Ελλαδα

Ανταλλάσσεις την ελευθερία με τα γεμιστά της μαμάς;

Ελίζα Συναδινού
ΤΕΥΧΟΣ 587
8’ ΔΙΑΒΑΣΜΑ

Χαϊδεµένοι από τους γονείς µας, διευθυντές από τα γεννοφάσκια µας, εµείς που θα γινόµασταν άρχοντες του κόσµου ενηλικιωθήκαµε και ύστερα ήρθαν οι µέλισσες της κρίσης και µας τσίµπησαν στα οπίσθια. Άουτς. 

Πρόσφατη έρευνα της διαΝΕΟσις χαρακτηρίζει τη σηµερινή (ελληνική) νέα γενιά «ενήλικους παίδες». Τι σηµαίνει αυτό; 

Στο παιδικό δωµάτιο ακόµα έχει φως το βράδυ. Μέσα κοιµάται ένας 25άρης που ζει µε το χαρτζιλίκι των γονιών και καθυστερεί όσο το δυνατόν περισσότερο να ανοίξει την πόρτα του πατρικού και να βρεθεί αντιµέτωπος µε το απειλητικό τέρας της οικονοµίας που τον περιµένει εκεί έξω. 

Ανταλλάσσει την ελευθερία µε τα γεµιστά της µαµάς και, κυρίως, µε την πολυπόθητη έλλειψη ευθυνών: οι γονείς θα του κάνουν τη φορολογική δήλωση, αν του χαλάσει το δόντι θα τον πάνε στο γιατρό τον οποίο και θα πληρώσουν µαζί µε την κλήση παράνοµης στάθµευσης και µια γκρίνια για να µην ξανασυµβεί. Με λίγα λόγια, θα τον νταντεύουν, θα τον χαρτζιλικώνουν και θα τον προστατεύουν. Η µανούλα είναι εδώ. Αλλά ως πότε;  

Δεν φταίει µόνο η κρίση, όπως πολλοί θα σπεύσουν να σκεφτούν. Το σχολιάζει άλλωστε και ο κοινωνιολόγος Π. Παναγιωτόπουλος για την έρευνα:  «Πρόκειται για ένα σηµείο επιβεβαίωσης του οικογενειακού κονσένσους της Μεταπολίτευσης και αναπαραγωγής του οικονοµικού µοντέλου». Της οικογένειας-οµπρέλας. Απτή απόδειξη το εξής εύρηµα: στην Ελλάδα της βαθιάς ύφεσης υπάρχουν νέοι, και δεν είναι καθόλοι λίγοι (53,9%) που δηλώνουν ότι το οικογενειακό εισόδηµα (δηλαδή το χαρτζιλίκι που τσοντάρουν γονείς και παππούδες) τους αρκεί. 

Γιατί; Ποια είναι αυτή η γενιά; Πώς ζει, πώς σκέφτεται για το µέλλον; Και γιατί, τέλος πάντων, δεν ενηλικιώνεται; 

«Το προφίλ αυτών των “ενήλικων παίδων” είναι ακόµη αδιαµόρφωτο» µας απογοητεύει η έρευνα της διαΝΕΟσις, η οποία αναφέρεται σε άτοµα µεταξυ 18 και 24 ετών, σχολιάζοντας όµως παράλληλα ότι είναι εµφανής η τάση αποκοπής και δηµιουργίας ενός ξεχωριστού σύµπαντος.

Θα µας βοηθήσει να ρίξουµε µια µατιά στα πολλά στατιστικά στοιχεία που είναι διαθέσιµα για την περίφηµη γενιά των millennials, που περιλαµβάνει όσους έχουν γεννηθεί µεταξύ 1981 και 2000. Millennials, η γενιά που στην Αµερική όταν ψήφισε έβγαλε τον πρώτο αφρο-αµερικανό πρόεδρο και που τώρα η Χίλαρι τους κυνηγάει για να τους κερδίσει, που η αγορά βιάζεται να κατανοοήσει τις ανάγκες της για να προσαρµοστεί σε αυτές διότι πλέον αυτή κινεί τα νήµατα. 

