Ελλαδα

Ένα παλιό άρθρο του Σ. Θεοδωράκη για τον Κωστή Στεφανόπουλο

Περιοδικό ΜΕΝ, Μάρτιος 2000

Newsroom
9’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Στην αίθουσα αναμονής του προεδρικού μεγάρου απέναντι από το γραφείο του Κωστή Στεφανόπουλου τα πάντα είναι σε μια ψυχρή συμμετρία. Ένας διθέσιος καναπές, δύο πολυθρόνες –στο μπρονζέ αυτοκρατορικό χρώμα-, μαζί με ένα τραπεζάκι στη μια μεριά και δύο βαριές ξύλινες καρέκλες κοντά στο σβηστό τζάκι. Ακουμπισμένες στους τοίχους πολλές φυάλινες βιτρίνες με σταυρούς, μετάλλια, παράσημα από τα ταξίδια του Προέδρου. Τα βαλκανικά και τα σκανδιναβικά ήταν μάλλον τα καλύτερα –αίθουσα αναμονής λοιπόν και αίθουσα τροπαίων. Το γκαρσόνι δεν σερβίρει τσάι αλλά μόνο καφέ ή φυσικό χυμό πορτοκάλι – «για να μην ανεβαίνω πάνω και σας καθυστερήσω»- και αποσύρεται μαζί με τον δίμετρο άντρα της φρουράς. Δεν ξέρω γιατί, αλλά στην ατμόσφαιρα υπάρχει κάτι από τον προθάλαμο του γραφείου του Δημήτρη Αβραμόπουλου. Είναι το άρωμα ίσως που σκορπούν γύρω τους οι πλέον δημοφιλείς Έλληνες. Ησυχία, τάξη, πουθενά φωνές και παρατρεχάμενοι. Τελικά ίσως οι αρμοδιότητες του Προέδρου –όπως, άλλωστε, και του δημάρχου- να είναι όντως λίγες.

Στις επτά ακριβώς το μεγάλο μεταλλικό ρολόι ακουμπισμένο πάνω στο τζάκι, άρχισε να χτυπάει. Χωρίς κούκο, ευτυχώς. Ξαφνιάστηκα, άφησα τα μετάλλια και πλησίασα στο τζάκι. Σκέφτηκα ότι με τον χτύπο του ρολογιού η πόρτα θα άνοιγε, όπως γίνεται και στα έργα, και έκατσα στις ξύλινες καρέκλες. Αυτό δεν είναι το σωστό; Η πόρτα δεν άνοιξε όμως και άρχισα να εξερευνώ τα σκαλίσματα στις καρέκλες. Γυμνόστηθες γυναίκες ήταν σκαλισμένες στην άκρη των μπράτσων. Μια μικρή νότα ζωής στο νεκρό δωμάτιο. Το άνοιγμα της πόρτας με βρήκε σκυμμένο να παρατηρώ απορημένος τα σκαλίσματα στο ξύλο.

Ο άνδρας της ασφάλειας μου ζήτησε να τον ακολουθήσω στο γραφείο του Προέδρου. Είχαν περάσει μόνο δύο λεπτά από την προκαθορισμένη ώρα του ραντεβού. Ήταν φανερό ότι στην Προεδρία όλα δούλευαν ρολόι. Το είχα καταλάβει, άλλωστε, φτάνοντας στο φυλάκιο της λεωφόρου Βασιλέως Γεωργίου Β’, την καθημερινή είσοδο του προεδρικού μεγάρου. Υπήρχε μια θέση πάρκινγκ φυλαγμένη. «Στην ώρα σας» μου είπε –για να πει κάτι- ο ένστολος ανεβαίνοντας μαζί μου τις σκάλες, για να με παραδώσει στον άνδρα της ασφάλειας – θα είχε κάνει στη βάρδιά του αρκετές φορές το ίδιο δρομολόγιο, αλλά πλησιάζει η ώρα που ο Πρόεδρος θα εγκατέλειπε το μέγαρο και όλοι θα χαλάρωναν. Όχι ότι ο κ. Στεφανόπουλος είναι κανένας ιδιότροπος, ένας Σαρτζετάκης, αλλά όσο να ‘ναι, η παρουσία του στο μέγαρο επιβάλλει επιφυλακή.

