- ΑΡΧΙΚΗ
-
ΕΠΙΚΑΙΡΟΤΗΤΑ
-
ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ
-
LIFE
-
LOOK
-
YOUR VOICE
-
επιστροφη
- ΣΕ ΕΙΔΑ
- ΜΙΛΑ ΜΟΥ ΒΡΟΜΙΚΑ
- ΟΙ ΙΣΤΟΡΙΕΣ ΣΑΣ
-
-
VIRAL
-
επιστροφη
- QUIZ
- POLLS
- YOLO
- TRENDING NOW
-
-
ΖΩΔΙΑ
-
επιστροφη
- ΠΡΟΒΛΕΨΕΙΣ
- ΑΣΤΡΟΛΟΓΙΚΟΣ ΧΑΡΤΗΣ
- ΓΛΩΣΣΑΡΙ
-
- PODCAST
- 102.5 FM RADIO
- CITY GUIDE
- ENGLISH GUIDE
Είναι ένας άνθρωπος που στέκεται κάθε πρωί, ίσως και μέχρι το μεσημέρι, στο φανάρι της Λ. Καλύμνου, του δρόμου που συνδέει τη Λ. Βουλιαγμένης με τη Βάρης - Κορωπίου. Ένας τύπος σαν ξεπεσμένος μποέμ που κουβαλάει στο λαιμό του μια χειρόγραφη πινακίδα «Λίγη βοήθεια - Πεινάω». Είναι γύρω στα 60 και τα ρούχα του είναι βρώμικα, κρέμονται στο σώμα του. Eίναι έτοιμα να τον εγκαταλείψουν λόγω πολυκαιρίας, λόγω φθοράς. Περπατάει κουβαλώντας την εγκατάλειψή του.
Το στυλ του δεν παραπέμπει στην κλασική εικόνα που έχουμε για τον ζητιάνο. Δεν ξέρω τι είναι, αλλά είναι κάτι άλλο. Όχι κατ’ ανάγκην κάτι που υπερβαίνει τον ρόλο που ενδύεται αλλά κάτι που μπορεί και να υποκρίνεται. Αφήνει τα λεκτικά ίχνη ενός τσαμπουκά των δρόμων, από τους πολλούς που βλέπουμε καθημερινά. Αλλά και πάλι, δεν πρέπει να είναι τέτοιος.
Πλησιάζει τα σταματημένα στο φανάρι αυτοκίνητα και προσαρμόζει το στυλ του ανάλογα με τον τύπο του αυτοκινήτου. Αν, φερ’ ειπείν, πλησιάζει ένα ταπεινό –για τα γούστα του μέσου όρου– ΙΧ, το ύφος του είναι απλώς παρακλητικό. Αν πρόκειται για κάτι πιο ακριβό, το ύφος του αλλάζει, γίνεται πιο απαιτητικό, πιο arrogant, που λέμε. Ακουμπάει απαλά στη λαμαρίνα του ΙΧ με μια ελαφρά κίνηση σαν να μοιράζει διαφημιστικά φυλλάδια κάποιας προσφοράς μιας αλυσίδας σούπερ μάρκετ ή μιας βιοτεχνίας γυναικείων εσωρούχων και μαγιό. Και έχει ένα δυσεξήγητο ύφος.
Μιλάει με μια βαριά φωνή, λέει κάποια σχεδόν ασυνάρτητα λόγια. Έχω συγκρατήσει: «Πού είσαι, αδερφέ μου», «σου περισσεύει τίποτα γιατί πεινάω». Όταν οι οδηγοί δεν γυρίζουν καν να τον κοιτάξουν δείχνει μια περίεργη αποστροφή η οποία, όμως, είναι επιθετική. Πρέπει να είναι το δικό του σημείο «μηδέν». Από αυτό και μετά, μάλλον, πρέπει να ξεκινούν όλα.