Ποιες είναι λοιπόν οι ανάγκες των millennials; 

Έχει γίνει πολύ µεγάλη συζήτηση για το ότι οι millennials είναι η γενιά που προτιµάει να αγοράσει µια εµπειρία από ένα υλικό προϊόν. Στη ζυγαριά, τα εισιτήρια ενός φεστιβάλ ή για ένα ταξίδι στο εξωτερικό µετράνε πιο πολύ από ένα καινούργιο ρούχο. Το περιοδικό «Forbes» σχολιάζει πως έχουν άλλους στόχους απ’ το να αγοράσουν ένα καλό σπίτι ή να αποκτήσουν µια φοβερή θέση στη χ εταιρεία (στην Ελλάδα αυτό δεν γίνεται έτσι κι αλλιώς), όπως είχαν οι γονείς τους. Είναι η γενιά που ζει πιο πολύ για το σήµερα, δεν περιµένει να ακολουθήσει τη γραµµική πορεία καλή δουλειά - τακτοποιηµένη ζωή - αποθεµατικά και καλή σύνταξη. Αντίθετα, επενδύει σε εµπειρίες, συναυλίες, ταξίδια, χωρίς να περιµένει και πολλά από το µέλλον.  

Μια µεγάλη έρευνα του Boston Consulting Group έδειξε πως οι millennials είναι ιδεαλιστές, εγωκεντρικοί, παίζουν την τεχνολογία στα δάχτυλα και χαρακτηρίζονται από την «επιθυµία να ζουν τη στιγµή». Πιο πολύ από οτιδήποτε, µας δείχνει άλλη έρευνα της Eventbite, αυτά τα άτοµα αναζητούν εµπειρίες, ενώ τους διακατέχει το FOMO (Fear of Missing out). Να µη χάσουν δηλαδή κάτι που συµβαίνει στον έξω κόσµο, κάποιο event ή το άνοιγµα του Ιδρύµατος Σταύρος Νιάρχος. Τα εγκαίνια ακολουθούν ποστς, ήµουν κι εγώ εκεί, η φωτογραφία ανεβαίνει σε δευτερόλεπτα για όποιον ενδιαφέρεται και µένει εκεί, ψηφιακή απόδειξη ότι συµµετείχαµε κι εµείς σε αυτό για το οποίο συζητάνε όλοι, ότι είµαστε κι εµείς ενωµένοι µε τον αόρατο ιντερνετικό ιστό. 

Πίσω στα δικά µας: τι είναι αυτό που κάνει τους έλληνες νέους διστακτικούς να λύσουν τον κόµπο της πραγµατικής ενηλικίωσης; 

H ψυχοθεραπεύτρια Νάσια Ευθυµιοπούλου εξηγεί ότι καταλυτικό ρόλο έχει παίξει το πώς µεγάλωσαν οι millennials: «Η αγωνία αρκετών γονιών να µεγαλώσουν ένα παιδί ανταγωνιστικό, δυναµικό, που θα ήξερε να διεκδικεί άρα και να επιβιώνει, οδήγησε πάρα πολλούς σε µια παρεξηγηµένη ερµηνεία εννοιών όπως της ισοτιµίας, της ελευθερίας, της ανεκτικότητας, του µοντέρνου γονιού. Αυτό είχε ως αποτέλεσµα να αντιστραφούν οι ρόλοι και η “εξουσία” να περνάει στα χέρια των παιδιών όπου άρχισαν να έχουν λόγο στα πάντα. Μοιράζονταν τα µυστικά τους, θέµατα της προσωπικής τους ζωής, γιατί ήθελαν να γίνουν φίλοι µε τα παιδιά τους, πράγµα αδύνατον και καθόλου βοηθητικό για τη µετέπειτα ζωή τους, αφού έµαθαν πως είναι εντάξει να έχεις διπλές σχέσεις. Αυτή η φιλοσοφία του “όλοι είµαστε ίσοι” είχε µια σοβαρή αρνητική πλευρά: Τα παιδιά µεγάλωσαν και όταν βγήκαν για πρώτη φορά στην αγορά εργασίας συνειδητοποίησαν πως δεν είναι το κέντρο του σύµπαντος. Έτσι σήµερα διαβάζουµε αµέτρητες έρευνες που χαρακτηρίζουν τους millennials ως νάρκισσους, εγωιστές, ανικανοποίητους και αγχωµένους».

Στη συζήτηση που έκανα µε συνοµιλήκους, πολλοί φάνηκαν να συµφωνούν µε την κ. Ευθυµιοπούλου, χωρίς όµως να κατηγορούν τους γονείς τους και χωρίς να τους καταλογίζουν µερίδιο ευθύνης.