Στα πέντε χρόνια που είναι στην Προεδρία, ο Κωστής Στεφανόπουλος, ελάχιστες φορές κοιμήθηκε στα προεδρικά διαμερίσματα. Ίσως –ίσως λέω- αν ζούσε η γυναίκα του η Τζένη, να είχε επιλέξει να ζούσε μαζί της στο προεδρικό. Την έχασε όμως το 1987, λίγα χρόνια πριν έχασε και τον αδερφό του Σπύρο. Τον φίλο του δηλαδή, που μαζί, την ίδια μέρα, παντρεύτηκαν δύο αδερφές. Έτσι, τώρα τα μεσημέρια και τα βράδια προτιμά να παίρνει τον δρόμο για την οδό Δάφνης στο Ψυχικό, εκεί όπου ζει ο γιος του ο Δημήτρης μαζί με τη γυναίκα του Ελένη και τα δύο τους παιδιά: τον Κωστή και την Τζένη, βέβαια. Αυτά τα δύο μικρά είναι τα μόνα πρόσωπα μαζί με τις δίδυμες Ευγενία και Ευδοκία –παιδιά της κόρης του Ειρήνης Στεφανοπούλου- Κοκολιού- που μπορούν να τραβάνε τα μουστάκια του Προέδρου. Και θα παραμείνουν οι μόνοι, μέχρι να αποφασίσει και ο μικρότερος γιος του ο Ηλίας να κάνει κι αυτός οικογένεια και παιδιά. Δικηγόρος στην Πάτρα, στο παραδοσιακό γραφείο της οικογένειας Στεφανόπουλου, ο Ηλίας πρωταγωνίστησε στα μέσα Φεβρουαρίου στα κανάλια με αφορμή μια ερασιτεχνική θεατρική παράσταση. Ο Κωστής Στεφανόπουλος είναι μάλλον ευτυχής που κανένα από τα παιδιά του δεν είναι στον δρόμο της πολιτικής και, βεβαίως, με κανέναν τρόπο δεν θέλει η οικογένειά του να πρωταγωνιστεί στα τηλεοπτικά παράθυρα. Εχθρός της τηλεόρασης και ο ίδιος, αρκείται στην παρακολούθηση μόνο των δελτίων ειδήσεων και ίσως κάποιων βραδινών ενημερωτικών εκπομπών.

Ανοίγοντας τη βαριά πόρτα του γραφείου του, η κ. Ζωή Δρόσου ήταν εκεί. Από το 1974 παρούσα στο πλευρό του. Τη θυμάμαι από τα χρόνια της ΔΗΑΝΑ. Η ΔΗΑΝΑ ξεκίνησε από τη Σόλωνος, αλλά «επεκτάθηκε» στην πολυκατοικία της 3ης Σεπτεμβρίου στο παλιο κτίριο της ΔΕΗ. Εκεί κοντά στην Ομόνοια – πάνω από ένα ποδηλατάδικο, που πρέπει να υπάρχει ακόμη – πέρασε από τις μεγάλες αλλά και τις μοναχικές στιγμές της πολιτικής του καριέρας ο Κωστής Στεφανόπουλος. Τα όνειρα σιγά σιγά περιορίστηκαν μαζί με τους ορόφους και μόνο ένας τρελός θα πόνταρε στο άστρο του. Το ότι ήταν συμπαθής για το προσωπικό του ήθος – και όχι απ’όλους - δεν άλλαζε τη ματιά των πολλών. «Καλός, αλλά τελειωμένος» ψιθύριζαν τότε αρκετοί. Δεν ήταν η πρώτη φορά που είχε ειπωθεί αυτό για τον κ.Στεφανόπουλο. Το 81 είχε χάσει από τον Αβέρωφ την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας και το 84 είχε χάσει ξανά την προεδρία της Νέας Δημοκρατίας από τον Μητσοτάκη. Η αποτυχία δεν ήταν άγνωστη λέξη γι’αυτόν. Το 1958, το 1961 και το 1963 απέτυχε να μπει στη Βουλή, αλλά το 1964 βγήκε πρώτος βουλευτής με την ΕΡΕ, την ίδια χρονιά που ο Ανδρέας Παπανδρέου ξεκινούσε με την Ένωση του Κέντρου.

