- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Έχει εκδοθεί απόφαση Πρωτοδικείου, με βάση την οποία «κανείς δανειολήπτης δεν οφείλει τίποτα»;
H αλήθεια πίσω από το δημοσίευμα που κυκλοφορεί στο διαδίκτυο
Έχει εκδοθεί απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση την οποία «κανείς δανειολήπτης των Τραπεζών δεν οφείλει τίποτα», επειδή οι Τράπεζες ευθύνονται για την οικονομική κρίση; Το διαβάσαμε εδώ type.gr
Το άρθρο είχε πρωτο-κυκλοφορήσει πέρσι pronews.gr
και είναι αυτό:
Σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφαση «σταθμός», 2343/2016 του Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί πλέον νομολογία του ελληνικού κράτους και που δίνει ράπισμα στις αυθαιρεσίες των τραπεζών, κανείς δανειολήπτης δεν χρωστάει τίποτα σε αυτές. Πιο συγκεκριμένα και με βάση των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. όταν η τράπεζα είναι η υπεύθυνη της οικονομικής αδυναμίας του δανειολήπτη, η «δανειακή σύμβαση» θεωρείται αδικοπραξία και διαγράφεται οριστικά….
*****
Ο δικηγόρος Κωστής Δεμερτζής, που ζητήσαμε τη γνώμη του, μας απάντησε σχετικά:
Έχει εκδοθεί απόφαση του Πρωτοδικείου Αθηνών, με βάση την οποία «κανείς δανειολήπτης των Τραπεζών δεν οφείλει τίποτα», επειδή οι Τράπεζες ευθύνονται για την οικονομική κρίση;
Κατάσταση: ΨΕΥΔΕΣ
Η ΑΛΗΘΕΙΑ: η απόφαση 2343/2016 του Πρωτοδικείου Αθηνών, στην οποία αναφέρονται τα σχετικά δημοσιεύματα, αν και τολμηρή και ενδιαφέρουσα, αφορά την συγκεκριμένη υπόθεση στην οποία εκδόθηκε, και δεν μπορεί να γενικευτεί, και ιδίως με τον τρόπο που διαδίδουν τα σχετικά δημοσιεύματα μιας μερίδας του Τύπου και του Ίντερνετ
Κωστής Δεμερτζής
Δικηγόρος Αθηνών
Email: cos_dem@yahoo.gr
Τέθηκε υπόψη μου το παρακάτω δημοσίευμα, και μου ζητήθηκε η γνώμη μου, από νομική άποψη, για τη βασιμότητά του: type.gr
Απόφαση «βόμβα» του Πρωτοδικείου Αθηνών: Κανείς δανειολήπτης δεν οφείλει τίποτα – Ποιες οι προϋποθέσεις
[1]
Σύμφωνα με την τελεσίδικη απόφαση «σταθμός», 2343/2016 του Πρωτοδικείου Αθηνών, που αποτελεί πλέον νομολογία του ελληνικού κράτους και που δίνει ράπισμα στις αυθαιρεσίες των τραπεζών, κανείς δανειολήπτης δεν χρωστάει τίποτα σε αυτές. Πιο συγκεκριμένα και με βάση των άρθρων 178 και 179 ΑΚ. όταν η τράπεζα είναι η υπεύθυνη της οικονομικής αδυναμίας του δανειολήπτη, η «δανειακή σύμβαση» θεωρείται αδικοπραξία και διαγράφεται οριστικά.
Αν τώρα η τράπεζα συνεχίσει να απαιτεί την αποπληρωμή του «υποτιθέμενου» δάνειου, τότε διαπράττει και απάτη, σύμφωνα με το άρθρο 386 ΠΚ. Παράλληλα, θεωρείται ως απόπειρα νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές πράξεις.
Όπως αναφέρει η Ένωση Συνταξιούχων Ταμείου Ασφάλισης Μιχανικών και Εργοληπτών Δημοσίων Έργων (ΕΣΤΑΜΕΔΕ), οι τράπεζες δεν τόλμησαν να ασκήσουν έφεση, ούτε και αναίρεση και αν το έκαναν ο δικηγόρος τους θα πήγαινε φυλακή, παραβιάζοντας το καθήκον της Αλήθειας, του άρθρου 116 ΚΠολΔ! «Σε μια τέτοια περίπτωση, όπως και στην δικιά μας που οδήγησε στην απόφαση με αριθμό 2343/2016, ο δανειολήπτης έχει το δικαίωμα της αποζημίωσης βάσει του άρθρου 914 ΑΚ και βάσει του άρθρου 932 ΑΚ απαιτεί και την ζημία που υπέστη!», τονίζει η Ένωση.
Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι οι Πολίτες δικαιούνται με αγωγές να διαγράψουν οριστικά τα δάνειά τους από τις τράπεζες αυτές και να απαιτήσουν και μια σοβαρότατη αποζημίωση έκαστος, γιατί οι τράπεζες έχουν ευθύνη για την φτωχοποίηση του ελληνικού λαού!
Αναλυτικά, σύμφωνα με την απόφαση 2343/2016, το δάνειο διαγράφηκε οριστικά με την αποδοχή της ανακοπής και το δικαστήριο επιπροσθέτως έκρινε ότι η τράπεζα οφείλει στον δανειολήπτη τουλάχιστον το ποσό των 140.000 ευρώ!
Από την Ένωση τονίζουν ότι έχουν πει και αποδείξει ότι όλες οι «συστημικές τράπεζες» (Εθνική, Πειραιώς, Eurobank, Alpha bank) «έχουν υπεξαιρέσει τουλάχιστον 233 δις ευρώ Δημόσιου χρήματος, με αποτέλεσμα την καταστροφή της ιδιωτικής, αλλά και της Εθνικής οικονομίας. Συνεπώς, όλες οι «συστημικές τράπεζες» έχουν προκαλέσει την οικονομική αδυναμία των Ελλήνων και, βάσει του σκεπτικού της αμετάκλητης απόφασης 2343/2016 του Πρωτοδικείου Αθηνών, καμιά από αυτές δεν μπορεί να ζητά την εξόφληση δανείων από τους Πολίτες, όταν αυτές είναι υπεύθυνες για την οικονομική αδυναμία αποπληρωμής των δανείων, μια και με την παράνομη συμπεριφορά τους έχουν φτωχοποιήσει του πάντες!».
