- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Ο Γιάννης Οικονόμου μιλάει 32 γλώσσες αλλά δεν υπήρξε ο σπασίκλας που φαντάζεστε
Μία ενδιαφέρουσα συζήτηση με τον πολυταξιδεμένο μεταφραστή της Ευρωπαϊκής Επιτροπής που, όπως λέει, προσπαθεί πάντα να κάνει τη ζωή του λογοτεχνία
Γνωρίζει ήδη 32 γλώσσες ενώ το, προγραμματισμένο για το φετινό Πάσχα, ταξίδι του στο Χονγκ Κονγκ αποτελεί για τον ίδιο μία ακόμη ευκαιρία για να εντρυφήσει σε μία καινούρια, αυτή τη φορά τα καντονέζικα.
Ο λόγος για τον Γιάννη Οικονόμου που κατάγεται από την Κρήτη, πέρασε τα παιδικά του χρόνια στο κέντρο της Αθήνας, έχει ταξιδέψει σε πάρα πολλές χώρες του κόσμου -τόσες που πλέον είναι πιο εύκολο να σου απαριθμήσει αυτές στις οποίες δεν έχει βρεθεί- ενώ σήμερα ζει στις Βρυξέλλες, όπου και εργάζεται ως μεταφραστής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Όπως εύλογα μπορεί να υποθέσει κανείς, ο Γιάννης είναι ένας πολυάσχολος και -κάθε άλλο παρά- συνηθισμένος άνθρωπος, γεγονός που κάνει μία συζήτηση μαζί του άκρως ενδιαφέρουσα. Αφότου προβώ στις απαραίτητες συστάσεις κατά την έναρξη της συνομιλίας μας και ο ίδιος μου ξεκαθαρίσει ότι θέλει να μιλάμε στον ενικό, τον ρωτώ πρώτα απ’ όλα για το κίνητρο που αποτέλεσε το εναρκτήριο λάκτισμα για την ιδιαίτερη έφεσή του στη γλωσσομάθεια.
«Το βασικό κίνητρο ήταν η μεγάλη περιέργεια, που είχα από μικρός μέχρι και σήμερα, για τους διαφορετικούς ανθρώπους. Μετά, όντας στο σχολείο ένιωθα να πνίγομαι, όλοι μου οι φίλοι λίγο πολύ άκουγαν την ίδια μουσική, είχαν ίδια κουλτούρα, έτρωγαν περίπου τα ίδια φαγητά και φορούσαν παρόμοια ρούχα. Είχα λοιπόν τη μεγάλη ανάγκη να εφεύρω και να οικοδομήσω τη δική μου ταυτότητα, να μην είμαι προϊόν των Εξαρχείων ή της Αθήνας. Είτε δεξιοί είτε αριστεροί, όταν μένουμε στο ίδιο μέρος έχουμε εν πολλοίς όλοι τον ίδιο τρόπο σκέψης. Ήθελα να διαφύγω», τονίζει. Στο Γυμνάσιο ήταν που συνειδητοποίησε ότι μέρος της προαναφερθείσας παραδεδομένης ταυτότητας είναι να μισεί κανείς τους Τούρκους. «Εγώ δεν ήθελα να έχω εχθρούς και κάπως έτσι αποφάσισα να μάθω τουρκικά, μιας και ήδη γνώριζα τότε κάποιες ευρωπαϊκές γλώσσες, όπως ιταλικά, γαλλικά, γερμανικά και αγγλικά» ξεκαθαρίζει. Όπως μου λέει, αργότερα στην Αγγλία, σε μία εκδήλωση στο Σόχο του Λονδίνου, άκουσε για πρώτη φορά στη ζωή του σανσκριτικά, μία γλώσσα που έμελλε να τον μαρκάρει. «Με γοήτευσε η κουλτούρα της Ινδίας. Βέβαια, μου άρεσε πολύ και η κουλτούρα του Ισλάμ. Ο ινδουισμός εμπλούτισε φοβερά τη ζωή μου σε μια φάση που ως έφηβος έψαχνα τη διαφυγή από το οικείο περιβάλλον. Έτσι άρχισα με μία αυτοδίδακτη μέθοδο να μαθαίνω σανσκριτικά, όπως και αραβικά. Το Ισλάμ αλλά και ο Ινδουισμός ήταν το Άλλο, ο διαφορετικός κόσμος. Ήθελα να το αγκαλιάσω και να το γνωρίσω» διευκρινίζει.
