Ελλαδα

H ερώτηση της εβδομάδας από την A.V. και την Prorata: Θρησκειολογία ή Κατήχηση;

Τι απαντούν οι πολίτες για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών

Γιάννης Κωνσταντινίδης
2’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Η επικαιρότητα τρέχει. Ακούτε για αυτήν. Τώρα έχετε τη δυνατότητα να μιλήσετε για αυτήν. Κάθε εβδομάδα και για ένα διαφορετικό θέμα. Η Prorata θέτει κάθε Παρασκευή μία και μόνο ερώτηση για ένα θέμα επικαιρότητας στους εγγεγραμμένους στη λίστα ηλεκτρονικών διευθύνσεών της και παρουσιάζει κάθε Δευτέρα τις απαντήσεις τους στην Athens Voice. Αν επιθυμείτε και εσείς να εγγραφείτε στη λίστα της Prorata, πατήστε εδώ.

Θρησκειολογία ή Κατήχηση;

Σημαίες στα μπαλκόνια. Τσολιαδάκια στις σχολικές αυλές. Ανταλλαγή ευχών για καλό υπόλοιπο της Σαρακοστής ή για μια νέα αναγέννηση της χώρας. Χιλιάδες αναρτήσεις στο Facebook με τα τσαρούχια της Google. Η Ελλάδα του Σαββατοκύριακου που μόλις πέρασε. Η «Ημέρα της Ανεξαρτησίας» δίνει πάντα την ευκαιρία εκδήλωσης του βαθμού της εθνικής υπερηφάνειας του καθενός και κοντά σε αυτήν –πολύ χαρακτηριστικά την ημέρα της διπλής εορτής της 25ης Μαρτίου– της θρησκευτικής πίστης του καθενός.

Ο κοινός εορτασμός της επετείου έναρξης της Ελληνικής Επανάστασης του 1821 με την έναρξη του κύκλου ενανθρώπησης του θείου πνεύματος φανερώνει με τρόπο ανάγλυφο τον δυνατό εναγκαλισμό κοσμικού και θρησκευτικού στοιχείου στην ελληνική περίπτωση. Όμως ποια είναι τα όρια αποδοχής αυτής της σύμπλευσης των δύο στοιχείων από τον μέσο Έλληνα; Ποια θέση αποδίδουμε στο Ορθόδοξο Χριστιανικό Δόγμα εντός της διαδικασίας ένταξης των επόμενων γενεών στην κοινωνία μας;

Με αφορμή την απόρριψη, την περασμένη εβδομάδα, από το Συμβούλιο της Επικρατείας της απόφασης του πρώην Υπουργού Παιδείας Νίκου Φίλη για τον τρόπο διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών στο Δημοτικό και στο Γυμνάσιο, η Prorata επιχείρησε να ανιχνεύσει τις τοποθετήσεις της κοινής γνώμης στο ερώτημα αν οι μαθητές του Ορθόδοξου Χριστιανικού Δόγματος θα πρέπει να διδάσκονται αποκλειστικά τα δόγματα, τις ηθικές αξίες και τις παραδόσεις της Ανατολικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, χρησιμοποιώντας αυτολεξεί τη σχετική διατύπωση της Ολομέλειας του Συμβουλίου της Επικρατείας.

Τα ευρήματα της έρευνας αποδεικνύουν ότι μόνο το 25% συμφωνεί με την ουσία της αιτιολόγησης που επικαλέστηκε το Δικαστήριο, ενώ το 65% διαφωνεί. Η κατανομή των απαντήσεων είναι σχεδόν η ίδια σε όλες τις ηλικιακές κατηγορίες του δείγματος, ενώ αξιοσημείωτη είναι η υπεροχή της διαφωνίας ακόμα και μεταξύ των ερωτηθέντων που αυτό-προσδιορίστηκαν ως «δεξιοί» στη σχετική κλίμακα.

Ο μέσος Έλληνας αντιτίθεται στην εξίσωση της διδασκαλίας του μαθήματος των Θρησκευτικών με τη λειτουργία της κατήχησης και μοιάζει να προτιμά μια περισσότερο ακαδημαϊκή μελέτη της κοινωνιολογίας των θρησκειών και πιθανώς των οντολογικών αναγκών που αυτές καλύπτουν.

Θα πρέπει να σημειωθεί ότι το ερώτημα που τέθηκε απέφυγε οποιαδήποτε αναφορά στην ίδια την απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας ή στην ίδια την υπουργική απόφαση, καθώς κάτι τέτοιο θα δημιουργούσε συνειρμούς σχετιζόμενους είτε με την ανεξαρτησία της δικαστικής εξουσίας, είτε με το γενικότερο κυβερνητικό έργο και τελικά θα προκαλούσε θόρυβο στις απαντήσεις του δείγματος, αναπαράγοντας σε ένα ακόμα πεδίο την έντονη δυσφορία της πλειοψηφίας με την οποιαδήποτε κυβερνητική απόφαση ανεξαρτήτως της ουσίας της.

Στη μορφή που διατυπώθηκε, το ερώτημα τελικά κατέγραψε μια διευρυμένη αριθμητικά βάση αποδοχής της διάκρισης του θρησκευτικού από το κοσμικό στοιχείο, η οποία και δείχνει να αντιστοιχίζεται με την αριθμητική υπεροχή εκείνων που υποστηρίζουν ότι «τα άτομα πρέπει να είναι ελεύθερα να επιλέξουν τις δικές τους αξίες και τον τρόπο ζωής» έναντι εκείνων που υποστηρίζουν ότι «τα άτομα πρέπει να υποτάσσονται στις κυρίαρχες αξίες και τον τρόπο ζωής της κοινωνίας».

Τελικά, οι ατομικές «συμπεριφορές της 25ης Μαρτίου» δεν είναι ενδείξεις του απαραβίαστου της σχέσης της εθνικής και της θρησκευτικής ταυτότητας με την πολιτειακή, αλλά ίσως απλώς μαρτυρούν τον υψηλό βαθμό αφομοίωσης των παραδόσεων και των εθίμων των τριών γενεών που συνυπάρχουν στη σημερινή Ελλάδα.