Μιλάµε για τις κατώτερες ηλικιακά κλίµακες των millennials – στην Ελλάδα ακόµα περισσότερο από τον υπόλοιπο κόσµο, κάποιος που γεννήθηκε το ’81 και είναι σήµερα 35 ετών δεν εκδιώχθηκε απ’το πάρτι βίαια στην κρίσιµη καµπή, όπως για παράδειγµα κάποιος που τελείωσε το σχολείο το 2007 και βγήκε στην αγορά εργασίας όλος ελπίδα το 2011. 

Αυτά τα παιδιά µεγάλωσαν πιστεύοντας ότι θα κατακτήσουν τον κόσµο από τα 20, µόλις όµως βγήκαν στον έξω κόσμο έπεσαν από τα σύννεφα. «Είστε η τυχερή γενιά: τα έχετε όλα και δεν σας λείπει τίποτα, έχετε όλα τα εφόδια να γίνετε σπουδαίοι». Σας ακούγεται οικεία αυτή η πρόταση;  

«Δεν πιστεύω σε προβλέψεις» παραδέχεται ο Λεωνίδας, 27 ετών, που εργάζεται περιστασιακά στο χώρο των Media. «Όλα όσα µου έλεγαν όταν ήµουν µικρός, διαψεύστηκαν». Η Ελένη, 28 ετών, ιδιωτ. υπάλληλος, συµπληρώνει: «Σίγουρα το µέλλον δεν έχει καµία σχέση µε το πώς το φανταζόµασταν µικροί. Μεγαλώσαµε χωρίς να µας λείπει τίποτα, µε τη νοοτροπία του πανεπιστηµίου και της “καλής” δουλειάς και περάσαµε πολλά χρόνια στοχεύοντας σε αυτό ακριβώς». 

«Αυτή η ψευδαίσθηση πως µπορεί κανείς να κάνει τα πάντα είναι που µας στοιχειώνει από τη στιγµή που συνειδητοποιούµε ότι η εποχή του σχολείου είναι πια παρελθόν» συµφωνεί η Στεφανία, 24, µεταπτυχιακή φοιτήτρια. «Όταν σκέφτοµαι το µέλλον, λέω ευτυχώς που οι γονείς µου έκαναν κάποια λεφτά, γιατί αλλιώς δεν ξέρω τι θα γινόταν».  

Αυτό που παρατηρώ είναι µια ενοχή απέναντι στην οικογένεια: «Η γενιά των γονιών µας πέρασε δύσκολα µεγαλώνοντας, γιατί προέρχονταν από αρκετά φτωχούς γονείς. Πολλοί έπιασαν από νωρίς δουλειά για να ανταπεξέλθουν στις οικονοµικές απαιτήσεις της ζωής, προσπαθώντας να βάλουν βάσεις για ένα καλύτερο µέλλον, για να ζήσουν τα παιδιά τους καλύτερα» σχολιάζει η Ελένη. Σύµφωνα µε την κ. Ευθυµιοπούλου, το µεγαλύτερο ποσοστό των γονιών χαρακτηρίζεται από «σύγχυση, ενοχή και καλή πρόθεση. Από τη µια άκουγαν τους ψυχολόγους για το πόσο σηµαντικά είναι τα όρια ώστε να νιώθουν ασφαλή τα παιδιά τους –χωρίς να τους έχει πει κανείς τον τρόπο να το κάνουν– και από την άλλη πως η αυστηρότητα –που παλιότερα θεωρούνταν χαρακτηριστικό του καλού γονέα– ήταν παρωχηµένη και ο σίγουρος τρόπος να µη σχετιστείς ουσιαστικά µε το παιδί σου». 

Φυσικά, υπάρχει και η τεχνολογία, που µας χωρίζει από τις προηγούµενες γενιές. «Η µαµά µου για να µιλήσει µε αγόρι έπρεπε να περάσει από την ανάκριση του πατέρα της. Αυτό που µας ξεχωρίζει απ’ τους γονείς µας είναι η ιδέα µε την οποία έχουµε µεγαλώσει, ότι αν πατήσεις δεξί κλικ “µπορείς να κάνεις τα πάντα”, η συνεχής προσκόλλησή µας σε µία οθόνη από πολύ µικρή ηλικία, η χρήση του τηλεφώνου ως προσωπικό εργαλείο µε σεβασµό στο προσωπικό απόρρητο» παραδέχεται η Στεφανία. Μιλάµε για δύο κόσµους ξεχωριστούς, µε τεχνολογικά ενηµερωµένα παιδιά που µπορούν να αποµονωθούν σε δευτερόλεπτα από τους συχνά τεχνολογικά αναλφάβητους γονείς τους πατώντας ένα κουµπί και µόνο. 