Στο Γυμνάσιο όμως ήρθε σε επαφή -μεταξύ άλλων- και με τη ρωσική κουλτούρα ενώ έβαλε ως προσωπικό στοίχημα να καταφέρει να διαβάσει Ντοστογιέφσκι και Τολστόι στο πρωτότυπο. «Βρήκα έτσι μία Ρωσίδα παντρεμένη με Έλληνα, άρχισα τα μαθήματα με μεγάλο ενθουσιασμό και θυμάμαι ακόμα ότι τελικά κατάφερα να διαβάσω την «Άννα Καρένινα» -814 σελίδες- στο πρωτότυπο. Αισθάνθηκα τρομερή χαρά και ικανοποίηση» μου λέει χαρακτηριστικά.
Αργότερα πέρασε στη Θεσσαλονίκη, στη Φιλοσοφική του ΑΠΘ. «Εκεί έκανα πάρα πολλές γλώσσες, όπως σερβικά, βουλγαρικά, ρωσικά αλλά και τα πρώτα μου κινέζικα, μία γλώσσα που με σημάδεψε. Μάλιστα, κάθε καλοκαίρι έπαιρνα σχετική υποτροφία από τις κυβερνήσεις της Ολλανδίας, της Νορβηγίας, της Γερμανίας κ.τ.λ. και παρακολουθούσα θερινά μαθήματα της αντίστοιχης γλώσσας» εξηγεί ο ίδιος.
Τελειώνοντας τη Φιλοσοφική του ΑΠΘ, βρέθηκε μπροστά σε δίλημμα. Είχε πάρει υποτροφία από την κυβέρνηση της Ινδίας για να κάνει σανσκριτικά στο μεγαλύτερο πανεπιστήμιο σανσκριτικών, στην πόλη Πούνε. Συγχρόνως όμως είχε γίνει δεκτός και στο Columbia στη Νέα Υόρκη για να κάνει γλωσσολογία. Τελικά επέλεξε την Αμερική ενώ τον επόμενο χρόνο μετέβη στο Harvard για να σπουδάσει ιστορικοσυγκριτική γλωσσολογία. Τότε έκανε και τα πρώτα του μεγάλα ταξίδια. «Πήγα στη Βραζιλία, στο Μεξικό και το Μαρόκο, άλλωστε είχα οικονομική άνεση χάρη σε σημαντικές υποτροφίες που είχα λάβει».
Παρά το γεγονός πως φέρει την ιδιότητα -μεταξύ άλλων- και του γλωσσολόγου, ο Γιάννης σπεύδει να σημειώσει: «Μία γλώσσα δεν είναι για μένα μόνο γραμματικοί κανόνες ή ανώμαλα ρήματα. Η γλώσσα είναι ένα όχημα ή μια γέφυρα -αν θέλεις- που με εισάγει σε άλλους τρόπους ζωής». Δεν είναι διόλου άσχετο άλλωστε το γεγονός ότι εκείνη τη στιγμή θέλησε να μου τονίσει χαρακτηριστικά:
«Σπούδασα πολύ αλλά παράλληλα γνώριζα και τον κόσμο. Δεν είμαι ο τύπος του απλού σπασίκλα που ζει μόνο για να διαβάζει ή να μελετά λεξικά. Ταξίδεψα πάρα πολύ, έχω κοιμηθεί στις φαβέλες της Βραζιλίας και έχω πάει σε μέρη στη Βενεζουέλα και την Κίνα που ελάχιστοι τουρίστες θα πήγαιναν. Γνώρισα πραγματικούς ανθρώπους και είμαι περήφανος γι’ αυτό∙ το ότι μπόρεσα να συνδυάσω τη σκληρή μελέτη με την πολύ έντονη ζωή. Προσπάθησα πάντα να κάνω τη ζωή μου λογοτεχνία».