Είκοσι πέντε χρόνια αργότερα , το «βρώμικο 89», ο Κωστής Στεφανόπουλος ήταν ο μόνος πολιτικός της συντηρητικής παράταξης που δεν συμφώνησε στην παραπομπή του Παπανδρέου στο Ειδικό Δικαστήριο και δεν την ψήφισε. Όχι ότι τον θεωρούσε αθώο – για «αμαρτήματα» και για «παράτυπες ή παράνομες πράξεις» μου είχε μιλήσει κάποτε – αλλά πίστευε ότι έναν πρωθυπουργό δεν τον στέλνεις στο εδώλιο αλλά σπίτι του – άποψη, άλλωστε, που, απ’ότι φαίνεται , είχε και ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Η στάση του αυτή βοήθησε τον Ανδρέα Παπανδρέου να τον σκεφτεί για πρωθυπουργό το καλοκαίρι του 89, στην προσπάθειά του να ξεπεράσει την άρνηση του Χαρίλαου Φλωράκη για νέα πρωθυπουργία Παπανδρέου. Να κυβερνάει η αυλή του Ανδρέα δηλαδή, μαζί με τον Συνασπισμό, και να πρωθυπουργεύει ο Στεφανόπουλος ..., αλλά αυτό δεν έγινε. Δεν δέχτηκε ούτε να βγει βουλευτής με το ψηφοδέλτιο του ΠΑΣΟΚ στη δεύτερη εκλογική αναμέτρηση του 89. Ο Γιώργος Κατσιφάρας – όπως αποκαλύπτει τώρα – ως αγγελιαφόρος του Ανδρέα του πρότεινε την εκλογή τη δική του στο Επικρατείας και δύο πολιτικών του φίλων με σταυροδότηση – κατευθυνόμενη από το ΠΑΣΟΚ. Στη συνέχεια, αν ήθελε, θα δήλωνε ανεξάρτητος και θα εκπροσωπούσε τη ΔΗΑΝΑ, στηρίζοντας βέβαια το ΠΑΣΟΚ. «Δεν το συζήτησε καν, παρ’ότι τον διαβεβαίωσα ότι θα είχε άλλους δύο δικούς του βουλευτές, και δεν το συζήτησε γιατί είχε αρχές» εκμυστηρεύεται ο Γιώργος Κατσιφάρας. Ήταν εκτός και πληγωμένος, αλλά δεν θα θυσίαζε και τα πάντα για να ξαναμπεί στο παιχνίδι.

Αν με τις αρνήσεις χτίζουμε το μέλλον μας, είναι σίγουρο ότι ο Κωστής Στεφανόπουλος είπε στη ζωή του τα σωστά όχι. Αν είχε δεχτεί να γίνει βουλευτής, θα είχε το πολύ πολύ την τύχη του Λιβανού. Δεν δέχτηκε, όμως, και έγινε Πρόεδρος, και η κυρία Δρόσου ήταν, όπως πάντα στον προθάλαμό του. Τότε, στην 3η Σεπτεβρίου, έκανα μισό βήμα για να της δώσω το χέρι μου, τώρα, στο προεδρικό γραφείο, χρειαζόταν να κάνω έξι επτά. Το ίδιο ευγενική με τους επισκέπτες και το ίδιο προστατευτική με τον Πρόεδρο. Μια γραμματέας που θα τη ζήλευαν πολλοί πολιτικοί, με το χάρισμα να σε κάνει να πιστεύεις ότι για σένα ενδιαφέρεται, ενώ βέβαια, μόνο τον Πρόεδρο έχει στο μυαλό της. Δυο διπλές δρύινες θεόρατες πόρτες άνοιξαν η μια μετά την άλλη για να βρεθώ στον προσωπικό χώρο του Προέδρου. Ένας μεγάλος μακρόστενος χώρος, διακοσμημένος σχεδόν μόνο με βιβλιοθήκες ασφυκτικά γεμάτες. Μόνο που ήταν φανερό ότι ο ένοικος του γραφείου δεν χρησιμοποιούσε τα βιβλία για ντεκόρ. Όχι ότι υπήρχε αταξία και τίποτα ατακτοποίητο, αλλά η μυρωδιά των ανοιχτών βιβλίων ήταν διάχυτη. Στην πλάτη του, ακουμπισμένα στη βιβλιοθήκη, πέντε δέκα βιβλία, αυτά που διαβάζει ταυτοχρόνως αυτή την εποχή. Ιστορικά, βιογραφίες, αλλά και «βαριά» λογοτεχνία.