Σύμφωνα με το σκεπτικό της απόφασης, κανείς δανειολήπτης δεν οφείλει τίποτα και σε καμιά τράπεζα, όταν αποδεικνύεται ότι η τράπεζα είναι η υπεύθυνη της οικονομικής αδυναμίας του δανειολήπτη, μάλιστα σε αυτή την περίπτωση, η «δανειακή σύμβαση» παραβιάζει τα χρηστά ήθη, βάσει του άρθρου 178 και 179 ΑΚ και οριστικά διαγράφεται!
Από εκείνη την στιγμή η «δανειακή σύμβαση» θεωρείται πλέον αδικοπραξία και διαγράφεται οριστικά, ενώ η τράπεζα, απαιτώντας την αποπληρωμή του υποτιθέμενου δάνειου, διαπράττει και απάτη, βάσει του άρθρου 386 ΠΚ, ενώ ταυτόχρονα αποπειράται να νομιμοποιήσει έσοδα από εγκληματικές πράξεις.
Τώρα, οι πολίτες, μπορούν από σήμερα κιόλας, να ζητούν νομική υποστήριξη από τους δικηγόρους τους, βάσει πλέον της αμετάκλητης απόφασης 2343/2016.
Όποιος δικηγόρος αρνηθεί τη νομική υποστήριξη του πολίτη, βάσει της τραπεζικής απάτης και της απόφασης 2343/2016, θα πρέπει τουλάχιστον να καταγγέλλεται από τον πολίτη στον σύλλογο του και να αναζητούνται από αυτόν οι σχετικές ποινικές και οι αστικές ευθύνες, δηλαδή, σε ότι ζημιωθεί ο Πολίτης από την άρνηση του Δικηγόρου θα πρέπει να παρθεί από την προσωπική περιουσία του συγκεκριμένου Δικηγόρου ή και Δικαστή, αναλόγως ποιος προκάλεσε τη ζημία στον πολίτη!
* * *
Αυτό είναι το άρθρο.
Σε τέτοιες περιπτώσεις, το πρώτο που ψάχνεις να βρεις είναι η απόφαση στην οποία αναφέρεται το δημοσίευμα. Είναι δημοσιευμένη όπως φαίνεται σε δύο νομικά περιοδικά (Ε7 και Αρμενόπουλος), και επιπλέον προσιτή στην ιστοσελίδα NOMOS.
Την παραθέτω εδώ ολόκληρη, όπως δημοσιεύεται στην NOMOS.
* * *
2343/2016 ΜΠΡ ΑΘ ( 702137)
(Ε7 2017/272, ΑΡΜ 2016/2041)
Πίστωση με ανοιχτό αλληλόχρεο λογαριασμό. Αδυναμία εκπλήρωσης χρηματικής οφειλής εξαιτίας καταχρηστικής συμπεριφοράς της τράπεζας. Καθυστέρηση χορήγησης χαμηλότοκου δανείου με την εγγύηση του ελληνικού δημοσίου από την καθ’ ης η ανακοπή τράπεζα, μολονότι είχε υποχρέωση περί αυτού, η οποία οδήγησε σε οικονομική καταστροφή της επιχείρησης. Ακύρωση της διαταγής πληρωμής. Παρέμβαση της ειδικής διαδόχου τράπεζας. Αναγκαία ομοδικία μεταξύ της παρεμβαίνουσας ειδικής διαδόχου και της υπέρ ης η αυτοτελής πρόσθετη παρέμβαση. Παρά την ερημοδικία της υπέρ ης η παρέμβαση, αυτή δικάζεται αντιμωλία.
(Η περίληψη αυτή ελήφθη από το περιοδικό ΑΡΜ, Δ.Σ. Θεσ/νίκης)
Αριθμός απόφασης: 2343/2016
Δικαστής: Χριστίνα Αυγέρη
Δικηγόροι: Λ. Στάμου – Α. Λάμπρης
Από τη διάταξη του άρθρου 225 ΚΠολΔ προκύπτει ότι η μεταβίβαση του αντικειμένου της δίκης δεν επιφέρει μεταβολή στην έννομη σχέση της δίκης η οποία συνεχίζει με τους ίδιους διαδίκους κανονικά, έτσι σε περίπτωση εκχώρησης της επίδικης απαίτησης μετά την εκκρεμοδικία ο ειδικός διάδοχος δικαιούται να παρέμβει στην εκκρεμή δίκη και να καταστεί διάδικος, όμως εξακολουθεί να διεξάγεται η δίκη με τον διάδικο (ενάγοντα ή εναγόμενο) που μεταβίβασε, ο οποίος και νομιμοποιείται προς τούτο (ΑΠ 371/1989 και 372/1989, απ 648/1980, ΝοΒ 28,1995). Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με το άρθρο 80 ΚΠολΔ, ο ειδικός διάδοχος ενός των αρχικών διαδίκων κατά τη διάρκεια της δίκης έχει έ νομο συμφέρον να παρέμβει στη δίκη, γιατί η απόφαση που θα εκδοθεί κατά του δικαιοπαρόχου του αποτελεί δεδικασμένο και κατ’ αυτού δεδομένου ότι κατά τη διάταξη του άρθρου 325 περίπτωση 2 ΚΠολΔ το δεδικασμένο ισχύει υπέρ και κατά εκείνων που έγιναν ειδικοί διάδοχοι των διαδίκων όσο διαρκούσε η δίκη ή μετά το τέλος αυτής (ΑΠ 1574/1995, ΕλλΔνη 38,1121, ΑΠ 813/1994, ΕλλΔνη 38,579). Συναφώς από τη διάταξη του