- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Οι μαρτυρίες των ανθρώπων που σώθηκαν από τη φονική πυρκαγιά που κατέκαψε Μάτι, Νέο Βουτζά και Ραφήνα είναι πολλές και συγκλονιστικές.
Μία από αυτές είναι αυτή της Χριστίνας, που πια δεν έχει σπίτι, δεν έχει αυτοκίνητο, αλλά έχει ζωντανές τη μάνα και την κόρη της και πάνω από όλα ζει. «Δεν έχω πια σπίτι, δεν έχω αυτοκίνητο, έχω μόνο τα ρούχα μου και το κινητό που κρατούσα με το στόμα στο νερό για να επικοινωνήσω. Άλλα δε με νοιάζει. Έχω την κόρη μου και τη μάνα μου. Ζω» είπε μεταξύ άλλων η τυχερή μες στην ατυχία της κάτοικος του Ματιού, που για να φτάσει στην παραλία έκανε στην άκρη τα καρβουνιασμένα πτώματα.
Η Χριστίνα είπε στη φίλη της Μ.Ν.:
«Είχε καπνό πολύ και δεν μπορούσες να καταλάβεις πως η φωτιά ήταν τόσο κοντά, ο καπνός έμπαινε στο σπίτι και φύγαμε, όχι γιατί πιστεύαμε θα μας φτάσει η φωτιά, αλλά γιατί έβηχε το μωρό. Είπαμε, θα πάμε προς την παραλία.
»Μέσα σε δέκα λεπτά, ώσπου να τη ντύσω και να βάλω δυο φρούτα στην τσάντα της, κόπηκε το ρεύμα. Βγήκαμε στο δρόμο, στα σπίτια οι γείτονες έριχναν νερά με τα λάστιχα, άλλοι έτρεχαν, η Ντίνα από απέναντι έψαχνε το γιο της.
» Έμπαιναν στα αυτοκίνητα και έβγαιναν πάλι γιατί οι δρόμοι ήταν κλειστοί και κατεβαίναμε όλοι προς την παραλία. Πενήντα μέτρα παρακάτω μάς έφτασε η φωτιά. Ουρλιαχτά, κουκουνάρια με φλόγες, να φωνάζει κόσμος το όνομα του παιδιού της Ντίνας.
»Πηγαίναμε όπου πήγαιναν οι άλλοι, η μικρή έκλαιγε, την κρατούσα αγκαλιά και της έλεγα “θα σωθούμε, θα σωθούμε”. Μπροστά μας καμένα, δίπλα φλόγες, η μάνα μου προχωρούσε μπροστά μου, σαν να ’θελε να μου ανοίξει το δρόμο.
»Είδε κάτι σαν κορμό, ήταν άνθρωπος. Καμένος άνθρωπος. Ένα κάρβουνο σε ανθρώπινο σχήμα, τον κάναμε στο πλάι για να μη περάσουμε από πάνω του.
»Φτάσαμε στην παραλία, νομίζαμε θα μείνουμε εκεί, καιγόταν η άμμος, χωρίς υπερβολή. Από μια ταβέρνα που δεν είχε ακόμη καεί, μπήκαμε στη θάλασσα. Περπατώντας στα νερά περάσαμε μέχρι το ξενοδοχείο που ήρθαν και μας πήραν οι βάρκες. Δεν ξέρω πόσοι... Πεντακόσιοι; Μπορεί παραπάνω.
»Δεν άκουγα άλλο τις φωνές. Έλεγα μόνο στη μικρή “θα σωθούμε, θα σωθούμε”. Μας συνέλεξαν οι βάρκες. “Πρώτα τραυματίες και παιδιά” είπαν. Φτάσαμε βουβοί στη Ραφήνα, δεν άλλαξα κουβέντα με άνθρωπο, δε μιλούσαν οι άνθρωποι.
»Μόλις βγήκαμε μου πήραν το παιδί, το τύλιξαν με κουβέρτα και μας είπαν θα πάμε στο νοσοκομείο, προληπτικά. Άγνωστοι μου έδειχναν φωτογραφίες στα κινητά, αν είχα δει κάποιον. Νόμιζα πως τους έχω δει όλους ή κανέναν. Δεν απαντούσα, τι να έλεγα;
»Δεν έχω πια σπίτι, δεν έχω αυτοκίνητο, έχω μόνο τα ρούχα μου και το κινητό που κρατούσα με το στόμα στο νερό για να επικοινωνήσω. Αλλά δε με νοιάζει. Έχω την κόρη μου και τη μάνα μου.
»Ζω. Δε μπόρεσαν όλοι. Δεν αντέχεται. Δεν περνάει. Δεν ξεχνιέται».