Του θύμισα τις μέρες της «αποστρατείας» του και τη συνάντησή μας τον Οκτώβριο του 1993. Τον είχα επισκεφτεί στο στενάχωρο γραφείο της 3ης Σεπτεμβρίου – είχα πάει τότε για τη Μεσημβρινή - και από τα λίγα πράγματα που θυμάμαι ήταν το ελαφρώς τριμμένο γκρι κοστούμι του και ο αυστηρός του λόγος, κυρίως εναντίον του τότε αρχηγού της Νέας Δημοκρατίας. «Πρώτος και απαράβατος όρος είναι η απομάκρυνση του κυρίου Μητσοτάκη» μου απάντησε τότε, όταν τον ρώτησα αν σκέφτεται να επιστρέψει στη Νέα Δημοκρατία. Είχε προηγηθεί η στήριξη της κυβέρνησης του Μητσοτάκη με τη χρυσή ψήφο του βουλευτή της ΔΗΑΝΑ Κατσίκη. Μια στήριξη που έγινε χωρίς κανέναν όρο από την πλευρά του κ. Στεφανόπουλου και που του άφησε μια θλίψη, καθότι αμέσως μετά ουδείς στη Νέα Δημοκρατία αναγνώριζε την ύπαρξη καν της ΔΗΑΝΑ. «Που τα θυμήθηκες όλα αυτά;» μου είπε παρατηρώντας κάτι δικές του φωτογραφίες από το γραφείο της 3ης Σεπτεμβρίου που είχα ξετρυπώσει από το αρχείο μου. Δειλά, σήκωσα ξανά τη φωτογραφική μηχανή. «Τι τις κάνετε οι δημοσιογράφοι όλες αυτές τις φωτογραφίες;» με ρώτησε σχεδόν αυστηρά, δίνοντάς μου όμως και λίγο χρόνο για να ολοκληρώσω το φιλμ. «Ως εδώ» είπε κάποια στιγμή, αφού πρώτα είχε αρνηθεί να πιάσει ένα από τα μισάνοιχτα βιβλία του για να τον φωτογραφίσω. «Αυτά με τους πολιτικούς» είπε και συμπλήρωσε το υπονοούμενό του με ένα χαμόγελο.

Όποιος νομίζει ότι ο Πρόεδρος είναι παραιτημένος από την πολιτική, είναι γελασμένος. Έχει άποψη για όλα και όχι μόνο για τους Αμερικανούς και τον Κλίντον. Για τον Παπανδρέου, τον Μητσοτάκη, τους πρώτους και τους δεύτερους εκείνης της εποχής. Για τους πρώτους και τους δεύτερους της τωρινής εποχής. Λόγια μετρημένα, βέβαια, αλλά όχι πάντα «προεδρικά», από έναν άνθρωπο που έχει υπάρξει ένας από τους μεγαλύτερους ρήτορες στη Βουλή. Ο λόγος του Κωστή Στεφανόπουλου δεν ήταν πάντοτε ουδέτερος και εθνικός, όπως προσπαθούν να μας πείσουν το τελευταίο διάστημα ορισμένοι, και όσοι αμφιβάλλουν δεν έχουν παρά να ανατρέξουν στα πρακτικά της Βουλής. Η συνάντησή μας ήταν λίγες μέρες, λίγες ώρες μάλλον, πριν ο κ. Σημίτης ανακοινώσει την ημερομηνία των εκλογών, και ο ίδιος έδειχνε άγνοια.Εκ των υστέρων, όλα μαρτυρούν ότι ήταν ενήμερος για την ημερομηνία, αλλά, βεβαίως, δεν θα το συζητούσε με έναν δημοσιογράφο, όσες διαβεβαιώσεις κι αν έπαιρνε. 