άρθρου 83 ΚΠολΔ που ορίζει, ότι «αν η ισχύς της απόφασης στην κύρια δίκη εκτείνεται και στις έννομες σχέσεις κείνου που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση προς τον αντίδικό του, εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 76 έως 78» σε συνδυασμό και με τις διατάξεις του άρθρου 80 του ίδιου κώδικα, συνάγεται ότι αποφασιστικό κριτήριο για να χαρακτηριστεί η πρόσθετη παρέμβαση ως αυτοτελής είναι η επέκταση της ισχύος της απόφασης που θα εκδοθεί μεταξύ των κυρίων διαδίκων, δηλαδή των υποκειμενικών ορίων του δεδικασμένου, της εκτελεστότητας και της διαπλαστικής της ενέργειας και στις έννομες σχέσεις του παρεμβαίνοντα τρίτου προς τον αντίδικό του. Το δικονομικό δικαίωμα άσκησης αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης παρέχεται ακριβώς για το λόγο αυτό, δηλαδή, όχι λόγω της πιθανής εκδήλωσης δυσμενών ενεργειών από την απόφαση σε βάρος του τρίτου, αλλά λόγω της δεσμευτικότητας αυτών που θα κριθούν στην εκκρεμή δίκη και στις σχέσεις του τρίτου με τον αντίδικό του, χωρίς να υπάρχει δυνατότητα άλλης διαδικασίας. Έτσι, με την άσκηση της αυτοτελούς πρόσθετης παρέμβασης ο παρεμβαίνων, χωρίς να εισάγει στη δίκη κάποια νέα έννομη σχέση, αντιδικεί για την ήδη εκκρεμή έννομη σχέση, η διάγναιση της οποίας θα επιφέρει την επέκταση της ισχύος της απόφασης και απέναντι στον ίδιο (ΑΠ 1485/2006, ΕλλΔνη 47, 1676). Συνέπεια δε της ασκήσεως αυτοτελούς πρόσθετης παρεμβάσεως είναι η δημιουργία σχέσεως αναγκαίας ομοδικίας μεταξύ παρεμβαίνοντος και υπέρ ου η παρέμβαση ανεξάρτητα με το εάν η παρέμβαση ασκείται εκούσια η μετά από προσεπίκληση (ΑΠ 1375/1997, ΕλλΔνη 39,850, ΑΠ 417/87, ΝοΒ 36,910, ΕΑ1072/2002, ΕλλΔνη 2002,816, ΕΑ 8799/1997, ΕλλΔνη 1998,928, ΕφΙωαννίνων 134/2008, ΑρχΝ 2010,339). Η εν λόγω παρέμβαση ασκείται σε κάθε στάση της πρωτόδικης και της κατ’ έφεση δίκης μέχρι την έκδοση αμετάκλητης απόφασης με ίδιο δικόγραφο που κατατίθεται στην γραμματεία του δικαστηρίου που εκκρεμεί η κύρια δίκη, συντάσσεται έκθεση και κοινοποιείται σε όλους τους διαδίκους (άρθρ.81 ΚΠολΔ, ΕΑ10183/1988, ΕλλΔνη 1993,1376). Τα παραπάνω ισχύουν και επί εκχώρησης απαιτήσεως, καθώς και ο εκδοχέας απαιτήσεως υπόκειται στο δεδικασμένο μεταξύ των αρχικών διαδίκων όταν η απαίτηση εκχωρήθηκε σε αυτόν εν επιδικία (ΕφΘεσσαλ230/1987, ΑρχΝΙ 988,427). Στην περίπτωση αυτή κατά τη διάταξη του άρθρου 274 παρ. 2 περ. α ΚΠολΔ, όπως η τελευταία αυτή διάταξη τέθηκε με το άρθρο 32 του Ν.3994/2011 και καταλαμβάνει κατ`άρθρο 72 του ίδιου νόμου και τις εκκρεμείς δίκες ορίζεται ότι «… Αν εκείνος που άσκησε πρόσθετη παρέμβαση εμφανιστεί κατά τη συζήτηση, τότε α) αν λείπουν και οι δύο αρχικοί διάδικοι ή ο αντίδικος εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση, το δικαστήριο συζητεί την υπόθεση ερήμην του αντιδίκου εκείνου υπέρ του οποίου ασκήθηκε η παρέμβαση και εφαρμόζονται οι διατάξεις των άρθρων 271 και 272», ενώ σύμφωνα με τις διατάξεις του άρθρου 76 παρ. 1 εδ. τελευταίο ΚΠολΔ, σε περίπτωση αναγκαστικής ομοδικίας, ο απολειπόμενος διάδικος αντιπροσωπεύεται από τους παριστάμενους υπό την έννοια ότι θεωρείται ότι παρίσταται και αυτός, ότι συμμετέχει στη συζήτηση και ότι ενεργεί με τον ίδιο τρόπο που ενεργεί και ο παριστάμενος αναγκαίος ομόδικος του, γι’ αυτό και η απόφαση που εκδίδεται είναι κατ’ αντιμωλία απόφαση ως προς όλους τους ομοδίκους και η διαδικασία διεξάγεται σαν να ήταν παρών και ο απών αναγκαίος ομόδικος (ΑΠ 1332/2011, ΑΠ 1230/2008, ΑΠ 1145/2007, ΕΑ 205/2002, ΕφΛαρ.343/2012).