«Είµαστε πιο αποξενωµένοι» θα συµφωνήσει η Σοφία, 26, η οποία δουλεύει στο εξωτερικό. Προσφάτως η µαµά της ανέβασε µια φωτό της στο Facebook µε τη λεζάντα: «Τελευταίο Σ/Κ της κόρης µου στην Ελλάδα κι αυτή δεν ξεκολλάει τα µάτια της απ’ την οθόνη». «Οι καιροί βέβαια είναι λιγότερο ξέγνοιαστοι, υπάρχει λιγότερη αισιοδοξία και δυστυχώς περισσότερη κακοµαθησιά». 

Όλοι ανεξαιρέτως µε τους οποίους µίλησα συµφωνούν σε ένα πράγµα: η γενιά πριν από µας µεγάλωσε σε ένα δύσκολο περιβάλλον, όµως υπήρχε προοπτική. Αυτή η πικρή παραδοχή φαίνεται να ενώνει τους δύο κόσµους, καθώς θυµάµαι να ακούω την ίδια κουβέντα ουκ ολίγες φορές από τους γονείς µου και τους γονείς των φίλων µου. «Εµείς τουλάχιστον, παρά τις δυσκολίες, βλέπαµε µπροστά µας ένα µέλλον. Εσείς τι βλέπετε;» 

«Tην εποχή που ξεκινούσαν οι γονείς µας τη σταδιοδροµία τους, η χώρα βρισκόταν σε φάση ανασύστασης ενώ σήµερα βρίσκεται σε φάση παρακµής»

παρατηρεί η Πένυ, 27 ετών, δικηγόρος, µε δύο πτυχία και µεταπτυχιακό. Η ίδια νιώθει απογοήτευση: «Αυτή τη στιγµή δουλεύω αµισθί και οι προοπτικές στον κλάδο που βρίσκοµαι είναι περιορισµένες ενώ οι σπουδές µου απαιτούσαν κόπο και αφοσίωση». 

Δεν είναι βέβαια µόνο η απογοήτευση.

Το µεγάλο, µαύρο σύννεφο πάνω από το κεφάλι των περισσοτέρων είναι το άγχος και η αγωνία για το µέλλον.  Ένα κοινό µυστικό, που θεωρείται δεδοµένο για όλους, δεν εκπλήσσει κανέναν και δεν αναµένεται να αντιµετωπιστεί σύντοµα. Εξάλλου οι millennials, σύµφωνα µε έρευνα της Harris Interactive, είναι η πιο στρεσαρισµένη, αγχωτική και καταθλιπτική γενιά από οποιαδήποτε άλλη αυτή τη στιγµή στον πλανήτη. 

«Οι millennials µεγαλώνουν σε µια δύσκολη εποχή. Ενηλικιώθηκαν µε πολλές και υψηλές απαιτήσεις για το τι θα πρέπει να πετύχουν» σηµειώνει σχετικά ο Mike Hais, συγγραφέας του βιβλίου «Millennial Momentum», στη USA Today. «Η ατοµική αποτυχία είναι δύσκολη να τη δεχτείς, όταν συνδυάζεται µε την αίσθηση ότι είσαι ένα σηµαντικό άτοµο και περιµένουν από σένα να πετύχεις. Παρόλο που, στις περισσότερες περιπτώσεις, δεν είναι δικό τους το φταίξιµο –η οικονοµία κατέρρευσε την ώρα που πολλοί από αυτούς τελειώναν το σχολείο ή ενηλικιώνονταν–, αυτό τους οδηγεί σε µεγαλύτερο στρες». 