«Εντάξει μη δώσεις, εσύ θα το μετανιώσεις», τον έχω ακούσει να λέει. «Εντάξει, φύγε φιλαράκι…» , «Δεν έχεις, ε;», και άλλα παρόμοια που προσομοιάζουν στην εικόνα του οργισμένου ζητιάνου. Αλλά αυτό που τον χαρακτηρίζει είναι ότι μοιάζει να έχει φτιαχτεί με υλικά που βγήκαν από μάντρα με ανθρώπινα υλικά κατεδαφίσεων. Μοιάζει με μια εκδοχή της κατάρρευσης, με κάτι που κατέπεσε από κάτι άλλο που ήταν. Που άλλαξε διά της βίας, της βίας που είναι ίδια για όλους αλλά ο καθένας την κάνει δική του με τον δικό του τρόπο.
Μοιάζει με μια παράδοξη εκδοχή ζητιάνου στους δρόμους της Μόσχας στη μετασοβιετική εποχή, όπως περιγράφει η Σβ. Αλεξίεβιτς [1]. Ένας άνθρωπος που βρέθηκε σε αυτήν τη θέση μετά από πτώση σε κάποιον γκρεμό. Όπου μαζί του δεν κατρακύλησαν μόνο οι οικονομικές συνθήκες που τον κρατούσαν στην επιφάνεια του δικού του εδάφους αλλά και μια ολόκληρη εποχή, ό,τι και αν σήμαινε για τον ίδιον.
Όταν ο καιρός είναι καλός, στη συγκεκριμένη διασταύρωση, ο ήλιος είναι τόσο δυνατός που δεν μπορείς να δεις μπροστά σου. Ακόμα και αν φοράς γυαλιά ηλίου, πρέπει να κατεβάσεις το σκιάδιο του αυτοκινήτου και να κάνεις προσπάθεια να δεις το φανάρι όταν ανάβει πράσινο. Και ο άνθρωπος αυτός κρύβεται πίσω από τις σκιές, φυσικές και τεχνητές.
Σάμπως, κάπως έτσι δεν είναι και οι κάθε λογής πραγματικότητες; Κρυμμένες πίσω από όλες τις σκιές. Φυσικές και τεχνητές. Ο άνθρωπος αυτός δεν διαλέγει πού θα σταθεί, διαλέγουν για αυτόν οι σκιές. Σαν κι αυτόν, τον οργισμένο ζητιάνο, πρέπει να είναι πολλοί. Τον κοιτάζω κάθε πρωί με μιαν αδιόρατη, σχεδόν μεταφυσική, προσμονή, σαν να πρόκειται για ραντεβού Θα είναι εκεί; Τελικά, ναι. Είναι εκεί κάθε πρωί. Σαν μόνιμη υπενθύμιση του χάους της ζωής που κουβαλά.
Όλοι μας έχουμε ένα ανάλογο παράδειγμα, ο άνθρωπος στο φανάρι της Λ. Καλύμνου είναι απλώς ένα δείγμα. Δείγμα ζωής που έχει καταστραφεί. Απολύτως μόνος με την ταμπέλα «Πεινάω», κρεμασμένη στο στήθος του, πάνω στα παλιόρουχα που είναι έτοιμα να τον εγκαταλείψουν. Και με ένα λιπόσαρκο σώμα που δείχνει ότι εγκαταλείπει τον ίδιον σιγά σιγά. Φαίνεται, είναι μοναχικός.
Οι ζωές των μοναχικών ανθρώπων δεν είναι παιχνίδια. Είναι πολυτελή τετράδια όπου όλοι όσοι έχουν περάσει από τις ζωές τους αφήνουν τις σημειώσεις τους. Αφήνουν τα σημάδια τους και κρατούν μερικά παράθυρα ανοιχτά για να παίρνουν μερικές ανάσες. Σε αυτό το φανάρι είναι κάθε μέρα η εικόνα της σημερινής Ελλάδας. Άγνωστο πώς κατήντησε έτσι, άγνωστο πώς θα ξεφύγει από τη μιζέρια, άγνωστο πού θα πάει. Μια χώρα που φοράει, και αυτή, τη χάρτινη ταμπέλα στο λαιμό της: «Λίγη βοήθεια, πεινάω…».
[1] Σβετλάνα Αλεξίεβιτς, “Το τέλος του κόκκινου ανθρώπου”, μτφρ.: Αλεξάνδρα Δ. Ιωαννίδου, εκδ. Πατάκης