Αυτός ο άνθρωπος είχε όλο τον χρόνο τα τελευταία χρόνια να σκεφτεί τι πρέπει και τι δεν πρέπει να πιστέψει. Σκακιστής δεινός, γνώστης του πιγκ πογκ στα νιάτα του, αλλά και του μπιλιάρδου, στις λέσχες και στα καφενεία της Αχαΐας κυρίως, ξέρει τα παιχνίδια των πολιτικών. Τον Μάρτιο του 1995, που πέρασε την πόρτα του προεδρικού μεγάρου, δεν σβήστηκαν όλα από τη μνήμη του ούτε επέβαλε τα πολιτικά του χαρίσματα. Το 1995 ήταν ο φόβος του Ανδρέα που τον ευνόησε (αν έλεγε όχι ο Ανδρέας στην προεδρική πρόταση του Σαμαρά, η Βουλή θα διαλυόταν και τίποτα δεν μαρτυρούσε ότι ο ίδιος και το ΠΑΣΟΚ θα μπορούσαν να φέρουν εις πέρας μια εκλογική μάχη). Και τώρα, το 2000 ήρθε η σειρά του Καραμανλή να φοβηθεί ότι, αν αρνηθεί την προεδρική πρόταση Σημίτη, θα έχει να λογοδοτήσει στο 80% του κόσμου της παράταξής του, που είχε θετική γνώμη για το πρόσωπο του Κωστή Στεφανόπουλου. Ξέρει λοιπόν γιατί είναι χρήσιμος στους πολιτικούς' γιατί τον ψήφισαν, αλλά και γιατί κάποιοι απ΄αυτούς σε κανονικές συνθήκες δεν θα ήθελαν ούτε να τον ξέρουν.

Επίσης, την επαφή με την πραγματικότητα δεν την έχει μέσω των μίντια και των δημοσιογράφων. Τις ελληνικές εφημερίδες τις ξεφυλλίζει όλες, αλλά επισταμένως παρακολουθεί τα γραπτά ορισμένων μόνο δημοσιογράφων, που με τον καιρό ξεχώρισε και επέλεξε. Με κανέναν από αυτούς δεν έχει προσπαθήσει να γίνει φίλος. Έτσι έκανε πάντα. Έτσι επέλεξε και το 1995 τον διευθυντή Τύπου της Προεδρίας Μίμη Παπαναγιώτου. Τον παρακολουθούσε και τον γνώριζε απλώς ως διευθυντή της εφημερίδας Η Καθημερινή και του έκανε την πρόταση μέσω τρίτου προσώπου να δουλέψει μαζί του.  Γι΄αυτόν τον άνθρωπο η φιλία και η δουλειά δεν πάνε μαζί. Οι προσωπικοί του φίλοι δεν έχουν κληθεί ούτε μια φορά στις δεξιώσεις στο μέγαρο. Δεν το έχει επιτρέψει ο ίδιος. Μια μεγάλη, αλλά παλιά -και καθόλου hi-tech- τηλεόραση βρίσκεται αρκετά μέτρα μακριά από το βλέμμα του Προέδρου. Μόνος του, ενώ πλησίαζε η ώρα για τις ειδήσεις, την έσυρε με το τραπεζάκι της προς το κέντρο του δωματίου. Δεν ήθελε βοήθεια. Τίποτα καινούργιο και πολυτελές δεν υπάρχει στον χώρο. «Αυτός ο άνθρωπος είναι ίδιος ο Χριστοδουλάκης» σκέφτηκα.