«Δεν είμαι σκλάβος των γλωσσών… Χρησιμοποίησα τις γλώσσες για να εμπλουτίσω τη ζωή μου. Γνώρισα πολλούς που μαθαίνουν γλώσσες αλλά ζουν κλεισμένοι στη βιβλιοθήκη ή το γραφείο τους. Το σέβομαι, έχουν την απόλυτη εκτίμησή μου αλλά δεν είμαι αυτό εγώ», μου λέει.
Πώς καταφέρνει όμως να συνδυάσει εργασία και εκμάθηση γλωσσών; Ο ίδιος εξηγεί: «Τις περισσότερες γλώσσες τις μαθαίνω μόνος μου για πρακτικούς λόγους. Δηλαδή δεν έχω, μεταξύ άλλων, και το χρόνο τώρα που εργάζομαι, ώστε να κάνω διαφορετικά. Ξέρω να αξιοποιώ την τεχνολογία αλλά και την πείρα που έχω πλέον αποκτήσει για να τα καταφέρω. Βέβαια είμαι τυχερός που δουλεύω και στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή. Με έχει στείλει επανειλημμένα στη Ρουμανία, την Πολωνία, την Ουγγαρία, τη Σουηδία, την Κίνα ή και την Ταϊβάν προκειμένου να μάθω τις εκάστοτε γλώσσες».
Όσον αφορά τη βασική αρμοδιότητά του στην Επιτροπή, ο Γιάννης αναφέρει πως αυτή είναι ουσιαστικά η μετάφραση της ευρωπαϊκής νομοθεσίας. «Είναι κάτι βαρετό αλλά και εξαιρετικά χρήσιμο συγχρόνως. Επιτρέπουμε στον ψαρά από τη Σάμο μέχρι και τον κάθε δικηγόρο ή εκπαιδευτικό να διαβάζει τη νομοθεσία της Ένωσης στη δική του γλώσσα. Συνήθως εγώ μεταφράζω από τις επίσημες γλώσσες της Ε.Ε προς τη μητρική μου, δηλαδή τα ελληνικά». Ποιο θεωρεί άραγε το μεγαλύτερο πλεονέκτημα που του προσφέρει η συγκεκριμένη δουλειά; «Δεν πιστεύω σε σύνορα, πιστεύω στην ενωμένη Ευρώπη. Βλέπω ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση βοηθάει προς την κατεύθυνση μιας χειραφετημένης και ανοιχτής κοινωνίας. Αυτό δεν είναι κάτι θεωρητικό, το βλέπω καθημερινά μέσα από τα κείμενα που μεταφράζω. Όντας λοιπόν ένα μικρό γρανάζι σε αυτή τη μηχανή, βοηθάω με το να είμαι μία γέφυρα μεταξύ της ευρωπαϊκής νομοθεσίας και του Έλληνα ή της Ελληνίδας».