Η Πένυ το τοποθετεί: «Η χώρα µας βρίσκεται σε φάση συνεχούς παρακµής και οι κυβερνώντες, τόσο µε τη στάση τους όσο και µε τις αποφάσεις που λαµβάνουν, το επιτείνουν. Εύλογα έχω αρκετό άγχος για εµένα και την οικογένειά µου και αισθάνοµαι παγιδευµένη». Όχι ότι έχουµε το µονοπώλιο του άγχους: «Και άλλες γενιές µπορεί να είχαν αυτό το φόβο» παρατηρεί ο Κωνσταντίνος, 27, που µόλις τελείωσε τις σπουδές του στο θέατρο, και τον συντηρούν οι γονείς του παρόλο που έχει εργαστεί για κάποια χρόνια. «Εµείς ίσως έχουµε και τη δικαιολογητική βάση για να τον τρέφουµε».  Ο Λεωνίδας, από την άλλη, είναι πιο αισιόδοξος: «Παγιδευµένοι κι ανήµποροι είναι οι συνταξιούχοι. Εγώ έχω ξεπεράσει πλέον τον πανικό, τη θλίψη και το φόβο και αντιµετωπίζω αυτό που ζούµε ως µια προσωρινή πραγµατικότητα». 

Ως προς τις εργασιακές συνθήκες, οι περισσότεροι µιλούν για ανασφάλιστη εργασία χωρίς ικανοποιητικές απολαβές. «Όσοι δεν δουλεύουν είναι σε κατάθλιψη ή έχουν βολευτεί και όσοι δουλεύουν υποφέρουν από τον µεσαίωνα που λέγεται ελληνικό επαγγελµατικό περιβάλλον. Συνήθως εστιάζουµε στο µισθό και τα ωράρια και έχουµε αποδεχτεί ως φυσιολογικό τα ξεσπάσµατα, την αγένεια και τα καντήλια εργοδοτών και συναδέλφων» λέει ο Παναγιώτης, 26, που πρινλίγο καιρό αποφάσισε να εγκαταλείψει την Ελλάδα για να βρει ένα καλύτερο µέλλον στο Λονδίνο, ξεκινώντας απ’ την αρχή. 

Οι περισσότεροι ξοδεύουν τα χρήµατα που βγάζουν ή που τους δίνουν οι γονείς τους στα απολύτως απαραίτητα: Ο Παναγιώτης παρατηρεί ότι το περισσότερο µέρος του µισθού του πάει σε στέγαση και φαγητό. «Βασικά, αλλα όχι αυτονόητα. Και ό,τι µου µένει αφού πληρώσω τους υπόλοιπους λογαριασµούς γίνεται µικρές ή µεγαλύτερες απολαύσεις: ένα πακέτο τσιγάρα µια στο τόσο (το έχω κόψει), ένα µπουκέτο λουλούδια, ένα low budget ταξίδι».

Το σηµαντικότερο που συγκρατώ από τις συνοµιλίες µας είναι ο κοινός παρονοµαστής της ελπίδας: όλοι εµφανίζονται αγχωµένοι και δυσαρεστηµένοι, αλλά κατά βάθος ελπίζουν. Σε διαφορετικά πράγµατα ο καθένας, µε διαφορετική ένταση, όµως όλοι ελπίζουν σε κάτι.  

«Δεν είµαι καθόλου ευχαριστηµένη µε την οικονοµική µου κατάσταση, αλλά κάνω υποµονή µε την ελπίδα πως το µάστερ θα µου εξασφαλίσει έναν παχυλό µισθό µε τον οποίο θα καταφέρω να αποσβέσω την πολυετή µου φοίτηση» λέει η Στεφανία. «Εξάλλου παρατηρώ ολοένα και περισσότερο ότι εκείνοι που ακολουθούν το µεράκι τους, καταφέρνουν να πετύχουν ακόµα και σε αυτές τις δύσκολες συγκυρίες του 2016. Συνήθως πρόκειται για ανθρώπους που ασχολούνται µε την τέχνη ή πολύ ταλαντούχους σε θέµατα επιστηµονικά». 

«Πιστεύω πως είναι µια καλή γενιά» καταλήγει η κ. Ευθυµιοπούλου. «Μορφωµένη, προσπαθεί να σχετίζεται µε τους άλλους, τρυφερή, µε δυνατότητες. Το αν θα γίνει µεγάλη, θα το δείξει ο χρόνος». 

Ας µην ξεχνάµε ότι οι millennials θα είναι για πάντα millennials αλλά δεν θα είναι και πάντα νέοι. Κάποια στιγµή, θα µεγαλώσουν.