Η ΔΗΑΝΑ είναι το μόνο κόμμα που επέστρεψε στο κράτος την προεκλογική επιχορήγηση που έλαβε και δεν ξόδεψε. Ακόμα και σε ιδιώτες επέστρεψε λεφτά, με χαρακτηριστικότερη περίπτωση αυτή του Παύλου Γιαννακόπουλου, που είδε να του επιστρέφουν το μεγαλύτερο μέρος από τα -λίγα, πάντως- εκατομμύρια που είχε συνεισφέρει. Και, όταν βγήκε Πρόεδρος, σταμάτησε να εισπράττει τη βουλευτική αποζημίωση και είπε όχι στα δεκάδες εκατομμύρια των αναδρομικών αμοιβών που εξασφάλισαν οι βουλευτές τα τελευταία χρόνια. Όχι ότι ο μισθός του Προέδρου είναι μικρός. Ξεπερνάει τα πέντε εκατομμύρια μηνιαίως, αλλά ποιος μπορεί να υποστηρίξει ότι υπάρχουν άλλοι στην πολιτική ή αλλού που θα αρνούνταν νόμιμες αμοιβές, προς όφελος του κράτους; Ο Στεφανόπουλος όμως το κάνει και δεν το διαφημίζει. Αντίθετα, εκνευρίστηκε όταν για πρώτη φορά είδε γραμμένο ότι δεν εισπράττει τη βουλευτική του σύνταξη, και άρχισε τις φωνές. (Όπως θα εκνευριστεί και τώρα.) Επιδιώκει τη δημοσιότητα μόνο για τα έργα -τις επίσημες δραστηριότητες- του Προέδρου. Τα άλλα είναι δικά του, προσωπικά. Όπως η απόφασή του να περνάει ώρες ακούγοντας τα προβλήματα όσων του ζητούν ακρόαση. Δεν είναι μέρος μιας τακτικής ούτε φορτώνει τις υπηρεσίες της Προεδρίας σαν κομματάρχης ρουσφετολόγος. Πασχίζει ο ίδιος να βρει λύσεις ή τις σωστές συμβουλές, επαναλαμβάνοντας μάλλον από μέσα του «είναι χρέος σου, με σένα στάθηκε τυχερή η μοίρα». Ανοιχτές είχε πάντα τις πόρτες και στα υπουργικά του γραφεία. Ήταν μια αρχή της γραμματέως του, που την ενίσχυσε με τη συμπεριφορά του. Το θεωρεί εκ των ων ουκ άνευ και μάλλον δεν του αρέσει που τα κανάλια δίνουν δημοσιότητα σε κάποιες από τις επισκέψεις. Όπως συνέβη με την επίσκεψη, αρχές Φεβρουαρίου, του Λευτέρη Πανταζή – είχε προηγηθεί η επίσκεψη της Μάγιας Μελάγια, αλλά σε αυτή δεν δόθηκε δημοσιότητα. Τον αοιδό Λε- Πα μάλλον τον αγνοούσε ο Πρόεδρος αλλά τον είδε ύστερα από παράκληση ενός αστυνομικού της φρουράς του.

Το 2005 ο εβδομηνταεφτάχρονος Στεφανόπουλος θα εγκαταλείψει, υποχρεωτικά, την Προεδρία και μάλλον θα φύγει από το μέγαρο όπως ήρθε. Και θα σπεύσει στους φίλους του και στο εξοχικό του στο Ρίο, παίρνοντας από την Προεδρία μόνο τα βιβλία που του αποστέλλουν και ίσως μια βαλίτσα με τα παράσημα και τα μετάλλια. Στις αποθήκες της Προεδρίας θα μείνουν ακόμη και τα δώρα που του κάνουν οι ξένοι ηγέτες σε ανταπόδοση των δικών του δώρων: θεωρεί χρέος του να τα αφήσει πίσω του και θα είναι ο πρώτος που θα το κάνει. Η θητεία του ευγενούς, μετρημένου και μάλλον μοναχικού κυρίου θα λάβει τέλος. Η ιστορία θα βρει τα δικά της ξεχωριστά λόγια για την προεδρική του θητεία – τη θητεία του συντηρητικού Στεφανόπουλου, που ποτέ όμως δεν υπήρξε Κωνσταντίνος, παρά μόνο Κωστής.