Μιας και κάνει λόγο για την Ε.Ε και μιλά με τόσο ενθουσιασμό για τη δράση της τελευταίας, δράττομαι της ευκαιρίας να τον ρωτήσω σχετικά με τις προκλήσεις που αυτή αντιμετωπίζει -κατά τη γνώμη του- την παρούσα περίοδο, δεδομένης άλλωστε και της πρωτοφανούς, αυξανόμενης δημοτικότητας που απολαμβάνει η ακροδεξιά σε πολλά κράτη-μέλη της. «Ο λαϊκισμός, η ξενοφοβία και η απόρριψη του άλλου είναι τα μεγαλύτερα προβλήματα. Νομίζω ότι η εκπαίδευση μπορεί να ανοίξει τα μάτια στον άνθρωπο και να του δείξει ότι δεν είμαστε μόνο εμείς το αιώνιο θύμα. Π.χ. οι Τούρκοι πιστεύουν ότι όλοι τους μισούν, αντίστοιχα οι Έλληνες πιστεύουν ακριβώς το ίδιο για την Ελλάδα. Όλες αυτές οι σχετικές θεωρίες συνωμοσίας έχουν φτωχύνει τρομερά το δημόσιο λόγο και την ανθρώπινη ζωή και αυτό είναι μία τραγωδία» μου λέει και προσθέτει:
«Παλαιότερα ήμασταν πιο ανοιχτοί στους ανθρώπους και σιγά-σιγά επικράτησε αυτή η λαίλαπα της ξενοφοβίας και της απόρριψης του άλλου. Έχουν φτωχύνει πολύ οι δυτικές δημοκρατίες, ονειρεύομαι να ξεπεράσουμε αυτή τη φοβικότητα και να ξαναχτίσουμε μία δημοκρατική, ευρωπαϊκή κοινωνία. Η μόνη ελπίδα της Ευρώπης για να σωθεί είναι η εκπαίδευση, μία εκπαίδευση που δε θα μεγαλώνει άτομα με παρωπίδες και μότο του τύπου πατρίς-θρησκεία-οικογένεια. Εγώ ενθαρρύνω κάθε άνθρωπο να μάθει μία ξένη γλώσσα, αυτό είναι ένα άριστο αντίδοτο κατά της μικροαστικής φοβικότητας και του μίσους που μας ασχημαίνει ως ανθρώπους».
Αλήθεια, μετά από την πολύχρονη σχετική τριβή είναι σε θέση να πει ποια θεωρεί την πιο δύσκολη γλώσσα; «Θα έλεγα ότι δεν υπάρχουν δύσκολες γλώσσες. Από τον Νόαμ Τσόμσκι και μετά γνωρίζουμε ότι όλες οι γλώσσες έχουν την ίδια δομή. Απλώς υπάρχουν κάποιες που είναι πολύ διαφορετικές από αυτές που ήδη τυχόν γνωρίζουμε. Οπότε από αυτήν την άποψη, θα έλεγα ότι είναι τα κινέζικα τα οποία τα μαθαίνω εδώ και πάνω από ¼ του αιώνα, γιατί είναι διαφορετική η σύλληψη της φωνητικής και αρκετά προβληματική η γραφή τους.
Κατά τ’ άλλα, αν κάποιος έχει μάθει αγγλικά για παράδειγμα, κατέχει ήδη το 60% του γαλλικού ή του ιταλικού λεξιλογίου» τονίζει. Σχετικά δε με το ποια είναι τα στοιχεία εκείνα που βοηθούν κάποιον στην εκμάθηση μίας γλώσσας, ο μεταφραστής της Κομισιόν σημειώνει: «Πρέπει να ερωτευτείς τη γλώσσα που θες να κάνεις, να νιώσεις τρομερό ενδιαφέρον και περιέργεια για τον πολιτισμό της χώρας. Το μεγάλο μυστικό είναι να τη βιώσεις, να μη τη δεις σαν ξερή γραμματική, όπως γινόταν όταν πηγαίναμε μικροί σε φροντιστήρια».
Ολοκληρώνοντας τη συζήτησή μας, όταν τον ρωτάω ποια συμβουλή θα έδινε σε έναν νέο άνθρωπο στην Ελλάδα που αισθάνεται περιορισμένος και ενίοτε ασφυκτιά, ο Γιάννης απαντά: «Να έχει ανοιχτό μυαλό και να ενδιαφέρεται για τους ανθρώπους όλου του πλανήτη. Υπάρχει τεράστια κρίση αλλά μπορεί ακόμα και σ’ αυτά τα πλαίσια, να παραμείνει άνθρωπος. Όπως λέει και η Κατερίνα Γώγου, σημασία έχει να παραμένουμε άνθρωποι. Έχουμε χιλιάδες λόγους να αποκτηνωθούμε –κρίση, κλιματική αλλαγή και όλα αυτά- αλλά πρέπει να διατηρήσουμε και να καλλιεργήσουμε την ανθρωπινότητά μας. Αυτό είναι που κάνει τη ζωή μας να αξίζει».