Ελλαδα

Περίπτερο: Το δημοφιλές σημείο συνάντησης στην Αθήνα του 20ού αιώνα

«Τα περίπτερα μοιάζουν με μικρά παιχνίδια που τα ξέχασαν παιδιά που έφυγαν βιαστικά»

Μαρία Αγγέλου
3’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Πώς αυτό το ξύλινο κουτάκι, που χώραγε μέσα του έναν ολόκληρο κόσμο αγαθών, εισέβαλε στην οικονομική, ιστορική και κοινωνική πραγματικότητα της χώρας. Πώς μια ευρεσιτεχνία αποτέλεσε προέκταση της ελληνικής καθημερινότητας  και απάντηση στο ζητούμενο της επιβίωσης. 

Ξεπροβάλουν ξαφνικά πάνω στα πεζοδρόμια εκεί στο μεταίχμιο, στη δύση του 19ου αιώνα και την αυγή του 20ού. Είναι κάτι μικρές ξύλινες κατασκευές, σαν τα σπιτάκια των παραμυθιών, στην πρωτεύουσα του νεοσύστατου ελληνικού κράτους και κατόπιν στην Αθήνα.  «Τα περίπτερα μοιάζουν με μικρά παιχνίδια που τα ξέχασαν παιδιά που έφυγαν βιαστικά», γράφει αργότερα ο συγγραφέας Γιάννης Μαρής.

Δύσκολα διακρίνει κανείς το υλικό κατασκευής τους, καθώς τα κουτάκια αυτά περιβάλλονται από χαρτί, από περιοδικά και εφημερίδες κρεμασμένα στις προθήκες τους. Σε πολλές περιπτώσεις και σε γεγονότα ιστορικής σημασίας, οι εφημερίδες τυπώνονταν τρεις και τέσσερις φορές την ημέρα για να ενημερώσουν τους πολίτες, κάνοντας το περίπτερο το δημοφιλέστερο meeting point της εποχής.

Ο γνωστός χρονογράφος και ποιητής των αρχών του 20ού αιώνα Σωτήρης Σκίπης σε άρθρο του στην εφημερίδα ΣΚΡΙΠΤ στις 20 Οκτωβρίου 1919 γράφει: «Δεν φαντάζεται κανείς πόσα καλά θα προκύψουν αμέσως-αμέσως, εκ της ανεγέρσεως των περιπτέρων. Τα περίπτερα θα είναι ένας στολισμός της πόλεως, Θα εξαπλωθή δια του μέσου τούτου το ελληνικόν έντυπον, είτε εφημερίς, είτε περιοδικόν, είτε φυλλάδιον, είτε βιβλίο. Και θα γίνουν αίτια όπως οι μεγάλαι επαρχιακαί μας πόλεις θα κουνηθούν λιγάκι και θα μιμηθούν λιγάκι των πρωτεύουσαν».

Έτσι για την ιστορία

Στην αρχή λοιπόν, ήταν μικρά καπνοπωλεία, ενώ σιγά-σιγά τα προϊόντα που πωλούσαν πλήθαιναν έως ότου έφτασε στις προθήκες τους το πρώτο φιλολογικό περιοδικό, το «Ίρις» το οποίο πωλούνταν προς 25 λεπτά.

Το πρώτο περίπτερο που στήθηκε στην οδό Πανεπιστημίου το φθινόπωρο του 1911 είναι κι ένα από τα πιο ξακουστά περίπτερα της χώρας, ακόμη και για το τέλος του, μια και ήταν αυτό που «κατάπιε» ο μετροπόντικας τον Οκτώβριο του 1997.

Το 1934 Ο Γιάννης Γεωργακάς ίδρυσε ένα άλλο ιστορικό περίπτερο με το όνομα Μινιόν. Αρχικά στην οδό Σταδίου και μετά στην Αιόλου 104. Για πρώτη φορά κλείνει τις δύο πλαϊνές πτέρυγες του περιπτέρου και τις μετατρέπει σε βιτρίνες όπου εκθέτει διάφορα είδη: στυλό, γυαλιά, είδη ξυρίσματος, σουγιάδες, ψαλίδια κ.λπ. Το εγχείρημά του έμελλε να γίνει ο προπομπός του πολυκαταστήματος «Μινιόν».

Αυτή την εμπορική δραστηριότητα, με τις χαμηλές προοπτικές και δυνατότητες, στήριξε για πολλά χρόνια και ο καπνός, ειδικά τα χύμα τσιγάρα.  Ο καθένας που ήθελε να καπνίσει πήγαινε στο περίπτερο, άφηνε μερικές δραχμούλες και αγόραζε όσα τσιγάρα του επέτρεπε το πορτοφόλι του.

Εκεί στο ξύλινο σπιτάκι βρήκαν ράφι τα είδη πρώτης ανάγκης, αλλά και οι πρώτες τσίχλες με άρωμα δυόσμου, τα ζαχαρωτά, οι σοκολάτες γάλακτος (είδος πολυτελείας) τα πρώτα αναψυκτικά.  Όταν έφτασαν και τα ψυγεία πάγου, στα περίπτερα του Πειραιά πρώτα, κάποια άρχιζαν να μεγαλώνουν και να θυμίζουν πια μαγαζιά.