Στην προκειμένη περίπτωση η αυτοτελώς προσθέτως παρεμβαίνουσα επικαλούμενη την ιδιότητά της ως ειδικής διαδόχου στην επίδικη απαίτηση της ως άνω τραπεζικής εταιρείας, άσκησε με αυτοτελές δικόγραφο την από 09.09.2013 πρόσθετη παρέμβαση της υπέρ της καθ’ης η ανακοπή, που είναι παραδεκτή και νόμιμη καθόσον κατατέθηκε στη γραμματεία του Δικαστηρίου και κοινοποιήθηκε στους αρχικούς διαδίκους. Επομένως, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα ως άνω σκέψη η καθ` ης η ανακοπή παρότι δεν εμφανίστηκε ούτε εκπροσωπήθηκε από πληρεξούσιο δικηγόρο θα δικασθεί κατ` αντιμωλίαν, αφού θεωρείται ότι αντιπροσωπεύεται από την υπέρ α τής προσθέτως παρεμβαίνουσα για την οποία έχουν προκαταβληθεί οι αναλογούσες εισφορές – κρατήσεις κατ` άρθρον 61 του ν. 4194/2013. Τούτο δε λόγιο της σχέσεως αναγκαίας ομοδικίας που δημιουργήθηκε μεταξύ παρεμβαίνουσας και υπέρ ης η πρόσθετη παρέμβαση εκ της ασκήσεως της παρεμβάσεως, ενόψει της φύσεως αυτής ως αυτοτελούς, δεδομένου ότι η ως άνω παρεμβαίνουσα υπόκειται στο δεδικασμένο μεταξύ των αρχικών διαδίκων και καταλαμβάνεται από την τυχόν διαπλαστική/ακυρωτική ενέργεια της προκείμενης απόφασης, αφού η επίδικη απαίτηση συμπεριλαμβάνεται στις απαιτήσεις που περιήλθαν στην παρεμβαίνουσα μετά την έναρξη της επιδικίας, ως εκδοχέας και ειδική εκ του νόμου διάδοχος, σύμφωνα με όσα εκτίθενται στη μείζονα ιος άνω σκέψη, ήτοι κατ’ εφαρμογή των διατάξεων των άρθρων 2 παρ. 1,4 παρ. 2, 10 παρ. 1 και 11 περ. δ του ν. 3458/2006, 9 και 13 του κυπριακού νόμου 4379/22.03.2013 περί Εξυγίανσης Πιστωτικών Ιδρυμάτων, 7, 8 και 10 του Διατάγματος 97/26.03.2013 της …. Τράπεζας …., της 66/3/26.03.2013 απόφασης της Τράπεζας της Ελλάδος (Επιτροπή Πιστωτικών και Ασφαλιστικών Θεμάτων) και της από 26.03.2013 σύμβασης πώλησης και μεταβίβασης (και το παράρτημα 1 αυτής).
Στην προκειμένη περίπτωση, με την ένδικη ανακοπή επιδιώκεται, για τους λόγους που εκτίθενται σ’ αυτήν, να ακυρωθεί η υπ` αριθμ. ../2012 διαταγή πληρωμής του Δικαστή του Μονομελούς Πρωτοδικείου Αθηνών, η οποία εκδόθηκε με βάση σύμβαση χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό που καταρτίστηκε μεταξύ της τράπεζας και την πρώτης ανακόπτουσας και στην οποία συμβλήθηκαν ως εγγυητές οι λοιποί ανακόπτοντες. Με το παραπάνω περιεχόμενο και αίτημα η ανακοπή εισάγεται παραδεκτώς, προκειμένου να εκδικαστεί κατά την τακτική διαδικασία με εφαρμογή των ειδικότερων κανόνων των άρθρων 643, 649-650 (μέσω 643§2) και 591 §1 περ.α (άρθρα 632 παρ. 2, όπως η διάταξη αυτή ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το αρ. 14 παρ. 1 του Ν. 4055/2012, η ισχύς του οποίου (του αρ. 14) άρχισε στις 2.4.2012 (βλ. αρ. 113 του εν λόγω νόμου), ενώπιον του παρόντος Δικαστηρίου, το οποίο είναι αρμόδιο για την εκδίκασή της τόσο καθ’ ύλην όσο και κατά τόπον (αρθρ. 632 παρί εδ. α`, όπως η τελευταία διάταξη ισχύει μετά την αντικατάστασή της με το άρ. 14 παρ. 2 του Ν. 4055/2012). Επίσης, έχει ασκηθεί εμπρόθεσμα (άρθρο 632 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.), δηλαδή εντός της προθεσμίας των δεκαπέντε εργάσιμων ημερών από την επίδοση της διαταγής πληρωμής, δεδομένου ότι η τελευταία επιδόθηκε στους ανακόπτοντες στις 06.12.2012, ενώ το δικόγραφο της ανακοπής επιδόθηκε στην καθ’ ης η ανακοπή. Επομένως, η υπό κρίση ανακοπή πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω για να κριθεί εάν οι λόγοι της είναι νόμιμοι και ουσιαστικά βάσιμοι (άρθρο 633 παρ. 1 του Κ.Πολ.Δ.).
Στην προκειμένη περίπτωση οι ανακόπτοντες με τον πρώτο λόγο ανακοπής ισχυρίζονται ότι θα πρέπει να ακυρωθεί η προσβαλλόμενη διαταγή πληρωμής για το λόγο ότι η αδυναμία καταβολής των οφειλών δυνάμει τοχν οποίων εκδόθηκε η ως άνω διαταγή πληρωμής οφείλεται αποκλειστικά στη καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της αρχικής καθ’ η ς η οποία αρνήθηκε να δώσει την έγκρισή της ώστε η πρώτη ανακόπτουσα να υπαχθεί στην Υπουργική Απόφαση 5198/485 (ΦΕΚ Β, 21.05.2010) η οποία αφορούσε την στήριξη των επιχειρήσεων για αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσιών από την επέκταση του …..«Γ` φάση» μέσω εγγύησης χαμηλότοκων δανείων ενώ η τελευταία πληρούσε τις προϋποθέσεις για την υπαγωγή της σε αυτό, κατά τα ειδικότερα αναφερόμενα στην ανακοπή. Ο ισχυρισμός αυτός αποτελεί ένσταση ερειδόμενη στη διάταξη του άρθρου 281ΑΚ και θα πρέπει να ερευνηθεί περαιτέρω κατ` ουσίαν.
