα μελέτησε με σοβαρότητα συγκλητικού, τα χτύπησε αλύπητα με μια στρογγυλή σφραγίδα και μου είπε ανερυθρίαστα: «Η αλλαγή της οικογενειακής σας κατάστασης θα περαστεί στο δημοτολόγιο». Συμπλήρωσε ύστερα έναν αριθμό σ’ ένα μικρό κομμάτι χαρτί και το έτεινε προς το μέρος μου. «Περάστε πάλι σε είκοσι μέρες. Το πιστοποιητικό σας θα είναι έτοιμο».

«Σε είκοσι μέρες!» φρύαξα. «Μα, εγώ το θέλω σύντομα. Το χρειάζομαι για τον συμβολαιογράφο. Θα χάσω το σπίτι….». Είχα αρχίσει να τραυλίζω. Ήμουν στα πρόθυρα εγκεφαλικού.

Εκείνη ακριβώς τη στιγμή που ήμουν έτοιμος να τα στείλω όλα στο διάβολο, και τα συμβόλαια, και τα πιστοποιητικά και το σπίτι, ένας καλός άγγελος σηκώθηκε από ένα κοντινό γραφείο και απευθύνθηκε στον υπάλληλο με το σάντουιτς. Πήρε τα χαρτιά από το χέρι του, πήγε σε μια άλλη υπάλληλο, διαβουλεύτηκαν, ύστερα γύρισε κοντά μας και μου είπε: «Θα προσπαθήσω να τα περάσω με τη διαδικασία του κατεπείγοντος. Ελάτε πάλι σε μια ώρα».

Αν δεν ήταν τα γκισέ, θα πηδούσα να τη φιλήσω. Ήταν μια ευπροσήγορη υπάλληλος, γύρω στα σαράντα, που δεν έβαφε τα νύχια της. Χάρη στην επέμβασή της, οι είκοσι μέρες είχαν γίνει μία ώρα.

Για να περάσει εκείνη η μία ώρα, πήγα μέχρι την Ομόνοια και μασούλησα μια λουκανικόπιτα ενώ γύρω μου οι αλλοδαποί έφτιαχναν ένα χαρμάνι όλο ζωντάνια. Αφού παρέκαμψα τις οχλήσεις μιας νεαρής πόρνης από την Τανζανία και απέπεμψα έναν πωλητή κλεμμένων ωρολογίων, κι αφού αντιστάθηκα στις ανήθικες προτάσεις ενός λιπόσαρκου εμπόρου πρέζας, επέστρεψα ανθηρός στο Δημαρχείο.

Πρόλαβα να γλιστρήσω μέσα πριν κλείσουν οι πόρτες για το κοινό. Στο γκισέ όπου είχα καταθέσει τα χαρτιά για την υπόθεσή μου με παρέπεμψαν –εννοείται– σε μια άλλη αίθουσα. Εκεί, απευθύνθηκα σεμνά σ’ έναν υπάλληλο για το πιστοποιητικό μου. «Θα πρέπει να έφτασε με τη διαδικασία του κατεπείγοντος» είπα.   

Εκείνος άρχισε να ψάχνει. Άρχισαν να με ζώνουν τα μαύρα φίδια. Κι αν η ευγενική εκείνη υπάλληλος δεν είχε καταφέρει να περάσει τη Σκύλα και τη Χάρυβδη της γραφειοκρατίας; Αν το χαρτί μου είχε σφηνώσει ανάμεσα στις Συμπληγάδες πέτρες; Αν... «Ιδού το πιστοποιητικό σας!» αναφώνησε ο υπάλληλος και μου παρέδωσε φρεσκοτυπωμένο το Ιερό Γκράαλ. Το έφερα μπροστά στα μάτια μου και το θαύμασα ανυπόκριτα. Τώρα πια ήμουν διαζευγμένος και με τη βούλα. Γονάτισα στα μάρμαρα του Δημαρχείου και ορκίστηκα να μην παντρευτώ ποτέ ξανά ή, έστω, αν δεν φαινόμουν άνδρας σοφός κι έκανα δεύτερη φορά το ίδιο λάθος, τουλάχιστον να φρόντιζα να μη χωρίσω. Ποτέ πια!

Στην Αθήνα του 2009

Αφιερωμένο εξαιρετικά στον καινούργιο πρωθυπουργό που σαν άλλος άγιος Γεώργιος δήλωσε αποφασισμένος ν’ αναμετρηθεί με τον δράκο της γραφειοκρατίας.