Τα κορίτσια πηγαινοέρχονταν πολλές φορές την ημέρα στο περίπτερο για φουρκέτες, περιοδικά και τσίχλες, αλλά όπως μας διδάσκουν οι ελληνικές ταινίες, επρόκειτο για καθαρά προσχηματικές αγορές. Ήταν η αφορμή για ένα σύντομο ερωτικό αγκάλιασμα και από το 1950 για το πολυπόθητο τηλεφώνημα.

Στην ταινία «Μερικοί το προτιμούν κρύο» η Ζωή Λάσκαρη και η Χλόη Λιάσκου τρέχουν στο περίπτερο με τη δικαιολογία του περιοδικού, για να μιλήσουν με τους αγαπημένους τους Κώστα Βουτσά και Βαγγέλη Βουλγαρίδη.

Γενικά το τηλέφωνο ήταν το ατού του περιπτέρου και ο περιπτεράς ο άρχων των τηλεπικοινωνιών. Ως άρχων λοιπόν μεροληπτεί υπέρ της εκλεκτής πελατείας. Ο Θανάσης Βέγγος δείχνει το πρώτο ασύρματο τηλέφωνο. Ως περιπτεριούχος διαθέτει καλώδιο ικανό να καλύψει όλη τη γειτονιά, προκειμένου να φτάνει το τηλέφωνο στο παράθυρο της γειτόνισσας και πελάτισσάς του.

Γιατί περίπτερο

Οι λόγοι για την καθιέρωση και τη διάδοση των περιπτέρων ήταν τρείς: Καταρχήν η ανάγκη αποκατάστασης των αναπήρων και των τραυματιών των πολέμων. Από το 1889 ξεκίνησε η χορήγηση αδειών σε τραυματίες πολέμου και ο αριθμός των περιπτέρων μεγάλωσε κατά πολύ. Ορόσημο για την εξάπλωσή τους αποτέλεσαν ο ατυχής ελληνοτουρκικός πόλεμος του 1897 και οι Βαλκανικοί πόλεμοι.

Ο δεύτερος λόγος ήταν για να μπορέσει το κράτος να ελέγξει το καπνικό εμπόριο και να το εντάξει σε ένα δίκτυο, ώστε να εξασφαλίσει έσοδα από τη φορολογία. Μέχρι τότε τσιγάρα χύμα και καπνό πουλούσαν πλανόδιοι μικροπωλητές και ελάχιστα καπνοπωλεία, με αποτέλεσμα να χάνονται έσοδα για το κράτος. Το κράτος έδωσε στα περίπτερα το αποκλειστικό δικαίωμα πώλησης καπνοβιομηχανικών προϊόντων και δημιούργησε με ελάχιστο κόστος ένα φοροεισπρακτικό μηχανισμό.

Ο τρίτος λόγος ήταν η εξυπηρέτηση των τοπικών αναγκών. Σε μια εποχή που το εμπόριο δεν είχε αναπτυχθεί, πολυκαταστήματα δεν υπήρχαν και τα σημεία πώλησης ήταν λίγα, οι καταναλωτές μπορούσαν να βρουν στο περίπτερο της γειτονιάς τους είδη πρώτης και δεύτερης ανάγκης.

Το παρόν και το μέλλον

Το 2014 ο Δήμος Αθηναίων εφάρμοσε πρόγραμμα κατεδάφισης των εγκαταλελειμμένων περιπτέρων που είχε ξεκαθαριστεί το ιδιοκτησιακό τους καθεστώς, τα οποία υπολογίζονταν σε περίπου 300, ενώ το Δημοτικό Συμβούλιο της Αθήνας έδωσε το πράσινο φως στη Δημοτική Αρχή, ώστε να προχωρήσει στο επόμενο βήμα. Στη ρύθμιση του τοπίου των περιπτέρων στην Αθήνα, καταργώντας οριστικά 323 θέσεις, με κριτήριο τους κανόνες βιώσιμης κινητικότητας, το εύρος των πεζοδρομίων, την ασφάλεια που απορρέει από τον Κώδικα Οδικής Κυκλοφορίας και την εμπορικότητα των δρόμων. Ο τότε δήμαρχος Αθηναίων κ. Γιώργος Καμίνης είχε δηλώσει ότι «η οριστική κατάργηση του ενός τρίτου των θέσεων εγκαταλελειμμένων περιπτέρων στην Αθήνα απελευθερώνει χώρο για τους πεζούς και βοηθά σημαντικά στη λειτουργική και αισθητική αναβάθμιση του αστικού τοπίου της Αθήνας».

Τελειώνει λοιπόν το περίπτερο; Μάλλον εκσυγχρονίζεται. «Τα κουτάκια» θα βρίσκουν πάντα ένα τρόπο να είναι στο προσκήνιο του δημόσιου χώρου της ελληνικής πόλης, μιας και αποτελούν ένα από τα σύμβολά της.  

Φωτορεαλιστική απεικόνιση του περιπτέρου των Δανάη Γεωργουλή και Φιλίας Γλύκα