Από την ανωμοτί κατάθεση του δεύτερου ανακόπτοντος ενώπιον του ακροατηρίου, η οποία περιέχεται στα ταυτάριθμα με την παρούσα πρακτικά δημόσιας συνεδρίασης και από όλα, ανεξαιρέτως τα έγγραφα που οι διάδικοι προσκομίζουν με επίκληση αποδείχθηκαν τα ακόλουθα πραγματικά περιστατικά: Δυνάμει σύμβασης χορήγησης πίστωσης σε ανοικτό αλληλόχρεο λογαριασμό, η οποία καταρτίστηκε στις 03.04.2009 μεταξύ της πρώτης ανακόπτουσας εταιρείας και κυπριακής Δημόσιας Εταιρείας Περιορισμένης Ευθύνης, η δεύτερη χορήγησε στην πρώτη πίστωση σε ανοικτό (αλληλόχρεο) λογαριασμό μέχρι του ποσού των 30.000,00. Στην εν λόγω σύμβαση συμβλήθηκαν με την ιδιότητα του εγγυητή οι λοιποί ανακόπτοντες παραιτούμενοι από το ευεργέτημα της διζήσεως και από όλα τα δικαιώματα και τις ενστάσεις που απορρέουν από τα άρθρα 853, 854, 855, 858, 862, 863, 864, 866, 867 και 868 ΑΚ. Σύμφωνα με συμβατικούς όρους, η ως άνω τράπεζα δικαιούνταν να καταγγείλει εγγράφως την ανωτέρω σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιουδήποτε ποσού της οφειλής η οποία θα συνεχιζόταν για τουλάχιστον ενενήντα (90) ημέρες. Μετά τη νόμιμη καταγγελία της σύμβασης το σύνολο της οφειλής θα καθίστατο αμέσως ληξιπρόθεσμο και απαιτητό και θα έφερε τόκο με το ισχύον επιτόκιο υπερημερίας. Λόγω της παράβασης του ως άνω όρου από τους ανακόπτοντες η ως άνω τράπεζα προέβη σε εξώδικη όχληση-καταγγελία της επίδικης σύμβασης η οποία επιδόθηκε στους πρώτη και δεύτερο των ανακοπτόντων στις 27.01.2012 και στον τρίτο ανακόπτοντα στις 26.01.2012. Με την ως άνω εξώδικη καταγγελία η ως άνω τράπεζα καλούσε τους ανακόπτοντες να καταβάλουν στον λογαριασμό οριστικής καθυστέρησης εντός πέντε (5) ημερών από την επίδοσή της, το συνολικό ποσό των 30.901,98 ευρώ, πλέον τόκων και εξόδων από τις 28.10.11 και έως την ολοσχερή εξόφλησή της. Εν συνεχεία, η ως άνω τράπεζα κατέθεσε ενώπιον του Δικαστού του Μονομελούς Προτοδικείου Αθηνών την από 18.05.2012 αίτησή της βάσει της οποίας εκδόθηκε η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής σύμφωνα με την οποία οι ανακόπτοντες υποχρεώθηκαν να της καταβάλουν ευθυνόμενοι αλληλεγγύως και εις ολόκληρον το συνολικό ποσό των 30.901,98 ευρώ πλέον τόκων και δικαστικών εξόδων. Ακολούθως, από τα ίδια ως άνω αποδεικτικά μέσα αποδείχθηκε ότι η πρώτη ανακόπτουσα εταιρεία δραστηριοποιείται στο κλάδο πωλήσεων ενδυμάτων από το έτος 1999 ενώ από το έτος 2005, οπότε τροποποιήθηκε το καταστατικό της πρώτης ανακόπτουσας και στη θέση του αρχικού εταίρου Α.Σ. εισήλθε ο τρίτος ανακόπτων. Ως τις αρχές του έτους 2010 η εν λόγω εταιρεία ήταν κερδοφόρα. Ειδικότερα., η πρώτη ανακόπτουσα το έτος 2006 εμφάνισε τζίρο ύψους 52.121,09 ευρώ με καθαρό κέρδος 7.846,98 ευρώ, το έτος 2007 92.010,92 ευρώ με καθαρό κέρδος 15.739,72 ευρά), το έτος 2008 271.820,63 ευρώ με καθαρό κέρδος 42.244,01 ευρώ και το έτος 2009 579.192,57 ευρώ με καθαρό κέρδος 48.317,96 ευρώ. Επιπλέον δε, απέκτησε ένα νέο υποκατάστημα, ένα νέο αποθηκευτικό χώρο και δημιούργησε έξι νέες θέσεις εργασίας πλέον των ήδη υφιστάμενων πέντε (5) θέσεων εργασίας. Το έτος 2010, οπότε και το οικονομικό περιβάλλον για το σύνολο των επιχειρήσεων και κυρίως του κλάδου δραστηριότητας της πρώτης ανακόπτουσας είχε πληγεί ανεπανόρθωτα λόγων της υφιστάμενης οικονομικής κρίσης που έπληξε τη χώρα ήδη από το έτος 2008, εκδόθηκε η Υπουργική απόφαση 5198/484 ΦΕΚ 21.05.2010, η οποία αφορούσε την στήριξη των επιχειρήσεων για αγορά πρώτων υλών, εμπορευμάτων και υπηρεσκόν από την επέκταση του …..«Γ` φάση» μέσω εγγύησης χαμηλότοκων δανείων. Αλλωστε, η πρώτη ανακόπτουσα είχε προηγουμένως υπαχθεί στην «Β΄ φάση» του ……. έχοντας λάβει δάνειο ύψους 41.000,00 ευρώ, το οποίο αποπλήρωνε κανονικά, γεγονός που τελούσε σε γνώση της συμβαλλόμενης τράπεζας. Η πρώτη ανακόπτουσα, λοιπόν, υπέβαλε στην συμβαλλόμενη τράπεζα την από 02.06.2010 αίτησή της και κατέθεσε τα αναγκαία παραστατικά που αποδείκνυαν την ικανότητά της για την ένταξή της στο εν λόγω πρόγραμμα. Ειδικότερα, κατέθεσε μαζί με όλα τα υπόλοιπα απαιτούμενα από την Υπουργική απόφαση έγγραφα, το προτιμολόγιο καθαρής αξίας 93.350,80 ευρώ της εταιρείας …… που ήταν ο βασικό προμηθευτής της και το προηγούμενο έτος με αγορές ύψους 114.831,21 ευρώ. Κατά την καταχώριση της αίτησης από τον τραπεζικό σύμβουλο Κ.Ψ., η ενάγουσα ενημερώθηκε ότι εκκρεμούσε η καταβολή των τόκων του δεύτερου τριμήνου του έτους 2011 και ότι η εξέταση του αιτήματος από το αρμόδιο τμήμα της τράπεζας θα άρχιζε αμέσως μετά την καταβολή τους. Η ενάγουσα ενημέρωσε ότι η καταβολή θα γινόταν λίγες ημέρες αργότερα, όπως καταγράφεται και στην κίνηση του λογαριασμού του Ιουλίου του έτους 2011 και δήλωσε πόσο σημαντικό ήταν να εξεταστεί το αίτημά της αμέσως μετά την καταβολή των τόκων, η οποία έλαβε χώρα στις 21.07.2011. Επιπλέον δε, ενημέρωσε την ως άνω τράπεζα ότι η μέχρι τότε σταθερότητα της επιχείρησης οφειλόταν στο γεγονός ότι η ενάγουσα ανάλωνε εμπορεύματα προηγούμενων χρήσεων και ότι χωρίς νέες αγορές εμπορευμάτων για τη χειμερινή περίοδο θα ήταν εξαιρετικά δύσκολη η εξυπηρέτηση του δανείου που μέχρι τότε τηρούνταν κανονικά. Ενώ λοιπόν η ενάγουσα ανέμενε σχετική απάντηση στο ανωτέρω αίτημά της η ενάγουσα πληροφορήθηκε την ύπαρξη της με αριθμό 2/55608/0025, ΦΕΚ 1837. 18.08.2011 Υπουργικής απόφασης που δημιουργούσε ένα νέο προσωρινό πλαίσιο στήριξης των επιχειρήσεων που δραστηριοποιούνται στην Ελλάδα για της διευκόλυνση της τρέχουσας χρηματοπιστωτικής και οικονομικής κρίσης με την παροχή εγγυήσεων του Ελληνικού Δημοσίου. Η ενάγουσα κατόπιν συνεχούς επικοινωνίας με την τράπεζα ενημέρωνε τον διευθυντή του υποκαταστήματος Ν.Π. και τον τραπεζικό σύμβουλο αυτής Κ.Ψ. ότι μακροπρόθεσμα δεν θα ήταν σε θέση να πληρώνει τις υποχρεώσεις της αν δεν υπαγόταν σε κάποιο από τα προαναφερόμενα προγράμματα για το οποία πληρούσε τις προϋπόθεσης ένταξης σε αυτά, παρά το γεγονός ότι μέχρι τότε ήταν απόλυτα συνεπής στις υποχρεώσεις της καθόσον μάλιστα ο κύκλος των εργασιών της εμφάνιζε μεγάλη αυξητική πορεία. Η καθ’ ης ουδέποτε απάντησε εγγράφως στα προαναφερόμενα αιτήματα της πρώτης ανακόπτουσας, παρά το γεγονός ότι υποχρεούνταν προς τούτο σύμφωνα με το άρθρο 41 του Κώδικα Δεοντολογίας της ένωσης Ελληνικών Τραπεζών. Η κατάσταση αυτή προξένησε στην πρώτη ενάγουσα ζημία ύψους 135.838,14 ευρώ με αποτέλεσμα να μην είναι σε θέση να εκπληρώνει τις υποχρεώσεις της από την επίδικη σύμβαση αλληλόχρεου λογαριασμού για την οποία εκδόθηκε και η ανακοπτόμενη διαταγή πληρωμής. Η κατάσταση αυτή οφείλεται στην καταχρηστική συμπεριφορά εκ μέρους της καθ’ ης η οποία αν και γνώριζε ότι η πρώτη ανακόπτουσα αποτελούσε μία υγιή επιχείρηση με κέρδη η οποία ανταποκρινόταν στην οικονομικές της υποχρεώσεις και είχε όλες τις προϋποθέσεις να ενταχθεί στην Γ΄ φάση της …….., όπως είχε ενταχθεί και στη Β΄ φάση …… οπότε και έλαβε δάνειο ύψους 41.000,00 το οποίο και εξυπηρετούσε, ωστόσο αρνήθηκε να δώσει την έγκρισή της γι` αυτό, χωρίς μάλιστα να απαντήσει εγγράφως, ως όφειλε με βάση τα ανωτέρω αναφερόμενα. Έπραξε δε όλα τα ανωτέρω ενώ γνώριζε την οικονομική κρίση που βίωνε ο κλάδος του συνόλου των επιχειρήσεων ήδη από το έτος 2008 και για το λόγο αυτό, μάλιστα, δημιουργήθηκαν τα ανωτέρω προγράμματα προς οικονομική τους ενίσχυση και ενώ το Δεκέμβριο του έτους 2011 οι τράπεζες είχαν λάβει συνολικά 163.000.000.000 ευρώ εγγυήσεις του Ελληνικού Δημόσιου από τα οποία το ποσό των 93.000.000.000,00 ευρώ προορίζονταν για την χορήγηση στεγαστικών δανείων και δανείων προς τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις με ανταγωνιστικούς όρους σύμφωνα με το Ν. 3723/09.12.2008 σε συνδυασμό με τους Ν. 3845/2010, 3872/2010 και 3965/2011. Κατά συνέπεια ο πρώτος λόγος ανακοπής θα πρέπει να γίνει δεκτός ως βάσιμος και κατ’ουσίαν και να ακυρωθεί η διαταγή πληρωμής.
* * *
Με το περιεχόμενο αυτό, η 2343/2016 ΜονΠρΑθ δεν δικαιολογεί όσα γράφει το παραπάνω δημοσίευμα.
Η συγκεκριμένη απόφαση κρίνει – όπως κάθε δικαστική απόφαση – τη συγκεκριμένη υπόθεση, στην οποία εκδόθηκε. Στην υπόθεση εκείνη, ο δανειολήπτης ήταν συνεπής στην εξυπηρέτηση του αλληλόχρεου λογαριασμού, που είχε στην τράπεζά του, μέχρι που χρειάστηκε να ζητήσει από την τράπεζα χαμηλότοκο δάνειο, για να κάνει εισαγωγές, με την επίκληση συγκεκριμένης υπουργικής απόφασης. Προς τον σκοπό τούτο προέβη σε όλες τις νόμιμες διαδικασίες, αλλά η Τράπεζα, λόγω γραφειοκρατίας, μικρόνοιας, ηλιθιότητας των συγκεκριμένων στελεχών που χειρίστηκαν την αίτηση (σε κάνουν έξω φρενών, μερικές φορές), ή κουτοπονηριάς, ή κακής εκτίμησης του «τι συμφέρει», ή επειδή έκριναν ότι το δάνειο που θα έδιναν ήταν επισφαλές, δεν έδωσαν το δάνειο, παραβιάζοντας την Υπουργική Απόφαση, προφανώς εν γνώσει τους. Ο δανειολήπτης, ευρισκόμενος σε αδυναμία να συνεχίσει την επιχείρησή του, βρέθηκε σε συναφή αδυναμία να εξυπηρετήσει το δάνειο (ο όρος «αλληλόχρεος λογαριασμός» είναι ένας ευφημισμός για το δάνειο) και, από την Τράπεζα, έκαναν αυτό που νόμιζαν πιο ασφαλές: έκλεισαν τον λογαριασμό, έβγαλαν διαταγή πληρωμής, και ζήτησαν τα λεφτά τους. Μικρονοϊκό, αλλά κοινότυπο στην συμπεριφορά των Τραπεζών.
Ο επιχειρηματίας, στην ανακοπή του κατά της διαταγής πληρωμής, επικαλέστηκε πολύ συγκεκριμένα περιστατικά, δηλαδή ότι: «τότε βγήκε η υπουργική απόφαση, τότε έκανα την αίτησή μου, σύμφωνα με την υπουργική απόφαση, κι εσείς την γράψατε στα μέζεα του στεατοπυγικού σας συστήματος, κατά την Ζουράρειο έκφραση, και εξαιτίας της δικής σας παράνομης συμπεριφοράς, στη συνέχεια, δεν μπόρεσα να εξυπηρετήσω το δάνειό μου», κι έτσι ήταν, «αφού εξαιτίας σας βρέθηκα σε αδυναμία να πληρώσω τις δόσεις του δανείου μου – εσείς φταίτε – είναι καταχρηστικό να μου ζητάτε τα χρήματα αυτά».
Το Μονομελές Πρωτοδικείο, με την 2343/2016, έκανε δεκτό τον ισχυρισμό αυτό. Και όντως, υπήρχε σοβαρή βάση, και μάλιστα φαίνεται ότι εδώ η Τράπεζα θεώρησε ότι την συνέφερε «προκειμένου να τηρήσουμε την υπουργική απόφαση, και να δώσουμε κι άλλο δάνειο, ας ζητήσουμε καλύτερα τα λεφτά μα από τώρα», δηλαδή έβαλε τα συμφέροντά της πάνω από την νομιμότητα.
Όσο σωστή, ενδιαφέρουσα, και χαρακτηριστική για την μικρονοϊκή κακοπιστία ορισμένων Τραπεζικών γραφειοκρατιών (εξαρτάται κι απ’ την Τράπεζα, κι από το πού θα πέσει κανείς), η απόφαση αυτή αφορά ΠΟΛΥ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΑ ΠΕΡΙΣΤΑΤΙΚΑ, και ΔΕΝ ΜΠΟΡΕΙ ΝΑ ΓΕΝΙΚΕΥΤΕΙ όπως την γενικεύει το δημοσίευμα.
Κανένα δικαστήριο, δηλαδή, δεν πρόκειται να δεχτεί γενικά και αόριστα ότι, επειδή οι Τράπεζες φταίνε για την οικονομική κρίση στην Ελλάδα, και επειδή ο συγκεκριμένος επιχειρηματίας δεν μπορεί να πληρώσει το δάνειό του εξαιτίας της οικονομικής κρίσης (για την οποία φταίνε οι Τράπεζες), άρα «κανείς δεν χρωστάει τίποτα», όπως, προβοκατόρικα γράφει το συγκεκριμένο δημοσίευμα.
Άρα, όποιος έχει προβλήματα με την Τράπεζά του, καλύτερα να θεμελιώσει την άμυνά του σε κατά το δυνατόν στέρεα υλικά, σαν το τρίτο γουρουνάκι, που έχτισε το σπίτι του με τούβλα, γιατί αν το χτίσει με τα άχυρα του δημοσιεύματος, με το που θα φυσήξει ο τραπεζικός Λύκος θα πάρει ο αέρας όλη του την άμυνα, όπως πήρε και το σπίτι του πρώτου χοιριδίου του σχετικού παιδιού μύθου.
* * *
Δεν είναι μόνον αυτό το πρόβλημα του δημοσιεύματος.
Όπου και να ψάξει κανείς, βρίσκει νομικές ανορθογραφίες, ασυνταξίες και κοτσάνες.
Το άρθρο 116 ΚΠολΔ, η «υποχρέωση καλόπιστης διεξαγωγής της δίκης», και το συναφές «καθήκον αληθείας» καταρχάς δεν είναι ποινικός νόμος. Δεν προβλέπει ποινές φυλάκισης, και κανένας ποτέ, ούτε έχει πάει, ούτε πρόκειται να πάει φυλακή με το άρθρο αυτό. Μάλιστα, ακόμα και στην ίδια την Πολιτική Δικονομία, έχει σχετικά περιορισμένη εφαρμογή, ως «γενική αρχή της πολιτικής δίκης», και ελάχιστες έννομες συνέπειες. Στην Εισηγητική Έκθεση της Πολιτικής Δικονομίας, είχε γίνει πρόβλεψη ότι, αν το δικαστήριο βρίσκει ότι το άρθρο αυτό έχει παραβιαστεί, μπορεί να «κηρύσσει απαραδέκτους» τις σχετικές ενέργειες, αλλά η σχετική πρόβλεψη, αν και έχει υποστηριχτεί στην θεωρία, στην πράξη έχει μείνει ανεφάρμοστη.
Τα άρθρα 178-179 Α.Κ. προβλέπουν ότι, συμβάσεις αντίθετες στα χρηστά ήθη, είναι άκυρες. Καμία σχέση δεν έχει με την απόφαση 2343/2016 ΜονΠρΑθ, και «με καμία κυβέρνηση» – και κανέναν δικαστή – δεν θα μπορούσε να εφαρμοστεί με τον τρόπο που προτείνει ο συντάκτης του προβοκατόρικου δημοσιεύματος: να πάει κάποιος, να συνάψει δάνειο στην Τράπεζα (έστω ότι του δίνουν), και μετά να πει: «είναι ανήθικο, δεν σας χρωστάω τίποτα, βάσει των άρθρων 178-179 Α.Κ., διαγράψτε το».
Όμοια άσχετος με την ύλη αυτή είναι και ο νόμος για την «νομιμοποίηση εσόδων από εγκληματικές πράξεις».
Τέλος, το να πηγαίνει ο δανειολήπτης τον δικηγόρο, και να του πει «είτε μου κάνεις αυτό που λέει το δημοσίευμα, είτε σε καταγγέλλω», είναι βλακώδες, και ο πελάτης θα «φάει πόρτα», εάν ο δικηγόρος είναι σοβαρός, και αυτό που του ζητάει ο δανειολήπτης – πελάτης «δεν στέκει».
Ο δικηγόρος δεν υποχρεούται, βάσει του δικηγορικού κώδικα και του κώδικα δεοντολογίας, να κάνει πράγματα που είναι πρόδηλα αβάσιμα. Έχει το δικαίωμα, δηλαδή, να πει: «η υπόθεσή σου δεν στέκει, κι εγώ δεν την κάνω, γιατί δεν την βρίσκω σωστή νομικά». Έχει, βέβαια, μεγάλα περιθώρια να υποστηρίξει και αβάσιμες υποθέσεις ο δικηγόρος, αλλά είναι στην κρίση του αν θα πάρει υπόθεση που δεν την θεωρεί βάσιμη ή όχι.
Από την άλλη μεριά, στην Χώρα αυτή ο καθένας μπορεί να κάνει καταγγελίες, μηνύσεις, αναφορές κ.τ.λ.., όσες θέλει, ιδίως όσο ήταν αφορολόγητες (τώρα τελευταία έχουν μπει κάτι τέλη για τέτοιες ενέργειες, μηνύσεις, εγκλήσεις, αναβολές κ.τ.λ., και κάπως έχουν μαζευτεί τα πράγματα). Αλλά ένα δημοσίευμα που προτρέπει σε τέτοιες ενέργειες, πρέπει, τουλάχιστον, να καταγγέλλεται.
* * *
Λεπτομέρειες για λεπτομέρειες, τα παραπάνω, δείχνουν το «προφίλ» του (ανώνυμου) συντάκτη του δημοσιεύματος.
Δεν είναι μόνον ότι δεν είναι νομικός, ή δικηγόρος. Να σημειώσω ότι, προσωπικά, εκτιμώ τον «μη-νομικό» διάδικο, ο οποίος ερευνά τους νόμους, έρχεται με ιδέες, απορίες, και πολλές φορές βρίσκει ρωγμές και χάσματα στο δικαστικό σύστημα που αξίζει να καταγγελθούν, να «κυνηγηθούν», να αποτελέσουν, ακόμα, την βάση για δικαστικές ενέργειες. Τέτοιες περιπτώσεις διαδίκων, που «κάναν δουλειά» που αποδίδει καρπούς, ήταν και οι οργανώσεις πατεράδων στις οικογενειακές δίκες για τις επιμέλειες των παιδιών τους. Άλλοι χώροι όπου οι διάδικοι κάνουν μόνοι τους τις δουλειές τους, κάτι «δικηγόροι της φυλακής» (κρατούμενοι που «μαθαίνουν τα κόλπα» και εξυπηρετούν συγκρατουμένους τους, μιροεργολάβοι που προσπαθούν να πάρουν αποζημιώσεις από δήμους ή το δημόσιο και – εδώ – πτωχευμένοι οφειλέτες τραπεζών κ.τ.λ.) είχαν λιγότερα να προσφέρουν στην νομική θεωρία και πράξη.
Διαβάστε τη συνέχεια στα ellinikahoaxes.gr